Νικόλαος Σκουφάς – Κώστα Δ. Παπαδημητρίου.

Οι εμπορικές δουλειές του Σκουφά στη Μόσχα, δεν πήγαιναν καλά. Αυξήθηκαν οι οικονομικές υποχρεώσεις του και η εκκαθάριση τον έβγαλε χρεωκοπημένο. Συνηθισμένο φαινόμενο για τους εμπόρους. Ένας άλλος στη θέση του, με τα προσόντα της εξυπνάδας και της εργατικότητας που διέθετε ο Σκου¬φάς, θα άρχιζε απ’ την αρχή και θα πρόκοβε. Αυτός όμως, συνεπαρμένος απ’ τη μέθη του μεγάλου σκοπού της Φιλικής Εταιρείας, έβλεπε αλλού το λαμπρό στάδιο της δραστηριότητός του: Να μυήσει τους ομογενείς μεγαλέμπορους στο εθνικό μυστικό, για να λυθεί το γιγάντιο οικονομικό πρόβλημα της Εταιρείας και έτσι να προχωρήσει ο αγώνας.

Οι πλούσιοι όμως δεν έβαζαν εύκολα το χέρι στην τσέπη. Δεν είχαν καμιά διάθεση για περιπέτειες. Καλά πήγαιναν οι δουλειές τους και καλά περνούσαν. Γιατί να ματοκυλιστεί ο τόπος χωρίς καμιά ελπίδα. Ύστερα οι ενθουσιασμοί του περίεργου φαντασιοκόπου Σκουφά, τους βάζουν υπόνοιες. Τον βλέπουν καχύποπτα. Τι σχέση μπορεί να έχει ένας χρεωκοπημένος έμπορος με την επανάσταση. «Ένεκα της στάσεως του εμπορίου του (χρεωκοπίας) γράφει ο Φιλήμων, ο Σκουφάς εστερήθη πολύ την υπόληψίν του. Εντεύθεν εθεωρείτο αγύρτης και οι δοκιμαίτου προς τους εμπόρους απέτυχαν. Και κατά την αναχώρησίν του ακόμη εκ Μόσχας, η καταφρόνησις και ο βάρβαρος χλευασμός μερικών, συνώδευον και προσέβαλον την ευαίσθητον καρδίαν του».

Ο Σκουφάς όμως δεν το βάζει κάτω. Εννοεί να αναλωθεί οπωσδήποτε στο πιστεύω του. Κρατά την πίκρα για τον εαυτό του και φυλάει την αισιοδοξία για την Εταιρεία. Παραμερίζει τους συναισθηματισμούς και σκέφτεται λογικά: Η κατα¬φρόνηση και η άρνηση απευθύνονται στον χρεωκοπημένο Σκουφά και όχι στην ιδέα για τη λευτεριά της πατρίδας. Και πιστεύει πως αυτοί οι μεμψίμοιροι μεγαλέ¬μποροι θα μπορούσαν να μεταβληθούν σε πρόθυμους χορηγούς. Και ρίχνεται με πάθος να τους δείξει, όπως γράφει ο Φιλήμων, «ότι δεν είναι ευτυχής όποιος έχει χρήματα, αλλά μόνον ο ελεύθερος άνθρωπος. Και τούτου ανώτερος είναι εκείνος όστις θα ενεργήσει μόνος του δια την ελευθερίαν του».
Στο καθαρό μυαλό του είχε φωλιάσει η αλήθεια. Και όποιος συλλάβει τέτοια αλήθεια, δεν απογοητεύεται ποτέ. Γιατί η αλήθεια μοιάζει με το ζουλάπι, που όσο χτυπιέται τόσο και θεριεύει.

Σε κάθε εναντιότητα ο Σκουφάς διπλασίαζε την ενεργητικότητα του. Και πέτυχε πολλά. Ένωσε με το μυστικό δεσμό της μεγάλης ιδέας του ξεσηκωμού των ραγιάδων, όλα τα εθνικά στοιχεία: πολιτικούς, διανοούμενους, προεστούς, λαό. Τους έκαμε να ριχτούν σαν ένας άνθρωπος στο σωτήριο αλλά αιματηρό χορό του αγώνα.

Έχει όμως και τα όρια της ανοχής της η καρδιά του ανθρώπου. Και τα απανωτά χτυπήματα στον αγώνα της ζωής, δε γίνεται να μην έχουν τα δυσάρεστα επακόλουθα. Έτσι συμβαίνει και στο Σκουφά.

