Τη Αγία και Μεγάλη Τετάρτη – τα Λειτουργικά αναγνώσματα της ημέρας.

Εις την Τριθέκτην

Προφητείας Ιεζεκιήλ το ανάγνωσμα
Ιεζεκιήλ Β. 3 – Γ. 3.

Είπε Κύριος προς με. Υιέ ανθρώπου, εξαποστελώ εγώ σε προς τους υιούς Ισραήλ, τους παραπικραίνοντάς με, οί τινες παρεπίκρανάν με” αυτοί και οι πατέρες αυτών ηθέτησαν εις εμέ, έως, της σήμερον ημέρας, και υιοί σκληροπρόσωποι, και στερεοκάρδιοι εγένοντο. Εγώ αποστελώ σε αυτούς, και ερείς. Τάδε λέγει Κύριος. Εάν προς άρα ακούσωσιν, ή πτοηθώσι, διότι, οίκος παραπικραίνων εστί, και γνώσονται, ότι προφήτης εί σύ εν μέσω αυτών. και σύ, υιέ ανθρώπου, μή φοβηθής αυτούς, μηδέ εκστής από προσώπου αυτών, διοτι παροιστρήσουσι, και επιστήσονται επί σέ κύκλω, και εν μέσω σκορπίων σύ κατοικείς” τους λόγους αυτών μή φοβηθής, και από προσώπου αυτών μή εκστής’ διότι οίκος παραπικραίνων εστί, και λαλήσεις τους λόγους μου προς αυτούς. Εάν άρα ακούσωσιν ή πτοηθώσιν, ότι οίκος παραπικραίνων εστί. και σύ, υιέ ανθρώπου, άκουε του λαλούντος προς σέ, και μή γίνου παραπικραίνων, καθώς ο οίκος ο παραπικραίνων. Χάνε το στόμα σου και φάγε, ά εγώ δίδωμί σοι. Και είδον, και ιδού χείρ εκτεταμένη προς με, και εν αυτή κεφαλίς βιβλίου, και ανείλισσεν αυτήν ενώπιόν μου, και ήν εν αυτή γεγραμμένα τα έμπροσθεν, και τα όπισθεν, και εγέγραπτο εν αυτή θρήνος, και μέλος, και ουαί. Και είπε προς με. Υιέ ανθρώπου, κατάφαγε την κεφαλίδα ταύτην, και πορεύθητι και λάλησον τοις υιοίς Ισραήλ. Και διήνοιξε το στόμα μου και εψώμισέ με την κεφαλίδα ταύτην, και είπε προς με. Υιέ ανθρώπου, το στόμα σου φάγεται, και η κοιλία σου πλησθήσεται της κεφαλίδος ταύτης, της δεδομένης εις σέ. Και έφαγον αυτήν, και εγένετο εν τω στόματί μου ως μέλι γλυκάζον.

Απόδοση.

