Η Κοίμησις της Θεοτόκου – Συναξάριον, Αγίου Λουκά Αρχ. Κριμαίας – Λόγος εις την Κοίμησιν της Υπεραγίας Θεοτόκου.

Συναξάριον της Εορτής.

Του Οσίου Πατρός ημών Νικοδήμου του Αγιορείτου.

Τω αυτώ μηνί ΙΕ΄, η σεβασμία Μετάστασις της υπερενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας.

Ου θαύμα θνήσκειν κοσμοσώτειραν Κόρην,
Του Κοσμοπλάστου σαρκικώς τεθνηκότος.
Zή αεί Θεομήτωρ καν δεκάτη θάνε πέμπτη.

Ο΄ταν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ηθέλησε να παραλάβη εις τον εαυτόν του την εδικήν του Μητέρα, τότε προτίτερα από τρεις ημέρας, εφανέρωσεν εις αυτήν διά μέσου Αγγέλου (όστις λέγουσιν, ότι ήτον ο Αρχάγγελος Γαβριήλ) την από γης εις Ουρανόν αυτής
Μετάστασιν. Ελθών δε προς αυτήν ο Άγγελος, είπε. Τάδε λέγει ο Υιός σου. καιρός είναι να παραλάβω την Μητέρα μου εις τον εαυτόν μου. Όθεν μη ταραχθής διά τούτο, αλλά με ευφροσύνην δέξαι το μήνυμα, επειδή και μεταβαίνεις εις ζωήν αθάνατον. Τούτο δε μαθούσα η Θεοτόκος, εχάρη χαράν μεγάλην. Και λοιπόν από τον πόθον κινουμένη του να μεταβή προς τον Υιόν της, ανέβη με σπουδήν και προθυμίαν επάνω εις το όρος των Ελαιών διά να προσευχηθή. (Είχε γαρ η Πανύμνητος τοιαύτην συνήθειαν, να αναβαίνη συχνά εις το όρος αυτό.) Τότε δε ηκολούθησεν ένα θαύμα παράδοξον. Διότι όταν ανέβη εκεί η Θεοτόκος, τότε έκλιναν την κορυφήν αυτών τα δένδρα, οπού ήτον εις το όρος φυτευμένα, ωσάν να ήτον έμψυχα και λογικά, και έτζι επροσκύνησαν, και απέδωκαν κατά το πρέπον, σέβας και τιμήν εις την Κυρίαν του κόσμου και Δέσποιναν.

Αφ’ ου δε ικανώς επροσευχήθη η Πανάχραντος, εγύρισεν εις την οικίαν της, και ω του θαύματος! παρευθύς εσείσθη όλη. Έπειτα άναψε πολλά φώτα η Δέσποινα, και ευχαριστήσασα τον Θεόν, εκάλεσε τας συγγενίδας αυτής και γειτόνισσας. Σαρόνοι τον οίκόν της, ευτρεπίζει τον νεκροκράββατον, και ετοιμάζει όλα, όσα ήτον επιτήδεια εις τον ενταφιασμόν της. Φανερόνοι δε και εις τας άλλας γυναίκας τα λόγια, οπού την ελάλησεν ο Άγγελος διά την εις τους Ουρανούς αυτής μετάστασιν. Και εις πληροφορίαν και πίστωσιν των λεγομένων, δείχνει εις αυτάς το χαροποιόν και νικητικόν σημείον, οπού έδωκεν εις αυτήν ο Άγγελος. Τούτο δε ήτον ένας κλάδος της φοινικίας. Η δε καλεσμέναις γυναίκες, το λυπηρόν τούτο ακούσασαι μήνυμα, εθρήνουν, και με δάκρυα το πρόσωπον αυτών έλουον, ελεειναίς φωναίς οδυρόμεναι. Παύσασαι όμως από τους θρήνους, παρεκάλουν την Δέσποιναν να μη τας αφήση ορφανάς. Η δε Θεοτόκος τας εβεβαίονεν, ότι και αφ’ ου μετασταθή εις τους Ουρανούς, έχει να διαφυλάττη, όχι μόνον αυτάς, αλλά και όλον τον κόσμον. Όθεν με τα τοιαύτα παρηγορητικά λόγια, έπαυσε την υπερβολικήν αυτών λύπην.

