Πρόσφερε η Εκκλησία στον Ελληνισμό από το 1453 ως το 1821; Τί επικρίσεις δέχτηκε η Εκκλησία; – Ιωάννου Παπαιωάννου.

Πρόσφερε η Εκκλησία στον Ελληνισμό από το 1453 ως το 1821; Τί επικρίσεις δέχτηκε η Εκκλησία;

Έχεις υπόψη σου την κατηγορία – επίκριση που διατυπώθηκε για προδοσία των Ανθενωτικών της ορθοδόξου εκκλησίας στην άλωση της Κων/πόλεως το 1453. Ξαναθυμήσου και την επίκριση – ύβρη για την ορθόδοξη εκκλησία πως θριάμβευσε με τη βαρβαρότητα στο Βυζάντιο, διατυπωμένη από τον Άγγλο ιστορικό Γίββωνα χωρίς να παρουσιάζεται τουλάχιστον μία πολιτεία ή μία άλλη εκκλησία καλύτερη.

Σαν φυσική συνέχεια σου έρχονται οι επικρίσεις για την Εκκλησία και τη συμπεριφορά της κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας και στο 21. Οι επικρίσεις σου παρουσιάζονται σαν αναθεωρητική τάση της ελληνικής ιστοριογραφίας, ως απομυθοποίηση ταμπού και σα φανέρωμα αλήθειας. Ειδικότερα και συγκεκριμένα η εκκλησία παρουσιάζεται σαν όργανο καταπιέσεως των λαϊκών τάξεων, σαν μοναδικός αντιδραστικός οργανισμός που συντάχτηκε πάντοτε με τους κατακτητές, με τους πλουσίους, με τους τυράννους και με την αμάθεια, σαν το πιο αποκρουστικό κατεστημένο. Τις περισσότερες φορές μάλιστα – επειδή ο όρος εκκλησία εμπνέει κάποιο δέος – συναντάς σε χρήση του όρους Θρησκεία, Ιερατείο, Πατριαρχείο, Ανώτερος Κλήρος. Αυτές οι επικρίσεις έχουν κατακλύσει τον Τύπο, το Θέατρο, τον Κινηματογράφο, την τηλεόραση με την έρευνα, με κριτική, με συνέντευξη διανοουμένων και συγγραφέων, με το χρονογράφημα, με λογοπαίγνια, με αστεία και με σχόλια. Έχουν πλημμυρίσει κάθε κουλτούρα και τέχνη, έγιναν και στίχοι – όχι βέβαια δημοτικών – άλλ’ ελαφρών
και λαϊκών τραγουδιών, ανωνύμων και επωνύμων συνθετών, όπως λ.χ. οι εξής:

«Κοτσαμπάσηδες, πασάδες και σεβάσμιοι δεσποτάδες
κυβερνούσανε την χώρα, καλή ώρα!».

Ποιοί είναι οι αντιπροσωτευτικότεροι παλαιοί και νέοι επικριτές της Εκκλησίας;

Στο έργο των τελευταίων προεπαναστατικών χρόνων, Ελληνική Νομαρχία Ανωνύμου του Έλληνος, θα διάβασες δυσμενή κριτική και κατηγορίες για την εκκλησία και ιδιαίτερα για το Πατριαρχείο Κων/πόλεως και για τον κλήρο: «Οι ιερείς πάντοτε επροσπάθησαν με το μέσον της θεότητος να καταδυναστεύσουν τους συμπολίτας των, καθώς μέχρι της σήμερον, με την αμάθειαν και την κακομάθησιν επέτυχον του σκοπού των». Και «δύο αίτια είναι, ώ Έλληνές μου ακριβοί, οπού μέχρι της σήμερον μας φυλάττουσι δεδεμένους εις τας αλύσους της τυραννίας, είναι δε το αμαθές ιερατείον και η απουσία των αρίστων συμπολιτών» (Ελληνική Νομαρχία, βιβλ. 4ο, σελ. 74 και σελ. 108).