Ο Κύριος μου είπε: «Άνθρωπε, εγώ σε στέλνω στους απογόνους του Ισραήλ, σ’ αυτούς που αποστατούν από μένα, που υπήρξαν αποστάτες, τόσο οι ίδιοι όσο και οι πρόγονοί τους μέχρι σήμερα, για να τους πεις: ‘‘Ο Κύριος λέει τα εξής’’. Ίσως έτσι ακούσουν ή φοβηθούν –καθώς είναι λαός αποστατών- οπότε θα μάθουν, ότι εσύ είσαι προφήτης και βρίσκεσαι ανάμεσά τους. Όσο για σένα, άνθρωπε, μην τους φοβηθείς ούτε να τρομάξεις μπροστά τους, καθώς θα τους πιάσει μανία και θα σου επιτεθούν απ’ όλες τις πλευρές, και θα νιώθεις πως βρίσκεσαι ανάμεσα σε σκορπιούς. Παρ’ όλα αυτά μη φοβηθείς τα λόγια τους ούτε να τρομάξεις μπροστά τους επειδή είναι λαός αποστατών. Αντίθετα, θα εξαγγείλεις σ’ αυτούς τα λόγια μου, μήπως κι έτσι ακούσουν ή φοβηθούν, καθώς είναι λαός αποστατών. Μα εσύ, άνθρωπε, άκουγε εμένα που σου μιλάω, και μη γίνεις αποστάτης όπως αυτός ο λαός των αποστατών• άνοιξε το στόμα σου και φάε αυτό που εγώ σου δίνω».
Κοίταξα τότε και είδα ένα χέρι απλωμένο προς το μέρος μου• κρατούσε ένα ειλητάριο και το άνοιξε μπροστά μου. Ήταν γραμμένο κι από τις δυο πλευρές, και περιείχε θρήνους, μοιρολόγια κι οδυρμούς.
Μου είπε τότε: «Άνθρωπε, φάε όλο το ειλητάριο αυτό, και πήγαινε να μιλήσεις στους Ισραηλίτες». Έπειτα μου άνοιξε το στόμα και μου έδωσε να φάω το ειλητάριο. «Άνθρωπε», μου είπε, «το στόμα σου θα φάει το ειλητάριο που σου δόθηκε και η κοιλιά σου θα γεμίσει μ’ αυτό». «Το έφαγα, κι έγινε στο στόμα μου γλυκό σαν μέλι.

Εν τω Εσπερινώ

Της Εξόδου το ανάγνωσμα
Έξοδος Β. 11 – 22• 18,4

Εν ταις ημέραις ταις πολλαίς εκείναις, μέγας γενόμενος Μωϋσής, εξήλθε προς τους αδελφούς αυτού, τους υιούς Ισραήλ. Κατανοήσας δε τον πόνον αυτών, ορά άνθρωπον Αιγύπτιον, τύπτοντα τινά Εβραίον, των εαυτού αδελφών των υιών Ισραήλ. Περιβλεψάμενος δε ώδε και ώδε, ουχ ορά, ουδένα, και πατάξας τον Αιγύπτιον, έκρυψεν αυτόν εν τη άμμω. Εξελθών δε τη ημέρα τη δευτέρα, ορά δύο άνδρας Εβραίους, διαπληκτιζομένους, και λέγει τω αδικούντι. Διατί σύ τύπτεις τον πλησίον; Ο δε είπε. Τίς, σε κατέστησεν άρχοντα και δικαστήν εφ’ ημάς; Μή ανελείν με σύ θέλεις, όν τρόπον ανείλες χθές τον Αιγύπτιον; Εφοβήθη δε Μωϋσής, και είπεν” Ει ούτως εμφανές γέγονε το ρήμα τούτο! Ήκουσε δε Φαραώ το ρήμα τούτο, και εζήτει ανελείν τον Μωϋσήν. Ανεχώρησε δε Μωϋσής από προσώπου Φαραώ, και ώκησεν εν γή Μαδιάμ. Ελθών δε εις γήν Μαδιάμ, εκάθισεν επί του φρέατος. Τω δε Ιερεί Μαδιάμ ήσαν επτά θυγατέρες, ποιμαίνουσαι τα πρόβατα του πατρός αυτών Ιωθώρ’ παραγενόμεναι δε ήντλουν, έως έπλησαν τας δεξαμενάς, ποτίσαι τα πρόβατα του πατρός αυτών Ιωθώρ. Παραγενόμενοι δε οι ποιμένες, εξέβαλον αυτάς. Αναστάς δε Μωϋσής ερρύσατο αυτάς, και ήντλησεν αυταίς, και επότισε τα πρόβατα αυτών. Παρεγένοντο δε προς Ραγουήλ τον πατέρα αυτών, ο δε είπεν αυταίς. Τί ότι εταχύνατε του παραγενέσθαι σήμερον; Αι δε είπον. Άνθρωπος Αιγύπτιος, ερρύσατο ημάς από των ποιμένων, και ήντλησεν ημίν, και επότισε τα πρόβατα ημών. Ο δε είπε ταις θυγατράσιν αυτού. Και πού εστι; Και ίνα τί ούτω καταλελοίπατε τον άνθρωπον; Καλέσατε ούν αυτόν, όπως φάγη άρτον. Κατωκίσθη δε Μωϋσής παρά τω ανθρώπω, και εξέδοτο Σεπφώραν την θυγατέρα αυτού τω Μωϋσή γυναίκα. Εν γαστρί δε λαβούσα η γυνή, έτεκεν υιόν, και επωνόμασε Μωϋσής το όνομα αυτού Γηρσέμ, λέγων. Ότι πάροικός ειμί εν γή αλλοτρία. Έτι δε συλλαβούσα, έτεκεν υιόν δεύτερον, και εκάλεσε το όνομα αυτού Ελιέζερ, λέγων. Ο γάρ Θεός του Πατρός μου βοηθός μου, και ερρύσατό με εκ χειρός Φαραώ.