Έπειτα εδιώρισεν η Πάναγνος διά τα δύω φορέματα οπού είχεν, ότι δηλαδή αι δύω χήραι, οπού ήτον εις αυτήν γνώριμαι και φιλαινάδαι, και οπού ετρέφοντο παρ’ αυτής, αυταί να πάρουν κάθε μία το ένα φόρεμα.

Εις καιρόν δε οπού ταύτα εδιάτασσεν η Πανάμωμος, ω του θαύματος! έγινεν αιφνιδίως ένας ήχος μιάς δυνατής βροντής, και ευθύς ήλθον εκεί πάμπολλα νέφαλα, τα οποία αρπάσαντα από τα πέρατα της οικουμένης τους Αποστόλους, έφεραν αυτούς εις την οικίαν της Θεοτόκου. Μαζί δε με τους Αποστόλους ήλθε και ο Αρεοπαγίτης Διονύσιος, ο Άγιος Ιερόθεος ο διδάσκαλος του Διονυσίου, ο Απόστολος Τιμόθεος, και οι λοιποί θεόσοφοι Ιεράρχαι, επί των νεφελών φερόμενοι. Οι οποίοι καθώς έμαθον την αιτίαν, διά την οποίαν αιφνιδίως και παραδόξως εσυνάχθησαν, ταύτα έλεγον προς την Θεοτόκον. Σε Δέσποινα, βλέποντες ημείς, πως έζης και έμενες εις τον κόσμον, επαρηγορούμεθα, ωσάν να εβλέπομεν τον Υιόν σου και Δεσπότην ημών και Διδάσκαλον. Επειδή δε τώρα με την βουλήν του Υιού και Θεού σου μεταβαίνεις εις τα Ουράνια, διά τούτο θρηνούμεν, ως οράς, και δακρύομεν. Αγκαλά και κατά άλλον τρόπον χαίρομεν, διά τα επί σοί οικονομούμενα πράγματα. Ταύτα δε λέγοντες, έβρεχον το πρόσωπόν τους με δάκρυα.

Τότε η Θεοτόκος προς αυτούς απεκρίθη. Ώ φίλοι και μαθηταί του εμού Υιού και Θεού, μη κάμετε πένθος και λύπην την εδικήν μου χαράν. Αλλά ενταφιάσετε το σώμά μου, καθώς εγώ θέλω το σχηματίσω επάνω εις το νεκροκράββατον. Όταν δε ταύτα τα λόγια ετελειώθησαν, ιδού φθάνει και ο θεσπέσιος Απόστολος Παύλος, το σκεύος της εκλογής, όστις πεσών εις τους πόδας της Θεομήτορος, επροσκύνησεν αυτήν. Και ανοίξας το στόμα του, την εγκωμίασε με πολλά και ουράνια εγκώμια. Χαίρε, λέγων, ω Μήτερ της ζωής, και του εδικού μου κηρύγματος η υπόθεσις: διατί, αγκαλά και εγώ δεν είδον σωματικώς επί της γης τον Υιόν σου, εσένα όμως βλέπωντας, ενόμιζον ότι βλέπω εκείνον τον ίδιον. Μετά ταύτα, αποχαιρετά όλους η Παρθένος. Ανακλίνεται επάνω εις τον νεκροκράββατον. Σχηματίζει το Πανάχραντον αυτής Σώμα, καθώς ηθέλησε. Προσφέρει δεήσεις και ικεσίας εις τον Υιόν της διά την σύστασιν και ειρήνην όλου του κόσμου. Γεμόζει τους Αποστόλους και Ιεράρχας από την ευλογίαν του Υιού της, την διδομένην δι’ αυτής εις τους ανθρώπους. Και έτζι αφίνει εις τας χείρας του Υιού και Θεού της, την ολόφωτον και Παναγίαν ψυχήν της. Τότε ο Κορυφαίος των Αποστόλων Πέτρος, άρχισε πρώτος να λέγη εις την Θεοτόκον εγκώμια επιτάφια, οι δε λοιποί Απόστολοι εσήκωσαν τον νεκροκράββατον. Και άλλοι μεν, επροπορεύοντο έμπροσθεν, βαστάζοντες λαμπάδας και φώτα, και ύμνους ψάλλοντες. Άλλοι δε, ηκολούθουν, παραπέμποντες εις τον τάφον το Θεοδόχον σώμα της Θεομήτορος.

