Κυριακή ΙΑ. Λουκά ή των Αγ. Προπατόρων: Όχι προφάσεις – Μακαριστού Μητροπ. Πρ. Φλωρίνης, Αυγουστίνου Καντιώτου.

Λουκ. 14, 16-24

«Λέγω γαρ υμίν ότι ουδείς των ανδρών
εκείνων των κεκλημένων γεύσαταί μου
του δείπνου»
(Λουκ. 14,24)

Ακούσατε, αγαπητοί, το σημερινό Ευαγγέλιο. Ένας, λέει, άνθρωπος θέλησε να τιμήση τούς φίλους του. Ετοίμαζε τραπέζι. Φρόντισε νά μή λείψη τίποτε. Όταν ήταν όλα έτοιμα, έστειλε το δούλο του να ειδοποιήση τους φίλους νά έρθουν στο τραπέζι. Ο δούλος πήγε και τους κάλεσε. Αλλά τι περίεργο πράγμα! Ενώ θα περίμενε κανείς, όλοι αυτοί που κάλεσε ο δούλος να δεχθούν με ευχαρίστησι την πρόσκλησι και να τρέξουν να πάνε στο τραπέζι, αυτοί αρνήθηκαν, και δικαιολογώντας την άρνησί τους είπαν· Ο πρώτος· «Αγόρασα χωράφι και πρέπει νά πάω να τό δώ…». Ο δεύτερος· «Αγόρασα πέντε ζευγάρια βόδια και πρέπει να πάω να τα δοκιμάσω….». Ο τρίτος «Παντρεύτηκα γυναίκα…» (Λουκ. 14, 18-20). Όταν ο άνθρωπος που έκανε το τραπέζι πληροφορήθηκε τι απήντησαν στο δούλο του, ωργίστηκε και τον διέταξε να πάη στους δρόμους και στις πλατείες της πόλεως και όποιους βρη, τυφλούς, κουτσούς, αναπήρους, να τους καλέση στο τραπέζι.
Ο δούλος εξετέλεσε την εντολή του κυρίου του. Πήγε εκεί που τον έστειλε. Όλοι, όσους κάλεσε, με μεγάλη προθυμία δέχτηκαν την πρόσκλησι. Πήγαν στο συμπόσιο. Αλλ’ η αίθουσα, όπου ήταν στρωμένο το τραπέζι, ήταν τόσο μεγάλη, ώστε έμενε άδειος πολύς χώρος. Ο δούλος πήρε διαταγή να πάη πάλι έξω, να βρη και άλλους και να τους καλέση να έρθουν στο τραπέζι. Δήλωσε δε ο κύριος που έκανε το δείπνο, ότι κανένας απ’ αυτούς, που κάλεσε την πρώτη φορά και δεν ήρθαν, δεν θα καθήση στο τραπέζι και δεν θα δοκιμάση τα αγαθά τού δείπνου.

