Άνθρωπος των πόλεων. «Φάρμα των ζώων»: φαντασία ή πραγματικότητα; – Σαράντου Ι. Καργάκου.

(Στην ΝΤΕΜΗ για την πνευματική ευαισθησία της)
Σε κάποιο περιοδικό διαβάσαμε κάποτε πως στο ζωο¬λογικό κήπο του Μαϊάμι, ένας ηθοποιός υποκρίθηκε τον άνθρωπο. Κλειδώθηκε σ’ ένα χώρο-κλουβί όπως στο σπίτι του, δίπλα στις τίγρεις, τα λιοντάρια, τις ζέβρες και έπαιξε τον ρόλο του, σαν άνθρωπος μιας ανεπτυγμένης κοινωνίας: πρωινό ξύπνημα μ’ ένα ξυπνητήρι, πρωινή γυμναστική, τρέξιμο για τη δουλειά, άγχος για μια «δημιουργική» βραδιά μπροστά στην τηλεόραση. Πάνω στο παράξενο κλουβί υπήρχε μια επεξηγηματική επιγραφή, που έλεγε: » Άνθρωπος των πόλεων. Θεωρείται πιο έξυπνος κι από τους πιθήκους, ζει στις πολυκατοικίες, αλλά συχνά επεκτείνει τις δραστηριότητες του μέχρι τα super market, τα fast food, τις discoteque». Άραγε, αυτό το ζωικό είδος πόσο αφθονεί στη ζωή μας:

Ίσως να μη χρειαζόταν ένας ηθοποιός να παίξει το ρόλο του «ανεπτυγμένου» ανθρώπου, σε μια «ανεπτυγμένη» κοινωνία. Ο ρόλος του είναι ίσως ο μόνος ρόλος που θα μπορούσε παραστατικότατα να παρουσιάσει ο οποιοσδήποτε κάτοικος της γης, αρκεί να μην «υποκρινόταν». Θα μπορούσε θαυμάσια να ζήσει φυσικά, όπως περνά τη μέρα του, κάνοντας τις ίδιες ακριβώς ασχολίες, βάσει ενός αμετακίνητου σχεδόν ημερήσιου, προγράμματος, εξαντλώντας όλα τα στάδια άγχους και εκνευρισμού, χωρίς καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια. Βέβαια το γεγονός ότι ένας ηθοποιός θέλησε να «υποκριθεί» τον σημερινό «άνθρωπο», ίσως -εξαιρώντας την πρόθεση αυτοδιαφήμισης— να το έκανε με σκοπό να διεγείρει την κοινή γνώμη και το λιγοστό σε ενέργεια μυαλό και συναίσθημα που μας έχει απομείνει, παρακολουθώντας τη ζωή μας μέσα σ’ έναν πιστό καθρέφτη. Ίσως σε κάποιους, μια τέτοια ζωή, φανεί αστεία. Στην πραγματικότητα όμως είναι τραγική μέσα στην αστειότητά της.

Ο σημερινός άνθρωπος, εγκιβωτισμένος μέσα στις πολυκατοικίες, στα άχαρα αυτά και κακόγουστα κουτιά, εννοεί πεισματικά να «ζει». Καταπιέζεται, άρα υπάρχει. Συμπιέζεται, άρα επικοινωνεί. Αλλά τέτοιου είδους υπάρξεις και συνυπάρξεις, επιδρούν επικίνδυνα όχι μόνο στο γλωσσικό μας ιδίωμα, αλλά και στην ψυχοσύνθεση μας. Αν ο θεός ήθελε να μας καταστρέψει, σήμερα θα ξεκινούσε από το νου και την καρδιά. Τί να την κάνουμε την κοινή γλώσσα, αφού κανείς δεν τη μιλάει; Ο καθένας τη συνθέτει στα μέτρα του και φθάνουμε σήμερα στο σημείο ν’ αναζητούμε την καλαισθησία μέσα στην «διαστημική οικιστική», με τη δικαιολογία πως είμαστε η «γενιά του μέλλοντος». Έτσι ένας εξωγήινος δεν θα ένιωθε ξένος προς το περιβάλλον «του» -όπως τουλάχιστον εμείς θέλουμε να το παρουσιάζουμε—, επισκεπτόμενος τη γη. Υπάρχει φόβος μάλιστα να νιώσει κι έκπληξη για την πρωτοπορία μας!

