Οι ναυτικές επιχειρήσεις – Νοέμβριος 1912, Απελευθέρωση Λέσβου, Χίου και Σάμου, Οκτώβριος 1912 – Νοέμβριος 1913, σκληρές μάχες για την κατάληψη της Χίου – Δημητρίου Θαλασσινού.

Νοέμβριος 1912 Απελευθέρωση Λέσβου, Χίου και Σάμου.

Στη λίστα των περιοχών που θα γίνονταν ελληνικές, η Χίος, η Σάμος και η Λέσβος βρίσκονταν στις άμεσες προτεραιότητες της ελληνικής κυβέρνησης ως νησιά με Έλληνες κατά πλειοψηφία κατοίκους και ενεργό συμμετοχή στην Επανάσταση του 1821 και τους εθνικούς αγώνες. Λόγω της μικρής τους απόστασης από τα παράλια της Μικράς Ασίας και τον πολύ πρόσφορο ιταλοτουρκικό πόλεμο, φιλοξενούσαν ισχυρά οχυρωματικά έργα και δυνάμεις πεζικού. Η ιδέα ενέργειας περιλάμβανε βομβαρδισμό των οχυρών και κατόπιν απόβαση και επίθεση πεζικών τμημάτων.

Το πρόβλημα ήταν η έλλειψη ανδρών, κάτι που δεν θα λυνόταν πριν τον Νοέμβριο. Η κατάληψη της Θεσσαλονίκης και όλης σχεδόν της Μακεδονίας στα τέλη Οκτωβρίου έκανε δυνατή την αποδέσμευση μονάδων που θα δρούσαν ως αποβατικά σώματα, μαζί με ναυτικά αγήματα, έμπεδα από την Αθήνα και εθελοντές. Νέες μονάδες συγκροτήθηκαν στη Λήμνο και τα άλλα νησιά και προσκολλούνταν τμηματικά στα στρατεύματα απόβασης. Στις 7 Νοεμβρίου το θωρηκτό «Αβέρωφ», μαζί με τη Μοίρα Ευδρόμων (δηλαδή τα επίτακτα εξοπλισμένα εμπορικά πλοία και τα βοηθητικά), δύο αντιτορπιλικά και το επίτακτο «Πέλοψ» ξεκίνησαν από το λιμάνι του Μούδρου, που είχε εξελιχθεί σε νέα βάση επιχειρήσεων του ελληνικού στόλου, με προορισμό τη Μυτιλήνη. Η επιχείρηση της Λέσβου τελείωσε αναίμακτα το απόγευμα της ίδιας μέρας που έφτασαν εκεί τα ελληνικά πλοία.

Ο Τούρκος πολιτικός διοικητής, ο μητροπολίτης και ο δήμαρχος έφτασαν με λέμβο στον «Αβέρωφ» και δέχτηκαν την απομάκρυνση των τουρκικών δυνάμεων – 1.500 περίπου άνδρες και αξιωματικοί – 50 χιλιόμετρα ΒΔ της πόλης, στο χωριό Φίλια. Η ελληνική σημαία υψώθηκε στο Διοικητήριο της Μυτιλήνης στις 14.00 και τα ελληνικά πολεμικά αποχώρησαν αφήνοντας 1.600 άνδρες φρουρά.

Η Λέσβος ουσιαστικά βρέθηκε υπό διπλή στρατιωτική εξουσία, οπότε το Γενικό Στρατηγείο αποφάσισε κατόπιν συνεννοήσεων με το Υπουργείο Στρατιωτικών, πως το νησί έπρεπε να εκκαθαριστεί ταχύτατα και στο σύνολό του. Από τις 28 Νοεμβρίου έως την 1η Δεκεμβρίου έφτανε στη Μυτιλήνη ένα ισχυρό απόσπασμα μάχης υπό τον συνταγματάρχη πεζικού Απολλόδωρο Συρμακέζη αποτελούμενο από το ΙΙ/19 Τάγμα της VII Μεραρχίας, ένα τμήμα 94 πεζοναυτών από τη Θεσσαλονίκη, δύο λόχους και μια πυροβολαρχία. Στόχος ήταν η εξόντωση η αιχμαλωσία των 2.000 περίπου Τούρκων στα Φίλια.