Απόδοση.

Ύστερα από καιρό, μεγάλος πια ο Μωυσής, πήγε να δει τους συμπατριώτες του, τους Ισραηλίτες. Καθώς συνειδητοποιούσε τα βάσανά τους, βλέπει κάποιον Αιγύπτιο να χτυπάει έναν Εβραίο συμπατριώτη του. Αφού κοίταξε εδώ κι εκεί και είδε ότι δεν υπήρχε κανένας, σκότωσε τον Αιγύπτιο και τον έκρυψε στην άμμο. Όταν βγήκε την άλλη μέρα, βλέπει δύο Εβραίους να μαλώνουν και ρώτησε εκείνον που είχε άδικο: «Γιατί χτυπάς τον συμπατριώτη σου;» Εκείνος απάντησε: «Ποιος σε έβαλε άρχοντα και δικαστή σ’ εμάς; Μήπως θέλεις να με σκοτώσεις όπως σκότωσες χτες τον Αιγύπτιο;» Τότε ο Μωυσής φοβήθηκε κι αναρωτήθηκε: «Τόσο γνωστό έγινε το επεισόδιο αυτό;» Όταν το έμαθε ο Φαραώ, ζητούσε να σκοτώσει τον Μωυσή, αλλά ο Μωυσής κρύφτηκε απ’ αυτόν και πήγε να εγκατασταθεί στη χώρα της Μαδιάμ. Φτάνοντας εκεί κάθισε κοντά σ’ ένα πηγάδι.
Ο ιερέας της Μαδιάμ, ο Ιοθόρ, είχε εφτά κόρες που έβοσκαν τα πρόβατά του. Ήρθαν, λοιπόν, αυτές κι έβγαζαν από το πηγάδι νερό, ώσπου γέμισαν τις ποτίστρες για να ποτίσουν τα πρόβατα του πατέρα τους. ήρθαν όμως μερικοί βοσκοί και τις έδιωξαν. Τότε σηκώθηκε ο Μωυσής, τις υπερασπίστηκε, έβγαλε γι’ αυτές νερό και πότισε τα πρόβατά τους. Όταν οι κοπέλες γύρισαν στον Ραγουήλ, τον πατέρα τους, εκείνος τις ρώτησε: «Γιατί γυρίσατε σήμερα πιο νωρίς;» Αυτές απάντησαν: «Κάποιος Αιγύπτιος μας γλύτωσε από τους βοσκούς, και μάλιστα έβγαλε για μας νερό και πότισε τα πρόβατά μας». Τότε εκείνος είπε στις κόρες του: «Και που είναι τώρα; Γιατί τον αφήσατε έτσι τον άνθρωπο; Καλέστε τον, λοιπόν, για φαγητό».
Έτσι, ο Μωυσής εγκαταστάθηκε κοντά του, κι εκείνος του έδωσε την κόρη του, τη Σεπφώρα, για γυναίκα. Αυτή έμεινε έγκυος και γέννησε γιο, κι ο Μωυσής του έδωσε το όνομα Γηρσάμ, καθώς σκέφτηκε: «Επειδή είμαι πάροικος σε ξένη χώρα». Αργότερα, η Σεπφώρα έμεινε πάλι έγκυος και γέννησε έναν δεύτερο γιο, που ο Μωυσής τον ονόμασε Ελιέζερ, με τη σκέψη: «Ο Θεός του πατέρα μου είναι βοηθός μου και με γλύτωσε από τον Φαραώ».

