11 Φεβρουαρίου, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Βλασίου, Επισκ. Σεβαστείας – Ασματική ακολουθία, βίος, θαύματα.

Βλάσιος ο ένδοξος Μάρτυς, και πριν να μαρτυρήση, είχε πολιτείαν θαυμάσιον και αξιέπαινον, και ήτον και αυτός κατά τον μέγαν Ιώβ, άκακος, άμεμπτος, αληθινός, θεοσεβής∙ απεχόμενος από παντός πονηρού πράγματος, επειδή λοιπόν το καλόν και η αρετή φυσικά επαινείται και από όλους τιμάται, εψήφισαν και αυτόν επίσκοπον Σεβαστείας, εκείνος δε αγαπών την ησυχίαν και να σχολάζη κατά μόνας τω Θεώ, επήγε εις ένα όρος Άργος λεγόμενον, και εγκλεισθείς εις ένα σπήλαιον εκεί, επρόσφερε τω Θεώ καθαράς και αθορύβους τας ευχάς και τοσούτον τον ηγάπουν και ευλαβούντο, όχι μόνο οι άνθρωποι αλλά και αυτά τα θηρία, διά την πολλήν του αρετήν, ώστε όπου ήρχοντο εις αυτόν και δεν ήθελον να αναχωρήσουν, έως όπου ήθελε να βάλλη το χέρι του επάνω των και να τα ευλογήση.
Κατά τους χρόνους Λικινίου του βασιλέως εν έτει ΤΙΕ’ [315], έστειλεν ο ηγεμών Αγρίκολας κυνηγούς εις το όρος δια άγρια ζώα, οίτινες ερχόμενοι και εις το σπήλαιον, και βλέποντες συναθροισμένον τόσον πλήθος ζώων, εθαύμαζον και ηπόρουν∙ και πηγαίνοντες πλησιέστερα, είδον και τον Άγιον εκεί, όπου επροσηύχετο∙ ταύτα ιδόντες εκείνοι ευθύς εγύρισαν και το ανήγγειλαν∙ ο δε ηγεμών ευθύς τους έστειλε και με στρατιώτας άλλους, να πιάσουν τον Άγιον, και όσους άλλους χριστιανούς εύρουν, φθάσαντες λοιπόν οι απεσταλμένοι ηύραν τον Άγιον πάλιν προσευχόμενον, και του είπον: Έξελθε, ο ηγεμών σε καλεί. Τους οποίους βλέπων ο θείος Βλάσιος, δεν εταράχθη, δεν εδειλίασεν, ούτε ελυπήθη καθόλου, αλλ’ εχάρη, κατά πολλά, και τους είπεν ήμερα: Ελάτε τέκνα, ας υπάγομεν μαζί, διότι σήμερον μου ενθυμήθη ο Θεός, επειδή μου το εφανέρωσεν ταύτην την νύκτα. Πηγαίνοντες λοιπόν εις το δρόμον, πολλοί Έλληνες, υπέστρεφον εις θεογνωσίαν, βλέποντες την πραότητα του Αγίου, και τους εβοηθούσαν εις τούτο και αι αγίαι του ευχαί. Ιατρεύοντο δε όχι μόνον άνθρωποι, αλλά και ζώα διάφορα ταις ώραις εκείναις, συνέβη και εις υιός μονογενής μιας γυναικός, εκεί όπου έτρωγεν οψάριον, εκάθισεν εις τον λαιμόν του άκανθα και παρευθύς έμεινεν άφωνος∙ η δε μήτηρ τούτο ιδούσα επληγώθη χειρότερα από την λύπην της, μαθούσα τα θαύματα του Αγίου, παρευθύς έλαβε το παιδί της και το έρριψεν εις τους πόδας του Αγίου, και έλεγε μεγαλοφώνως να την λυπηθή, ότι έμελλεν ογρήγωρα να αποθάνη, το παιδί της. Ο δε Άγιος ηύξατο, λέγων, σπλαγχνισθείς: «Ο Θεός των εν αληθεία επικαλουμένων εισακούων, επάκουσον μου και την εμπαγείσαν άκανθαν τω παιδί, τη θεία σου δυνάμει έξελε, και δος αυτώ ταχείαν την θεραπείαν σου και από τώρα και ύστερα αν ήθελε συμβή ή εις ανθρώποις ή εις ζώα τίποτες κακόν, και ενθυμηθή να ειπή: ο Θεός, διά πρεσβειών του δούλου σου Βλασίου, βοήθησον, χάρισαι αυτοίς ταχέως την ιατρείαν, εις δόξαν του μεγάλου σου ονόματος». Ταύτα ειπών ο Άγιος, το παιδί έγινεν υγιές, και χωρίς πόνον, και η μήτηρ του αστόχησε την προτέραν της λύπη από την άμετρόν της χαρά∙ ήτον δε ο Άγιος και άριστος ιατρός και εις πολλούς τόπους. Άξιον ηδονής είναι να είπομεν και τούτο, τινός χήρας και πτωχής γυναικός, της ήρπασε ο λύκος έναν χοίρον όπου είχε δια πλούτον της, η δε έδραμεν εις τον Άγιον εις τον δρόμον, εκεί όπου τον έφερον οι στρατιώται∙ έκλαιε την συμφορά της, ο δε Άγιος χαμογελάσας της είπεν: «Μη λυπάσαι ω γύναι, και τώρα, εις ολίγον σου το φέρει γερόν». Ο λύκος