Σ’ άλλες σελίδες μπορείς να διαβάσεις λεπτομερέστερες επικρίσεις: «Ώ συ μιαρά σύνοδος της Κων/πόλεως… εις ποίον μεγάλο ξεφάντωμα δεν ευρίσκεται μέρος από τους συγκλήτους σου, και ποίος από αυτούς δεν λατρεύει δύο και τρεις αρχοντίσσας με άκραν αναισχυντίαν και σχεδόν φανερά; Συ είσαι μία μάνδρα λύκων, οπού δεν υπακούεις τον ποιμένα σου και κατατρώγεις τα αθώα και πολλά ήμερα πρόβατα της ορθοδόξου εκκλησίας» βιβλ. 4ο, σελ. 110.

… «Η Σύνοδος αγοράζει τον πατριαρχικόν θρόνον από τον Οθωμανικόν αντιβασιλέα δια μίαν μεγάλην ποσότητα χρημάτων, έπειτα τον πωλεί ούτινος της δώσει περισσότερον κέρδος, και τον αγοραστήν τον ονομάζει Πατριάρχην. Αυτός πωλεί τας επαρχίας, ήτοι αρχιεπισκοπάς, αι οποίαι πωλούν τας επισκοπάς και οι επίσκοποι γυμνώνουσι τον λαόν (βιβλ. 4ο, σελ. 122). Και ακόμα: «Οι περισσότεροι από τους κοκκαλοπωλητάς εξέρχονται από το Άγιον Όρος, εις το οποίον ευρίσκεται η πηγή αυτών των καλογήρων… Η εξομολόγησιςτην σήμερον είναι εν μέσον προδοσίας!…» βιβλ. 4ο, σελ. 129.

Οπωσδήποτε δεν πρέπει να παρασιωπήσεις παραγράφους στις ίδιες σελίδες της «Ελληνικής Νομαρχίας» που έρχονται σε διαμετρική αντίθεση και αντίφαση με τα προηγούμενα, όπως λ.χ. «Δια τούτο λοιπόν, μετά δακρύων παρακαλώ τους σοφούς και εναρέτους άνδρας, οπού φέρουσι το σεβάσμιον ένδυμα της ιερωσύνης, να με συγχωρήσουν, αν με άκραν τόλμην αποφασίζω να ελέγξω αυστηρώς… Δεν είναι ολίγοι βέβαια οι όντως άξιοι ευλαβείας και τιμής ιερείς, ως π.χ. ο Κοσμάς Μπαλάνου Ιωαννίνων, ο οσιώτατος κυρ Ανδρέας, ιερεύς εις Κέρκυραν και άλλοι πολλοί». Βιβλ. 4ο, σελ. 109. Αξίζει να προσέξεις την ευαισθησία του Ανωνύμου στην παρακάτω αποστροφή: «Ώ αδελφοί μου Έλληνες, ίσως δεν καταλαμβάνετε πόσην δύναμιν έχουσι τα λόγια των καλογήρων και των πνευματικών εις τας ψυχάς των απλουστάτων ακροατών!…» Και συνεχίζει: «Ναι Πατριάρχα, Αρχιεπίσκοποι, επίσκοποι και απαξάπαντες Έλληνες, συγχωρήσατέ με προς τούτοις, αν ούτως σας φανή εύλογον, δια την τόλμην και το θάρρος, με το οποίον σας ωμίλησα… Παρακαλώ σας θερμώς, να μην υποψιάσητε εις
εμένα ούτε ανευλάβειαν, ούτε κακοήθειαν. Ο ζήλος της πατρίδος μας, ο έρως της ελευθερίας και η ελεεινή σημερινή κατάστασις των Ελλήνων τον έγραφαν δια μέσου μου… Έγραψα διότι ελπίζω το περισσότερον από σας… Εγώ βέβαια, αν δεν εγνώριζα και αμέσως και εμμέσως πολλούς εναρέτους σοφούς ιερείς και αληθείς αποστόλους του Χριστού δεν ήθελα αρχίσει ποτέ να γράψω!…» βιβλ. 4ο, σελ. 139.

