ρήγας Βελεστινλής – Κώστα Δ. Παπαδημητρίου.

Στην Ευρώπη συντελείται μια καινούργια κοσμογονία, που συγκλόνιζε τους υπόδουλους λαούς. Ο Ναπολέων πολεμούσε τυράννους και δυνάστες, κατέλυε δυναστείες και γκρέμιζε απολυταρχικά καθεστώτα αιώνων, για να εγκαταστήσει στη θέση τους την εθνική ανεξαρτησία και την κυριαρχία του λαού. Ο πασάς Οσμάν Πασβάνογλου πάνω στο Δούναβη τα βάζει με το σουλτάνο και βγαίνει νικητής. Ο Αλή πασάς είναι έτοιμος να σηκώσει παντιέρα κατά του σουλτάνου, ο πασάς της Προύσας, ο βεζύρης του Χαλεπιού και οι μπέηδες του Μισιριού, αλλά και ο Μωχάμετ Άλη σηκώσανε κεφάλι στο Ντοβλέτι. «Ε, τι άλλο», όπως γράφει ο ανώνυμος συγγραφέας της «Ελληνικής Νομαρχίας, «ήθελε για ν’ αποδείξει εμπράκτως, ο αείμνηστος Ελλην ο Ήρως, ο μέγας, λέγω, και θαυμαστός Ρήγας» πως δεν είναι «ο εμμανής» νοσταλγός μόνο της λευτεριάς αλλά και ο ασυγκράτητος αγωνιστής που θα θυσιάσει και τη ζωή του ακόμα, για να υλοποιη¬θούν οι ιδέες του».
Στις 5 Αυγούστου 1797 γράφει ο Ρήγας στον Αντώνη Κορωνιό στην Τεργέ¬στη:
«Από Βουκουρέστι με γράφουν οι φίλοι μας Θεσσαλοί, Ηπειρώτες και Αθηναίοι- βρυχιώνται ωσάν λιοντάρια! Με λέγουν ότι δεν είναι καιρός πλέον δια βιβλία, αλλά πρέπει να πλεύσω εις την πατρίδα και να γράψω εις αυτούς την ώραν της αναχωρήσεως μου, επειδή και αυτοί μισεύουν ογλήγορα εις τον τόπον τους».
«Τα πνεύματα είναι έξυπνα (ξύπνια) κάτω στην Ελλάδα. Με καρτερούν. Είναι ανάγκη να πάγω!» είπε στη συντροφιά του ένα βράδυ στη Βιέννη. Για την Ελλάδα θα ξεκινήσει ο Ρήγας, μα ποτέ δεν θα φτάσει. Μοίρα κακή πλέκει τα δίχτυα της προδοσίας, για ν’ απομακρύνει τη λύτρωση. Και ετοιμάζεται να κατεβεί πρώτα στην Τεργέστη. Βάζει τους χάρτες, τις επαναστατικές προκηρύξεις και όλο το άλλο υλικό σε πέντε κάσες, τις στέλνει στο ταχυδρομείο και γράφει πάλι στον Κορωνιό, που ήταν έμπο¬ρος εκεί:
«Αδελφέ Αντώνη, Από την Βιένναν και δια φίρμας Αργέντη, εφόρτωσα εις παραλαβήν Αντω¬νίου Νιώτη-Τριέστι, κάσσας πέντε (5) σημειωμένος με ψηφία Α. Ν. Trieste, δια λογαριασμόν σου. Λάβε τας, φύλαττέ τας, μέχρι του ερχομού μου εκεί μετ’ ολίγας ημέρας.
Ο αδελφός Ρήγας»