***
Όποιος ακούει το σημερινό Ευαγγέλιο παραξενεύεται με τη συμπεριφορά των ανθρώπων εκείνων, που πρώτους κάλεσε στο τραπέζι ο κύριος. Γιατί ξέρουμε, ότι σε τραπέζια που στρώνονται σε μέρες γάμων, εορτών και πανηγύρεων, όλοι πάνε με προθυμία. Παραπονούνται μάλιστα, αν δεν τους καλέσουν. Το θεωρούν προσβολή. Ακούς εκεί να μη με καλέσουν! λένε, εγώ είμαι πολύ γνωστός, φίλος και συγγενής, κ’ έπρεπε να με καλέσουν από τους πρώτους· κάλεσαν τόσους καί τόσους, κ’ εμένα με ξέχασαν….
Αλλά στο σημερινό Ευαγγέλιο δεν πρόκειται για τραπέζι τέτοιο. Το τραπέζι, για το οποίο συμβολικώς μιλάει το Ευαγγέλιο, είνε πολύ διαφορετικό από τα τραπέζια του κόσμου. Είνε τραπέζι πνευματικό. Το ετοίμασε ο ουράνιος Πατέρας. Πώς να σας μιλήσω για να με καταλάβετε; Πώς να σας κάνω ν’ αγαπήσετε το τραπέζι αυτό; Ακούστε με. Όταν πέση σε μιά χώρα πείνα και δεν έχουν οι άνθρωποι να φάνε τίποτε, πεινασμένοι όπως είνε, ευτυχισμένο θεωρούν τον εαυτό τους αν πέση στα χέρια τους κανένα καρβέλι ψωμί. Πεινασμένοι όπως είνε, θα το αρπάξουν και θα το φάνε με ευχαρίστησι, έστω και αν το ψωμί είνε από καλαμπόκι ή κριθάρι, Στην πείνα που έχουν, γλύκυσμα θα τους φανή. Εάν δε κάποιος στην εποχή της πείνας τους καλέση σε τραπέζι, ώ με πόση χαρά θα τρέξουν!
Από τα υλικά ας πάμε τώρα στα πνευματικά, από τη σωματική πείνα ας πάμε τώρα στην πνευματική πείνα. Ας πάμε στα παλιά τα χρόνια, τα προ Χριστού χρόνια. Οι άνθρωποι πεινούσαν ν’ ακούσουν την αλήθεια, να γνωρίσουν ποιός είνε ο αληθινός Θεός και ποιά είνε τα καθήκοντά τους που έχουν απέναντι στο Θεό και στους ανθρώπους. Πεινούσαν να μάθουν νέα από τον άλλο κόσμο. Έβλεπαν, ότι σε λίγο τελειώνει η ζωή τους εδώ στη γη και ήταν ανήσυχοι για το μεγάλο ταξίδι. Πεινούσαν και διψούσαν για την αλήθεια. Είχαν φιλοσόφους και άλλους σπουδαίους άνδρες. Αλλά η διδασκαλία των ανθρώπων αυτών δεν μπορούσε να τους χορτάση. Ήταν έψα ψίχουλο. Ήταν, δηλαδή, ένα πολύ μικρό, ελάχιστο ποσοστό από την αλήθεια, που πεινούσαν και διψούσαν οι άνθρωποι. Αλλά να! Έρχεται ο Θεός και στρώνει τραπέζι. Τραπέζι, που όχι χίλιοι και δυό χιλιάδες άνθρωποι, αλλά εκατομμύρια να έρθουν να καθήσουν, τα φαγητά δεν θα λιγοστέψουν. Και τι φαγητά! Φαγητά εκλεκτά. Φαγητά που ανοίγουν την όρεξι, κάνουν τον αδύνατο να δυναμώνη, τον παράλυτο να περπατάη, τον τυφλό να βλέπη, τον κουφό ν’ ακούη, το λεπρό να καθαρίζεται. Τι πλούσιο, σπάνιο, πρωτάκουστο, μοναδικό τραπέζι! Ό,τι υπάρχει στο τραπέζι αυτό, είνε απόλαυσις, χαρά, υγεία, αθανασία, ζωή αιώνιος. Άνθρωποι, τί κάθεστε; Πεινασμένοι, ελάτε να φάτε. Διψασμένοι, ελάτε να πιήτε. Τυφλοί, ελάτε να δήτε το φως. Κουφοί, ελάτε ν’ ακούσετε. Ανάπηροι, ελάτε να γίνετε καλά. Όλοι ελάτε στο τραπέζι τού Θεού. Δεν θα πληρώσετε τίποτε. Όλα δωρεάν.
Αλλά ποιό είνε αυτό το τραπέζι, το πνευματικό τραπέζι, που στρώνει ο Θεός; Είνε τα πνευματικά εκείνα αγαθά, που έφερε στον κόσμο ο Υιός τού Θεού, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Είνε η διδασκαλία του. Είνε η θυσία του. Είνε το άγιο σώμα του και το τίμιο αίμα του. Είνε η άφεσις και η συγχώρησις των αμαρτημάτων. Είνε η βασιλεία των ουρανών. Να ποιό είνε το θεϊκό τραπέζι. Και σ’ αυτό καλεί όλους τους ανθρώπους. Γιατί ο Θεός θέλει όλοι οι άνθρωποι να σωθούν.

