Αγία Γραφή, ή Αποκάλυψη – Θεοφιλεστάτου Επισκ. Καρπασίας κ. Χριστοφόρου.

Κέντρο της Αγίας Γραφής είναι ο Θεάνθρωπος Ιησούς. Τόσο η Παλαιά όσο και η Καινή Διαθήκη μιλούν για το Χριστό. Και στις δύο διαθήκες έχουμε αποκάλυψη του Χριστού στους ανθρώπους. Στην Παλαιά Διαθήκη ο Χριστός αποκαλύπτεται ασάρκως στους προφήτες και δι’ Αυτού αποκαλύπτεται ο Πατήρ και το Άγιο Πνεύμα. Θα ήθελα στο σημείο αυτό να αναφέρω μερικά χαρακτηριστικά χωρία της Αγίας Γραφής, που μας δείχνουν ακριβώς αυτή την αλήθεια.
Ο Χριστός, μιλώντας προς τους Ιουδαίους και ελέγχοντάς τους για την απιστία τους, τους λέγει: «μη δοκείτε ότι εγώ κατηγορήσω υμών προς τον πατέρα, έστιν ο κατηγορών υμών Μωϋσής, εις ον υμείς ηλπίκατε. Ει γαρ επιστεύετε Μωϋσή, επιστεύετε αν εμοί, περί γαρ εμού εκείνος έγραψεν. Ει δε τοις εκείνου γράμμασιν ου πιστεύετε, πως τοις εμοίς ρήμασι πιστεύσετε;» (Ιωάν. 5.45). Το «περί εμού εκείνος (ο Μωϋσής) έγραψεν» δηλώνει ακριβώς την αποκάλυψη του Χριστού στους Προφήτες, οι οποίοι με τη σειρά τους αποκάλυψαν τα μυστήρια αυτά στους ανθρώπους.
Ο Απόστολος Πέτρος κατά την δεύτερη ομιλία του, μετά την Πεντηκοστή, φωτιζόμενος από το άγιον Πνεύμα, αποκαλύπτει ότι, όσα «προκατήγγειλε» ο Θεός «διά στόματος πάντων των προφητών» αναφέρονταν στον «παίδα αυτού Ιησούν», τον Οποίον απέστειλε στον κόσμο. Αφού δε έγινε άνθρωπος, έπαθε, και εσταυρώθη και ανεστήθη και «ευλογεί υμάς εν τω αποστρέφειν έκαστον από των πονηριών υμών». (Πράξ. 3.26).
Ο Απόστολος Παύλος τέλος, γράφοντας προς τους Κορινθίους τους υπενθυμίζει ότι τα θαύματα και οι ευεργεσίες που δέχθηκαν οι πατέρες τους μέσα στην έρημο, όταν ελευθερώθηκαν από τη δουλεία της Αιγύπτου, ήταν ευεργεσίες από τον ίδιο τον Χριστόν. Εκείνα τα οποία εβίωναν ως εξωτερικά γεγονότα, στην πραγματικότητα ήταν η αποκάλυψη του Χριστού μέσα στην ζωή τους: «Ου θέλω δε υμάς αγνοείν, αδελφοί, ότι οι πατέρες ημών πάντες υπό την νεφέλην ήσαν, και πάντες δια της θαλάσσης διήλθον, και πάντες εις τον Μωϋσήν εβαπτίσαντο εν τη νεφέλη και εν τη θαλάσση, και πάντες το αυτό βρώμα πνευματικόν έφαγον, και πάντες το αυτό πόμα πνευματικόν έπιον. Έπινον γαρ εκ πνευματικής ακολουθούσης πέτρας, η δε πέτρα ην ο Χριστός» (Α’, Κορ. 10. 1-4)
Ο Μέγας Αθανάσιος στην επιστολή του προς Μαρκελλίνον γράφει ότι «οι προφήται (γράφουσιν) προφητείας περί της επιδημίας (ενανθρωπήσεως) του Σωτήρος, υπομνήσεις τε περί των εντολών και μέμψοις κατά των παραβαινόντων, και προφητείας τις έθνεσιν…. Περί της του Σωτήρος επιδημίας, και ότι μεν Θεός ων επιδημήσει, ούτως φησίν εν μεν τω τεσσαρακοστώ εννάτω ψαλμώ , «ο Θεός εμφανώς ήξει, ο Θεός ημών, και ου παρασιωπήσεται, εν δε τω εκατοστώ επτακαιδεκάτω, <Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου>. <Θεός Κύριος και επέφανεν ημίν> (μας εφανερώθηκε)». Ότι δε ούτος εστίν ο του Πατρός Λόγος, ούτω εν τω εκατοστώ έκτω ψάλλει «Απέστειλε τον Λόγον αυτού, και ιάσατο αυτούς, και ερρύσατο αυτούς εκ των διαφθορών αυτών». Ο γαρ ερχόμενος Θεός αυτός αυτός εστί και Λόγος αποστελλόμενος». Και ο προφήτης Ησαϊας όταν διακηρύττει ότι η Παρθένος θα γεννήσει Υιόν, αποκαλύπτει την ένσαρκον παρουσίαν του Θεού Λόγου: «Ιδού η παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται Υιόν, και καλέσουσι το όνομα αυτού Εμμανούηλ, ο εστι μεθερμηνευόμενον μεθ’ ημών ο Θεός» (Ης. 7.14). Θα ήθελα να αναφέρω ακόμα ένα πολύ χαρακτηριστικό χωρίο του Αποστόλου Πέτρου από την Α’ Καθολική Επιστολή του, το οποίο φανερώνει με απόλυτη σαφήνεια ότι τόσο στην Παλαιά Διαθήκη, Εκείνος ο οποίος αποκαλύπτεται διά των Αγίων Του είναι ο ίδιος ο Χριστός. Μιλώντας, λοιπόν, ο Απόστολος για την χαρά, η οποία προέρχεται από το γεγονός της εν Χριστώ Σωτηρίας, λέγει ότι την σωτηρία αυτή «εξεζήτησαν και εξηρεύνησαν προφήται οι περί της εις υμάς (Χριστιανούς) χάριτος προφητεύσαντες, ερευνώντες εις τίνα ή ποίον καιρόν εδήλου το εν αυτοίς Πνεύμα Χριστού προμαρτυρόμενον τα εις Χριστόν παθήματα και τας μετά ταύτα δόξας, οις απεκαλύφθη ότι ουχ εαυτοίς, υμίν δε διηκόνουν αυτά, α νυν ανηγγέλη υμίν διά των ευαγγελισαμένων υμάς εν Πνεύματι Αγίω αποσταλέντι απ’ ουρανού, εις α επιθυμούσιν άγγελοι παρακύψαι» (Α’, Πέτρ. 1. 10-12).