Αυτό ήταν το μοιραίο λάθος του Ρήγα, που έφερε και το τέλος του. Έλειπε απ’ την Τεργέστη ο πατριώτης Κορωνιός και το γράμμα-το παρέλαβε και το άνοιξε ο συνέταιρος του Δημήτρης Οικονόμου –«ο ουτιδανότερος των ανθρώπων, ο πλέον μιαρός σκλάβος επί της γης», όπως γράφει η Ελληνική Νομαρχία. Ανοίγει και τις κάσες, βλέπει τους χάρτες και τις προκηρύξεις και τρέχει αμέσως, αυτό το σκουλήκι, ο Ιούδας, ο Κάιν, ο δαίμονας, ο προδότης, η τίγρης, ο ανθρωποφάγος, όπως τον ονόμασαν διάφοροι, στο διευθυντή της αστυνομίας Πιττόνι και τα λέει όλα. Έτσι θα κατέστρεφε και τον συνέταιρο του Κορωνιό.
Φτάνει σε λίγες μέρες και ο Ρήγας στην Τεργέστη με τον νεαρό και φοιτητή της ιατρικής Περραιβό και καταλύουν στο ξενοδοχείον «Βασιλικόν», που βρισκό¬ταν στην παραλία.
Στις εφτά το βράδυ της ίδιας μέρας, χτυπά η πόρτα του δωματίου τους. Ήταν η αστυνομία.
-Ποιος από σας είναι ο Ρήγας; ρωτά ο επικεφαλής τους.
-Εγώ, αποκρίνεται ο Ρήγας.
-Είστε και οι δυο κρατούμενοι, ξανάπε ο αστυνομικός και βάζοντας δυο φρουρούς στην πόρτα να τους φυλάνε, έφυγε.
Αμέσως ο Ρήγας με τον Περραιβό πετούν στη θάλασσα απ’ το παράθυρο ένα χοντρό φάκελλο με ενοχοποιητικά γράμματα και καταλόγους ονομάτων συνεργατών τους. Τους βλέπει ένας σκοπός και τρέχει να τους εμποδίσει. Του βάζει ο Ρήγας ένα ακριβό νόμισμα στο χέρι, και κείνος σταματά. Σε μιάμιση ώρα έρχεται ο Πιττόνι με έξη ανακριτές και γραμματικούς και αρχίζουν την ανάκριση. Ερωτήσεις και απαντήσεις:
-Όνομα;
-Ρήγας Βελεστινλής.
-Εθνικότητα;
-Έλληνας.
-Ετών;
-Σαράντα.
-Ομολογείς ότι είσαι αρχηγός συνωμοσίας για την απόσπαση Βαλκανικών Εδαφών απ’ τον νόμιμο κυρίαρχο τους το σουλτάνο;
-Δεν ομολογώ τίποτα. Είμαι Έλληνας πατριώτης και ονειρεύομαι τη λευτεριά της πατρίδος μου. Αυτό είναι το μόνο έγκλημα μου.
Ρωτάνε και τον Περραιβό, ποιός ήταν και τι γύρευε με το Ρήγα.
-Εγώ, τους διακόπτει ο Ρήγας, αυτόν τον νέο δεν τον ξέρω. Στο δρόμο τον γνώρισα. Μου είπε πως πάει να σπουδάσει γιατρός στην Πάντοβα.
-Ποιους έχεις συνενόχους; ξαναρωτούν το Ρήγα.
-Όλο το έθνος μου, τους αποκρίνεται.
Οι ανακρίσεις συνεχίζονται αρκετές μέρες. Στο τέλος, 30 Δεκεμβρίου, τον λογαριάζουν ένοχο συνωμοσίας και του περνούν χειροπέδες.

