Ο άθλος των Αγίων τριών Παίδων!

ΔΑΝΙΗΛ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ

1 Ετους οκτωκαιδεκάτου Ναβουχοδονόσορ ο βασιλεύς εποίησεν εικόνα χρυσήν, ύψος αυτής πήχεων εξήκοντα, εύρος αυτής πήχεων έξ, και έστησεν αυτήν εν πεδίω Δεειρά, εν χώρα Βαβυλώνος. 2 και απέστειλε συναγαγείν τούς υπάτους και τούς στρατηγούς και τούς τοπάρχας, ηγουμένους τε και τυράννους και τούς επ’ εξουσιών και πάντας τούς άρχοντας των χωρών ελθείν εις τα εγκαίνια της εικόνος, ήν έστησε Ναβουχοδονόσορ ο βασιλεύς. 3 και συνήχθησαν οι τοπάρχαι, ύπατοι, στρατηγοί, ηγούμενοι, τύραννοι μεγάλοι, οι επ’ εξουσιών και πάντες οι άρχοντες των χωρών εις τον εγκαινισμόν της εικόνος, ήν έστησε Ναβουχοδονόσορ ο βασιλεύς, και ειστήκεισαν ενώπιον της εικόνος. 4 και ο κήρυξ εβόα εν ισχύϊ, υμίν λέγεται, λαοί, φυλαί, γλώσσαι, 5 η άν ώρα ακούσητε της φωνής της σάλπιγγος, σύριγγός τε και κιθάρας, σαμβύκης τε και ψαλτηρίου, συμφωνίας και παντός γένους μουσικών, πίπτοντες προσκυνείτε τη εικόνι τη χρυσή, η έστησε Ναβουχοδονόσορ ο βασιλεύς, 6 και ός άν μή πεσών προσκυνήση, αυτή τη ώρα εμβληθήσεται εις την κάμινον του πυρός την
καιομένην.
7 και εγένετο όταν ήκουον οι λαοί της φωνής της σάλπιγγος, σύριγγός τε και κιθάρας, σαμβύκης τε και ψαλτηρίου και συμφωνίας και παντός γένους μουσικών, πίπτοντες πάντες οι λαοί, φυλαί, γλώσσαι, προσεκύνουν τη εικόνι τη χρυσή, η έστησε Ναβουχοδονόσορ ο βασιλεύς. 8 τότε προσήλθοσαν άνδρες Χαλδαίοι και διέβαλον τούς Ιουδαίους 9 τω βασιλεί Ναβουχοδονόσορ, βασιλεύ, εις τούς αιώνας ζήθι. 10 σύ βασιλεύ, έθηκας δόγμα πάντα άνθρωπον, ός άν ακούση της φωνής της σάλπιγγος, σύριγγός τε και κιθάρας, σαμβύκης και ψαλτηρίου και συμφωνίας και παντός γένους μουσικών 11 και μή πεσών προσκυνήση τη εικόνι τη χρυσή, εμβληθήσεται εις την κάμινον του πυρός την καιομένην. 12 εισίν άνδρες Ιουδαίοι, ούς κατέστησας επι τα έργα της χώρας Βαβυλώνος, Σεδράχ, Μισάχ, Αβδεναγώ, οι ουχ υπήκουσαν, βασιλεύ, τω δόγματί σου, τοις θεοίς σου ου λατρεύουσι, και τη εικόνι τη χρυσή, η έστησας, ου προσκυνούσι. 13 τότε Ναβουχοδονόσορ εν θυμώ και οργή είπεν αγαγείν τον Σεδράχ, Μισάχ και Αβδεναγώ, και ήχθησαν ενώπιον του βασιλέως.
14 και απεκρίθη Ναβουχοδονόσορ και είπεν αυτοίς, ει αληθώς Σεδράχ, Μισάχ, Αβδεναγώ, τοις θεοίς μου ου λατρεύετε και τη εικόνι τη χρυσή, η έστησα, ου προσκυνείτε? 15 νύν ούν ει έχετε ετοίμως, ίνα ως άν ακούσητε της φωνής της σάλπιγγος, σύριγγός τε και κιθάρας, σαμβύκης τε και ψαλτηρίου και συμφωνίας και παντός γένους μουσικών, πεσόντες προσκυνήσητε τη εικόνι τη χρυσή, η εποίησα, εάν δέ μή προσκυνήσητε, αυτή τη ώρα εμβληθήσεσθε εις την κάμινον του πυρός την καιομένην. και τίς εστι Θεός, ός εξελείται υμάς εκ των χειρών μου? 16 και απεκρίθησαν Σεδράχ, Μισάχ, Αβδεναγώ λέγοντες τω βασιλεί Ναβουχοδονόσορ, ου χρείαν έχομεν ημείς περι του ρήματος τούτου αποκριθήναί σοι, 17 έστι γάρ Θεός ημών εν ουρανοίς, ώ ημείς λατρεύομεν, δυνατός εξελέσθαι ημάς εκ της καμίνου του πυρός της καιομένης, και εκ των χειρών σου, βασιλεύ, ρύσεται ημάς, 18 και εάν μή, γνωστόν έστω σοι, βασιλεύ, ότι τοις θεοίς σου ου λατρεύομεν και τη εικόνι, η έστησας, ου προσκυνούμεν.