Ο Άνθιμος Γαζής δε δέχεται να γίνει το Πήλιο έδρα της Φιλικής Εταιρείας και προτείνει τη Μάνη. Και ο Τσακάλωφ που είχε πάει γι’ αυτό το σκοπό στη Θεσσαλία, γυρίζει άπρακτος. Το Πήλιο λοιπόν χάνεται, η Μάνη είναι άπιαστο πουλί γιατί είναι απάτητη από Φιλικούς και το ταμείο της Εταιρείας άδειο. Όλα κι όλα τα χρήματα τους είναι πενήντα ολανδέζικα φλουριά. Κι ακόμα ο Ξάνθος που φιλοξενεί όλη την παρέα στην πόλη, είναι ένας φτωχός μεροκαματιάρης. Μόλις τα φέρνει βόλτα με το μισθό που παίρνει σαν εμποροϋπάλληλος στο μαγαζί του Λεμονή Παλαιολόγου. Απ’ τη γυναίκα του, τη Σεβαστή, δεν πήρε καμιά προίκα κι από πάνω τον φόρτωσε με τη συντήρηση της μάνας της και της αδερφής της.
Όλα αυτά τα σκέφτεται ο Σκουφάς και βασανίζεται. Η θλίψη προπαντός απ’ την αποτυχία του Τσακάλωφ, σαν μυλόπετρα του καταπιέζει την καρδιά. Και δεν αντέχει. Παθαίνει την πρώτη καρδιακή προσβολή που τον ρίχνει στο στρώμα.

Χαροπάλεψε στο κρεββάτι γι’ αρκετές μέρες. Μα δεν ήταν καιρός για χάσιμο. Γι’ αυτό, σα γλύτωσε απ’ του χάρου τα δόντια, σηκώνεται και αρχίζει τη δράση. Ιδρύει το κέντρο κατήχησης στην Πόλη. Και μπάζει στην Εταιρεία κάμπο¬σους νέους πατριώτες. Μεγάλη επιτυχία είναι και η μύηση του επιχειρηματία Παναγιώτη Σέκερη, που θα σώσει την Εταιρεία απ’ το οικονομικό κατρακύλισμα.

Σκέφτεται να κατεβεί στο Μωριά για να φροντίσει για την έδρα της Εται¬ρείας. Η υγεία του όμως δεν είναι καλή και ο γιατρός του Μόσχος δεν του το επιτρέπει να ταξιδέψει. Του επιβάλλει θειούχα λουτρά και αναγκάζεται να μετοι¬κήσει στο Κουρού Τσεσμέ. Σ’ ένα μήνα τα λουτρά αποδείχνονται άχρηστα και επιστρέφει στο σπίτι του Ξάνθου. Παίρνει και δεύτερο γιατρό, τον Ισαυρίδη, αλλά και πάλι βελτίωση καμιά.
Το κακό χειροτερεύει στις 21 Μαΐου 1818, όταν ο Τσακάλωφ γράφει από τη Σμύρνη που βρισκόταν, ένα γράμμα στον Ξάνθο, στο οποίο θεωρούσε την αρρώ¬στια του Σκουφά ως θεία επέμβαση, για να μην πάει στο Μωριά, γιατί το ταξείδι αυτό θα ήταν «παντελώς χωρίς βάσιν». Και κατέληγε: «Μου κακοφαίνεται πολύ δια τον καλόν φίλον, ότι αι τόσαι εναντιότητες δεν τον έκαμαν ακόμη να σκέπτεται πλέον ησύχως και να βλέπει καλύτερον την αλήθειαν…».
Πικρά και άδικα λόγια, αλλά και επικίνδυνα για το Σκουφά στην κατάσταση που βρισκόταν. Αλλά η μοίρα του Σκουφά αρέσκεται να τον εξουθενώνει, σ’ ένα επώδυνο παιγνίδι εναλλαγής της χαράς με τη λύπη, της ελπίδας με την απελπι¬σία. Του κρύβει πολλά απρόοπτα χαρούμενα και δυσάρεστα.

