Ο καταφρονεμένος μάγειρας – Αγγελικής Π. Νικολοπούλου (κείμενο και αρχείο ήχου, mp3).

Ακούστε το επόμενο κείμενο, όπως αυτό «δημοσιεύθηκε» στο 179-ο τεύχος (Σεπτεμβρίου – Οκτωβρίου του 2019) του ηχητικού περιοδικού μας, Ορθόδοξη Πορεία.

Ο καταφρονεμένος μάγειρας.mp3

Σ’ ενα χωριό, κοντά στην Αντιόχεια, ζούσε ενα αγόρι που το λέγανε Ευφρόσυνο. Οι γονείς του, φτωχοί και αγράμματοι, δεν το στείλανε ποτέ στο σχολειό, του διδάξανε όμως να σέβεται το Θεό.
Σαν μεγάλωσε λιγάκι, ενας θείος του καλόγερος, τον επήρε στο μοναστήρι του και φρόντισε να τον βάλουν στην κουζίνα μάγειρα. Ήταν ενας τρόπος να δουλεύει και να κερδίζει τη ζωή του. Μαγείρευε, κουβαλούσε ξύλα, φρόντιζε να μή σβήνει η φωτιά, καθάριζε τα καζάνια, έφερνε τα τρόφιμα από το κελλάρι. Δεν καθότανε στιγμή. Κουραστική ζωή, μα δεν παραπονιόταν. Μουτζουρωμένος από την καπνιά του μαγειρίου, λιγδωμένος, δεν ειχε δά και τις πολλές αλλαξιές, κι ωστόσο πάντα πράος και γελαστός, δεχότανε χωρίς να θυμώνει τα πειράγματα των άλλων, που συχνά ήταν σκληρά.
Έ…, καλώς το μουτζούρη!
να ο τσανακογλείφτης!

Ο Ευφρόσυνος δεν κρατούσε κακία σε κανέναν! Κι αν καμιά φορά θλιβότανε, δεν φανέρωνε τα συναισθήματά του. Απορούσε μάλιστα με τη σκληρότητα των ανθρώπων, που δεν εδίσταζαν να τον πληγώνουν. και να σκεφτεί κανείς, πως εζούσαν σε κοινόβιο και νοιάζονταν για τη σωτηρία της ψυχής τους.

Τις Κυριακές και τις γιορτές ο Ευφρόσυνος αποτραβιόταν στην πιο σκοτεινή γωνιά της Εκκλησίας, χώρια από τους άλλους. Νήστευε, προσευχότανε, ζούσε την ταπεινή ζωή του, χωρίς να βαρυγκομά.

Έτυχε τότε να ζή στο μοναστήρι ένας πολύ ευλαβικός ιερέας. Ένα βράδυ, λοιπόν, αφού αποτραβήχτηκε στο κελλί του, έπεσε να κοιμηθεί. και είδε όνειρο. Βρέθηκε, λέει, σ’ ένα πανέμορφο κήπο, γεμάτο σπάνια λουλούδια και καρποφόρα δέντρα. από τα κλαδιά τους κρέμονταν μεγάλα, ευωδιαστά φρούτα κάθε είδους. Μέλισσες και πεταλούδες ρουφούσαν το νέκταρ των λουλουδιών, πουλιά τιτίβιζαν ανάμεσα στα φυλλώματα και γάργαρα νερά κυλούσαν ανεμπόδιστα. Μοσχομύριζε ο αέρας, έλαμπε ο ήλιος. «Έτσι θάναι ο Παράδεισος», σκέφτηκε ο ιερέας κι αναρωτήθηκε τίνος να ήταν, άραγε, ο κήπος. Τότε, σάν από θαΰμα, είδε τον Ευφρόσυνο. Στεκότανε ήρεμος, όπως πάντα, κάτω από μια μηλιά.
«Τί γυρεύεις εδώ;» τον ρώτησε ο ιερέας.
«Ο,τι κι εσύ, πάτερ μου», αποκρίθηκε ο νέος.
«Τίνος είναι τούτος ο κήπος;» ρώτησε πάλι ο ιερέας.
«Του Θεού», απάντησε ο Ευφρόσυνος.
«Και ποιος σ’ έφερε εδώ;»
«Εκείνος που εφερε και την αγία σου ψυχή».
«Έχεις ξανάρθει εδώ ή είναι και σένα η πρώτη σου φορά;»
«Είμαι ο φύλακας του κήπου».
«Και εχεις το δικαίωμα να μου δώσεις ό,τι σου ζητήσω;»
«Ζήτησέ μου και θα σου δώσω ό,τι θέλεις».
Τότε ο ιερέας έδειξε τη μηλιά, που τα κλαδιά της έγερναν από το βάρος των καρπών. «Δόσε μου τρία από αυτά τα μήλα», είπε. ο Ευφρόσυνος έκοψε αμέσως τρία μεγάλα μήλα και τα πρόσφερε στον ιερέα. Εκείνος τα πήρε και τα έκρυψε στο ιμάτιο του. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε το σήμαντρο, που καλούσε τους μοναχούς στην αγρυπνία. ο ιερέας ξύπνησε κι αμέσως κατάλαβε πως κρατούσε στα χέρια του τρία μήλα. το άρωμά τους γέμιζε το κελλί. Σάστισε, δεν ήξερε αν ονειρευότανε ακόμη, ή ήταν ξύπνιος.
Χάιδεψε τα μήλα, να βεβαιωθεί πως ήταν πραγματικά, έσκυψε και τα μύρισε. Κατέβηκε από το σκληρό του κρεβάτι, έχωσε τα μήλα κάτω από το σκέπασμα και τράβηξε για την Εκκλησία. οι περισσότεροι αδελφοί στέκονταν κιόλας στα στασίδια τους. ο ιερέας, ταραγμένος ακόμη από το παράδοξο περιστατικό, έψαξε για τον Ευφρόσυνο. τον βρήκε στην πιό απόμερη γωνιά.
Για τ’ όνομα του Θεού, σε παρακαλώ, απάντησέ μου σε ό,τι σε ρωτήσω, του είπε.
Ρώτησέ με ό,τι θέλεις, πάτερ, αποκρίθηκε ο μάγειρας, με σεβασμό.
Που ήσουνα τούτη τη νύχτα;
«Ήμουνα εκεί που με βρήκες.
Και που σε βρήκα;
Στον κήπο που είδες.
«Αν λές αλήθεια, πές μου, τί μου έδωσες;
«Ο,τι μου ζήτησες.
Και τί σου ζήτησα;
«Τρία μήλα μου ζήτησες και σου τα έδωσα.

