Οι Έλληνες στο Ελ Αλαμέιν – Γεωργίου Καλαματιανού.

Η 1η Ελληνική Ταξιαρχία είχε φτάσει πριν λίγες μέρες στη Δυτική έρημο της Αιγύπτου και είχε εγκατασταθή σ’ ένα τομέα του συμμαχικού μετώπου. Ο στρατηγός Μοντγκόμερυ, ο διοικητής της 8ης Στρατιάς, στην οποία ανήκε κι ο Ελληνικός στρατός της Μέσης Ανατολής, προετοιμαζόταν για τη μεγάλη επίθεση. Κι έκρινε, πως δεν έπρεπε να λείψουν οι Έλληνες από την αποφασιστική μάχη, που θα χάριζε μια από τις πιο ένδοξες νίκες στους στρατούς της ελευθερίας.
Τα προχωρημένα τμήματα της Ταξιαρχίας είχαν αρχίσει πια την προπαρασκευαστική πολεμική τους δράση: δηλ. αναγνώριση του εδάφους, των θέσεων του εχθρού, επισήμανση των πολυβολείων, πυροβολείων και άλλων επίκαιρων σημείων, που ήταν απαραίτητο να είναι γνωστά και στις πιο ασήμαντες λεπτομέρειες.
Τη νύχτα ολιγομελείς περίπολοι γλυστρούσαν βαθιά μέσα στις εχθρικές γραμμές, για να συγκεντρώσουν και να φέρουν μαζί τους πολύτιμες στρατιωτικές πληροφορίες. Καμιά φορά τους έπαιρναν μυρωδιά οι σκοποί των εχθρών. Και τότε άρχιζε για ώρες το τουφεκίδι.
Εκείνο το πρωί ο υπασπιστής έτρεξε χαρούμενος στη σκηνή του διοικητή του ελληνικού τομέα.
-Κύριε Διοικητά, μόλις μας έφεραν αιχμαλώτους, μια ολόκληρη ιταλική περίπολο, είπε χαιρετώντας στρατιωτικά.
-Καλώς όρισαν, συμπλήρωσε γελαστός αλλά ήρεμος ο διοικητής. Το περίμενα. Να έρθη πρώτα ο αξιωματικός περιπολάρχης, που τους συνέλαβε.
Σε λίγο ένας νέος ηλιοκαμένος ανθυπολοχαγός στεκόταν σε στάση προσοχής μπροστά στο διοικητή.
-Τα συγχαρητήριά μου, κύριε ανθυπολοχαγέ, του είπε˙ και του έσφιξε θερμά το χέρι.
Ο διοικητής διέταξε κι έφεραν εμπρός του τους δέκα αιχμαλώτους, εφτά στρατιώτες, δύο αξιωματικούς κι ένα αξιωματικό. Το χρώμα τους ήταν σαν του νεκρού. Εκοιτούσαν γύρω τους τρομαγμένοι, λες και φοβόνταν, πως κάποιος θα πεταγόταν να τους πετσοκόψη. Ήρθε σε λίγο, καλεσμένος από το διοικητή, κι ένας Δωδεκανήσιος εθελοντής λοχίας, που ήξερε τα ιταλικά. Πριν αρχίση η ανάκριση, τους έκαναν την απροσδόκητη ερώτηση:
-Ποιός από σας θέλει να γυρίση στο διοικητή σας;
Όλοι κοιτάχθηκαν αναμεταξύ τους κάπως παράδοξα. «Κάποια μηχανή μας στήνουν», θα σκέφτηκαν, χωρίς ν’ απαντήση κανείς. Ο διερμηνέας διατάχτηκε να επαναλάβη και δεύτερη και τρίτη φορά την ερώτηση, χωρίς και πάλι να πάρη απάντηση από κανέναν.
-Δεν πειράζει, είπε γελαστός ο διοικητής. Διαλέγω εγώ ένα. Έλα εδώ εσύ, διέταξε τον πιο αδύνατο, ο οποίος εφαινόταν κι ο πιο ηλικιωμένος.
Ο δυστυχισμένος έπεσε μπρούμυτα τρέμοντας και με δάκρυα στα μάτια μόλις εσυλλάβιζε μερικές λέξεις: «Μπέλλα Γκρέτσια…» (ωραία Ελλάδα).
Ο διοικητής έσπευσε να του δώση θάρρος. Δεν είχε να φοβάται τίποτε. Ένα γράμμα θα πήγαινε στον Ιταλό διοικητή του και θα κέρδιζε την ελευθερία του. Κι αμέσως εκάθισε σ’ ένα κιβώτιο εκστρατείας μπροστά σ’ ένα κακοφτιαγμένο τραπεζάκι κι έγραψε αυτό το σύντομο σημείωμα:
Προς τον Ιταλό διοικητή.
Με ένα στρατιώτη σου αιχμάλωτο σου στέλνω την ειδοποίηση, πως απέναντί σου έχεις Ελληνικό στρατό, αποφασισμένο να πολεμήση, όπως πολέμησε στα βορειοηπειρωτικά βουνά και ακόμη καλύτερα. Με τη βοήθεια του Θεού ελπίζει να σας πληρώσωμε με το παραπάνω για όσα υποφέρει εξ αιτίας σας ο δουλωμένος λαός μας. Περιμένετέ μας να μετρηθούμε.
Ο Έλλην διοικητής.
Έπειτα από μερικές μέρες άρχισε η μεγάλη μάχη. Η απέραντη έρημος άκουσε για πρώτη φορά την ελληνική πολεμική κραυγή «Αέρα! Αέρα!» και ξαφνιάστηκε. Οι Ιταλοί όμως, που την είχαν ξανακούσει, δεν μπόρεσαν να κρατηθούν. Και το εχθρικό μέτωπο έσπασε στον Ελληνικό τομέα.
Γεώργιος Καλαματιανός.

Από το βιβλίο: Αναγνωστικόν της πέμπτης τάξεως του δημοτικού σχολείου. Ν. Κοντοπούλου – Δ. Κοντογιάννη, Γ. Καλαματιανού Θ. Γιαννοπούλου. Αθήναι 1952
Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.