Τότε δή τότε και Άγγελοι ηκούοντο ψάλλοντες από τους Ουρανούς, και αι φωναί των ασωμάτων Δυνάμεων τον αέρα εγέμοζον. Τα οποία όλα μη υποφέροντες να βλέπουν και να ακούουν οι φθονεροί άρχοντες των Ιουδαίων, επαρακίνησαν μερικούς από τον λαόν, και έπεισαν αυτούς να κρημνίσουν εις την γην το ιερόν νεκροκράββατον, επάνω εις το οποίον εφέρετο το ζωαρχικόν Σώμα της Θεοτόκου. Αλλ’ όμως η θεία δίκη επρόφθασε και επαίδευσε τους τούτο τολμήσαντας, τυφλώσασα πάντων τους οφθαλμούς. Ένα δε από αυτούς εστέρησεν όχι μόνον από ομμάτια, αλλά και από χέρια. Επειδή και αυτός θρασύτερον από τους άλλους ώρμησε και επίασε την ιεράν εκείνην κλίνην. Όστις αφήκεν εις την κλίνην κρεμασμένα τα τολμηρά του χέρια, τα οποία το σπαθί της θείας δίκης απέκοψεν. Έμεινε λοιπόν ο τάλας εκείνος ένα ελεεινόν και αξιοδάκρυτον θέαμα. Πιστεύσας όμως ύστερον εξ όλης ψυχής, όχι μόνον αυτός ιατρεύθη και απεκατέστη υγιής ως το πρότερον, αλλά και εις τους άλλους οπού ετυφλώθησαν, έγινεν αίτιος ιατρείας και σωτηρίας. Πέρνωντας γαρ ούτος ολίγον τι μέρος από το ρούχον της Θεοτόκου, και βαλών αυτό επάνω εις τους τυφλωθέντας, ω του θαύματος! ιάτρευσεν αυτούς, και από το πάθος της τυφλότητος, και από το πάθος της απιστίας.

Φθάσαντες δε οι Απόστολοι εις το χωρίον Γεθσημανή, ενταφίασαν το Πάναγνον Σώμα της Θεοτόκου, και τρεις ημέρας προσμένουσιν εκεί, ακούοντες ακαταπαύστως εις όλον αυτό το διάστημα, τους ύμνους και τας φωνάς των Αγίων Αγγέλων. Επειδή δε κατά θείαν οικονομίαν, ως άδεται λόγος, ένας από τους Αποστόλους (ο Θωμάς δηλαδή, καθώς οι πολλοί θέλουσιν) δεν ευρέθη παρών εις την κηδείαν του ζωαρχικού σώματος της Θεομήτορος, αλλ’ ήλθεν εις την τρίτην ημέραν, διά τούτο ελυπείτο πολλά, επειδή δεν ηξιώθη να ιδή και αυτός εκείνα, οπού ηξιώθησαν και είδον οι λοιποί Απόστολοι. Όθεν κοινή ψήφω άπαντες οι Απόστολοι άνοιξαν τον τάφον διά να προσκυνήση το Σώμα της Θεοτόκου, ο υστερήσας Απόστολος. Ανοίξαντες δε τον τάφον, εξέστησαν άπαντες. Εύρον γαρ τον τάφον, εύκερον μεν από σώμα, μόνον δε το σινδόνι έχοντα, το οποίον έμεινε παρηγορία εις τους Αποστόλους, οπού έμελλον να λυπούνται, και μαρτυρία και απόδειξις αψευδής της εκ του τάφου μεταθέσεως της Θεοτόκου. Επειδή και έως τώρα, ο εν τη πέτρα σκαμμένος τάφος αυτής, βλέπεται και προσκυνείται εύκερος από σώμα. Τελείται δε η αυτής Σύναξις και εορτή εν τω σεβασμίω οίκω των Βλαχερνών, πανηγυρίζεται δε και εις όλας τας κατά τόπον Εκκλησίας. (Όρα εις τον πεζογράφον Δαμασκηνόν, εις τον Μηνιάτην, εις την Σάλπιγγα, εις τον Μακάριον τον Κωφόν, εις τον Θεοτόκην, και εις την Κατήχησιν.)