Και όχι άδικα βέβαια. Μόνο οι γήινοι έφτασαν στο σημείο ν’ αντικαταστήσουν τα σπίτια με χωνιά και τα είδη ενός ζωολογικού κήπου με συγκατοίκους. Η αποξένωση και η πεισματική στροφή στον εαυτό μας, μας έκα¬ναν αγρίμια που κλείσθηκαν σε κλουβιά, προσφερόμενα για θέαση. «Η φάρμα των ζώων» δεν ήταν στη φαντασία του ‘Οργουελ• ήταν και είναι στη ζωή μας ή, μάλλον, είναι η ίδια η ζωή μας. Ανοίγουμε την πόρτα του κλουβιού μας μόνο για το φαγητό, περνάμε όσο το δυνατόν πιο νωχελικά την ημέρα μας, καθισμένοι σε κάποιες γωνίες, αντικρίζοντας τους άλλους μ’ ένα βλέμμα καχυποψίας, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν είμαστε αποφασισμένοι να ριψοκινδυνεύσουμε και ν’ αποτινάξουμε με μια εσωτερική επανάσταση αυτό το πεθαμένο πέρασμα ζωής από πάνω μας. Ακόμη κι ο νέος δεν μιλάει για επανάσταση σε τέτοιους καιρούς. Πάνω απ’ όλα η ασφάλεια και η αποκατάσταση! Δεν είμαστε εμείς για ήρωες. Εφησυχασμός!

Ως πότε η Κλωθώ θα συνεχίζει να κλώθει το νήμα της ζωής τόσο αδιάφορα για την απάνθρωπη συμπεριφορά μας; Σε τί διαφέρουμε από τα ζώα και τις κοινωνίες της ζούγκλας; Το modus vivendi (= τρόπος ζωής) προσδιορίζεται από τον διαπεραστικό ήχο του ξυπνητηριού, που το καθορίσαμε σαν όριο του ύπνου και του ξύπνιου μας. Καθορίσαμε μέσα σε αυστηρά χρονικά πλαίσια κάθε μας κίνηση: πρωινό ξύπνημα μ’ έναν ήχο, μεσημεριανό φαγητό με άλλον, μεσημεριανός ύπνος αυστηρά οριοθετημένος ανάμεσα σε δυο άλλους ήχους, παιδικό κλάμα μέσα στα όρια που επιτρέπουν οι κανόνες κοινής ησυχίας. Με ήχο σηκωνόμαστε, με ήχο γυμναζόμαστε, με ήχο βηματίζουμε ή προγευματίζουμε, σαν τα σκυλιά στα πειράματα του Παυλώφ. Ποιος ρυθμίζει, επιτέλους, τη ζωή μας; Ένας ήχος. Ένα όριο. Για τον ύπνο, το φαγητό, τη συναναστροφή, το γέλιο, το κλάμα. Αυστηρά προκαθορισμένα πλαίσια. Μέγας ευεργέτης ο άνθρωπος-εφευρέτης που τα επινόησε! Έβγαλε ασπροπρόσωπο το ανθρώπινο γένος στην ιστορία των αιώνων! Κανένα ζωικό είδος δεν μπόρεσε να βρει τέτοιο τελειοποιημένο μηχανι¬σμό ειλωτείας, σαν το ρολόι. Ο λεπτοδείκτης υπήρξε ο πιο τυραννικός αφέντης της ιστορίας.

Η εργασία, από έκφραση και δημιουργία, έγινε αβάσταχτος καταναγκασμός, πηγή άγχους και συμφορών, πηγή άλλων προβλημάτων που μακροπρόθεσμα γίνονται αισθητά στο άτομο. Είτε μόνος δουλεύει ο «μοντέρνος» άνθρωπος, είτε με άλλους, αυτό δεν παίζει σπουδαίο ρόλο. Μάλιστα προτιμά να δουλεύει μόνος του, «γιατί αρκετές σκοτούρες έχουμε• δεν μας χρειάζονται οι τρέλες των άλλων». Τρέλλες ή τρέλες, όπως ήθελε ο Μένος Φιλήντας; Με όσα λάμδα κι αν γραφτεί η λέξη, το ίδιο «πιστοποιητικό υγείας» μας δίνει για την ανθρώπινη συμπεριφορά του καιρού μας. Αποστρεφόμαστε κάθε ουσιαστική ανθρώπινη επαφή, περιορίζοντας την στην κοσμικότητα και το «κουτσομπολιό». Ένα «καλημέρα» δύ¬σκολα ακούγεται. Και πολύ σωστά. Γιατί το δυσκολότερο πράγμα σε μια μέρα είναι το να είναι «καλή»!