ευθύς έχασε το φυσικό του ιδίωμα και εγύρισε τον χοίρον και τον έδωσε της γυναικός. Φθάνων δε ο Άγιος εις την Σεβάστειαν, ευθύς από προσταγή του ηγεμόνος τον εφυλάκωσαν, και την άλλην ημέραν καθίσας εις το κριτήριον, έφερε τον Άγιον, και άρχισε να του καλομιλή λέγων αυτώ: «Χαίροις Βλάσιε φίλε των θεών». Και ο Άγιος «Χαίροις και συ κράτιστε ηγεμών, πλην μην τους λέγης θεούς, οι οποίοι είναι δαίμονες, και όσοι τους τιμούν θέλουν φλογίζονται μαζί των εις το αιώνιον πυρ». Εθυμώθη εις ταύτα ο κριτής, και επρόσταξε να δέρνουν τον Άγιον με ραβδία δυνατά, ο δε Άγιος, τυπτόμενος είπε: «Μη νομίζης αναίσθητε, πως ανθρώπιναι τιμωρίαι και δυνάμεις ειμπορούν να νικήσουν την αγάπην και δύναμιν του Χριστού, ο οποίος μου ελαφρύνει τους πόνους». Ταύτα ειπών ο Άγιος, τον έστειλεν πάλιν ο ηγεμών
εις την φυλακήν∙ μαθούσα δε η γυνή εκείνη χήρα και πτωχή τους αγώνας του Αγίου, και θέλουσα να τον τιμήση έσφαξεν τον χοίρον όπου της έφερε ο λύκος οπίσω, διά προσταγής του Αγίου, και εψήσασα κεφαλήν και πόδας και λαβούσα όσπρια και οπωρικά, και ανάψασα κηρία ήλθεν εις την φυλακήν, χωρίς να φοβηθή τους φύλακας, και επρόσπεσεν εις τους πόδας του Αγίου, δεομένων μεταλαβείν των προσενεχθέντων∙ ο δε και ήκουσε και μετέσχε, και την ευλόγησεν, διά την καλήν της προαίρεσιν, και της είπεν: «Έτσι, εόρταζέ με κάθε χρόνον, και ελπίζω εις τον Θεόν πως δεν θέλει λείψει η αγαθοσύνη του από το σπίτι σου∙ και όποιος σε μιμηθή, θέλει λάβει και εκείνος μεγάλην ευλογίαν παρά Θεού». Η μεν ουν μακαρία εκείνη χήρα, λαβούσα ταύτην την καλήν εντολήν απήλθεν εις τον οίκον της. Ο δε ηγεμών, έφερε πάλιν τον μάρτυρα εις το κριτήριον και του είπε: «Θυσιάζεις Βλάσιε τοις θεοίς; Ή θέλης να θανατωθής;». Ο μάρτυς είπεν: «Όποιος έχει γνώσιν δεν θυσιάζει εις θεούς, όπου είναι από ανθρώπων χέρια καμωμένοι». Ταύτα λέγων ο μάρτυς, τον εκρέμασαν ευθύς εις το ξύλον και εξέσχιζον τας πλευράς του, όμως και ούτως βασανιζόμενος έμενεν παντάπασιν άφοβος και έλεγεν: «Εγώ, δεν φοβούμαι τας κολάσεις σου, αποβλέπων εις τας αιωνίους ανταποδόσεις». Αφού δε, τον εκατέβασαν από το ξύλον πάλιν τον έστειλεν εις την φυλακήν και εις τον δρόμον του ηκολούθησαν επτά γυναίκες ευσεβείς και ενάρετες, αι οποίαι εβρέχοντο με ταις σταλαγματίαις των αιμάτων του καλλίτερα, παρά να ήτον μύρα πολύτιμα δια τούτο έλαβον και τον μισθόν της πίστεώς των, διότι ευθύς επιάσθησαν ως χριστιαναί και ο κριτής ταις επρόσταξε να θυσιάσουν. Εκείναι δε ετεχνεύθησαν τέχνην, γνώσιν σοφοτάτην, είπον: «Ανίσως και θέλεις να θυσιάσομεν, βάλε εις ένα σακίον τους θεούς και σφράγισαί τους, έπειτα άφες μας να υπάγομεν εις την λίμνην όπου είναι σιμά, και αφού νιφθώμεν να τους προσκυνήσομεν καθαρώς». Επείσθη ο ηγεμών και έκαμεν τον λόγους τους, φθάσασαι λοιπόν εις την λίμνην τους έρριψαν εις το βάθος, και τους αφάνισαν, λέγουσαι: «Ούτω σας πρέπει, επειδή και εσείς εγίνετε αίτιοι, να πέσουν πολλοί εις βυθόν απωλείας». Τούτο μαθών ο ηγεμών εθυμώθη, και έγινεν ανήμερος, και επρόσταξε και έφεραν τας γυναίκας έμπροσθέν του, και ταις είπε: «Διατί εκάμετε δόλον εις τους θεούς;»∙ εκείναι δε, του είπον: «Ο αληθινός Θεός δεν φοβάται από δόλους ποτέ». Ο ηγεμών λοιπόν επρόσταξε και άναψαν κάμινον και ανέλυον μολύβι, και έφεραν κτένια σιδηρά, και από άλλο μέρος, έφεραν φορέματα λαμπρά, και ταις έλεγεν, να διαλέξουν ένα από τα δύο, ή να θυσιάσουν να τιμηθούν, ή να θανατωθούν ανελεήμονα.