19 τότε Ναβουχοδονόσορ επλήσθη θυμού, και η όψις του προσώπου αυτού ηλλοιώθη επι Σεδράχ, Μισάχ και Αβδεναγώ, και είπεν εκκαύσαι την κάμινον επταπλασίως, έως ού εις τέλος εκκαή, 20 και άνδρας ισχυρούς ισχύϊ είπε πεδήσαντας τον Σεδράχ, Μισάχ και Αβδεναγώ εμβαλείν εις την κάμινον του πυρός την καιομένην. 21 τότε οι άνδρες εκείνοι επεδήθησαν σύν τοις σαραβάροις αυτών και τιάραις και περικνημίσι και εβλήθησαν εις το μέσον της καμίνου του πυρός της καιομένης, 22 επεί το ρήμα του βασιλέως υπερίσχυσε και η κάμινος εξεκαύθη εκ περισσού. 23 και οι τρείς ούτοι, Σεδράχ, Μισάχ και Αβδεναγώ, έπεσον εις μέσον της καμίνου του πυρός της καιομένης πεπεδημένοι. και περιεπάτουν εν μέσω της φλογός υμνούντες τον Θεόν και ευλογούντες τον Κύριον.

ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΑΖΑΡΙΟΥ ΚΑΙ ΥΜΝΟΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΠΑΙΔΩΝ

1 ΚΑΙ συστάς Αζαρίας προσύξατο ούτως και ανοίξας το στόμα αυτού εν μέσω του πυρός είπεν,
2 Ευλογητός εί, Κύριε ο Θεός των πατέρων ημών, και αινετός, και δεδοξασμένον το όνομά σου εις τούς αιώνας, 3 ότι δίκαιος εί επι πάσιν, οις εποίησας ημίν, και πάντα τα έργα σου αληθινά, και ευθείαι αι οδοί σου, και πάσαι αι κρίσεις σου αλήθεια, 4 και κρίματα αληθείας εποίησας κατά πάντα, ά επήγαγες ημίν και επι την πόλιν την αγίαν την των πατέρων ημών Ιερουσαλήμ, ότι εν αληθεία και κρίσει επήγαγες ταύτα πάντα, δια τας αμαρτίας ημών. 5 ότι ημάρτομεν και ηνομήσαμεν αποστήναι απο σού 6 και εξημάρτομεν εν πάσι και των εντολών σου ουκ ηκούσαμεν, ουδέ συνετηρήσαμεν ουδέ εποιήσαμεν καθώς ενετείλω ημίν, ίνα εύ ημίν γένηται. 7 και πάντα, όσα επήγαγες ημίν και πάντα όσα εποίησας ημίν, εν αληθινή κρίσει εποίησας 8 και παρέδωκας ημάς εις χείρας εχθρών ανόμων, εχθίστων αποστατών, και βασιλεί αδίκω και πονηροτάτω παρά πάσαν την γήν. 9 και νύν ουκ έστιν ημίν ανοίξαι το στόμα, αισχύνη και όνειδος εγενήθημεν τοις δούλοις σου και τοις σεβομένοις σε.