Οι μάχες από 4 έως 8 Δεκεμβρίου στοίχισαν 9 νεκρούς και 81 τραυματίες και έληξαν με την παράδοση ενός τουρκικού τάγματος πεζικού και ενός αντίστοιχου τάγματος χωροφυλακής με τον οπλισμό τους. Μετά την εκκένωση, κατόπιν συμφωνίας, των αιχμαλώτων στη Μυτιλήνη, τα περισσότερα τμήματα έφυγαν από το νησί για να λάβουν μέρος στις επιχειρήσεις της Χίου. Καθ’ όλη τη διάρκεια των επιχειρήσεων αυτών, όπως και αυτών που θα ακολουθούσαν στη Χίο, ο όγκος του τουρκικού στόλου θα λάμψει δια της απουσίας του.

Οκτώβριος 1912- Νοέμβριος 1913 Σκληρές μάχες για την κατάληψη της Χίου.

Η Χίος των 70.000 Ελλήνων κατοίκων ήταν ο δυσκολότερος στόχος από όλα τα νησιά. Από την περίοδο του ιταλοτουρκικού πολέμου, διέθετε συμπαγή άμυνα και οχυρωματικά έργα για να αντέξει πολιορκία μηνών. Η αποστολή της απόβασης στη Χίο, ανατέθηκε στην εμπειροπόλεμη ΙΙ Μεραρχία που στάθμευε τότε στη Θεσσαλονίκη.

Στις 8 Νοεμβρίου ένα τάγμα του 1ου Συντάγματος (ΙΙΙ/1) και δύο του 7ου Συντάγματος (Ι/7) και ΙΙ/7) επιβιβάστηκαν στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης στα πλοία «Σαπφώ» και «Πατρίς» και αναχώρησαν για τη Χίο, το ένα με ενδιάμεση στάση στη Μυτιλήνη. Εν τω μεταξύ είχε ξεκινήσει από τον Πειραιά και το ατμόπλοιο «Εριέττα» που μετέφερε μια πυροβολαρχία Κρουπ με τον ίδιο προορισμό. Πεζοναύτες και αγήματα βρίσκονταν επίσης καθοδόν από τη Λήμνο. Αρχηγός των χερσαίων δυνάμεων είχε οριστεί ο Νικόλαος Δελαγραμμάτικας, διοικητής του 7ου Συντάγματος.

Στις 06.00 της 11ης Νοεμβρίου 1912 ελληνικός στόλος – δηλαδή η Μοίρα Ευδρόμων και τα μεταγωγικά σκάφη – αγκυροβόλησαν έξω από το λιμάνι της Χίου κάνοντας επίδειξη ισχύος και αμέσως μετά το διοικητής της Μοίρας, πλοίαρχος Ιωάννης Δαμιανός, έστειλε έναν αξιωματικό με λέμβο να συζητήσει τους όρους παράδοσης.

Η πρόταση παράδοσης δεν ήταν στα θέματα που προτίθετο να συζητήσει ο διοικητής της τοπικής στρατιωτικής φρουράς ο οποίος θεωρούσε πως οι 2.000 άνδρες που είχε στη διάθεσή του επαρκούσαν για απόκρουση απόβασης. Μετά την άρνηση του Τούρκου διοικητή, ξεκίνησε στις 15.12 ο κανονιοβολισμός των εχθρικών θέσεων και η απόβαση του ΙΙΙ/1 Τάγματος και των πεζοναυτών σε μια παραλία 4 χιλιόμετρα νότια της πόλης της Χίου. Το πυρ και από τα δύο μέρη ήταν σφοδρό, τόσο από τους στρατιώτες όσο και από τα κανόνια των ευδρόμων, όπως το «Μακεδονία», που κάλυπταν τα ελληνικά τμήματα.

Μετά την άρνηση του Τούρκου διοικητή Χίου, ξεκίνησε σφοδρός κανονιοβολισμός και έγινε απόβαση 4 χιλιόμετρα νότια της πόλης. Το πυρ εκατέρωθεν ήταν έντονο, τόσο από τους στρατιώτες όσο και από τα κανόνια των ευδρόμων που κάλυπταν τα ελληνικά τμήματα.