Κείνες τις μέρες φτάνουν στην Πόλη ο Αναγνωσταράς με το Φαρμάκη και άλλους Φιλικούς και φέρνουν στο Σκουφά καλά μαντάτα: Ο Καποδίστριας, παρά τα αντίθετα λόγια του, φαίνεται να ψάχνει να βρει τρόπους να βοηθήσει την Εταιρία. Ο Παναγιώτης Σέκερης προσφέρει στην Εταιρία «το μυθώδες ποσόν δια την εποχήν εκείνην» των 10.000 γροσίων. Τα μέλη της Εταιρίας αυξάνονται με γοργό ρυθμό. Το σκλαβωμένο γένος δέχεται το σπόρο της λευτεριάς, σαν το φρυγμένο χώμα τη φθινοπωρινή βροχή. Και ο Σκουφάς κατάκοιτος στο κρεββάτι της αρρώστιας του, δε χάνει τον καιρό του. Είναι καιρός πια η κατήχηση νέων μελών να μετατεθεί στα ίδια τα χώματα της σκλαβωμένης πατρίδας με νέα στελέχη. Και καταρτίζει τον κατάλογο των «Δώδεκα Αποστόλων» της Φιλικής. Αυτοί θα επωμίζονταν την ευθύνη για το μεγάλο ξάπλωμα της Εταιρίας. Τα αποτελέσματα είναι φανταστικά. Χαρμόσυνα νέα απ’ το Μωριά, τη Ρούμελη και τα νησιά. Και ο Σκουφάς γεμίζει από χαρά, βλέποντας πως το σχέδιο του πετυχαί¬νει απόλυτα.
Η χαρά όμως συντροφεύει με τη λύπη. Μπαίνοντας ο Ιούνιος του 1818 ο Θόδωρος Νέγρης στέλνει ένα γράμμα στο Σκουφά από το Βουκουρέστι, στο οποίο απαριθμεί τις βρωμιές και τις αμυαλωσύνες του Γαλάτη. Του γράφει και τούτα:
«…Ευρισκόμενος εις Βουκουρέστιον ούτος, ο Νικόλαος Γαλάτης, έμαθεν υπάρχοντας εις την Κωνσταντινούπολιν τους προτεργούς της Εταιρίας και απεφάσισεν να κατεβή εκεί δια να τους προδώση και να κάμη όσα δυνηθεί κακά». Τον ονόμαζε μάλιστα και «μισονει/ές τέρας».

Αυτό το γράμμα στάθηκε κατάστηθη μαχαιριά για το Σκουφά. Απ’ την ίδια στιγμή τον πιάνει πάλι η καρδιά του και πέφτει σε αφασία. Βαδίζει ολοταχώς προς το θάνατο. Όλοι οι Φιλικοί της Πόλης μαζεύονται γύρω απ’ το κρεββάτι του και τον ξενυχτούν με τη σειρά. Η Σεβαστή, η γυναίκα του Ξάνθου, ξάγρυπνη και δακρυσμένη πάνω απ’ το κεφάλι του, βρέχει τα χείλια και το μέτωπο του αρρώ¬στου με νερό. Ο Σκουφάς ούτε που καταλαβαίνει. Με τα μάτια κλειστά, το πρόσωπο ωχρό, παλεύει με το χάρο νυχτόημερα. Κάπου κάπου ανοιγοκλείνει τα μάτια του, κουνάει τα χείλια του θέλοντας να πει κάτι στους συντρόφους του, μα δεν τα καταφέρνει. Και ξαναπέφτει σε αφασία.
Πέντε μερόνυχτα περνά σ’ αυτή την κατάσταση. Το πέμπτο βράδυ φτάνει στην Πόλη ο Τσακάλωφ και τρέχει ίσια στο σπίτι του Ξάνθου.
Ζει; ρωτάει φωναχτά ανεβαίνοντας τη σκάλα τρέχοντας.
Ζει, του απαντούν, μα δε νιώθει.
Πλησιάζει στο κρεββάτι του αρρώστου φίλου του, σκύβει πάνω του, σφουγγίζει τα δακρυσμένα μάτια του και μουρμουρίζει:
Νικόλα, είμαι εγώ ο Τσακάλωφ… Μίλησε μου. Αδέρφι, έτρεξα να σε ιδώ. Είμαι εγώ ο Θανάσης… Άνοιξε τα μάτια σου… Κοίταξε με… Συχώρα με αν σε πίκρανα… Εσύ πάντα ήξερες το σωστό… Εσύ συνδαύλιζες τη φωτιά του αγώνα… Τί θα γίνουμε χωρίς εσένα;
Και όπως γράφει ο Τάσος Βουρνάς στο έργο του «Φιλική Εταιρία», στο «μακρυνό βύθος του ο Σκουφάς ξάφνου ανανοήθηκε και σάλεψε. Άνοιξε τα μάτια του και το βλέμμα του πεντακάθαρο στυλώθηκε στον Τσακάλωφ.
Θανάση, ήρθες; χαμογέλασε αχνά και σήκωσε το σκελετωμένο χέρι του, αναζητώντας το χέρι του Τσακάλωφ.
Ο Τσακάλωφ πήρε στις χούφτες του την κρύα παλάμη του αρρώστου κι έπεσε στα γόνατα.
Ήρθα, Νικόλα, είπε σιγανά. Είμαι δίπλα σου. Είμαστε όλοι κοντά σου…
Ελάτε… ελάτε πιο κοντά, μουρμούρισε ο άρρωστος.