10 μή δή παραδώης ημάς εις τέλος δια το όνομά σου και μή διασκεδάσης την διαθήκην σου 11 και μή αποστήσης το έλεός σου αφ’ ημών δια Αβραάμ τον ηγαπημένον υπό σού και δια Ισαάκ τον δούλόν σου και Ισραήλ τον άγιόν σου, 12 οις ελάλησας πληθύναι το σπέρμα αυτών ως τα άστρα του ουρανού και ως την άμμον την παρά το χείλος της θαλάσσης. 13 ότι, δέσποτα, εσμικρύνθημεν παρά πάντα τα έθνη και εσμεν ταπεινοί εν πάση τη γή σήμερον δια τας αμαρτίας ημών, 14 και ουκ έστιν εν τω καιρώ τούτω άρχων και προφήτης και ηγούμενος, ουδέ ολοκαύτωσις ουδέ θυσία ουδέ προσφορά ουδέ θυμίαμα, ου τόπος του καρπώσαι ενώπιόν σου και ευρείν έλεος, 15 αλλ’ εν ψυχή συντετριμμένη και πνεύματι ταπεινώσεως προσδεχθείημεν 16 ως εν ολοκαυτώμασι κριών και ταύρων και ως εν μυριάσιν αρνών πιόνων, ούτως γενέσθω η θυσία ημών ενώπιόν σου σήμερον και εκτελέσαι όπισθέν σου, ότι ουκ έσται αισχύνη τοις πεποιθόσιν επι σέ. 17 και νύν εξακολουθούμεν εν όλη καρδία και φοβούμεθά σε και ζητούμεν το πρόσωπόν σου, 18 μή καταισχύνης ημάς, αλλά ποίησον
μεθ’ ημών κατά την επιείκειάν σου και κατά το πλήθος του ελέους σου
19 και εξελού ημάς κατά τα θαυμάσιά σου και δός δόξαν τω ονόματί σου, Κύριε. και εντραπείησαν πάντες οι ενδεικνύμενοι τοις δούλοις σου κακά 20 και καταισχυνθείησαν απο πάσης δυναστείας, και η ισχύς αυτών συντριβείη, 21 και γνώτωσαν ότι σύ εί Κύριος Θεός μόνος και ένδοξος εφ’ όλην την οικουμένην.
22 και ου διέλιπον οι εμβάλλοντες αυτούς υπηρέται του βασιλέως καίοντες την κάμινον νάφθαν και πίσσαν και στυππίον και κληματίδα. 23 και διεχείτο η φλόξ επάνω της καμίνου επι πήχεις τεσσαρακονταεννέα. 24 και διώδευσε και ενεπύρισεν ούς εύρε περι την κάμινον των Χαλδαίων. 25 ο δέ άγγελος Κυρίου συγκατέβη άμα τοις περι τον Αζαρίαν εις την κάμινον και εξετίναξε την φλόγα του πυρός εκ της καμίνου 26 και εποίησε το μέσον της καμίνου ως πνεύμα δρόσου διασυρίζον, και ουχ ήψατο αυτών το καθόλου το πύρ και ουκ ελύπησεν ουδέ παρηνώχλησεν αυτοίς.
27 Τότε οι τρείς ως εξ ενός στόματος ύμνουν και εδόξαζον και ηυλόγουν τον Θεόν εν τη καμίνω λέγοντες,
28 Ευλογητός εί, Κύριε ο Θεός των πατέρων ημών, και αινετός και υπερυψούμενος εις τούς αιώνας, 29 και ευλογημένον το όνομα της δόξης σου το άγιον και υπεραινετόν και υπερυψούμενον εις πάντας τούς αιώνας. 30 ευλογημένος εί εν τω ναώ της αγίας δόξης σου και υπερύμνητος και υπερένδοξος εις τούς αιώνας. 31 ευλογημένος εί ο επιβλέπων αβύσσους, καθήμενος επι Χερουβίμ και αινετός και υπερυψούμενος εις τούς αιώνας. 32 ευλογημένος εί επι θρόνου της βασιλείας σου και υπερύμνητος και υπερυψούμενος εις τούς αιώνας. 33 ευλογημένος εί εν τω στερεώματι του ουρανού και υμνητός και δεδοξασμένος εις τούς αιώνας. 34 ευλογείτε, πάντα τα έργα Κυρίου τον Κύριον, υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τούς αιώνας. 35 ευλογείτε, ουρανοί τον Κύριον, υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τούς αιώνας. 36 ευλογείτε, άγγελοι Κυρίου τον Κύριον, υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τούς αιώνας. 37 ευλογείτε, ύδατα πάντα τα υπεράνω του ουρανού τον Κύριον, υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τούς αιώνας. 38 ευλογείτε, πάσαι αι δυνάμεις Κυρίου τον Κύριον, υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τούς αιώνας.
39 ευλογείτε, ήλιος και σελήνη τον Κύριον, υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τούς αιώνας. 40 ευλογείτε, άστρα του ουρανού τον Κύριον, υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τούς αιώνας. 41 ευλογείτω πάς όμβρος και δρόσος τον Κύριον, υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τούς αιώνας. 42 ευλογείτε, πάντα τα πνεύματα τον Κύριον, υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τούς αιώνας. 43 ευλογείτε, πύρ και καύμα τον Κύριον, υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τούς αιώνας. [44 ευλογείτε, ψύχος και καύσων τον Κύριον, υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τούς αιώνας. 45 ευλογείτε, δρόσοι και νιφετοί τον Κύριον, υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τούς αιώνας]. 46 ευλογείτε, νύκτες και ημέραι τον Κύριον, υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τούς αιώνας. 47 ευλογείτε, φώς και σκότος τον Κύριον, υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τούς αιώνας. 48 ευλογείτε, ψύχος και καύμα, τον Κύριον, υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τούς αιώνας. 49 ευλογείτε, πάχναι και χιόνες, τον Κύριον, υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τούς αιώνας.