Ιώβ το ανάγνωσμα
Ιώβ Β. 1 – 10.

Εγένετο δε ως η ημέρα αύτη, και ήλθον οι Άγγελοι του Θεού παραστήναι εναντίον του Κυρίου, και ο Διάβολος ήλθεν εν μέσω αυτών, παραστήναι εναντίον του Κυρίου. Και είπεν ο Κύριος τω Διαβόλω. Πόθεν συ έρχη; Είπε δε ο Διάβολος εναντίον Κυρίου. Διαπορευθείς την υπ’ ου ρανόν, και εμπεριπατήσας την σύμπασαν, πάρειμι. Είπε δε ο Κύριος προς τον Διάβολον. Προσέσχες τον θεράποντά μου Ιώβ, ότι ουκ έστι κατ’ αυτόν, των επί της γής, άνθρωπος όμοιος αυτώ, άκακος, αληθινός, άμεμπτος, θεοσεβής, απεχόμενος από παντός κακού; Έτι δε έχεται ακακίας” σύ δε είπας, τα υπάρχοντα αυτού διακενής απολέσαι. Υπολαβών δε ο Διάβολος, είπε τω Κυρίω. Δέρμα υπέρ δέρματος, και πάντα όσα υπάρχει ανθρώπω, υπέρ της ψυχής αυτού εκτίσει, ου μήν δέ, αλλά αποστείλας την χείρά σου, άψαι των οστών αυτού, και των σαρκών αυτού, ή μήν εις πρόσωπον σε ευλογήσει. Είπε δε ο Κύριος τω Διαβόλω. Ιδού παραδίδωμί σοι αυτόν, μόνον την ψυχήν αυτού διαφύλαξον. Και εξήλθεν ο Διάβολος από προσώπου Κυρίου, και έπαισε τον Ιώβ έλκει πονηρώ από ποδών εως κεφαλής. Και έλαβεν εαυτώ όστρακον, ίνα τον ιχώρα ξύη, και εκάθητο επί της κοπρίας, έξω της πόλεως. Χρόνου δε πολλού προβεβηκότος, είπεν αυτώ η γυνή αυτού. Μέχρι τίνος καρτερήσει λέγων. Ιδού αναμένω χρόνον έτι μικρόν, προσδεχόμενος την ελπίδα της σωτηρίας μου; Ιδού γάρ ηφάνισταί σου το μνημόσυνον από της γής, υιοί και θυγατέρες, εμής κοιλίας ωδίνες και πόνοι, ούς εις το κενόν εκοπίασα μετά μόχθων’ σύ δε αυτός εν σαπρία σκωλήκων κάθησαι, διανυκτερεύων αίθριος, καγώ πλανήτις και λάτρις, τόπον εκ τόπου περιερχομένη, και οικίαν εξ οικίας, προσδεχομένη τον ήλιον πότε δύσεται, ίνα αναπαύσωμαι των μόχθων μου, και των οδυνών, αί με νύν συνέχουσιν. Αλλά ειπέ τι ρήμα προς Κύριον, και τελεύτα. Ο δε εμβλέψας αυτή, είπεν. Ίνα τί, ώσπερ μία των αφρόνων γυναικών ελάλησας ούτως; Εί τα καλά εδεξάμεθα εκ χειρός Κυρίου, τα κακά ουχ υποίσωμεν; Εν τούτοις πάσι τοις συμβεβηκόσιν αυτώ, ουδέν ήμαρτεν Ιώβ τοις χείλεσιν εναντίον του Θεού.

Απόδοση.