Μεσάνυχτα και η θύελλα έξω λυσσομανούσε. Το κύμα χτυπούσε με μανία τα μουράγια. Καταιγίδα από σκέψεις κατακλύζουν το μυαλό του Ρήγα. Και σε μια στιγμή, παίρνει την απόφαση. Με τα δεμένα με σίδερα χέρια του, παίρνει ένα σουγιά «χρησιμεύοντα προς διόρθωσιν των πτερωτών τότε ουσών γραφίδων» και άρχισε να χτυπά με λύσσα το στήθος του, τα πλευρά του, την κοιλιά του. Δε χάρηκε όμως το θάνατο του, γιατί απ’ τα βογγητά του, έτρεξαν οι δεσμοφύλακες, τον πήγαν σε γιατρούς, έγιανε και τον ξανάφεραν.

Ένα μεσημέρι, καθώς εξαντλημένο τον είχε πάρει ο ύπνος το Ρήγα, τον ξυπνά ένας επισκέπτης.
-Είμαι ιταλός στρατιώτης, του λέει. Μη φοβάσαι. Έρχομαι απ’ τη Βιέννα. Ήμουν φρουρός και φίλος του Θεοχάρη και των άλλων συντρόφων σας. Σας στέλνουν χαιρετίσματα.
Αναπήδησε στο στρώμα του ο Ρήγας. Τον κοίταξε με αγωνία. Ζήτησε χαρτί και μολύβι. Του τόδωσε ο επισκέπτης και ο Ρήγας έγραψε:
«Αδελφέ Θεοχάρη,
Θάρρος και σιωπή. Η ανάκριση βεβαιώθηκε πως δεν υπάρχει καμμιά οργάνωση. Εγώ είμαι υπεύθυνος για όλα. Με σας μόνο εμπορικές σχέσεις. Να ειδοποιηθεί ο Βαρώνος Γκάμερα για την κράτηση μου, με κάθε τρόπο.
Υγεία και αδελφότης
Ρήγας»

Αποφασίζουν οι αρχές να ξαναπάνε το Ρήγα στη Βιέννη, όπου θα κρινόταν οριστικά αυτός και η συντροφιά του. Με σίδερα στα πόδια και στα χέρια, ξεκίνη¬σαν με δυνατή φρουρά και στις 14 του Φλεβάρη, έμπαινε η συνοδεία στη Βιέννη. Η παλιά αρχόντισα πόλη ήταν πνιγμένη στο χιόνι και ο δούναβης κατέβαζε στο θολό ρέμα του μεγάλα κομμάτια πάγου. Τα πάντα ήταν βουλιαγμένα στη σιωπή. Οδήγησαν το Ρήγα σ’ ένα σκοτεινό μουχλιασμένο γραφείο και άρχισαν πάλι τις εξαντλητικές ανακρίσεις.
Και ύστερα τους πήραν όλους τους κρατούμενους οι φρουροί αλυσσοδεμένους, και τους κατέβασαν στις σκοτεινές στοές ενός υπόγειου. Περπατούσαν ψηλαφητά. Σταμάτησαν μπροστά σε μια χαμηλή βαρειά πόρτα. Την ξεκλείδωσαν οι φρουροί κι έσπρωξαν τους κρατούμενους μέσα.
Οι μέρες δεν ξεχώριζαν απ’ τις νύχτες στο βαθύ τούτο λάκκο. Σκοτάδι και σιωπή. Μόνο οι ανακρίσεις που συνεχίζονταν διέκοπταν τη σιγαλιά του τάφου τους.
Τράβαγαν προς το τέλος οι ανακρίσεις και δε φαινόταν να βγαίνει κάποιο βαρύ αδίκημα. Αυτό ανησυχούσε τον υπουργό των Εσωτερικών της Αυστρίας, που σε αναφορά του στον αυτοκράτορα γράφει σχετικά:
«Αν και τα επαναστατικά σχέδια των κατηγορουμένων απευθύνοντο μόνον εναντίον του τουρκικού κράτους και απέβλεπον μόνον εις την απελευθέρωσιν της Ελλάδος, εν τούτοις η διαγωγή αυτών ήθελεν έχει πάντοτε επιβλαβή επίδρασιν εις τας κληρονομικάς πολιτείας της Υμετέ¬ρας Μεγαλειότητος- διότι κάθε βιαία μεταβολή του πολιτεύματος γειτο¬νικού κράτους, συνεπάγεται τον κίνδυνον ομοίας περαιτέρω μεταβο¬λής. ..»και πρόσθετε:
«Πρέπει να προδή τις μετά βεβαιότητος, ότι αι ποινικαί αρχαί θα απήλλασσον τους κατηγορουμένους, καθ’ όσον δεν καθορίζεται η ημετέρα περίπτωσις εις την νομοθεσίαν» και «δια τοιαύτα εγκλήματα δεν λαμβά¬νεται πρόνοια».