50 ευλογείτε, αστραπαί και νεφέλαι τον Κύριον, υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τούς αιώνας. 51 ευλογείτω η γή τον Κύριον, υμνείτω και υπερυψούτω αυτόν εις τούς αιώνας. 52 ευλογείτε, όρη και βουνοί τον Κύριον, υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τούς αιώνας. 53 ευλογείτε, πάντα τα φυόμενα εν τη γή, τον Κύριον, υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τούς αιώνας. 54 ευλογείτε, θάλασσα και ποταμοί, τον Κύριον, υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τούς αιώνας. 55 ευλογείτε, αι πηγαί, τον Κύριον, υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τούς αιώνας. 56 ευλογείτε, κήτη και πάντα τα κινούμενα εν τοις ύδασι, τον Κύριον, υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τούς αιώνας. 57 ευλογείτε, πάντα τα πετεινά του ουρανού, τον Κύριον, υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τούς αιώνας. 58 ευλογείτε, πάντα τα θηρία και τα κτήνη, τον Κύριον, υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τούς αιώνας. 59 ευλογείτε, υιοί των ανθρώπων, τον Κύριον, υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τούς αιώνας.
60 ευλογείτε, Ισραήλ, τον Κύριον, υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τούς αιώνας. 61 ευλογείτε, ιερείς Κυρίου, τον Κύριον, υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τούς αιώνας. 62 ευλογείτε, δούλοι Κυρίου, τον Κύριον, υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τούς αιώνας. 63 ευλογείτε, πνεύματα και ψυχαί δικαίων, τον Κύριον, υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τούς αιώνας. 64 ευλογείτε, όσιοι και ταπεινοί τη καρδία, τον Κύριον, υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τούς αιώνας. 65 ευλογείτε, Ανανία, Αζαρία, Μισαήλ, τον Κύριον, υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τούς αιώνας, ότι εξείλετο ημάς εξ άδου και εκ χειρός θανάτου έσωσεν ημάς, ερρύσατο ημάς εκ μέσου καμίνου καιομένης φλογός και εκ μέσου πυρός ερρύσατο ημάς. 66 εξομολογείσθε τω Κυρίω, ότι χρηστός, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. 67 ευλογείτε, πάντες οι σεβόμενοι τον Κύριον τον Θεόν των θεών, υμνείτε και εξομολογείσθε, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού.
24 και Ναβουχοδονόσορ ήκουσεν υμνούντων αυτών και εθαύμασε και εξανέστη εν σπουδή και είπε τοις μεγιστάσιν αυτού, ουχί άνδρας τρείς εβάλομεν εις το μέσον του πυρός πεπεδημένους? και είπον τω βασιλεί, αληθώς, βασιλεύ. 25 και είπεν ο βασιλεύς, ιδού εγώ ορώ άνδρας τέσσαρας λελυμένους και περιπατούντας εν μέσω του πυρός, και διαφθορά ουκ έστιν εν αυτοίς, και η όρασις του τετάρτου ομοία υιώ Θεού. 26 τότε προσήλθε Ναβουχοδονόσορ προς την θύραν της καμίνου του πυρός της καιομένης και είπε, Σεδράχ, Μισάχ, Αβδεναγώ, οι δούλοι του Θεού του Υψίστου, εξέλθετε και δεύτε. και εξήλθον Σεδράχ, Μισάχ, Αβδεναγώ εκ μέσου του πυρός. 27 και συνάγονται οι σατράπαι και οι στρατηγοί και οι τοπάρχαι και οι δυνάσται του βασιλέως και εθεώρουν τούς άνδρας ότι ουκ εκυρίευσε το πύρ του σώματος αυτών, και η θρίξ της κεφαλής αυτών ουκ εφλογίσθη, και τα σαράβαρα αυτών ουκ ηλλοιώθη, και οσμή πυρός ουκ ήν εν αυτοίς. 28 και απεκρίθη Ναβουχοδονόσορ ο βασιλεύς και είπεν,
ευλογητός ο Θεός του Σεδράχ, Μισάχ, Αβδεναγώ, ός απέστειλε τον άγγελον αυτού και εξείλατο τούς παίδας αυτού, ότι επεποίθεισαν επ’ αυτώ και το ρήμα του βασιλέως ηλλοίωσαν και παρέδωκαν τα σώματα αυτών εις πύρ, όπως μή λατρεύσωσι μηδέ προσκυνήσωσι παντί θεώ, αλλ’ η τω Θεώ αυτών. 29 και εγώ εκτίθεμαι δόγμα, πάς λαός, φυλή, γλώσσα, η εάν είπη βλασφημίαν κατά του Θεού Σεδράχ, Μισάχ, Αβδεναγώ, εις απώλειαν έσονται και οι οίκοι αυτών εις διαρπαγήν, καθότι ουκ έστι θεός έτερος, όστις δυνήσεται ρύσασθαι ούτως. 30 τότε ο βασιλεύς κατεύθυνε τον Σεδράχ, Μισάχ, Αβδεναγώ εν τη χώρα Βαβυλώνος και ηύξησεν αυτούς και ηξίωσεν. αυτούς ηγείσθαι πάντων των Ιουδαίων των εν τη βασιλεία αυτού.