***

Ο Θεός κάλεσε στην αρχή τούς Ιουδαίους, αλλ’ αυτοί περιφρόνησαν την πρόσκλησι και δεν ήρθαν. Κάλεσε και καλεί όλους τους άλλους ανθρώπους, που είνε διασκορπισμένοι παντού. Αλλά και πολλοί από αυτούς δεν δέχονται την πρόσκλησι. Γιατί είνε δεμένοι και προσκολλημένοι στα υλικά αγαθά. Είνε δεμένοι με την αμαρτία. Τα πάθη κυριαρχούν μέσα στήν καρδιά τους. Οι άνθρωποι αυτοί είνε συμφεροντολόγοι, φιλάργυροι και πλεονέκτες, φιλήδονοι και φιλόσαρκοι. Τα λεφτά, οι αμαρτωλές γυναίκες, οι αισχροί έρωτες, τα ελεεινά συμφέροντά τους, τα πιο μικρά και πιο ασήμαντα πράγματα, αυτά αγαπούν, αυτά μέρα –νύχτα σκέπτονται, αυτά λατρεύουν, και χωρίς αυτά δεν μπορούν να ζήσουν. Αυτά όλα τους κρατούν μακριά από το Θεό, μακριά απ’ το Θεϊκό τραπέζι. Οι άνθρωποι αυτοί στην εκκλησία δεν πατάνε, προσευχή δεν κάνουν, αγία Γραφή δεν διαβάζουν, νηστείες δεν τηρούν, σε εξομολόγησι δεν πάνε, θεία κοινωνία δεν γνωρίζουν. Όλα τα θρησκευτικά τους καθήκοντα τα αμελούν. Και αν κανείς τους ρωτήση, γιατί δεν εκκλησιάζεστε, γιατί δεν κάνετε την προσευχή σας, γιατί δεν διαβάζετε το Ευαγγέλιο, γιατί δεν τηρείτε τις νηστείες, γιατί αμελείτε τα θρησκευτικά σας καθήκοντα, τι απαντούν; Ό,τι απάντησαν και οι πρώτοι που κάλεσε ο Κύριος στο τραπέζι. «Αγρόν ηγόρασα….., ζεύγη βοών ηγόρασα…., γυναίκα έγημα….» (Λουκ. 14, 18-20). Βρίσκουν χίλιες δυό προφάσεις για να δικαιολογήσουν τη συμπεριφορά τους. Κι όπως είπε κάποιος σοφός, ο αμαρτωλός μπορεί να κουραστή να αμαρτάνη αλλά δεν θα κουραστή ποτέ να δικαιολογήται.
Δικαιολογείται ο αμαρτωλός, γιατί δεν εκκλησιάζεται, δεν νηστεύει, δεν εξομολογείται, δεν κοινωνάει, δεν προσεύχεται, δεν διαβάζη τη Γραφή. Αλλά μάταια κοπιάζει να δικαιλογηθή. Μάταια γίνεται δικηγόρος τού εαυτού του. Θα ’ρθη ώρα που όλες οι δικαιολογίες και οι προφάσεις θα πέσουν σαν να είνε χάρτινοι πύργοι. Ανθρώπους γελούν και απαιτούν με διάφορα ψέματα και δικαιολογίες, αλλα το Θεό ποιός μπορεί να το γελάση, ποιός μπορεί να τον απατήση; Κανένας απολύτως. Από τώρα ακούγεται η φοβερή προειδοποίησι. Κανείς απ’ αυτούς, που δεν τίμησαν την πρόσκλησι, δεν θα γίνη πιά δεκτός στο τραπέζι τού Θεού. Θα μείνη έξω τού δείπνου, έξω τού νυμφώνος, έξω του παραδείσου.
Επισκόπου Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου
Μητροπολίτου Πρ. Φλωρίνης

Κυριακή

Έκδοσις Ορθοδόξου Ιεραποστολικής Αδελφότητος «Ο Σταυρός»

Σύντομα κηρύγματα επί των Ευαγγελικών περικοπών
«Ουαί μοι εστιν εάν μη ευαγγελίζωμαι» (Α΄Κορ. 9, 16)

ΙΑ΄Λουκά

Όχι προφάσεις

Λουκ. 14, 16-24

«Λέγω γαρ υμίν ότι ουδείς των ανδρών
εκείνων των κεκλημένων γεύσαταί μου
του δείπνου»
(Λουκ. 14,24)