Δικαιολογημένα θα διερωτηθείς: αν ισχύουν οι πρώτες φοβερές επικρίσεις και κατηγορίες, πώς τόση ευαισθησία και λεπτότητα στις προαναφερθείσες παραγράφους; Και γιατί οι περισσότερες από τις επικρίσεις διατυπώνονται γενικά και αόριστα; Και γιατί παρέμεινε ανώνυμος ο συγγραφέας της «Ελληνικής Νομαρχίας» που φιλοδόξησε ν’ αναστήσει πνευματικά το Γένος των Ελλήνων; Και πώς αυτός από την Ήπειρο γνώριζε τα πάντα για την ορθόδοξη εκκλησίας, ως το Άγιον Όρος και την Κων/πολη; Ποιές άλλες πηγές χρησιμοποίησε και δεν τις αναφέρει;

Κάποια άλλη αιτία των επικρίσεων θ’ ανακάλυπτες αναζητώντας και μελετώντας: Ο συγγραφέας της «Ελληνικής Νομαρχίας» ήταν επηρεασμένος από τις ιδέες της Γαλλικής Επαναστάσεως του 1789. Στη Γαλλία η Επανάσταση γινόταν κατά του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ που είχε και τίτλο «η Αυτού Χριστιανικωτάτη Μεγαλειότης»˙ η Γαλλική επανάσταση συνεπώς στράφηκε και κατά του Χριστιανισμού και κατά του Γαλλικού καθολικού κλήρου. Όμως οι υπόδουλοι Έλληνες τυραννούνταν από Σουλτάνο – αντίχριστο και όχι Χριστιανό˙ ο προπαγανδιστής των ιδεών της Γαλλικής Επαναστάσεως, συγγραφέας της «Ελληνικής Νομαρχίας» δεν είχε πάντοτε στο νου του έντονη αυτήν τη θεμελιακή διαφορά στο χώρο του ελληνισμού και πότε – πότε θεωρούσε την ορθόδοξη εκκλησία με το σουλτάνο ένα! Όταν θυμόταν την πραγματικότητα της ορθοδοξίας στον ελληνικό χώρο, τότε έγραφε τις παραγράφους με σεβασμό στον κλήρο.

Πάντως επικρίσεις και επικριτές θα εντοπίσεις και άλλους. Π.χ. σ’ ένα σατιρικό ανώνυμα στιχούργημα των προεπαναστατικών χρόνων, το «Ρωσαγγλογάλλο» ίσως θα διάβασες έμμετρες κατηγορίες για αμοραλισμό και διαφθορά του κλήρου:

Αφ’ ου το ράσο τούτο φόρεσα,
πλέον τινά ζυγόν δεν γνώρισα.
Δύο ποθώ, ναι, μα τες Εικόνες
άσπρα πολλά και καλές κανόνες.

Από την «Ελληνική Νομαρχία» και το «Ρωσαγγλογάλλο» αντλούν και όσοι μεταγενέστερα επικρίνουν τη συμπεριφορά των εκπροσώπων της εκκλησίας κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας. Και αξίζει να προσέξεις πως τα επικριτικά αυτά κείμενα, χωρίς ν’ αρνούνται το όλο έργο και την αποστολή της εκκλησίας, κυρίως τη συμπεριφορά κληρικών επικρίνουν. Επιπλέον τα επικριτικά αυτά κείμενα, που αποτελούν πηγή και βάση νέων επικρίσεων είναι ανώνυμα και στα περισσότερα σημεία αόριστα αναφέρονται. Βέβαια ας μην αποκλείσουμε περιπτώσεις και αριθμόν αναξίων κληρικών, δε θεωρείς όμως ότι η υιοθέτηση των επικρίσεων, όπως διατυπώνονται, θα ήταν άδικη υπεργενίκευση, αν όχι δυσμένεια και εμπάθεια, εξαιτίας μερικών μεμονωμένων φαινομένων;