31 Ναβουχοδονόσορ ο βασιλεύς πάσι τοις λαοίς, φυλαίς και γλώσσαις τοις οικούσιν εν πάση τη γή, ειρήνη υμίν πληθυνθείη, 32 τα σημεία και τα τέρατα, ά εποίησε μετ’ εμού ο Θεός ο Ύψιστος, ήρεσεν εναντίον εμού αναγγείλαι υμίν 33 ως μεγάλα και ισχυρά, η βασιλεία αυτού βασιλεία αιώνιος και η εξουσία αυτού εις γενεάν και γενεάν.

Νεοελληνική απόδοσις.

Ανάγνωσμα από το βιβλίο του προφήτη Δανιήλ.

Ο βασιλιάς (της Βαβυλώνας) Ναβουχοδονόσορ κατά το δέκατο όγδοο έτος της βασιλείας του κατασκεύασε ένα χρυσό άγαλμα. Το ύψος του ήταν εξήντα πήχεις και το πλάτος του έξι. Κι αυτό, το τοποθέτησε στην πεδιάδα Δεειρά στην περιοχή της Βαβυλώνας και έστειλε ανθρώπους του να μαζέψουν τους υπάτους και τους στρατηγούς και τους τοπικούς διοικητές, τους προϊσταμένους και τους ηγεμόνες και τους αξιωματούχους κι όλους γενικά τους άρχοντες των διαφόρων περιοχών, για να έλθουν στα εγκαίνια του αγάλματος, που έστησε ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορας. Μαζεύτηκαν λοιπόν οι τοπικοί διοικητές, οι στρατηγοί, οι ύπατοι, οι προϊστάμενοι, οι ηγεμόνες, οι μεγάλοι άρχοντες, οι αξιωματούχοι κι όλοι οι άρχοντες των διαφόρων περιοχών για τα εγκαίνια του αγάλματος που έστησε ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ και στάθηκαν μπροστά στο άγαλμα. Κι ο κήρυκας φώναζε με δυνατή φωνή: Για σας, που είστε από διάφορους λαούς, φυλές και γλώσσες, λέγεται αυτό: την ώρα που θα ακούσετε τον ήχο της σάλπιγγας, και του αυλού, και της κιθάρας και της σαμβύκης (τετράχορδο όργανο), του ψαλτηρίου (είδος άρπας) και της συμφωνίας, και κάθε άλλου είδους μουσικού οργάνου, θα πέφτετε και θα προσκυνάτε το χρυσό άγαλμα, που έστησε ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ. Όποιος δεν θα πέσει να προσκυνήσει, την ίδια ώρα θα ριχτεί στο πυρακτωμένο καμίνι. Όταν, λοιπόν, οι λαοί άκουγαν τον ήχο της σάλπιγγος, και του αυλού, και της κιθάρας, και της σαμβύκης, και του ψαλτηρίου και της συμφωνίας και κάθε άλλου μουσικού οργάνου έπεφταν καταγής όλοι οι άνθρωποι των διαφόρων λαών, φυλών και γλωσσών και προσκυνούσαν το χρυσό άγαλμα, που έστησε ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ. Τότε πλησίασαν το βασιλιά Ναβουχοδονόσορ κάποιοι Χαλδαίοι και κατάγγειλαν τους Ιουδαίους στο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορα λέγοντας: «Βασιλιά είθε να ζεις αιώνια! Εσύ, βασιλιά, έβγαλες διαταγή, κάθε άνθρωπος που θα ακούσει τον ήχο της σάλπιγγος και του αυλού, και της κιθάρας και της σαμβύκης, και του ψαλτηρίου και της συμφωνίας και κάθε άλλου μουσικού οργάνου, και δε θα πέσει να προσκυνήσει το χρυσό άγαλμα, να ριχτεί στο πυρακτωμένο καμίνι. Υπάρχουν κάποιοι άνδρες Ιουδαίοι, τους οποίους έχεις ορίσει αρχηγούς στα έργα της χώρας της Βαβυλώνας, ο Σεδράχ, Ο