Ακούσατε, αγαπητοί, το σημερινό Ευαγγέλιο. Ένας, λέει, άνθρωπος θέλησε να τιμήση τούς φίλους του. Ετοίμαζε τραπέζι. Φρόντισε νά μή λείψη τίποτε. Όταν ήταν όλα έτοιμα, έστειλε το δούλο του να ειδοποιήση τους φίλους νά έρθουν στο τραπέζι. Ο δούλος πήγε και τους κάλεσε. Αλλά τι περίεργο πράγμα! Ενώ θα περίμενε κανείς, όλοι αυτοί που κάλεσε ο δούλος να δεχθούν με ευχαρίστησι την πρόσκλησι και να τρέξουν να πάνε στο τραπέζι, αυτοί αρνήθηκαν, και δικαιολογώντας την άρνησί τους είπαν· Ο πρώτος· «Αγόρασα χωράφι και πρέπει νά πάω να τό δώ…». Ο δεύτερος· «Αγόρασα πέντε ζευγάρια βόδια και πρέπει να πάω να τα δοκιμάσω….». Ο τρίτος «Παντρεύτηκα γυναίκα…» (Λουκ. 14, 18-20). Όταν ο άνθρωπος που έκανε το τραπέζι πληροφορήθηκε τι απήντησαν στο δούλο του, ωργίστηκε και τον διέταξε να πάη στους δρόμους και στις πλατείες της πόλεως και όποιους βρη, τυφλούς, κουτσούς, αναπήρους, να τους καλέση στο τραπέζι.

Ο δούλος εξετέλεσε την εντολή του κυρίου του. Πήγε εκεί που τον έστειλε. Όλοι, όσους κάλεσε, με μεγάλη προθυμία δέχτηκαν την πρόσκλησι. Πήγαν στο συμπόσιο. Αλλ’ η αίθουσα, όπου ήταν στρωμένο το τραπέζι, ήταν τόσο μεγάλη, ώστε έμενε άδειος πολύς χώρος. Ο δούλος πήρε διαταγή να πάη πάλι έξω, να βρη και άλλους και να τους καλέση να έρθουν στο τραπέζι. Δήλωσε δε ο κύριος που έκανε το δείπνο, ότι κανένας απ’ αυτούς, που κάλεσε την πρώτη φορά και δεν ήρθαν, δεν θα καθήση στο τραπέζι και δεν θα δοκιμάση τα αγαθά του δείπνου.

Όποιος ακούει το σημερινό Ευαγγέλιο παραξενεύεται με τη συμπεριφορά των ανθρώπων εκείνων, που πρώτους κάλεσε στο τραπέζι ο κύριος. Γιατί ξέρουμε, ότι σε τραπέζια που στρώνονται σε μέρες γάμων, εορτών και πανηγύρεων, όλοι πάνε με προθυμία. Παραπονούνται μάλιστα, αν δεν τους καλέσουν. Το θεωρούν προσβολή. Ακούς εκεί να μη με καλέσουν! λένε, εγώ είμαι πολύ γνωστός, φίλος και συγγενής, κ’ έπρεπε να με καλέσουν από τους πρώτους· κάλεσαν τόσους καί τόσους, κ’ εμένα με ξέχασαν….

Αλλά στο σημερινό Ευαγγέλιο δεν πρόκειται για τραπέζι τέτοιο. Το τραπέζι, για το οποίο συμβολικώς μιλάει το Ευαγγέλιο, είνε πολύ διαφορετικό από τα τραπέζια του κόσμου. Είνε τραπέζι πνευματικό. Το ετοίμασε ο ουράνιος Πατέρας. Πώς να σας μιλήσω για να με καταλάβετε; Πώς να σας κάνω ν’ αγαπήσετε το τραπέζι αυτό; Ακούστε με. Όταν πέση σε μιά χώρα πείνα και δεν έχουν οι άνθρωποι να φάνε τίποτε, πεινασμένοι όπως είνε, ευτυχισμένο θεωρούν τον εαυτό τους αν πέση στα χέρια τους κανένα καρβέλι ψωμί. Πεινασμένοι όπως είνε, θα το αρπάξουν και θα το φάνε με ευχαρίστησι, έστω και αν το ψωμί είνε από καλαμπόκι ή κριθάρι, Στην πείνα που έχουν, γλύκυσμα θα τους φανή. Εάν δε κάποιος στην εποχή της πείνας τους καλέση σε τραπέζι, ώ με πόση χαρά θα τρέξουν!