Οι μάχες στο σημείο γενικεύτηκαν και κράτησαν ολόκληρη την ημέρα οπότε οι Τούρκοι αναδιπλώθηκαν στο εσωτερικό του νησιού. Η πόλη της Χίου έγινε ελληνική στις 12 Νοεμβρίου 1912 μέσα σε ξέφρενους πανηγυρισμούς των Ελλήνων κατοίκων. Την ίδια μέρα συνεχίστηκαν οι μάχες στο διπλανό χωριό Καρυές, όταν το ΙΙΙ/1 Τάγμα πραγματοποίησε αντεπίθεση και κατέλαβε όλη την ορεινή τοποθεσία στα ΒΑ της πρωτεύουσας του νησιού. Όμως στις 13, 14 και κυρίως στις 15 Νοεμβρίου ακολούθησαν σκληρές και αμφίρροπες μάχες στα νότια (Δαφνώνα, Λίθι, Άγιος Γεώργιος) και τα βόρεια του νησιού (Βροντάδο, Καρδάμυλα) στις οποίες οι Τούρκοι, περισσότεροι από όσους αναμένονταν από την ελληνική πλευρά, πολέμησαν με αξιοσημείωτο πείσμα μαζί τους και άτακτοι «βάλλοντες δολοφονικώς από τυφεκοθυρίδες» (Νέα Χίος, 13 Δεκεμβρίου 1912).

Ένας υπαξιωματικός του 1ου Συντάγματος που πολέμησε στην οροσειρά του Λίπους , πίσω από τα προπορευόμενα ναυτικά αγήματα, κατέγραφε στις αναμνήσεις του: «Εις μίαν απέναντι μας κορυφήν εφαίνοντο οι πεζοναύται με το γαλανόν βαθύ ένδυμά των. Ο οπλισμός των Γκρα δια του καπνού μας εδείκνυεν ότι εβάλλοντο εις 3 μέρη, δηλαδή βόρειον, δυτικόν και νότιον. Μεταξύ τούτων ευρίσκοντο και άνδρες πεζικού(…).

Η θέσις τους ήτο δυσάρεστος. Όλοι ομού μου έκαναν την εντύπωσιν μυρμήγκων, οι οποίοι συγκρατούνται από του εδάφους εναντίον σφοδρού φυσήματος. Εφαίνοντο κατέχοντες το έδαφος έναντι θυέλλης(…).

Ακόμη δεν είχομεν πλησιάσει ότε άκουσα την πρώτην βολήν της Μακεδονίας και η οβίς εξερράγη ολίγον άνω της θέσεως (που) εμάχοντο οι άνδρες μας. Μια μακρά φωνή ηκούσθη, φωνή χαράς και ανακουφίσεως. Άλλη βολή ηκολούθησεν και τα βουνά ήρχισαν να αντιλαλούν εκ του κρότου των οβίδων. Ο αντίκρυ μου στρατιώτης με ολίγα μου έδωσεν να εννοήσω ότι η βολή ήτο καλή. Είχομεν μείνει κύριοι του πεδίου. Η «Μακεδονία» έσωσεν αυτήν την ημέραν. Αυτή ήτο η χειροτέρα ημέρα που είδα εν Χίω». (Γεώργιος Ι. Χωρέμης, Όσα ο ίδιος είδον κατά την κατάληψιν της Χίου του 1912 υπό του ελληνικού στρατού. Χίος, 2002).

Εκείνη την ημέρα (15 Νοεμβρίου) άνω από 35 ναύτες σκοτώθηκαν και 25 τραυματίσθηκαν, μεταξύ των ο ταγματάρχης Κουβέλης και ο υποπλοίαρχος Δεμέστιχας από τουρκική χειροβομβίδα. Οι Έλληνες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την οροσειρά του Αίπους. Η κατάληψη του νησιού ήταν ακόμα πολύ μακριά.

