Η τέχνη ως συν-δημιουργία του κόσμου – A. M. Allchin.

Η Αγία Γραφή αγνοεί τελείως έναν κόσμο άσχετο και ανεξάρτητο από τον τριαδικό Θεό. Το γεγονός ότι ζούμε και αναπνέουμε, ότι τρώμε ψωμί και πίνουμε κρασί, ότι ευφραινόμαστε από τις ομορφιές αυτού του ορατού κόσμου, είναι έργο του Πνεύματος του Θεού, όπως ακριβώς και η αναγέννησή μας με το βάπτισμα και η αντίστασή μας στους πειρασμούς, η μετάνοιά μας και η ευχαριστιακή μας σύναξη. Για την Αγία Γραφή ακατανόητη θα ήταν η αντίληψη που έχουμε εμείς σήμερα για τον κόσμο: η ιδέα πως η φύση είναι μια μηχανή που δουλεύει μόνη της και πως ο άνθρωπος είναι ένα ηγεμονικό πνεύμα, κλεισμένο στο διανοητικό του κόσμο, που χρειάζεται το Θεό όχι για να κυβερνήσει και να διαμορφώσει τον κόσμο, αλλά τον χρειάζεται ίσως μόνον όταν πρόκειται να πεθάνει ή το πολύ πολύ να μετανοήσει.
Μέσα σ’ αυτήν την τάξη της δημιουργίας, στον «κόσμον», όπου ο Θεός τον ετοποθέτησε, ο άνθρωπος ευφραίνεται όχι μόνο με τη βρώση και την πόση (αν και αυτές ακόμη οι στοιχειώδεις και πρωταρχικές πράξεις του ανθρώπου έχουν ασφαλώς την αναφορά τους στο Θεό) αλλά και με ορισμένες άλλες ενέργειες που έχουμε συνηθίσει να τις ονομάζουμε καλλιτεχνικές, τις Τέχνες. Ο άνθρωπος τραγουδάει, συνθέτει στίχους, ζωγραφίζει, κάνει γλυπτική. Και μέσα σε όλα αυτά τα έργα βρίσκει ευφροσύνη, ανάλογη με τη χαρά και την απόλαυση που του προσφέρει η θέα της φύσης και των άλλων έργων του Θεού. Μ εαυτή τη δραστηριότητα ο άνθρωπος φαίνεται να μετέχει στην ενέργεια του ίδιου του Θεού, παραμένοντας όμοιος με κάποιο παράξενο τρόπο στο δικό του επίπεδο.
Έχει το αίσθημα πως ο Θεός που είναι «ποιητής ουρανού και γης, ορατών τε πάντων και αοράτων» έχει φυτέψει μέσα στην καρδιά του την επιθυμία και την ικανότητα να γίνει και αυτός δημιουργός. Έτσι κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα αποκτά χαρακτήρα «συμβολικό», γίνεται έκφραση δηλωτική μιας πραγματικότητας που είναι πέρα από τον εαυτό της.
Η καλλιτεχνική δραστηριότητα, οποιουδήποτε είδους, είναι ιδιαίτερα φορτισμένη με αυτή τη μυστική συμβολική ιδιότητα. Είναι φανερό πως κάθε έργο του ανθρώπου, και ιδιαίτερα κάθε καλλιτέχνημα, δεν είναι μόνο μια εξήγηση του εαυτού του. Περιέχει και αποκαλύπτει νοήματα και σκοπούς, που δε γίνονται πάντοτε φανεροί στην επιφάνεια.
Είναι πραγματικά δύσκολο να μιλήσουμε με ακρίβεια για ένα τόσο μεγάλο θέμα. Αλλά η διαίσθηση που έχουμε όταν ακούμε ένα μουσικό κομμάτι ή όταν βλέπουμε ένα ζωγραφικό πίνακα ή διαβάζουμε ένα ποίημα, η εσωτερική βεβαιότητα πως βρισκόμαστε τότε, κατά κάποιον τρόπο, σε επαφή με αιώνιες πραγματικότητες, είναι υποθέτω τόσο γενική που γίνεται αναντίρρητη: Ο μυθιστοριογράφος ή ο θεατρικός συγγραφέας μας αποκαλύπτουν τα βάθη και τη σημασία των καταστάσεων της ανθρώπινης ύπαρξης, ο ποιητής αποκαλύπτει τη φύση αυτού του κόσμου όπως πραγματικά είναι, ο μουσικός μας δίνει το όραμα μιας τάξης και μιας ομορφιάς που φαίνεται ανέγγιχτη από το χρόνο. Και όλα αυτά γίνονται με τη βοήθεια υλικών πραγμάτων, συμβολικών αντικειμένων και λέξεων όπως και ρυθμισμένης ακολουθίας ήχων.