Σημείωσαι, ότι εις την Kοίμησιν της Θεοτόκου τρία εγκώμια συνέθετο Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Ων του μεν ενός η αρχή εστιν αύτη: «Μνήμη δικαίου μετ’ εγκωμίων γίνεταί φησιν». Του δε ετέρου, αύτη: «Έστι μεν ανθρώπων ουδείς, ός κατ’ αξίαν». Του δε τρίτου, αύτη: «Έθος εστί τοις ερωτικώς προς τι διακειμένοις». Ανδρέας ο Kρήτης τρία, ων του μεν ενός η αρχή εστιν αύτη: «Μυστήριον η παρούσα πανήγυρις». Του δε ετέρου, αύτη: «Όσοι το σεπτόν τούτο της Θεοτόκου κατειλήφασι τέμενος». Του δε τρίτου, αύτη: «Kαλεί πάλιν ημάς το συνεχές του λόγου». Γρηγόριος ο Θεσσαλονίκης ο Παλαμάς, ου η αρχή· «Τήν εμήν ομιλίαν σήμερον». Γερμανός ο Kωνσταντινουπόλεως, ου η αρχή· «Φήμη καλή και αγαθή». (Σώζονται ούτοι εν τη Λαύρα, εν τη Μονή του Διονυσίου, και εν τη του Βατοπαιδίου, και Ιβήρων, και εν άλλαις.) Αλλά και Λέων ο Σοφός λόγον έχει εις την Kοίμησιν της Θεοτόκου (παρά τη Ιερά Τελετουργία). Ο δε Μάρκος ο Εφέσου οκτώηχον Kανόνα εσύνθεσεν εις αυτήν. Ομοίως και Μανουήλ ο Ρήτωρ. Ο δε Nείλος ο Ρόδου Μητροπολίτης, ιαμβικόν Kανόνα εφιλοπόνησεν εις αυτήν, οίτινες σώζονται εν τη Ιερά Μονή των Ιβήρων. Εν δε τη Μεγίστη Λαύρα σώζεται και έτερος λόγος του Αγίου Γερμανού εις την Kοίμησιν, ου η αρχή· «Πάσα μεν ανθρώπων γλώσσά τε και διάνοια».

Σημειούμεν ενταύθα, ότι η Kυρία ημών Θεοτόκος, μετά την εν τω τάφω τριήμερον αυτής Kοίμησιν, όχι μόνον μετέστη, αλλά και ανέστη από του τάφου, και ανελήφθη εις τους Ουρανούς, ήτοι ενώθη πάλιν η ολόφωτος αυτής ψυχή μετά του θεοδόχου αυτής σώματος, και ούτως ανέστη από του τάφου. Kαι μετά την ανάστασίν της, ευθύς ανελήφθη σύσσωμος εις τους Ουρανούς, μάλλον δε και υπέρ Ουρανούς. Ότι δε ταύτά εστιν αληθή, βεβαιούσι τα πνευματοκίνητα στόματα των ιερών Θεολόγων. Ο μέν γαρ θεσπέσιος Ανδρέας ο Kρήτης, εν ενί των εις την Kοίμησιν τριών εγκωμίων αυτού, ου η αρχή: «Μυστήριον η παρούσα πανήγυρις», ούτω γράφει: «Πώς ουκ αψευδής η μετάθεσις; επεί και τάλλα συνέδραμε. Ψυχής διάστασις από σώματος, συνθέτου λύσις, μερών διάζευξις, ανάλυσις, επίζευξις (ήτοι ένωσις ψυχής μετά σώματος), σύμπηξις (ήτοι ανάστασις) και προς το αφανές υποχώρησις». Ο Δαμασκηνός Ιωάννης εν ενί των εις την Kοίμησιν τριών λόγων αυτού, ου η αρχή: «Έθος εστί τοις ερωτικώς προς τι διακειμένοις», ούτω φησίν: «Έδει καθάπερ χρυσόν αποβαλούσαν το γεώδες και αλαμπές της θνητότητος πάχος, ως εν χωνεύσει τω θανάτω σάρκα (της Θεοτόκου) άφθαρτον και καθαράν τω φέγγει της αφθαρσίας εκλάμπουσαν, εξαναστήναι του μνήματος. Σήμερον αρχήν λαμβάνει (η Θεοτόκος) δευτέρας υπάρξεως (ήτις εστίν η ανάστασις) υπό του δόντος αυτή την αρχήν της προτέρας υπάρξεως». Τούτοις συμμαρτυρεί και ο ιερός Kοσμάς ούτως άδων έν τινί τροπαρίω της πρώτης ωδής του εις την Kοίμησιν Kανόνος αυτού: «Διό θνήσκουσα, σύν τω Υιώ εγείρη διαιωνίζουσα».