Από τα υλικά ας πάμε τώρα στα πνευματικά, από τη σωματική πείνα ας πάμε τώρα στην πνευματική πείνα. Ας πάμε στα παλιά τα χρόνια, τα προ Χριστού χρόνια. Οι άνθρωποι πεινούσαν ν’ ακούσουν την αλήθεια, να γνωρίσουν ποιός είνε ο αληθινός Θεός και ποιά είνε τα καθήκοντά τους που έχουν απέναντι στο Θεό και στους ανθρώπους. Πεινούσαν να μάθουν νέα από τον άλλο κόσμο. Έβλεπαν, ότι σε λίγο τελειώνει η ζωή τους εδώ στη γη και ήταν ανήσυχοι για το μεγάλο ταξίδι. Πεινούσαν και διψούσαν για την αλήθεια. Είχαν φιλοσόφους και άλλους σπουδαίους άνδρες. Αλλά η διδασκαλία των ανθρώπων αυτών δεν μπορούσε να τους χορτάση. Ήταν έψα ψίχουλο. Ήταν, δηλαδή, ένα πολύ μικρό, ελάχιστο ποσοστό από την αλήθεια, που πεινούσαν και διψούσαν οι άνθρωποι. Αλλά να! Έρχεται ο Θεός και στρώνει τραπέζι. Τραπέζι, που όχι χίλιοι και δυό χιλιάδες άνθρωποι, αλλά εκατομμύρια να έρθουν να καθήσουν, τα φαγητά δεν θα λιγοστέψουν. Και τι φαγητά! Φαγητά εκλεκτά. Φαγητά που ανοίγουν την όρεξι, κάνουν τον αδύνατο να δυναμώνη, τον παράλυτο να περπατάη, τον τυφλό να βλέπη, τον κουφό ν’ ακούη, το λεπρό να καθαρίζεται. Τι πλούσιο, σπάνιο, πρωτάκουστο, μοναδικό τραπέζι! Ό,τι υπάρχει στο τραπέζι αυτό, είνε απόλαυσις, χαρά, υγεία, αθανασία, ζωή αιώνιος. Άνθρωποι, τί κάθεστε; Πεινασμένοι, ελάτε να φάτε. Διψασμένοι, ελάτε να πιήτε. Τυφλοί, ελάτε να δήτε το φως. Κουφοί, ελάτε ν’ ακούσετε. Ανάπηροι, ελάτε να γίνετε καλά. Όλοι ελάτε στο τραπέζι του Θεού. Δεν θα πληρώσετε τίποτε. Όλα δωρεάν.

Αλλά ποιό είνε αυτό το τραπέζι, το πνευματικό τραπέζι, που στρώνει ο Θεός; Είνε τα πνευματικά εκείνα αγαθά, που έφερε στον κόσμο ο Υιός του Θεού, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Είνε η διδασκαλία του. Είνε η θυσία του. Είνε το άγιο σώμα του και το τίμιο αίμα του. Είνε η άφεσις και η συγχώρησις των αμαρτημάτων. Είνε η βασιλεία των ουρανών. Να ποιό είνε το θεϊκό τραπέζι. Και σ’ αυτό καλεί όλους τους ανθρώπους. Γιατί ο Θεός θέλει όλοι οι άνθρωποι να σωθούν.