Μια συνηθισμένη μέρα ήρθαν να παρουσιαστούν οι άγγελοι του Θεού μπροστά στον Κύριο, κι ανάμεσά τους ήρθε να παρουσιαστεί κι ο διάβολος. Ο Κύριος ρώτησε τον διάβολο: «Από πού έρχεσαι;» Τότε ο διάβολος απάντησε στον Κύριο: «Αφού διέσχισα την υφήλιο και περιδιάβηκα όλη την οικουμένη, να με εδώ!»
Τότε ο Κύριος είπε στον διάβολο: «Πρόσεξες, λοιπόν, τον δούλο μου τον Ιώβ; Δεν υπάρχει στη γη άλλος όμοιός του• είναι άνθρωπος άκακος, ευθύς, άμεμπτος, θεοσεβής, και αποφεύγει να κάνει οποιοδήποτε κακό. Ακόμα και τώρα παραμένει σταθερός στην άδολη ζωή του, παρ’ όλο που εσύ μου ζήτησες να καταστρέψω τα υπάρχοντά του δίχως κανένα λόγο».
Ο διάβολος, όμως, απάντησε στον Κύριο: «Δοσοληψία ήταν• όλα όσα έχει ο άνθρωπος τα δίνει για τη ζωή του. Κάνε όμως πως απλώνεις το χέρι σου και αγγίζεις τα κόκαλά του και τις σάρκες του, και τότε στ’ αλήθεια θα σε βλαστημήσει κατά πρόσωπο». Τότε ο Κύριος είπε στον διάβολο: «Ορίστε, σου τον παραδίνω• πρόσεξε μόνο να μην πειράξεις τη ζωή του!»
Έφυγε ο διάβολος από κει που ήταν, μπροστά στον Κύριο, και προκάλεσε στον Ιώβ τρομερές πληγές, από τα πόδια ως το κεφάλι. Και πήρε ο Ιώβ ένα σπασμένο κεραμίδι για να ξύνει τις πληγές του, και κάθισε σ’ έναν σωρό κοπριά έξω από την πόλη.
Όταν είχε πια περάσει πολύς καιρός, του είπε η γυναίκα του: «Ως πότε θα υπομένεις και θα λες: ‘‘Ας περιμένω ακόμα λίγο, με την ελπίδα πως θα σωθώ απ’ την αρρώστια μου’’; Τώρα κανένας δε θα σε θυμάται πια, αφού αφανίστηκαν οι γιοι και οι θυγατέρες, που εγώ για κείνους κοιλοπόνεσα και υπέφερα• άδικα κοπίασα και μόχθησα γι’ αυτούς. Αλλά κι εσύ ο ίδιος κάθεσαι πάνω στην κοπριά και στα σκουλήκια και περνάς όλη τη νύχτα έξω στο ύπαιθρο. Κι εγώ περιπλανιέμαι και ξενοδουλεύω, πηγαίνοντας εδώ κι εκεί, από σπίτι σε σπίτι, προσμένοντας πότε θα βασιλέψει ο ήλιος για να ξεκουραστώ από τους κόπους μου κι από τους πόνους που με διακατέχουν. Πες, λοιπόν, ένα λόγο ενάντια στον κύριο και πέθανε!»
Ο Ιώβ, όμως, την κοίταξε και της είπε: «Γιατί μιλάς έτσι σαν άμυαλη γυναίκα; Αν την ευτυχία δεχτήκαμε απ’ του Κυρίου το χέρι, τις συμφορές να μην τις υπομείνουμε;»
Έτσι, παρ’ όλα αυτά που του συνέβησαν, δεν αμάρτησε ο Ιώβ• δεν είπε το παραμικρό ενάντια στον Θεό.

Από το βιβλίο Προφητολόγιον, Τα Λειτουργικά Αναγνώσματα από την Παλαιά Διαθήκη σελ.310-319 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ

Επιμέλεια κειμένου Νικολέτα Γεωργία Παπαρδάκη

Κατηγορίες: Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.