Ακόμη και αυτός ο κάποτε ιερός θεσμός της οικογένειας έχει ποδοπατηθεί άγρια. Αφετηρία του κακού είναι το σπίτι-ξενοδοχείο, που δεν αρκείται πια να «φιλοξενεί» τα κύρια μέλη της οικογένειας, αλλά με την όλο και περισσότερο διευρυνόμενη «ξενοδοχειοποίησή» του, τεμαχίζει τους οικογενειακούς ιστούς και καταστρέφει τον θεσμό. Σημείο συγκέντρωσης της οικογένειας -αν είμαστε στην ευτυχή περίπτωση να υπάρχει ακόμα— είναι το τραπέζι. Εκεί λύνονται προβλήματα, παίρνονται αποφάσεις, τρώμε (ή «τρωγόμαστε») με τα παιδιά μας. Αλλά κι αυτό σιγά-σιγά χάνεται και το μόνο «σημείο» συνάντησης είναι η τηλεόραση ή το βίντεο. Αλλά μπροστά σ’ αυτά κανείς δεν πρέπει να μιλά. Οι ηλεκτρονικές ιεροτελεστίες απαιτούν μόνο το «βλέπειν» και «ακούειν».

Όπως ακριβώς συρρικνώνεται το «λέγειν», συμπυκνώνεται και το «τρώγειν». Τα παιδιά μεγαλώνουν και τα fast food -κατά την αμερικανική χροιά της ταλαίπωρης γλώσσας μας- πληθαίνουν. Τόσο καιρό κανείς δεν τόλμησε να μετονομάσει τα περιβόητα και πολύπαθα fast food μ’ έναν ελληνικό όρο, γιατί είναι δύσκολο ένας θεσμός που γίνεται βίωμα του καθενός ν’ αλλάξει, έστω και επιφανειακά, πρόσωπο. Ξένα πρότυπα κατέστρεψαν ό,τι πιο ελληνικό έχει αυτός ο τόπος, ο τουρκοκρατούμενος για τέσσερις ολόκληρους αιώνες: τη γλώσσα. Οι «μοντέρνοι καιροί» ήλθαν να σβήσουν τους παλαιούς και να βάλουν στη θέση τους την κουλτούρα, τη συμπεριφορά και τις συμπεριφορές, τους θεσμούς και την ιστορία μιας άλλης χώρας, που κάποτε η ανθούσα ελληνική κοινωνία θα ονόμαζε «βάρβαρη»!

Ένα γρήγορο, λοιπόν, φαγητό —καθορισμένο πάντα σε δυο ήχους μικρότερης αυτή τη φορά χρονικής διάρκειας- αγνώστων συστατικών και ακόμη πιο άγνωστης θρεπτικής αξίας, θα μετονομαστεί σε μεσημεριανό ή βραδινό φαγητό. Η δικαιολογία έρχεται καταλυτική: θέμα χρόνου. Ποιος είναι διατεθειμένος να διακόψει τη δουλειά του, για να απολαύσει την «ιεροτελεστία» του φαγη¬τού, μια «ιεροτελεστία», που δεν την καθόριζε μόνο η προσευχή, αλλά η ζεστασιά της παρουσίας του άλλου;

Σήμερα, απ’ τη μια ο χρόνος και από την άλλη η κατανάλωση και η τυποποίηση των προϊόντων, δεν επιτρέπουν τέτοιες οικογενειακές διαδικασίες. Το super market, η μεγάλη αγορά, προσφέρει έτοιμα ή προμαγειρευμένα φαγητά για το «ελληνικό» τραπέζι. Η κοινωνία απαίτησε απ’ το άτομο, χρόνο, περισσότερο χρόνο για εργασία, περισσότερη εργασία για πλουτισμό, περισσότερο πλουτισμό για άγχος, περισσότερο άγχος για λιγότερα παιδιά, λιγότερα παιδιά για μια καλύτερη ζωή και καλύτερη ζωή για λιγότερα παιδιά!