Μία δε από αυτάς, μήτηρ δύο παίδων, αρπάσασα το λαμπρόν φόρεμα, το έρριψε εις την κάμινον και το κατεύκασε, τα δε δύο της παιδιά έλεγον: «Μη μας αφήσης
να χαθούμεν εις την γην ταύτην, αμή καθώς μας εχόρταινες από γάλα μητρικόν, ούτω πλούτισε μας και από βασιλείαν ουρανών».
Ο δε ηγεμών τότε, μεν επρόσταξε και τας εκρέμασαν, και τας εξέσχιζαν με κτένια σιδηρά, εφαίνετο δε ότι έτρεχε γάλα αντί για αίμα, και εφαίνοντο λαμπραί
ωσάν το χιόνι, διότι Άγγελοι Θεού κατελθόντες, ιάτρευον τα μέλη των∙ και ταις έλεγον: «Μη φοβείσθε∙ διότι ο καλός εργάτης, δεν πρέπει μόνο να αρχίση, αλλά και να τελειώση το έργον διά να λάβη και τέλειον το μισθόν του κόπου του, ούτω πρέπει και εσείς να τελειώσετε καλώς τον αγώνα σας, δια να επιτύχητε και της αιωνίου ζωής παρά Θεού». Τότε λοιπόν ο ηγεμών τας εκατέβας από το ξύλον, και διά προσταγής του, τας έρριψεν εις την κάμινον, ηκολούθησε δε θαύμα όμοιον των τριών παίδων∙ διότι και η φλόγα εσβέσθη και αυταί εξήλθον αβλαβείς από την κάμινον, η δε πονηρά ψυχή του ηγεμόνος, έλεγε το πράγμα πως είναι μαγεία, και ταις επρόσταξε πάλιν να θυσιάσουν, εκείναι του είπον: «Μη πλανάσαι, διότι εμείς από τώρα εβάλθημεν εις την Βασιλείαν των Ουρανών». Θυμωθείς ουν ο ηγεμών επρόσταξε να τας αποκεφαλίσουν, και φθάσασαι εις τον τόπον του μαρτυρίου, προσηύξαντο λέγουσαι: «Κύριε Βασιλεύ δεόμεθα σου, συναρίθμησόν μας με την πρωτομάρτυρα σου Θέκλαν, δια των ιερών ευχών του ιερωτάτου πατρός ημών Βλασίου, ο οποίος έγινεν οδηγός μας προς την άθλησιν ταύτην, και εις την απόλαυσιν της αιωνίου ζωής». Ούτω προσευχόμεναι, ήλθον και τα δύο παιδία εις την μητέρα των λέγοντα: «Οι στέφανοί σας τώρα είναι έτοιμοι παρά του επουρανίου βασιλέως, παραδώσατε λοιπόν και ημάς εις τον αθλητήν του Χριστού Βλάσιον», και τούτο μεν ούτως έγινεν, ο δε σπεκουλάτωρ βιαζόμενος απέκοψε τας κεφαλάς των Αγίων Γυναικών, καρπόν αληθώς του θείου Βλασίου, και καύχημα της ημετέρας πίστεως…

Ασματική ακολουθία του Αγίου Ιερομάρτυρος Βλασίου, Επισκ. Σεβαστείας (βίος, θαύματα).

Παράβαλε και:
11 Φεβρουαρίου, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Βλασίου επισκ. Σεβαστείας (Παρακλητικός Κανών) και των συν αυτώ – συναξάριον.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Ιερές Ακολουθίες, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.