Και από τον Αδαμάντιο Κοραή, θα διάβασες, προερχόμενες επικρίσεις: «Και υμείς, άθλιοι καλόγηροι, αντί να ζητήτε να ιατρεύσητε τας πληγάς του γένους, εγίνετε χείρονες και αυτών των τούρκων, υμείς, οι οποίοι έπρεπε να είσθε το άλας και το φως των κοσμικών, εμωράνθητε, εσκοτίσθητε και παντάπασιν ηχρειώθητε» Δημ. Φωτιάδη, Η Επανάσταση του 21, τόμ. Α’ σελ. 189.

Πάντως από τον Κοραή μόνον τα πρώτα χρόνια της Γαλλικής Επαναστάσεως έχεις επικρίσεις για την εκκλησία, τότε που ήταν έντονα επηρεασμένος από το ορθολογιστικό πνεύμα του Βολταίρου και το αντικληρικό πνεύμα της Γαλλικής Επαναστάσεως. Στα μετέπειτα χρόνια, όταν γνώρισε καλύτερα τα γεγονότα και κατανόησε το πνεύμα της Γαλλικής Επαναστάσεως έπαυσε να εκφράζεται με επικρίσεις για τον κλήρο και την ορθόδοξη εκκλησία και αναφέρονταν με σεβασμό και εκτίμηση στην εκκλησία: «Η Εκκλησία δεν έπαυσε ποτέ να καρατάται τον τύραννον, και να ζητή εκδίκησιν από τον Θεόν, ψάλλουσα μέχρι της σήμερον το οποίον και προ της αλώσεως της Ελλάδος έψαλλε˙ «Σώσον Κύριε τον λαόν σου… νίκας τοις βασιλεύσι κατά βαρβάρων δωρούμενος»… τίνες είναι οι βάρβαροι ούτοι, τους οποίους καταράται η εκκλησία, πλην οι τούρκοι˙» Μιχ. Περάνθη, Ελληνική Πεζογραφία, τόμ. Β’. σελ. 272. Και να λάβεις ακόμα υπόψη σου πως ο Κοραής δεν ζει στην Ελλάδα, για να έχει άμεση αντίληψη για πρόσωπα και πράγματα που επικρίνει˙ ό,τι του μεταδίδουν άλλοι εκφράζει.

Στα βιβλία του Κορδάτου θα συναντήσεις επικρίσεις για το Πατριαρχείο Κων/πόλεως, όπως και η εξής: «Το πατριαρχείο από τη μια μεριά, η τουρκική εξουσία από την άλλη, καθώς και η αυστριακή αστυνομία έκαναν το παν για να τρομοκρατήσουν το Ρήγα….

Σ’ όλη τη Βαλκανική πένθησαν το χαμό του μεγάλου Θεσσαλού. Μόνον οι αντιδραστικοί χάρηκαν και οι Φαναριώτες και οι δεσποτάδες τους έτριβαν τα χέρια από χαρά… Οι Φαναριώτες και οι τρανοί κληρικοί του πατριαρχείου εσυκοφάντησαν το έργο του. Η τρομοκρατία του σουλτάνου και του πατριαρχείου η λύσσα επέβαλαν τη σιωπή… Ο Ρήγας μισεί τον ανώτερο κλήρο που τον ξέρει για εκμεταλλευτή και φωτοσβέστη. Γ. Κορδάτου, Ρήγας Φεραίος και Βαλκανική ομοσπονδία, σελ. 61, 64.

