Στους άδειους δρόμους τέσσερα παιδιά – Πορφυρίας Μοναχής.

Η βάρδια μου είναι νυκτερινή, από τις τέσσερις το απόγευμα έως τις πέντε τα ξημερώματα. Το κέντρο μας εκφωνεί κλήσεις ως επί το πλείστον για το λιμάνι του Πειραιά, για τα πρακτορεία των λεωφορείων και τα Αεροδρόμια.
Πολύς κόσμος φεύγει για διακοπές. Άλλωστε το έχουν πολλή ανάγκη. Χαίρομαι πολύ, όταν οι άνθρωποι μπορούν να ξεκλέψουν λίγο χρόνο από τα καθημερινά τους προβλήματα, για να ξεκουρασθούν.

Είναι περασμένα μεσάνυχτα- το κέντρο μας, αραιά και πού, εκφωνεί κάποια διαδρομή, οι δρόμοι άδειοι. Οδηγώντας στους άδειους δρόμους, άρχισα να μελαγχολώ… Έφτασα στο λιμάνι του Πειραιά- τίποτα, ούτε ένα καράβι!
Και τώρα πού να πάω; σκεφτόμουν. Έτσι, πήρα τον δρόμο προς την παραλιακή. Είναι γεγονός, πως αυτή η διαδρομή μ’ αρέσει πάρα πολύ. Έφτασα στο Καβούρι. Κατέβηκα με το ταξί, μέχρι την παραλία. Βγήκα από το ταξί και ακουμπώντας στο καπό, κοιτούσα τη θάλασσα, που έπαιζε με το φεγγάρι.
Σήκωσα τα μάτια μου στον ουρανό- μου άρεσε να βλέπω το στερέωμα, που ήταν γεμάτο από φωτεινά αστέρια. Ευχαριστούσα τον Θεό για όλα αυτά που μας έχει χαρίσει και Τον παρακαλούσα να μας συγχωρέσει, για το κα¬κό που κάνουμε καταστρέφοντας την όμορφη δημιουργία, που Εκείνος έφτειαξε για μας. Σιγά – σιγά αισθάνθηκα να φεύγει από την ψυχή μου η μελαγχολία και στη θέση της να μπαίνει πάλι η γαλήνη, η ηρεμία. Έτσι ήρεμη και με γεμάτη την ψυχή μου από Θεό, μπήκα στο ταξί για να γυρίσω στον Πειραιά. Άλλωστε σε λίγο τελείωνε η βάρδια μου.

Φθάνοντας στο ύψος της Γλυφάδας, είδα κόσμο μαζεμένο, κοίταξα το ρολόι μου, μ!! ώρα που κλείνουν τα νυχτερινά κέντρα. Με το που με είδαν, τα χέρια σηκώθηκαν, για να σταματήσω. Όμως η βάρδια μου τελείωνε, δεν είχα πολύ χρόνο, ώστε να εξυπηρετήσω τους ανθρώπους. Στο ύψος του Παλαιού Φαλήρου, με σταμάτησαν τέσσερα νέα παιδιά, δύο αγόρια και δύο κορίτσια. Ασυναίσθητα το πόδι μου πήγε στο φρένο… Σταμάτησα.
-Πού πάτε παιδιά; τους ρώτησα.
-Πεύκη- σας παρακαλούμε μπορείτε να μας πάτε; Όμως δεν έχουμε χρήματα και κανένας ταξιτζής δεν μας παίρνει.
Η απόσταση μεγάλη! Χωρίς να το πολυσκεφτώ, τους είπα:
-Ναι, παιδιά, ελάτε!
Μπήκαν μέσα και μ’ ευχαρίστησαν όλα μαζί. Το παλληκάρι που κάθισε δίπλα
μου, μου λέει:

-Είστε πολύ καλή κυρία.
-Κι εσύ πού το κατάλαβες ότι είμαι καλή κυρία;
-Φαίνεται στο πρόσωπο σας.
-Δηλαδή, τι βλέπετε στο πρόσωπο μου; γράφει η κυ¬ρία είναι καλή; τον ρώτησα γελώντας.
-Όχι, αλλά να… πώς να σας πω…
-Να μην πεις τίποτα. Απλά εσύ είσαι καλό παιδί και είδες και εμένα καλή.