Γονάτισαν όλοι δίπλα στο κρεββάτι.
Αδέρφια μου… συνέχισε με μεγάλη προσπάθεια ο άρρωστος, σε λίγο… δεν θάμαι… μαζί σας…
Τι λόγια είναι αυτά, Νικόλα, είπε με πρόσχαρη τάχα φωνή η Σεβαστή, ενώ τα δάκρυα της έτρεχαν ποτάμι. Δεν έχεις τίποτα… Σε λίγες μέρες θάσαι καλά…
Δε φοβούμαι το θάνατο, Σεβαστή, μουρμούρισε πάλι ο ετοιμοθάνατος. Εσύ… είσαι πολύ καλή! Σ’ ευχαριστώ για όλα… Όμως να τι θέλω να σας πω… Μην αφήσετε τον αγώνα… Νάσαστε όλοι ενωμένοι… Και σε λίγο:
Μη λυγίζετε αδέρφια… Η λευτεριά έρχεται. Πέρα… στην Ανατολή… στη Δύση… χιλιάδες χέρια είναι απλωμένα να σας βοηθήσουν… Είναι τα χέρια των απλών ανθρώπων.. Εκεί θα ζητήσετε τους συμμάχους μας… Όχι στα ανακτοβούλια και στα ξένα σπαθιά… Αδέρφια… Αδέρφια…

Αμέσως, απότομα, το στέρνο του φούσκωσε με μια βαθιά ανάσα κι έμεινε έτσι πετρωμένο. Προσπάθησε να ρουφήξει ξανά καινούργιο αέρα, μα δεν τα κατάφερε. Το στόμα του έμεινε ολάνοιχτο και το κεφάλι έγειρε στο πλάι. Είχε πεθάνει.
Τέλειωσε, είπε η Σεβαστή, βγάζοντας ένα μακρόσυρτο κλάμα.
Χάσαμε το στύλο της πατρίδας μας, αναφώνησε και ο Ξάνθος, ενώ ο Τσακάλωφ τούκλεισε τα μάτια και το στόμα, πνιγμένος στα δάκρυα.
Την άλλη μέρα έγινε η κηδεία του μεγάλου νεκρού. Θάφτηκε στον αυλόγυ¬ρο της εκκλησιάς του Αρναούτκιοϊ. Οι σύντροφοι του θεώρησαν χρέος τιμής να κάμουν ένα καλόν τάφο στο μεγάλο πατριώτη. Τον σκέπασαν με μαρμάρινη πλάκα, πάνω στην οποία χαράκτηκε το αρχαίο επίγραμμα:
«Είμ’ υπό γαν, φθισίμβροτον, οίμοι τήλοθι, πάτρης…».

Με το θάνατο του φτωχού και βαθιά πικραμένου πατριώτη Σκουφά, του ταπεινού αυτού Ηπειρώτη πραματευτή, το έθνος έχανε μια από τις μεγαλύτερες πολιτικές του φυσιογνωμίες. Αυτός ήταν η ψυχή της Φιλικής. Ο Αναγνωστόπου¬λος, θα γράψει αργότερα για το θάνατο του Σκουφά πως «εθεώρησε την Εταιρίαν έκτοτε έρημον» και υποσχόταν να γράψει «δια την ελεεινήν κατάστασιν, εις ήν ευρέθησαν τα πρωτενεργά μέλη, μετά τον θάνατον του Σκουφά και τον δισταγμόν των ν’ ακολουθήσουν ή μη το έργον».
Και ήταν μόνο σαράντα ετών όταν πέθανε. Όσο και ο Ρήγας.

Από το βιβλίο του Κώστα Δ. Παπαδημητρίου: «ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΩΡΕΣ -ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ των ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ του ’21.» Αθήνα, Φλεβάρης 1993.

Κατηγορίες: Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.