Θα ήθελα σε αυτό το σημείο να παραθέσω κάτι από το έργο της Iris Murdoch. Στο βιβλίο της The Bell η ηρωίδα, η Ντόρα, φτάνει σε ένα είδος καταθλιπτικής κρίσης. Πηγαίνει, σχεδόν ασυναίσθητα, στην Εθνική Πινακοθήκη, όπου συχνά είχε ξαναπάει.
«Τη Ντόρα πάντα τη συγκινούσε η ζωγραφική. Αλλά σήμερα τη συγκινούσε μα καινούριο τρόπο. Της φαινόταν θαυμάσιο και είχε ένα είδος ευγνωμοσύνης, που βρίσκονταν όλοι οι πίνακες μαζεμένοι εκεί. Η καρδιά της γέμισε αγάπη για τους πίνακες, τη θαυμαστή γενναιοδωρία τους, τη λαμπράδα τους. Της φαινόταν σαν να βρισκόταν επιτέλους μπροστά σε κάτι πραγματικό, σε κάτι τέλειο… Εδώ ήταν κάτι που το εγώ της δεν μπορούσε να καταβροχθίσει θλιβερά και εγωιστικά και, κάνοντάς το τμήμα της φαντασίας της, να του στερήσει την αξία… Οι πίνακες ήταν κάτι πραγματικό έξω από τον εαυτό της, που της μιλούσε απαλά, αλλά με τόνο αυθεντικό, κάτι ανώτερο και αγαθό που η παρουσία του διέλυσε την ονειρώδη, κάπως εκστατική αυτό-μόνωση της προηγούμενης διάθεσής της. Όσο, μέχρι τώρα, ο κόσμος έδειχνε υποκειμενικός, φαινόταν σαν χωρίς ενδιαφέρον και αξία. Αλλά τώρα πάντως υπήρχε κάτι άλλο μέσα του. Αυτές οι σκέψεις, χωρίς να είναι με σαφήνεια διατυπωμένες, περνούσαν σαν αστραπές μες στο μυαλό της Ντόρας. Ποτέ πριν δεν είχε σκεφθεί με αυτόν τον τρόπο για τους πίνακες. Ούτε τώρα έβγαζε κανέναν ρητό δίδαγμα. Παρ’ όλα αυτά, αισθανόταν ότι είχε δεχτεί μιαν αποκάλυψη. Κοίταζε το ακτινοβόλο, σοβαρό, τρυφερό, δυναμικό καναβάτσο του Gainsborough και αισθανόταν μια ξαφνική επιθυμία να γονατίσει μπροστά του αγκαλιάζοντάς το, χύνοντας δάκρυα».
Δεν είναι ανάγκη να επιμείνουμε στη φύση του βιώματος που περιγράφεται εδώ τόσο συγκινητικά. Αλλά ίσως θα ήταν σωστό να προσθέσουμε ότι για πολλούς από τους συγχρόνους μας, πάρα πολλούς, αυτό το είδος της αποκαλυπτικής συγκίνησης μπροστά σε κάποιο έργο τέχνης, είτε μουσικής είτε ζωγραφικής, είναι ίσως η μόνη προσέγγισή τους σε κάποια γνώση του θείου. Μέσα σε αυτήν εκχύνονται όλος ο πόθος, η λατρεία και η ευγνωμοσύνη, που θα έπρεπε να προσφέρονται κατευθείαν στο Θεό με τη δοξολογία και τη λατρεία. Και σκέπτομαι πόση σημασία είχαν για τη δική μου ζωή τα μακρά απογεύματα που, μαθητής, περνούσα με τη συντροφιά χιλιάδων άλλων νέων στα Promenade Concerts στο Λονδίνο. Για πολλούς στο ακροατήριο, αυτή ήταν η μόνη τους επαφή με έναν κόσμο επέκεινα από τα πρόσκαιρα και τα παροδικά. Φυσικά, αυτή η ιδιότητα της τέχνης να μας αποκαλύπτει κόσμους πέραν από το πρόσκαιρο και το καθημερινό, είναι θα πείτε, κάτι πολύ αβέβαιο και συγκεχυμένο. Και αυτό είναι ασφαλώς αλήθεια. Ο κόσμος μας είναι «κόσμος της πτώσεως». Ο άνθρωπος χρησιμοποίησε εσφαλμένα τις ικανότητες που ο Θεός είχε φυτέψει μέσα του. Οι καλλιτεχνικές του δραστηριότητες