Για να μην μείνουν λοιπόν ατιμώρητοι τέτοιοι εγκληματίες, που το μεγάλο τους έγκλημα ήταν ότι ζητούσαν τη λευτεριά της πατρίδος τους, παραμέρισαν τις δικαστικές αρχές και άρχισαν να σκέφτωνται, παλάτι και κυβέρνηση, πώς θα τους εξοντώσουν. Και βρήκαν τη λύση: να τους παραδώσουν στους Τούρκους, με ανταλλάγματα φυσικά. Να τους παραδώσουν και οι Τούρκοι δικούς τους κρατούμενους και να αναγνωρισθεί η Αυστρία κληρονόμος των προξενείων και των αποθηκών στα λιμάνια της Ανατολής, που είχε παλιότερα η Βενετσάνικη Δημοκρατία.
Έτσι η Αυστριακή κυβέρνηση ήρθε σε συμφωνία με την Πόρτα, να τους παραδώσει το Ρήγα με εφτά συντρόφους του. Ατιμία! Προδοσία! τους πούλησαν σαν απλά σφαχτάρια.
Τους παράλαβε απ’ τη φυλακή δεμένους δυο-δυο με σίδερα ένα απόσπα¬σμα «αποτελούμενον εξ εμπισθοτάτων ανδρών». Τους συνόδευε ακόμα, «ακοίμη¬τος εφιάλτης, στο πολυήμερο και βασανιστικό ταξίδι κι ένας Τούρκος συνοδός!», γράφει ο Βρανούσης. «Τους είδα -διηγήθηκε ο Περραιβός- σε μια δημοσιά -χειρότερος Γολγοθάς δε θα γίνηκε ποτέ, για άνθρωπο! Βαδίζανε δεμένοι δυο-δυο με σιδερένιες αλυσσίδες! κι ήτανε στρατιώτες ένα γύρο, σα να φυλάγανε τους πιο χειρότερους ληστές! Κι αυτοί βαδίζανε με το κεφάλι ψηλά και σηκώνανε σκόνη, βουτούσανε στη σκόνη γιατί ήτανε καλοκαίρι και τους έδερνε το δρόμο ο ήλιος και τους έψηνε κι αυτούς και υποφέρανε τρομερά από τη δίψα. Έτσι πορεύονταν. Κι εγώ στάθηκα στο έμπα της πολιτείας, τόσο κοντά σ’ αυτούς που περνούσαν, που με σπρώξανε με το ντουφέκι τους οι φύλακες, να κάνω πέρα. Με είδανε λοιπόν οι ιατριώτες, με είδε και ο Ρήγας, μα δεν άνοιξε τα χείλη, δεν άνοιξα κι εγώ τα χείλη, για να μην προδοθώ, μόνο τα μάτια μας μιλήσανε… και τα βλέφαρα μόνο σάλεψαν κι η φλόγα της ματιάς και το δάκρυ που κύλησε».