Η επεξηγηματική επιγραφή, που υπήρχε στο κλουβί-σπίτι του Αμερικανού ηθοποιού, θίγει κι ένα πολύ ευαίσθητο στοιχείο του σημερινού ανθρώπου. Πρόκειται για τη νέα μορφή ψυχαγωγίας μέσω της discoteque. Το εθνικό προϊόν της Αμερικής, μετά την coca-cola, εισέβαλε και στην ελληνική μουσική κουλτούρα, για να μην «υστερούμε» σε τίποτα μπροστά στους ξένους. Φυσικά δε ζήτησε κανείς να μείνουμε πεισματικά χαρακωμένοι και χωμένοι στα «καθαρά ελληνικά» μέσα ψυχαγωγίας —αν υπάρχουν πια-, ούτε όμως και στην άκριτη αποδοχή ενός μέσου ψυχαγωγίας που κάθε άλλο παρά ελληνικό είναι, παρά την ελληνική προέλευση της ονομασίας του (δισκοθήκη).

Η discoteque «άγει την ψυχή» του Έλληνα σε μια άλλη -ξενόφερτη κι αυτή— στάση ζωής. Φτάσαμε στο σημείο να μαθαίνουμε ξένες γλώσσες, για να καταλάβουμε έστω και κάτι από τις επιγραφές, τους όρους —τους μη επιστημονικούς φυσικά—, που χρησιμοποιούμε καθημερινά, αλλά ακόμη και τα τραγούδια που τραγουδάμε. Το τραγούδι μέσα στη μαρτυρική ιστορική πορεία μας, ανάστησε το λαό, κίνησε εξεγέρσεις, διεκδίκησε κι ανύψωσε τον άνθρωπο. Εμείς σήμερα, αψηφώντας αυτή την πολύχυμη και πολύχρωμη μουσική και χορευτική παράδοση, παραδοθήκαμε στην απομίμηση και ξεπουλήσαμε τους καημούς της Ρωμιοσύνης, γίναμε έρμαια ενός ιστορικού φαινομένου, που θα ονομασθεί «νεο-αποικισμός». Αλλ’ αυτή τη φορά άποικος-κυρίαρχος θα είναι η κουλτούρα. Οι νέοι ιμπεριαλισμοί έχουν πνευματικό χαρακτήρα. Η άλλοτε άμουση Δύση, εισάγει στη χώρα που γέννησε το μέλος και την αρμονία, τους άρυθμους ρυθμούς της και η νεολαία μας ψιττακίζει μουσικούς σκοπούς των πιο άμουσων λαών της υφηλίου: των αγγλοσαξώνων.

Λυπηρό να το παραδεχθούμε, αλλ’ αυτό το είδος που ο ηθοποιός από το Μαϊάμι τόσο έξυπνα ενσάρκωσε, όχι μόνο αφθονεί στη χώρα του αλλά και στη δική μας. Στη χώρα του ίσως το φαινόμενο να είχε μια δικαιολογία: στις αρχές του αιώνα ο ελληνολάτρης Περικλής Γιαννόπουλος αποκαλούσε τους Αμερικανούς «ανθρωποειδή». Η τεχνολογική εξέλιξη ενίσχυσε τον χαρακτηρισμό, μόνο που το φαινόμενο εξαπλώθηκε. Έτσι η υφήλιος αρχίζει να θυμίζει την αμερικανική ταινία: «Πλανήτης των πιθήκων».

Αν βρισκόμαστε στο ζωολογικό κήπο του Μαϊάμι, ίσως γελούσαμε με τα καμώματα του Αμερικανού ηθοποιού. Θα γελούσαμε όμως με τον εαυτό μας. Ο ηθοποιός ήταν ο καθρέπτης μας. Το ζωικό είδος που ονομάζεται «άνθρωπος των πόλεων», μπορεί να θεωρείται εξέλιξη του πιθήκου, όχι όμως και ευφυέστερος του πιθήκου. Ο πίθηκος δεν μπαίνει μόνος του στο κλουβί. Και¬ρός είναι οι επιστήμονες ν’ αναζητήσουν τον πρόγονο του ανθρώπου αλλού. Αλλ’ αν πρέπει να είναι οπωσδήποτε μέσα από το ζωικό περιβάλλον, γιατί όχι στον παπαγάλο;
(17 Ιανουαρίου 1988)

Από το βιβλίο του Σαράντου Ι. Καργάκου: «Προβληματισμοί – ένας διάλογος με τους νέους.» Τόμος Ε΄
GUTENBERG – ΑΘΗΝΑ 1997

Κατηγορίες: Άρθρα, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.