Μισάχ, και ο Άβδεναγώ, που δεν υπάκουσαν, βασιλιά, στη διαταγή σου. Αυτοί δεν λατρεύουν τους θεούς σου και το χρυσό άγαλμα που έστησες, δεν το προσκυνούν». Τότε ο Ναβουχοδονόσορ, γεμάτος από θυμό και οργή, διέταξε να φέρουν μπροστά του τον Σεδράχ, τον Μισάχ και τον Άβδεναγώ. Και οδηγήθηκαν μπροστά στο βασιλιά. Ο Ναβουχοδονόσορ πήρε το λόγο και τους είπε: «Είναι αλήθεια Σεδράχ, Μισάχ και Άβδεναγώ, ότι δεν λατρεύετε τους θεούς μου και δεν προσκυνάτε το χρυσό άγαλμα που έστησα; Τώρα λοιπόν να είστε έτοιμοι, ώστε μόλις ακούσετε τον ήχο της σάλπιγγος και του αυλού, και της κιθάρας και της σαμβύκης, και του ψαλτηρίου και της συμφωνίας, και κάθε άλλου μουσικού οργάνου, να πέσετε και να προσκυνήσετε το χρυσό άγαλμα, που κατασκεύασα. Εάν όμως δεν προσκυνήσετε, την ίδια στιγμή θα ριχτείτε στο πυρακτωμένο καμίνι. Και τότε ποιος θεός θα είναι, που θα σας γλυτώσει από’ τα χέρια μου;» Τότε ο Σεδράχ, ο Μισάχ και ο Άβδεναγώ, αποκρίθηκαν στο βασιλιά Ναβουχοδονόσορα λέγοντας: «Δεν έχουμε ανάγκη να σου απαντήσουμε για το ζήτημα αυτό. Γιατί ο Θεός μας, που βρίσκεται στους ουρανούς και που εμείς λατρεύουμε, έχει τη δύναμη να μας γλυτώσει από’ το πυρακτωμένο καμίνι. Αυτός, βασιλιά, θα μας λυτρώσει και από’ τα χέρια σου. Αλλά κι αν αυτό δε γίνει, δηλώνουμε σ’ εσένα, βασιλιά, πως ούτε τους θεούς σου λατρεύουμε, ούτε το χρυσό άγαλμα που έστησες προσκυνάμε». Τότε ο Ναβουχοδονόσορ γέμισε από θυμό και αλλοιώθηκε από οργή το πρόσωπο του εναντίον του Σεδράχ, Μισάχ και Άβδεναγώ. Και διέταξε να κάψουν το καμίνι επτά φορές περισσότερο, μέχρις ότου πυρακτωθεί τελείως. Διέταξε ακόμα, κάποιοι άνδρες δυνατοί να δέσουν τον Σεδράχ, Μισάχ και Άβδεναγώ και να τους ρίξουν στο πυρακτωμένο καμίνι. Τότε οι τρεις νέοι δέθηκαν μαζί με τα ρούχα τους, τα καλύμματα του κεφαλιού τους και τις περισκελίδες τους και ρίχτηκαν στη μέση του πυρακτωμένου καμινιού, επειδή η διαταγή του βασιλιά εφαρμόστηκε αμέσως και το καμίνι είχε πυρακτωθεί πολύ περισσότερο (από’ το κανονικό). Κι οι τρεις αυτοί νέοι ο Σεδράχ, ο Μισάχ και ο Άβδεναγώ ρίχτηκαν στη μέση του πυρακτωμένου καμινιού σφιχτοδεμένοι. Κι όμως περπατούσαν μέσα στη φλόγα, υμνώντας τον Θεό και δοξολογώντας τον Κύριο. Και τότε στάθηκε ο Αζαρίας και προσευχήθηκε έτσι, κι ανοίγοντας το στόμα του, στη μέση της φωτιάς είπε: «Αξίζει να ευλογείσαι και να επαινείσαι, Κύριε, ο Θεός των πατέρων μας. Και το όνομα Σου είναι δοξασμένο στους αιώνες. Γιατί είσαι δίκαιος σ’ όσα έκανες σε μας και όλα τα έργα Σου είναι αληθινά. Οι δρόμοι Σου είναι ίσιοι και όλες οι αποφάσεις σου ορθές. Δίκαιες αποφάσεις έβγαλες σ’ όλα όσα έστειλες σε μας και στην αγία πόλη των πατέρων μας, την Ιερουσαλήμ. Με την δίκαιη κρίση σου επέτρεψες όλα αυτά για τις αμαρτίες μας. Γιατί