Ο γέροντας εθαύμασε. Έβαλε μετάνοια στον μάγειρα και πήγε στο στασίδι του, να παρακολουθήσει την αγρυπνία. Λίγο προτού τελειώσει η Ακολουθία, ανέβηκε στο κελλί του, πήρε τα τρία μήλα και γύρισε στην Εκκλησία. Όλοι οι μοναχοί ήταν ακόμη εκεί. Στάθηκε ανάμεσά τους.
«Αδελφοί, άρχισε να λέει φωναχτά, παρακαλώ, ακούστε με. Έχουμε στο μοναστήρι μας πολύτιμο μαργαριτάρι, τον μάγειρά μας, τον Ευφρόσυνο. Όλοι τον καταφρονούμε, επειδή είναι αγράμματος, κι όμως εκείνος, με τη χάρη του Θεού, είναι ανώτερος από ολους μας.
Τους εξήγησε στη συνέχεια το όνειρό του και τους έδειξε τα μήλα. Όλοι έμειναν εκστατικοί! Τόσο μεγάλα, τόσο όμορφα και τόσο ευωδιαστά μήλα, δέν ειχε ξαναδεί κανείς. Ήταν βέβαιοι πως προέρχονταν από τον παράδεισο του Θεού. Έκοψαν το ένα και το μοίρασαν στους αρρώστους μοναχούς κι εκείνοι γιατρεύτηκαν αμέσως. Κομμάτιασαν και τα υπόλοιπα και πήραν όλοι από ένα κομμάτι, δοξάζοντας το Θεό, που τους αξίωσε να γευτούν τον παραδεισένιο καρπό.
Κι ενώ συνέβαιναν αυτά κι ήταν οι μοναχοί απορροφημένοι από το θαυμαστό γεγονός, ο Ευφρόσυνος άνοιξε την πλαϊνή πόρτα της Εκκλησίας και βγήκε. Μάζεψε βιαστικά τα λιγοστά του υπάρχοντα κι εξαφανίστηκε. Δέν ήθελε τη δόξα των ανθρώπων. και λένε πως από τη μέρα εκείνη δέν τον ξαναείδε κανείς.

Από το βιβλίο της Αγγελικής Π. Νικολοπούλου: «Τα μυστικά της ερύμου».
Εκδόσεις «Τήνος». Αθήνα 1995. Σελ. 86 – 92.

Σημείωσις.

Η μνήμη του τιμάται στις 11 Σεπτεμβρίου.

Παράβαλε και το συναξάριότου στον:
ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗ

Απολυτίκιον. Ήχος πλ. α’. Τον συνάναρχον Λόγον.

Ταπεινώσει καρδίας Πάτερ Ευφρόσυνε, τω μαγειρείω προσφέρων διακονίαν την σην, επληρώθης αληθώς Αγίου Πνεύματος• όθεν εγνώρισεν ημίν, την σην δόξαν ο Θεός, δι’ ιερέως οσίου• ης και ημάς θεοφόρε, μετόχους δείξον ταις πρεσβείαις σου.

Κοντάκιον. Ήχος δ’. Επεφάνης σήμερον.

Ευφροσύνης μέτοχος της ουρανίου, γεγονώς Ευφρόσυνε, τη ισαγγέλω σου ζωή, ώφθης Αγγέλων ισότιμος, μεθ’ ων δυσώπει, υπέρ των τιμώντων σε.

Μεγαλυνάριον.

Ήσκησας ως άγγελος επί γης, τρόποις εναρέτοις, εκκαθάρας σου την ψυχήν• όθεν της αγήρω, μετέσχες ευφροσύνης, υπέρ ημών πρεσβεύων, Πάτερ Ευφρόσυνε.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Αρχεία ήχου και εικόνος (video), Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Το ηχητικό περιοδικό μας - Ορθόδοξη Πορεία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.