Ύστερα από εφταήμερη βασανιστική πορεία, η συνοδεία φτάνει στο Σεμλίνο. Δεν πέρασαν απ’ το Βελιγράδι, παρά τους φόρτωσαν σε καράβι σαν τα ζωντανά. Ήταν από κείνες τις χαμηλές μαούνες που ταξιδεύουν στα νερά του Δούναβη. Και ο λόγος που άλλαξαν πορεία, ήταν γιατί άνθρωποι του Παζβάνογλου, πασά του Βελιγραδίου, φίλου του Ρήγα, είχαν στήσει καρτέρι έξω από την πόλη, για να λευτερώσουν τους κατάδικους.
Όξω απ’ το Βελιγράδι τους βγάλανε στο φρούριο Νεμπόίντα και κει τους παράδοσαν στους Τούρκους. Και κείνοι με βρισιές και σπρωξιές τους έρριξαν στα μπουντρούμια του κάστρου. Ο καϊμακάμης έστειλε γραφή στην Πύλη, γυ¬ρεύοντας οδηγίες τι να τους κάμει αυτούς τους Χαίνηδες που του φέρανε πεσκέσι.
Προτού πάρει την απόκριση από την Πόλη, ο καϊμακάμης πήρε γραφή απ’ τον Αλή πασά της Ηπείρου. Με δόλο προσπάθησε ο Αλής να του αποσπάσει το Ρήγα γιατί είχε σκοπό να συνεργαστεί μαζί του εναντίον του σουλτάνου. Έγρα¬φε:
«Αγαπημένε μου αδελφέ πασά και καϊμακάμη του Βελιγραδίου. Μακάρι να πληθαίνει η δύναμη σου. Έφτασαν στην ακουή μας πληροφορίες, ότι κρατάς στα χέρια σου οχτώ Ρωμιούς ρέμπελους που θέλησαν να μας χαλάσουν το ντοβλέτι και να φκιάσουνρεπούμπλικο. Επειδή, ενδοξότατε αδελφέ, οι ρέμπελοι τούτοι Ρωμιοί, εζημίωσαν τις χώρες τις εδικές μου και το πασαλίκι μου, παρακαλώ σε γονυπετώς να μου τους παραδώσεις για να βρουν τη δίκαιη τιμωρία που αξίζει στα άνομα καμώματα τους.
Από Γιάννενα Μαγιού 25, 1798
Ο αδελφός σου
Αλή πασάς»

Έσκασε στα γέλια ο καϊμακάμης με τη χοντροκομμένη πονηριά του Αλή. Πήρε στο μεταξύ και την απόκριση απ’ την Πύλη, που έλεγε πως πρέπει να τους αφανίσει όλους.
Ζύγωναν τα μεσάνυχτα της 24 Ιουνίου 1798, όταν ασυνήθιστα άναψε ένας πυρσός στην κορφή του κάστρου της Νεμπόϊτσας. Και ύστερα φάνηκε στην πύλη, ένα τσούρμο στρατιωτών. Η σιδερόπορτα στρήγγλισε, καθώς μισάνοιξε και οι κομπανία απ’ τους οπλισμένους πελώριους γενίτσαρους έμπαινε στα κελιά των φυλακισμένων. Και ύστερα;
Ο Περραιβός γράφει:
«Ο πασάς διέταξε να φονεύσωσιν εν τη ειρκτή, δια πυροβόλων όπλων, τον δε νεκρόν, να ρίψωσιν εις του Ίστρου τα ρεύματα, ίνα μη, ευρόντες αυτόν, ενταφιάσωσιν οι γκιαούρηδες. Εισελθόντες, λοιπόν δύο Τούρκοι, πριν διευθύνωσι κατ’ αυτού τας πιστόλας των, ήκουσαν εκ του στόματος του, εν τουρκική διαλέκτω:
«Ούτως αποθνήσκουν τα παλληκάρια- αρκετόν σπόρον έσπειρα, ελεύσεται η ώρα, ότι θέλει βλαστήσει και το γένος μου θέλει συνάξει τον γλυκύν καρπόν».