Ωστόσο στο ίδιο βιβλίο, στις άλλες σελίδες του θα διαβάσεις ότι ο Ρήγας διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα από ιερέα και επισκέφτηκε το Άγιον Όρος για να λάβει πατρικήν ευλογίαν του ηγουμένου της Μονής του Βατοπεδίου Κοσμά και συμβουλές. Ούτε καμιά συγκεκριμένη απόδειξη έχεις για διωγμό του Ρήγα από το Πατριαρχείο, ούτε καμιά ένδειξη εμπάθειας ή μίσους εκ μέρους του Ρήγα για το πατριαρχείο και για τον κλήρο. Αντίθετα συναντάς πάρα πολλές θρησκευτικές και ευσεβείς εκφράσεις στα κείμενα του Ρήγα, που δείχνουν πίστη στην εκκλησία και σεβασμό στον κλήρο.

Στο αναμφισβήτητα, φανατικής πολεμικής βιβλίο, του Γ. Καρανικόλα «Ρασοφόροι συμφορά του Έθνους» σου αραδιάζονται κατακλυσμικά επικρίσεις – κατηγορίες, καθώς ο συγγραφέας συμπεραίνοντας, εικάζοντας και υπεργενικεύοντας γεγονότα από το βυζάντιο ως σήμερα αποφαίνεται ότι η εκκλησία πεθαίνει! «Το Οικουμενικό Πατριαρχείο και κατ’ επέκταση ο ανώτερος κλήρος έχουν κρατήσει κοινή στάση. Έχουν εφαρμόσει ανθελληνική, αντεθνική και αντιλαϊκή πολιτική. Αποδεικνύουμε: 1) Η Τουρκοκρατία παρατάθηκε 400 χρόνια με κύριον υπεύθυνο το πατριαρχείο και τους δεσποτάδες. 2) Καλλιέργησαν τις δεισιδαιμονίες, τις προλήψεις και την αμάθεια στο «ποίμνιο» για να το αρμέγουν άνετα και να το εκμεταλλεύονται οι «ποιμένες». 3) Ενστάλλαξαν την ιδέα και ελπίδα ουράνιου παραδείσου για να μη σηκώσουν ποτέ κεφάλι. 4) Τα φόρτωσαν όλα στο «θέλημα Θεού» και «Θεία Πρόνοια» για να εξασφαλίζουν ασύδοτοι και ανεξέλεγκτοι την αιωνιότητα του εκκλησιαστικού κατεστημένου. 5)

Εφόσον πιστεύουν μόνο στο Θεό έχουν απαλλαγεί από κάθε ίχνος αυτού που λέμε εθνική συνείδηση. 6) Δεν αισθάνονται αυτό που λέγεται λαός. Γι’ αυτό αλληλοτρώγονται και γίνονται ήρωες βρωμερών σκανδάλων. 7) Σαν επιρροή ο ρόλος τους όλο μικραίνει. Η εκκλησία πεθαίνει!…». Γ. Καρανικόλας, Ρασοφόροι συμφορά του έθνους, σελ. 18-19.

Βέβαια τόσο βίαια και με τόσο πάθος δε γράφεται η ιστορία, ούτε η φιλοσοφία της ιστορίας, ούτε η κοινωνιολογία. Κράτησε τις επικρίσεις για να τις αντιπαραβάλλεις στις αποδείξεις και μαρτυρίες που θα ακολουθήσουν και σημείωσε ότι ο ίδιος συγγραφέας σ’ άλλο βιβλίο του διαφορετικά τα γράφει: «Όλος ο ανώτερος κλήρος με επικεφαλής τον αρχιεπίσκοπο Κυπριανό είχε μπει στη Φιλική εταιρεία. Οι πρώτοι που θανατώθηκαν ήταν ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός και οι επίσκοποι Πάφου Χρύσανθος, Κιτίου Μελέτιος και Κυρηνείας Λαυρέντιος» Γ. Καρανικόλα, στις φλόγες του εικοσιένα, σελ. 93- 94.