Παρόλο που ντόπιοι Έλληνες άρχισαν να αυτοοργανώνονται από τις πρώτες ημέρες της κατοχής σε πολιτοφυλακές (όπως λ.χ. στο χωριό Καρδάμυλα0 χρησιμοποιώντας τα 200 περίπου τυφέκια τύπου Gras που μετέφερε το «Μακεδονία» και δικό τους οπλισμό, η πλειοψηφία του πληθυσμού κρατούσε μάλλον παθητική στάση από τον φόβο τουρκικών αντιποίνων, που γνώριζε καλά η Χίος. Σε μια επιχείρηση πλευροκόπησης από τον όρμο Βολισσού στις 18 Νοεμβρίου, το «Μακεδονία» αιχμαλώτισε μετά βομβαρδισμό τη φρουρά της Μονής Μουνδών. Η επιτυχία αυτή ήταν εξαίρεση. Αν και ενισχύσεις από ευζώνους, Κρήτες εθελοντές και πυροβολικό άρχισαν να φτάνουν, η κατάσταση δεν μεταβαλλόταν και οι Τούρκοι μάλιστα πραγματοποιούσαν ανησυχητικές αντεπιθέσεις.

Έπρεπε να προστεθεί στα μέσα Δεκεμβρίου στις ελληνικές δυνάμεις το ΙΙ/16 Τάγμα για να εκκαθαριστούν οι πολλές και διάσπαρτες τουρκικές εστίες άμυνας. Στις 20 Δεκεμβρίου, μετά από αποτυχία διαπραγματεύσεων, 4 τάγματα και 12 πυροβόλα έκαμψαν την αντίσταση στα υψώματα Αίπος, κοντά στο Βροντάδο, ενώ στα νότια, το Ι/7 Τάγμα και οι Πρόσκοποι κατέλαβαν τα υψώματα Προβατάς και Αυγώνυμα. Ήταν το τελευταίο ελληνικό αίμα που χυνόταν για τη Χίο. Οι Τούρκοι βρίσκονταν πια εγκλωβισμένοι και υπέγραψαν την επόμενη μέρα το πρωτόκολλο παράδοσης εξασφαλίζοντας πως οι αξιωματικοί θα διατηρούσαν τα ξίφη τους και οι βαριά τραυματίες και ασθενείς θα μεταφέρονταν απέναντι, στον Τσεσμέ. Κάπου 1.800 οπλίτες και 37 αξιωματικοί παραδόθηκαν. Με τη λήξη των συγκρούσεων, η φρούρηση του ήρεμου πια νησιού ανατέθηκε σε ένα τάγμα που σχηματίστηκε εκ των ενόντων από έμπεδα και πεζοναύτες.

Νοτιότερα, στη Σάμο, οι κάτοικοι είχαν κηρύξει μόνοι τους την ένωση με την Ελλάδα από τις 11 Νοεμβρίου, πράγμα που μάλλον δέχτηκαν αδιαμαρτύρητα οι ρεαλιστές ντόπιοι Τούρκοι διοικητές. Έτσι κι αλλιώς, στο νησί δεν στάθμευαν στρατιωτικές μονάδες για να εμποδίσουν οποιαδήποτε κίνηση. Η επίσημη πράξη προσάρτησης στη μητέρα Ελλάδα έπρεπε να περιμένει έως τις 2 Μαρτίου 1913, ημερομηνία κατά την οποία το ατμόπλοιο «Θεσσαλία» συνοδευόμενο από το θωρηκτό «Ψαρά» και δύο αντιτορπιλικά, αποβίβαζε στο λιμάνι του Βαθέος μια ελληνική διλοχία. Η παρέλαση έγινε σε δρόμους σημαιοστολισμένους και γεμάτους από τους επευφημούντες κατοίκους. Η Σάμος ήταν το τελευταίο από τα νησιά, ίσως και από όλα τα οθωμανικά εδάφη, που βρέθηκαν σε ελληνικά χέρια.

Από το βιβλίο του Δημητρίου Γ. Θαλασσινού: Α’ Βαλκανικός πόλεμος: 1 Οι Ναυτικές επιχειρήσεις… 2 Ηπειρος 1912-1913.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.