Αυτό ήταν η αφορμή να ξεκινήσω να τους μιλήσω για τον Θεό, πόσο καλός είναι, πόσο μας αγαπάει, πόσο πολύ δίπλα μας είναι σε κάθε δύσκολη στιγμή μας- τους μίλησα για την αξία της εξομολόγησης και πόσο πολύ ανακουφίζει την ψυχή, της δίνει φτερά να πετάει, να ανεβαίνει ψηλά στον ουρανό, να συναντάει τον Θεό και πατέρα της. Τους μίλησα για την αξία της Θείας Κοινωνίας, για τους Αγίους μας και τα θαύματα τους, την ευτυχία της οικογένειας, όταν ο Θεός βρίσκεται ανάμεσα στα μέλη της…

Τα λόγια μου άγγιξαν την ψυχούλα τους και ένα-ένα άρχισε να την ανοίγει.
Το ένα παιδί όμως μου άγγιξε με πόνο την ψυχή μου. Μου είπε λυπημένα:
-Πού είναι ο Θεός; εμένα με εγκατέλειψε!
-Καρδούλα μου, Τον γνώρισες;
-Όχι!
-Πώς, λοιπόν, σε εγκατέλειψε, αφού δεν Τον γνωρίζεις;

Άρχισε τότε να μου διηγείται την ιστορία του. Και οι δύο γονείς του καρκινοπαθείς. Ο χρόνος της ζωής τους λιγόστευε και αυτός μοναχοπαίδι! Ο πόνος του βαρύς, η ανασφάλεια του μεγάλη, η μοναξιά του μεγαλύτερη. Και η ζούγκλα που λέγεται ζωή παραμόνευε να τον κατασπαράξει. Όλα ήταν μαύρα γύρω του, φως δεν φαινόταν πουθενά.
Δεν μπορούσα να αφήσω αυτό το παιδί να φύγει έτσι, με άδεια την ψυχή, γεμάτη πόνο, όπως και τα υπόλοιπα παιδιά. Ας σημειωθεί ότι αυτά τα παιδιά ανήκουν σε ευκατάστατες οικογένειες. Όμως τα χρήματα τους δεν τους γέμισαν τις ψυχές. Γιατί τους έλειπαν τα κυριότερα, ο Θεός, η αγάπη, η ελπίδα, η σωστή οικογένεια. Γι’ αυτό πήρα τηλέφωνο τον συνεργάτη μου και τον παρακάλεσα να κρατήσω και τη δική του βάρδια. Έτσι είχα πολύ χρόνο να ασχοληθώ μ’ αυτά τα καλά, μα πολύ πονεμένα πλάσματα του Θεού.

Με τα παιδιά πήγαμε και καθίσαμε σε μια πλατεία.
Είπαμε πάρα πολλά. Βρήκαν ευκαιρία και με βομβάρδισαν με διάφορα σοβαρά προσωπικά και οικογενειακά τους θέματα. Δεν θα σας πω τι συζητήσαμε, γιατί αυτά τα παιδιά Είναι τα γνωστά άγνωστα. Ωστόσο φοβόμουν μη τυχόν δώσω κάποια λάθος απάντηση και πληγώσω αυτές τις ψυχούλες, τις ήδη πονεμένες. Εκλιπαρούσα τον Θεό να απαντάει Εκείνος για μένα. Στο τέλος τους είπα: «Παιδιά, ενώστε τον πόνο σας και κάντε τον μια αγκαλιά αγάπης, ενωθείτε, γίνετε και τα τέσσερα μια γροθιά και χτίστε έναν καινούργιο κόσμο, τον κόσμο που εσείς τα παιδιά βλέπετε μόνο μέσα από τα όνειρα σας. Παιδιά, δώστε στα όνειρα σας φως, ζωή, ελπίδα, χαρά, αγάπη, Θεό!»

Τα παιδιά έφυγαν πολύ, μα πάρα πολύ ικανοποιημένα, χαρούμενα και με την υπόσχεση πως θα ψάξουν να βρουν και να γνωρίσουν τον ουράνιο Πατέρα. Τους υπέδειξα και έναν καλό πνευματικό, που θα μπορούσε να τα βοηθήσει.

Τα παιδιά δεν ζητούν πολλά, λίγη αγάπη ζητούν και δύο γλυκές κουβέντες. Είναι τόσο δύσκολο να τους τα δώσουμε;

Από το βιβλίο: «Ταξιδεύοντας στα τείχη της πόλης», της μοναχής Πορφυρίας.
ΑΘΗΝΑ 2010
Κεντρική διάθεση Νεκτάριος Δ. Παναγόπουλος.

Κατηγορίες: Άρθρα, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.