εμείς αμαρτήσαμε και παρανομήσαμε με το να απομακρυνθούμε από Εσένα. Αμαρτήσαμε σ’ όλα και δεν υπακούσαμε στις εντολές Σου, ούτε τις φυλάξαμε, ούτε κάναμε, όπως μας διέταξες, ώστε να ευτυχήσουμε. Γι’ αυτό όσα έκανες εναντίον μας όσα έκανες για τιμωρία μας, τα έκανες, με δίκαιη κρίση ακόμα και μας παρέδωσες σε χέρια εχθρών άνομων που αποστάτησαν από Σένα και μας μισούν, και σε βασιλιά άδικο και μοχθηρό, όσο κανένας άλλος βασιλιάς στη γη. Και τώρα δεν έχουμε τη δύναμη ν’ ανοίξουμε το στόμα μας. Ντροπή και καταισχύνη καταντήσαμε μπροστά στους δούλους Σου και σε όσους Σε λατρεύουν. Όμως, χάρη στο άγιο και σπλαχνικό όνομα Σου μη μας παραδώσεις σε ολοκληρωτική καταστροφή και μην ακυρώσεις τη συμφωνία Σου μαζί μας και μην απομακρύνεις το έλεος Σου από μας, για χάρη του αγαπημένου σου Αβραάμ και του πιστού δούλου σου Ισαάκ και του αγίου σου Ιακώβ, στους οποίους υποσχέθηκες να πληθύνεις τους απογόνους τους σαν τ’ άστρα του ουρανού και σαν την άμμο, που υπάρχει στις ακτές της θάλασσας. Γιατί, Δέσποτα Κύριε, εμείς σήμερα είμαστε μικρότεροι από’ όλα τα έθνη και εξευτελισμένοι σ’ όλη τη γη, για τις αμαρτίες μας. Αύτη την εποχή δεν υπάρχει για μας ούτε αρχηγός, ούτε προφήτης, ούτε οποιοσδήποτε θρησκευτικός ηγέτης. Ούτε ακόμα προσφέρεται ολοκαύτωμα ούτε άλλη αιματηρή η αναίμακτη θυσία, ούτε (καν) θυμίαμα, ούτε τόπος υπάρχει, όπου να προσφέρουμε τις θυσίες ενώπιον σου και να βρούμε έλεος. Αλλά (για όλα τούτα) ας γίνουμε δεκτοί μπροστά Σου με συντετριμμένη ψυχή και ταπεινωμένο πνεύμα. Όπως θα δεχόσουν ολοκαυτώματα από κριάρια και ταύρους και μυριάδες παχιά αρνιά, έτσι ας γίνει δεκτή η θυσία μας αυτή μπροστά Σου σήμερα και έτσι ας Σε ακολουθούμε, γιατί ποτέ δεν ντροπιάζονται όσοι στηρίζονται σ’ Εσένα. Και τώρα ακόμα παραμένουμε και Σ’ ακολουθούμε μ’ όλη μας την καρδιά. Σε σεβόμαστε και επιθυμούμε (να δούμε) το πρόσωπο Σου. Μη μας ντροπιάσεις, αλλά δείξε απέναντι μας την επιείκεια Σου και το πλήθος της ευσπλαχνίας Σου. Απάλλαξε μας σύμφωνα με τους θαυμαστούς τρόπους Σου κι έτσι δόξασε το όνομα Σου, Κύριε. Κι ας ντροπιαστούν όλοι αυτοί που κακομεταχειρίζονται τους δούλους Σου. ‘Ας καταντροπιαστούν, ξεπέφτοντας από κάθε εξουσία (που έχουν) κι η δύναμη τους ας συντριβεί. ‘Ας μάθουν, ότι Εσύ είσαι ο Κύριος, ο μόνος ένδοξος Θεός σ’ όλη την οικουμένη». Κι οι υπηρέτες του βασιλιά, που τους έριξαν στο καμίνι, δε σταμάτησαν να το τροφοδοτούν με νέφτι και πίσσα και στουπιά και κληματόβεργες. Η φλόγα έβγαινε και ανέβαινε πάνω από το καμίνι σαρανταεννέα πήχες. Και πέρασε στα πλάγια και έκαψε όσους Χαλδαίους βρήκε γύρω από’ το καμίνι. Και ένας άγγελος Κυρίου κατέβηκε μαζί με τον Αζαρίας και τους συντρόφους του μέσα στο καμίνι και τίναξε τη φλόγα της φωτιάς έξω από’ το καμίνι και έκανε, ώστε στη μέση του καμινιού να υπάρχει δροσερός αέρας, που σφύριζε ελαφρά. Κι η φωτιά δεν τους άγγιξε καθόλου, ούτε τους στενοχώρησε, ούτε τους ενόχλησε. Τότε κι οι τρεις νέοι σα να είχαν ένα στόμα, υμνούσαν και δοξολογούσαν και ευλογούσαν το Θεό μέσα στο καμίνι κι έλεγαν:
Ευλογημένος είσαι, Κύριε ο Θεός των πατέρων μας, κι αξίζει να υμνείσαι και να υπερυψώνεσαι σ’ όλους τους αιώνες. Δοξασμένο ας είναι το ένδοξο κι άγιο όνομα Σου, που είναι πάνω από κάθε αινο και υψώνεται πάνω από κάθε τι άλλο σ’ όλους τους αιώνες. Δοξασμένος είσαι στο Ναό της αγίας σου δόξας και πάνω από κάθε ύμνο και ανθρώπινη δόξα στους αιώνες. Ευλογημένος είσαι εσύ, που το βλέμμα Σου φτάνει στα απύθμενα βάθη, που κάθεσαι στα χερουβείμ, που Σου αξίζει κάθε αίνος και υψώνεσαι πάνω από’ το κάθε τι στους αιώνες. Ευλογημένος είσαι Εσύ που κάθεσαι στο θρόνο της (ουράνιας) βασιλείας σου και είσαι πάνω από κάθε ύμνο και κάθε τι άλλο, στους αιώνες. Ευλογημένος είσαι Εσύ που κυριαρχείς στο στερέωμα του ουρανού, άξιος να υμνείσαι και να δοξάζεσαι στους αιώνες.
Τον Κύριο υμνείτε και υπερυψούτε σ’ όλους τους αιώνες. Ευλογείτε τον Κύριο όλα τα δημιουργήματα του Κυρίου. Υμνείτε και δοξολογείτε το μεγαλείο του στους αιώνες.
Ευλογείτε τον Κύριο οι άγγελοι του και οι ουρανοί του.
Ευλογείτε τον Κύριο όλα τα νερά, που βρίσκονται πάνω από’ τους ουρανούς κι όλες οι Αγγελικές δυνάμεις.
Ευλογείτε τον Κύριο ο ήλιος και το φεγγάρι και τα άστρα του ουρανού.
Ευλογείτε τον Κύριο, το φως και το σκοτάδι, οι νύχτες και οι μέρες.
Ευλογείτε τον Κύριο, κάθε βροχή και δροσιά και όλοι οι άνεμοι.
Ευλογείτε τον Κύριο, η φωτιά κι η θερμότητα, το ψύχος κι ο καύσωνας.
Ευλογείτε τον Κύριο, οι δρόσοι κι οι νιφάδες (του χιονιού), οι πάγοι και το ψύχος.
Ευλογείτε τον Κύριο, οι πάχνες και τα χιόνια, οι αστραπές και τα σύννεφα.
Ευλογείτε τον Κύριο, η γη, τα υψηλά όρη, και χαμηλά βουνά κι όλα όσα φύονται σ’ αυτή.
Ευλογείτε τον Κύριο, οι πηγές, η θάλασσα και οι ποταμοί, τα κήτη και όλα όσα κινούνται στα νερά.
Ευλογείτε τον Κύριο, όλα τα πτηνά του ουρανού, τα θηρία κι όλα τα ήμερα ζώα.
Ευλογείτε τον Κύριο, υιοί των ανθρώπων, ας ευλογεί ο λαός του Ισραήλ τον Κύριο.
Ευλογείτε τον Κύριο οι ιερείς Κυρίου οι δούλοι Κυρίου.
Ευλογείτε τον Κύριο, τα πνεύματα κι οι ψυχές των δικαίων, οι όσιοι και οι ταπεινοί στην καρδιά.
Ευλογείτε τον Κύριο, Ανανία, Αζαρίας και Μισαήλ.
Ευλογείτε τον Κύριο, οι απόστολοι, οι προφήτες και οι μάρτυρες Κυρίου.
Ευλογούμε τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, τον Κύριο.
Τον Κύριο υμνούμε και υπερυψούμε σ’ όλους τους αιώνες.
Υμνούμε, δοξολογούμε και προσκυνούμε τον Κύριο. Τον Κύριο υμνούμε και δοξολογούμε σ’ όλους τους αιώνες.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.