μπορεί να παίρνουν συχνά δαιμονικό μάλλον παρά θείο χαρακτήρα. Αλλά αυτό δεν καταστρέφει το γεγονός ότι ο κόσμος και ο άνθρωπος εξακολουθούν να είναι στην ουσία τους καλοί. Και ότι το κακό είναι μια παραμόρφωση, μια διαστρέβλωση κάποιου καλού πράγματος, που εξακολουθεί να παραμένει καλό. Ούτε, νομίζω, λαμπρύνεται και μεγαλύνεται το λυτρωτικό έργο του Θεού, όταν προσπαθούμε να δυσφημίσουμε και να υποτιμήσουμε όσα στοιχεία ομορφιάς και καλοσύνης εναπομένουν στον κόσμο. Το έργο του Λόγου και του Πνεύματος μέσα στην Εκκλησία δεν είναι τόσο φτωχό πράγμα ώστε να μειώνεται όταν συγκρίνεται με την καλοσύνη και την αγαθότητα που εξακολουθούν να εμφανίζονται στον κόσμο και στη ζωή του ανθρώπου. Δε χρειάζεται να φοβόμαστε να αναγνωρίσουμε την αξιοπρέπεια του πεσόντος ανθρώπου. Η σάρκωση του Λόγου δεν σημαίνει άρνηση ή αμφισβήτηση αυτής της αξιοπρέπειας. Με το λυτρωτικό έργο ο Λόγος και το Πνεύμα του Πατρός έρχονται να προσφέρουν στον άνθρωπο ακόμη περισσότερα. Όπως κάποιος από τους Άγγλους επισκόπους του 17ου αιώνα, ο Edward Reynolds, γράφει: «Το άθροισμα και το σύνολο των έργων του Θεού είναι ο κόσμος και η Εκκλησία. Ο κόσμος ονομάζεται κόσμος, δηλαδή στολίδι, για το κάλλος και την ευπρέπειά του, επειδή όλα μέσα σε αυτόν βρέθηκαν «καλά λίαν» όταν ο Κύριος τα είδε μετά τη δημιουργία. Μέσα όμως σ’ αυτόν τον κόσμο ο Κύριος διάλεξε την Εκκλησία, για να χαρίσει σε αυτή αφθονώτερη λαμπρότητα και δόξα. Την ονόμασε «γη του κοσμήματος» (Δαν. 11, 16), «χώρα των επιθυμιών» του (Ιερ. 3, 1), κατοικητήριο, ναό και τόπο όπου θα φανερώνεται ο Ίδιος «εν τη δόξη αυτού» (Ψαλμ. 101, 17). Ο κόσμος είναι όμορφος, επειδή φανερώνει τη δύναμη και τη σοφία του Θεού. Η Εκκλησία είναι όμορφη, επειδή φανερώνει την αγάπη και τη χάρη Του. Στον κόσμο ανακαλύπτουμε τα ίχνη της μεγαλωσύνης Του, στην Εκκλησία βλέπουμε την εικόνα της αγιωσύνης Του. Ο κόσμος έγινε από το Θεό, η Εκκλησία έγινε σαν το Θεό. Ο κόσμος για να διηγείται τη δόξα Του, η Εκκλησία για να είναι η απόλαυσή Του. Ο κόσμος, ένα ενδιαίτημα όπου θα κατοικούν τα πλάσματά Του. Η Εκκλησία, ένα παλάτιον, όπου θα κατοικεί και θα εμπεριπατεί ο Ίδιος. Τόπος επιθυμίας, για να είναι μονή Του. Σκηνή ευφρόσυνη για την αιώνια κατάπαυσή Του». Η Εκκλησία, που είναι το Σώμα του Χριστού, η Κοινωνία του Αγίου Πνεύματος, είναι η πραγματοποίηση αυτής της χάρης του Θεού μεταξύ των ανθρώπων, η γεμάτη ομορφιά και αλήθεια σκήνωσή Του ανάμεσά μας, η σάρκωσή Του.
«Δημιουργία – Σάρκωση – Μετάφραση», Από το βιβλίο Περί Ύλης και Τέχνης, εκδ. Αθηνά, σειρά Σύνορο. Μετάφραση: Κ. Κακούρης, Δ. Κουρτέσης.
Πηγή: Περιοδικό Πειραϊκή Εκκλησία, Τεύχος 310, Ιανουάριος 2019

Κατηγορίες: Άρθρα, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.