Kαθαρώτατα δε και σαφέστατα τούτο παρίστησιν ο της Θεσσαλονίκης θείος Γρηγόριος ο Παλαμάς, εν τω εις την Kοίμησιν λόγω αυτού, ούτω πανηγυρίζων: «Μόνη αύτη νυν μετά του θεοδοξάστου Σώματος σύν τω Υιώ τον ουράνιον έχει χώρον… ει γαρ ψυχή Θεού χάριν ένοικον σχούσα προς Ουρανόν ανέρχεται των ενταύθα λυθείσα… πως άν, το μη μόνον εν εαυτώ λαβόν αυτόν τον προαιώνιον και μονογενή του Θεού Υιόν, την αένναον πηγήν της χάριτος, αλλά και γεννητικόν αναφανέν αυτού σώμα, ουκ από γης προς Ουρανόν ανελήφθη; Διά τούτο, το γεννήσαν εικότως σώμα, συνδοξάζεται τω γεννήματι, δόξη θεοπρεπεί, και συνανίσταται, κατά το προφητικόν άσμα, τω πρότερον αναστάντι τριημέρω Χριστώ, η Kιβωτός του αγιάσματος αυτού. Kαι παράστασις γίνεται τοις μαθηταίς, της εκ νεκρών αυτής αναστάσεως, αι σινδόνες και τα εντάφια μόνα περιλειφθέντα τω τάφω, και μόνα κατ’ αυτόν ευρεθέντα τοις κατά ζήτησιν προσελθούσι, καθάπερ επί του Υιού και Δεσπότου πρότερον. Ουκ ην δε χρεία και ταύτην έτι προσολίγον, καθάπερ ο ταύτης Υιός και Θεός, διατρίψαι τη γη. Διά τούτο προς τον υπερουράνιον ευθύς ανελήφθη χώρον από του τάφου».

Αλλά και ο Θεόδωρος ο Στουδίτης τούτο βεβαιοί εν τω εις την Kοίμησιν λόγω αυτού. Ωσαύτως δε και ο θείος Μάρκος ο Εφέσου εν τοις εις την Kοίμησιν οκτωήχοις Kανόσιν αυτού, ούτω λέγει έν τινι τροπαρίω της ενάτης ωδής του βαρέος ήχου: «Μεγαλυνέσθω ευφήμοις ωδαίς η Πάναγνος, μακαριζέσθω αξίως η Παμμακάριστος, ότι νενέκρωται και εγήγερται πάλιν ως Μήτηρ του Kυρίου, εις πίστωσιν εσχάτης αναστάσεως ην ελπίζομεν». Kαι εν άλλω τροπαρίω της ³΄ ωδής του πλαγίου δ΄ ήχου ούτω φησί: «Nέκρωσιν η της ζωής Μήτηρ δέχεται, και τάφω τεθείσα, μετά τρίτην ημέραν, ευκλεώς εξανίσταται εις αιώνας τω Υιώ συμβασιλεύουσα, και αιτούσα την των πταισμάτων ημίν άφεσιν». Παρίημι λέγειν, ότι και εν τω κοινώ Ωρολογίω γράφεται περί της υψώσεως της Παναγίας, ότι οι μαθηταί τω τάφω προσελθόντες, και μη ευρόντες το Πανάγιον της Θεοτόκου σώμα, επείσθησαν αληθώς, ότι σύσσωμος, ζώσα, και τριήμερος, ως ο Υιός αυτής, εκ νεκρών αναστάσα και μεταστάσα, εις Ουρανούς μεταβέβηκε.