Ένας γέροντας Τούρκος στο Βελιγράδι, που υπήρξε δήμιος του Ρήγα, διηγήθηκε στο γλύπτη I. Κόσσο που έφτιαξε τον ανδριάντα του Ρήγα, μπροστά στο πανεπιστήμιο Αθηνών:
«… Ότε δε ήλθεν η σειρά του Ρήγα, ο σύντροφος μου είχε την ανοησίαν να λύση των δεσμών την δεξιάν χείρα του δεσμώτου, ν’ αφήση μάλιστα απ’ αυτής τον χαλκά και επ’ αυτού κρεμάμενον έναν κρίκον της αλύσου. Ενώ δε εγονάτισε να λύση και τον πόδα, ο Ρήγας δι’ ενός γρόνθου της δεξιάς του, έρριψεν εκτάδην νεκρόν τον σύντροφόν μου. Έντρομος γενόμενος, έτρεξα εις τον φρούραρχον. Ούτος δε έπεμψεν οπλοφόρους να πυροβολήσωσι μακρόθεν τον Ρήγαν. Πριν δε εκπνεύσει ούτος, είπε τουρκιστί τας εξής λέξεις: «Έτσι αποθνήσκουν οι γίγαντες- εγώ έσπειρα, έρχονται άλλοι να θερίσουν». Πεσώνδε επίτου πτώματος του συντρόφου μου, εσχημάτισε μετ’ αυτού σταυρόν. Τούτο εθεωρήθη δυσοίωνον και διετάχθη ο διαμελισμός του Κιαούρη και η καταπόντησις αυτού εν τω ποταμώ, όπου ερρίφθησαν και των ετέρων τα πτώματα».

Την αλήθεια όμως τη βρίσκουμε στα αρχεία της Βιέννης. Διαβάζουμε:
«Ο Καϊμακάμης Βελιγραδίου έλαβε την παρελθούσαν εβδομάδα εκ Κωνσταντινουπόλεως φιρμάνιον, καθ’ ο, εν μεγίστη μυστικότητι, την τρίτην μετά την άφιξιν του φιρμανίου ημέραν, διέταξε τον στραγγαλισμόν πά¬ντων των οκτώ καθειρμένων Ελλήνων, μετά δε την εκτέλεσιν της πράξεως ενήργησε να διαδοθή, ότι είχον αποδράση άπαντες εκ της φυλακής…».

Στα μουλωχτά έσυραν οι δήμιοι τα οχτώ πτώματα, όπως ήταν αλυσωμένα, στα μεντένια του κάστρου. Κάτω έχασκε το σκοτάδι και στα ριζά του κάστρου, γλύφοντας τα πόδια του, εκυλούσε το αφρισμένο ρέμα του Δούναβη.
Έφεραν τα άψυχα κουφάρια στην άκρη και με μια σπρωξιά τα γκρέμισαν στο σκοτεινό νερό που άνοιξε οχτώ φορές την αγκαλιά του και πήρε τους νεκρούς μάρτυρες κοντά του, στο αιώνιο ταξίδι του. Δεν σκέπασε το Ρήγα η γη της Ελλάδος, που τόσο αγάπησε και του χάρισε και τη ζωή του. Οι δήμιοι φοβήθηκαν και τον νεκρό του και φρόντισαν να τον αφανίσουν. Δεν του χρειάστη¬κε όμως μνήμα φθαρτό. Ακατάλυτο υψώνουν μνήμα όλοι οι Έλληνες στις καρδιές τους.

Πολλές γνώμες ειπώθηκαν για την προσφορά του Ρήγα στην ανάσταση του γένους. Η πιο σοφή, όμως, νομίζουμε, είναι εκείνη του Γέρου του Μοριά που είπε για το Ρήγα:
«Εστάθη ο μέγας ευεργέτης της φυλής μας-
το μελάνι του θα είναι πολύτιμο ενώπιον του Θεού,
όσο το αίμα του άγιο».

Από το βιβλίο του Κώστα Δ. Παπαδημητρίου: «ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΩΡΕΣ -ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ των ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ του 21.» Αθήνα, Φλεβάρης 1993.

Παράβαλε και:
Ο θούριος του Ρήγα Φεραίου.
Ο Ρήγας Βελεστινλής και οι ιδέες του, στον ψηφιακό κόσμο.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.