Στο βιβλίο του Π. Πιπινέλη «Πολιτική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, σελ. 26» θα διάβαζες μια διπλωματική επίκριση τόσο λεπτή και έμμεση, ώστε να έρχεται σαν απολογία του πατριαρχείου γιατί δεν ακολούθησε τη ζωή του έθνους! «Ο αρχιερατικός κλήρος και το πατριαρχείον και την δύναμιν και το κύρος είχον δια να εκπληρώσουν την ευρυτέραν αποστολήν. Αλλά το τμήμα τούτο του κλήρου έζη υπό συνθήκας πολιτικάς τοιαύτας, ώστε να μη δύναται ν’ ακολουθήση την ζωήν του Έθνους».

Και από ξένους περιηγητές μπορείς ν’ αναφέρεις επικρίσεις για την ορθόδοξη εκκλησία και το πατριαρχείο˙ λ.χ. από τον Άγγλο HOBHOUSE: «οι ανώτερες τάξεις και ο κλήρος προτιμούν να διαιωνισθεί η σημερινή κατάστασση. Ο πατριάρχης και οι Φαναριώτες πρίγκηπες είναι αφοσιωμένοι στην Πόλη» Κυρ. Σιμόπουλου, Ξένοι ταξιδιώτες και περιηγητές την Ελλάδα, τ. α’ σελ. 222.

Τέλος διάβασε και τις επικρίσεις του Γ. Σκαρίμπα: «Κατά ποια λοιπόν συνέπεια διαλεκτή (και συνεπώς εξηγήσιμη) και το πατριαρχείο, που ο καταχτητής του παρέδωσε μονοπωλιακά την ημικοσμική και θρησκευτική διοίκηση του έθνους (μία σχεδόν υπηκοότητα) θα απεμπόλαε την επί της γης χειροπιαστήν ετούτη βασιλεία του, για την των ουρανών και την πατρίδα;

Πράγματι, ποτέ πριν στην ιστορία τους πατριαρχείο και πατριάρχες του δεν είδαν τέτοιες αυτοκρατορικές στα χέρια τους εξουσίες… Επί Τουρκιάς ήταν αυθέντες, μεγαλότατοι με «αυλές» και ανατολίτικες τελετουργίες ίδιων χαχάνων… Το ραγιάδικο εκείνο ιερατείο, όχι μόνο δια κάνα έθνος (=πράσιν’ άλογα) δεν είχε αυτό σκασίλες, αλλά ουδέ κάν ποτές του πίστεψε ότι ο Χριστός είχ’ έρθει για κάνα «αγαπάτε αλλήλους» ή «έστε εγκρατείς και ειρηνικοί (= αλλά και αυτά γιαυτό άλογα πράσινα), αλλά ότι τον έστειλε ο Πανάγαθος, για να –κατόπι του – οι δεσποτάδες, οι αρχιδιάκονοι και οι ηγούμενοι περνάν με χρυσές Μίτρες στα κεφάλια τους, μια ζωή «κοτσάνι» την μαγκούφα!… Γ. Σκαρίμπα, το 21 και η αλήθεια, τόμ. α’ σελ. 28-30.

Οπωσδήποτε ιστορία και ιστορική συζήτηση με «πράσιν’ άλογα» και «ζωή – κοτσάνι την μαγκούφα» δεν είναι δυνατόν να γίνεται ούτε και να γράφεται. Όμως διαβάζοντας και τις τελευταίες γνώμες μπορείς νάχεις μια πληρέστερη αντιπροσωπευτική θεώρηση παλαιών και νέων επικρίσεων και επικριτών της εκκλησίας στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας και στο «21».

Συνεχίζεται …

Από το βιβλίο: Ιστορικές γραμμές, του Φιλολόγου – Ιστορικού, Εκπαιδευτικού Μ.Ε., Ιωάννου Ν. Παπαϊωάννου.
Τόμος Α’. Λάρισα 1979

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.