Ει δε και προβάλοι τινάς το Kάθισμα εκείνο το λέγον· «Εις τα Ουράνια, η νοερά σου ψυχή, εις τον Παράδεισον, η ιερά σου Σκηνή». Αποκρινόμεθα: πρώτον, ότι το Kάθισμα αυτό είναι ανωνύμου ποιητού, και ουχί Ιωάννου του Δαμασκηνού, και δεύτερον, ότι το Kάθισμα αυτό εν τοις χειρογράφοις βίβλοις ούτως ευρίσκεται γεγραμμένον: «Εις τον Παράδεισον, η νοερά σου ψυχή, ως θεοπρόστακτον, Μαρία άχραντε, τοις Αποστόλοις εν φωνή, Παναγία παραδέδοται». Εκ δε των αμφιλεγομένων, ουδέν βέβαιον συμπεραίνεται. Άλλως τε δε, και ο Παράδεισος νοητώς εννοείται, και αντί του Ουρανού παραλαμβάνεται, ως λέγει ο ιερός Θεοφύλακτος, ερμηνεύων το, «Σήμερον μετ’ εμού έση εν τω Παραδείσω».

Διατί δε ου δημοσιεύεται επ’ Εκκλησίας η της Θεοτόκου ανάστασις και ανάληψις, αλλά Μετάστασις μόνον αυτής λέγεται; Εις τούτο αποκρίνονται μερικοί. Πρώτον, ότι η της Θεοτόκου ανάστασις και ανάληψις δεν είναι μαρτυρημένη εν ταις θείαις Γραφαίς, καθώς είναι η του Υιού αυτής και Θεού Ανάστασις και Ανάληψις. Δεύτερον, διατί η της Θεοτόκου ανάστασις και ανάληψις, δόγμα εστί μυστικόν, εν μόνοις τοις λόγοις των Πατέρων σημειούμενον, και ουχί κήρυγμα. Όθεν και σιωπάται, επεί κατά τον Μέγαν Βασίλειον, «Τα μεν δόγματα σιωπάται, τα δε κηρύγματα δημοσιεύεται» (καν. ²α΄). Αποκρίνονται δε και τρίτον, ότι η Μετάστασις είναι καθολικωτέρα της αναστάσεως και αναλήψεως. Kαθότι πάν το αναστηθέν ή αναληφθέν, μεθίσταται κατά τόπον. Όθεν η Μετάστασις λεγομένη επί της Θεοτόκου, και την ανάστασιν αυτής συμπεριλαμβάνει και την ανάληψιν. Εκ των ειρημένων λοιπόν έγινε δήλον, ότι οι φρονούντες, ότι η Θεοτόκος ουκ ανέστη, ήτοι δεν ενώθη η αγιωτάτη αυτής ψυχή μετά του αχράντου αυτής σώματος, αλλ’ ουδέ το σώμα αυτής εστί ζωντανόν εν Ουρανοίς, αλλά νεκρόν, ως χωρισμένον της ζωοποιούσης αυτό ψυχής, ουκ ορθώς τούτο φρονούσιν.

(Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου” Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Λόγος εις την Κοίμησιν της Υπεραγίας Θεοτόκου – Αγ. Λουκά Αρχ. Συμφερουπόλεως.

«Την εν πρεσβείαις ακοίμητον Θεοτόκον, και προστασίαις αμετάθετον ελπίδα, τάφος και νέκρωσις ουκ εκράτησεν’ ως γαρ Ζωής Μητέρα, προς την Ζωήν μετέστησεν, ο μήτραν οικήσας αειπάρθενον».

Αυτό είναι το κοντάκιο της εορτής και θα ήθελα να σας το εξηγήσω, επειδή οι περισσότεροι από σας δεν καταλαβαίνουν καλά την αρχαία γλώσσα. η Υπεραγία Θεοτόκος προσεύχεται, αγρυπνά για το γένος των ανθρώπων και εμείς έχουμε αμετάθετη, σταθερή ελπίδα για την προστασία της και τις πρεσβείες της ενώπιον του Υιού της. ο θάνατος και ο τάφος δεν μπόρεσαν να Την κρατήσουν υπό την εξουσία τους.