***

Ο Θεός κάλεσε στην αρχή τούς Ιουδαίους, αλλ’ αυτοί περιφρόνησαν την πρόσκλησι και δεν ήρθαν. Κάλεσε και καλεί όλους τους άλλους ανθρώπους, που είνε διασκορπισμένοι παντού. Αλλά και πολλοί από αυτούς δεν δέχονται την πρόσκλησι. Γιατί είνε δεμένοι και προσκολλημένοι στα υλικά αγαθά. Είνε δεμένοι με την αμαρτία. Τα πάθη κυριαρχούν μέσα στhν καρδιά τους. Οι άνθρωποι αυτοί είνε συμφεροντολόγοι, φιλάργυροι και πλεονέκτες, φιλήδονοι και φιλόσαρκοι. Τα λεφτά, οι αμαρτωλές γυναίκες, οι αισχροί έρωτες, τα ελεεινά συμφέροντά τους, τα πιο μικρά και πιο ασήμαντα πράγματα, αυτά αγαπούν, αυτά μέρα –νύχτα σκέπτονται, αυτά λατρεύουν, και χωρίς αυτά δεν μπορούν να ζήσουν. Αυτά όλα τους κρατούν μακριά από το Θεό, μακριά απ’ το Θεϊκό τραπέζι. Οι άνθρωποι αυτοί στην εκκλησία δεν πατάνε, προσευχή δεν κάνουν, αγία Γραφή δεν διαβάζουν, νηστείες δεν τηρούν, σε εξομολόγησι δεν πάνε, θεία κοινωνία δεν γνωρίζουν. Όλα τα θρησκευτικά τους καθήκοντα τα αμελούν. Και αν κανείς τους ρωτήση, γιατί δεν εκκλησιάζεστε, γιατί δεν κάνετε την προσευχή σας, γιατί δεν διαβάζετε το Ευαγγέλιο, γιατί δεν τηρείτε τις νηστείες, γιατί αμελείτε τα θρησκευτικά σας καθήκοντα, τι απαντούν; Ό,τι απάντησαν και οι πρώτοι που κάλεσε ο Κύριος στο τραπέζι. «Αγρόν ηγόρασα….., ζεύγη βοών ηγόρασα…., γυναίκα έγημα….» (Λουκ. 14, 18-20). Βρίσκουν χίλιες δυό προφάσεις για να δικαιολογήσουν τη συμπεριφορά τους. Κι όπως είπε κάποιος σοφός, ο αμαρτωλός μπορεί να κουραστή να αμαρτάνη αλλά δεν θα κουραστή ποτέ να δικαιολογήται.

Δικαιολογείται ο αμαρτωλός, γιατί δεν εκκλησιάζεται, δεν νηστεύει, δεν εξομολογείται, δεν κοινωνάει, δεν προσεύχεται, δεν διαβάζη τη Γραφή. Αλλά μάταια κοπιάζει να δικαιλογηθή. Μάταια γίνεται δικηγόρος του εαυτού του. Θα ’ρθη ώρα που όλες οι δικαιολογίες και οι προφάσεις θα πέσουν σαν να είνε χάρτινοι πύργοι. Ανθρώπους γελούν και απαιτούν με διάφορα ψέματα και δικαιολογίες, αλλα το Θεό ποιός μπορεί να το γελάση, ποιός μπορεί να τον απατήση; Κανένας απολύτως. Από τώρα ακούγεται η φοβερή προειδοποίησι. Κανείς απ’ αυτούς, που δεν τίμησαν την πρόσκλησι, δεν θα γίνη πιά δεκτός στο τραπέζι του Θεού. Θα μείνη έξω του δείπνου, έξω του νυμφώνος, έξω του παραδείσου.

Από το βιβλίο: Επισκόπου Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου, Μητροπολίτου Πρ. Φλωρίνης: Κυριακή. Σύντομα κηρύγματα επί των Ευαγγελικών περικοπών.
Έκδοσις Ορθοδόξου Ιεραποστολικής Αδελφότητος «Ο Σταυρός»

Η/Υ επιμέλεια Αικατερίνας Κατσούρη.

Παράβαλε και:
Κυριακή ΙΑ. Λουκά ή των Αγ. Προπατόρων: Η Ευαγγελική Περικοπή της Θ. Λ., ομιλία του Γρηγορίου του Παλαμά, Υμνολογική Εκλογή.
Κυριακή ΚΘ. επιστολών ή των Προπατόρων: Το Αποστολικόν Ανάγνωσμα της Θ. Λ., «Βασιλίσκος και αετός», Λόγος του αειμνήστου Μητροπ. Νικαίας Γεωργίου Παυλίδου.
Κυριακή ΙΑ. Λουκά ή των Αγ. Προπατόρων: Η παραβολή του μεγάλου Δείπνου – Ιερομ. Κοσμά του Δοχειαρίτου.
Κυριακή ΙΑ. Λουκά ή των Αγ. Προπατόρων: Η Παραβολή του Βασιλικού Δείπνου – ηχογραφημένη ομιλία του μακαριστού Αρχιμ. Αθανασίου Μυτιληναίου (mp3).
Κυριακή ΙΑ’ Λουκά, των Προπατόρων: ΚΛΗΤΟΙ ΝΑΙ, ΟΜΩΣ ΕΚΛΕΚΤΟΙ; – Αρχιμ. Ιωήλ Κωνστάνταρου.
Κυριακή ΙΑ. Λουκά ή των Αγ. Προπατόρων: Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΔΕΙΠΝΟΥ.

Κατηγορίες: Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.