Από την Ιερά παράδοση γνωρίζουμε ότι, μετά την κοίμηση της Παναγίας, όλοι οι απόστολοι, με έναν τρόπο θαυμαστό, συγκεντρώθηκαν στην Ιερουσαλήμ. Ελειπε μόνο ο απόστολος Θωμάς, ο οποίος ήλθε με¬τά από λίγες μέρες και με δάκρυα στα μάτια ζήτησε να του δείξουν τον τάφο της Θεοτόκου. Απεκύλισαν τον λίθον από τον τάφο της στον κήπο της Γεθσημανή, όπου είχαν βάλει το σώμα της, σύμφωνα με το δικό της θέλημα, αλλά το σώμα δεν το βρήκαν μέσα. Ο τάφος και ο θάνατος δεν Την κράτησαν, γιατί ήταν η Μητέρα του Αρχηγού της Ζωής, ο οποίος ενοίκησε στην αειπάρθενη μήτρα της και μετά την κοίμη¬ση της, Την οδήγησε στην αιώνια ζωή.

Θα ήθελα να συγκεντρώσουμε την προσοχή μας σ’ αυτά τα τελευταία λόγια. ο θάνατος της Θεοτόκου δηλαδή, ήταν μία μακαρία κοίμηση, με την οποία Αυτή σύμφωνα με τον αψευδή λόγο του Υιού και Θεού της, πέρασε απ’ ευ¬θείας από τον θάνατο στη Ζωή. Διότι ο Κύριος είπε: «Αμήν αμήν λέγω υμίν, ότι ο τον λόγον μου ακούων και πιστεύων τω πέμψαντί με, έχει ζωήν αϊώνιον, και εις κρίσιν ουκ έρχεται, αλλά μεταβέβηκεν εκ του θα¬νάτου εις την Ζωήν» (Ιω. Ε. 24).

Ο θάνατος των δικαίων είναι ένα απ’ ευθείας πέ¬ρασμα από τη ζωή, μέσα σ’ αυτό το γήινο σώμα, στην αιώνια ζωή, στην Βασιλεία του Θεού. Αυτό το γνωρί¬ζουμε επίσης και από την παραβολή του Κυρίου μας Ιησού Χριστού για τον πλούσιο και τον φτωχό Λάζα¬ρο: «Εγένετο δε αποθανείν τον πτωχόν και απενεχθήναι αυτόν υπό των Αγγέλων εις τον κόλπον Αβραάμ’ απέθανε δε και ο πλούσιος και ετάφη, και εν τω Άδη επάρας τους οφθαλμούς αυτού, υπάρχων εν βασάνοις, ορά τον Αβραάμ από μακρόθεν και Λάζαρον εν τοις κόλποις αυτού» (Λκ. ΙΣΤ. 22 – 23). Αμέσως μετά τον θά¬νατο άρχισε για τον Λάζαρο η μακαρία αιώνια ζωή και για τον πλούσιο τα βάσανα της κολάσεως.

Από την Αποκάλυψη του Ιωάννη γνωρίζουμε ότι υπάρχει θάνατος πρώτος και θάνατος δεύτερος. ο πρώτος θάνατος είναι ο φυσικός, αυτός ο θάνατος με τον οποίο τελειώνει η ζωή του κάθε ανθρώπου. Για τους δικαίους υπάρχει μόνο αυτός ο πρώτος θάνατος, που για πολλούς από τους Αγίους, είναι μία μακαρία κοί¬μηση. Τους αμετανόητους αμαρτωλούς και βλάσφη¬μους περιμένει ο φοβερός δεύτερος πνευματικός θάνα¬τος, μετά την δικαία κρίση του Χριστού, κατά την Δευ¬τέρα Παρουσία του.

Θα μου πείτε: «Μα και οι δίκαιοι δεν θα παρου¬σιαστούν στην κρίση;» ‘Ασφαλώς, ναί. ‘Αλλά γι’ αυτούς η κρίση αυτή δεν θα είναι κρίση αλλά πανηγύρι, γιατί σύμφωνα με τον λόγο του Χριστού ο δίκαιος «εις κρίσιν ουκ έρχεται». Πρίν ακόμα πει την απόφα¬ση του ο Χριστός θα ξεχωρίσει τα πρόβατα από τα κατσίκια. Τα πρόβατα, δηλαδή τους δικαίους, θα τα το¬ποθετήσει στα δεξιά Του και θα τους πει: «Δεύτε οι ευ¬λογημένοι του Πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν Βασιλείαν από καταβολής κόσμου» (Μτ. ΚΕ. 34). και τα κατσίκια, δηλαδή οι αμετανόητοι αμαρτωλοί, θα καταδικαστούν και θα υποστούν το δεύ¬τερο θάνατο.

Για το βαθύτερο αυτό μυστήριο έλεγε ήδη ο σο¬φός Σολομών: «Δικαίων δε ψυχαί εν χειρί Θεού, και ου μη άψηται αυτών βάσανος. Έδοξαν εν οφθαλμοίς αφρόνων τεθνάναι, και ελογίσθη κάκωσις η έξοδος αυτών και η αφ’ ημών πορεία σύντριμμα’ οι δε εισίν εν ειρήνη» (Σολ. Γ. 13).

Ο δε θείος Παύλος λέει το εξής: «Εμοί γαρ το ζην Χριστός και το αποθανείν κέρδος. Ει δε το ζην εν σαρκί, τούτο μοι καρπός έργου, και τί αιρήσομαι ου γνωρίζω. Συνέχομαι δε εκ των δύο, την επιθυμίαν έχων εις το αναλίσαι και συν Χριστώ είναι’ πολλώ γαρ μάλλον κρείσσον’ το δε επιμένειν εν τη σαρκί, αναγκαιότερον δι’ υμάς» (Φιλ. Α. 21 – 24). Ω, πόσο θαυ¬μαστός είναι αυτός ο λόγος του αποστόλου! «Εμοί γαρ το ζην Χριστός, και το αποθανείν κέρδος». Ας τον μιμηθούμε εμείς, όπως αυτός μιμήθηκε τον Χρι¬στό. Ας είναι και η δική μας η ζωή όλη εν Χριστώ, και ο θάνατος για μας χαρά και κέρδος. Και να μην μας συμβεί αυτό πού λέει ο Ψαλμωδός: «Θάνατος αμαρτωλών πονηρός» (Ψαλ. ΛΓ. 22).

Ας είναι και για μας τους χριστιανούς ο θάνατος μία μακαρία κοίμηση και ένα ανώδυνο πέρασμα από το θάνατο στη Ζωή. Ας μην μας φοβίζει η Φοβερά Κρίση, διότι μόνο για τους αμετανόητους αμαρτωλούς, τους ανόμους και τους βλάσφημους αυτή είναι φοβερή. και σε μας τους χριστιανούς στο τέλος του λόγου Του για τα σημεία της Δευτέρας Του Παρουσίας ο Υιός του Θεού είπε: «Αρχομένων δε τούτων γίνεσθαι, ανακύψατε και επάρατε τας κεφαλάς υμών, διότι εγγίζει η απολύτρωσις υμών» (Λκ. ΚΑ. 28). Ας ζούμε όλοι μας έτσι ώστε να μην υποστεί κα¬νείς τον φοβερό δεύτερο θάνατο.
Αμήν.

Από την συλλογή: Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας, Λόγοι και ομιλίες που εκφωνήθηκαν στην Συμφερούπολη κατά την περίοδο 1955-1957. τόμος Γ: Σελ. 90 – 93.
Μετάφραση από τα ρωσικά.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ» Θεσσαλονίκη.

Επιμέλεια Μοναχής Θεοδοσίας.

Παράβαλε και:
15 Αυγούστου, η Κοίμησις της Θεοτόκου – Ηλία Μηνιάτη – Λόγος εις την Κοίμησιν της Θεοτόκου, υμνολογική εκλογή.
15 Αυγούστου, η Κοίμησις της Θεοτόκου – τα Λειτουργικά Αναγνώσματα της εορτής.
Η ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ – Ιωάννου Φουντούλη, αειμνήστου Καθηγητού του Α. Π. Θ.

Κατηγορίες: Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.