Με άλλα λόγια ο Απόστολος παρατηρεί ότι για τη Σωτηρία, την οποία βιώνουμε εμείς οι Χριστιανοί εζήτησαν να μάθουν και να ερευνήσουν οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, οι οποίοι προεφήτευσαν για τη χάρη την οποίαν θα λαμβάναμε εμείς οι πιστοί. Αυτοί ερευνούσαν να μάθουν και να αποκαλύψουν σε ποίο χρόνο ή υπό ποίας περιστάσεις θα συμβούν τα πάθη, τα οποία θα υπέφερε για χάρη μας ο Χριστός. Αυτά δε τους τα αποκάλυπτε «το εν αυτοίς Πνεύμα Χριστού προμαρτυρόμενον τα εις Χριστόν παθήματα και τας μετά ταύτα δόξας» (Α’, Πέτρ. 1.11). όλα αυτά τους τα αποκάλυπτε ο Χριστός όχι μόνο για τους εαυτούς τους, αλλά κυρίως για μας και είναι αυτά τα ίδια ακριβώς, τα οποία μας αναγγέλουν και αποκαλύπτουν οι Ευαγγελιστές «εν πνεύματι Αγίω αποσταλέντι απ’ ουρανού».
Από όσα αναφέραμε πιο πάνω γίνεται κατανοητό ότι αυτός ο οποίος αποκαλύπτεται στην Παλαιά Διαθήκη είναι ο Θεός Λόγος, το δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδας. Αποκαλύπτεται δε ως ο Άσαρκος Λόγος, ο οποίος αποκαλύπτει την βούληση ολόκληρης της Αγίας Τριάδας να σώσει τον λαό της. Συνεπώς, δεν είναι δυνατό να χωρίζουμε την Παλαιά Διαθήκη από την Καινή Διαθήκη, διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο, αρνούμαστε το έργο του Θεού να σώσει τον άνθρωπο.
Ο άγιος Επιφάνιος Κύπρου σημειώνει με έμφαση για το θέμα μας: «Ουδείς ουν διοίσει Παλαιάν από Καινής Διαθήκης, ούτε Καινήν από Παλαιάς. Μία γαρ εστι και η αυτή συμφωνία. Ο δε αμαθής και άπειρος, εάν ίδη δύο αντλητήρας από μιας πηγής αντλούντας, νομίση δε διά την διαφοράν των αντλητήρων διάφορα είναι, και ίδε, ότι δύο μεν οι αντλητήρες, μία δε η πηγή υπάρχει. Ούτως εις Κύριος, εις Θεόν, εν Πνεύμα λαλήσαν εν νόμω και εν προφήταις, και εν Ευαγγελίω. Διά τούτο γαρ ου δύο Παλαιαί Διαθήκαι, και ούτε δύο Καιναί Διαθήκαι, επειδή ουκ εισί δύο οι διαθέμενοι, αλλ’ εις ο την Παλαιάν των παλαιών, και την Καινή ανακαινίζων ου την Παλαιάν καταργών εις αφανισμόν, αλλά την Παλαιά καταπαύων, και τη Δευτέρα προστιθέμενος περιουσίας κληρονομίαν».
Ο ίδιος, λοιπόν, Θεός Λόγος αποκαλύπτεται και στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη. Στην Παλαιά ασάρκως, στην Καινή «εν σαρκί». Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης μας μιλά ευκρινώς για την αποκάλυψη αυτή: « Ο Λόγος (που προφητεύθηκε στην Παλαιά Διαθήκη) σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν, και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά Πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας… και εκ του πληρώματος αυτού ημείς πάντες ελάβομεν, και χάριν αντί χάριτος ότι ο νόμος δια Μωϋσέως εδόθη, η χάρις και η αλήθεια δια Ιησού Χριστού εγένετο» (Ιωάν. 1. 14-17).
Θα λέγαμε δε ότι μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης υπάρχει ταυτότητα ως προς την πηγή της αποκαλυπτόμενης δωρεάς, γι’ αυτό και στις δύο Διαθήκες, πηγή της Αποκάλυψης είναι ο Χριστός, ο Οποίος αποκαλύπτει τον Θεό, οδηγεί και σώζει τον λαό Του μέσω των Αγίων Προφητών, Αποστόλων και των φίλων Του, δηλαδή των θεουμένων. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στο α’ Κεφάλαιο του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου, στο οποίο βλέπουμε τη γενεαλογία του Χριστού να ξεκινάει από τον Αβραάμ και να καταλήγει στη Μαρία, «εξ’ης εγεννήθη Ιησούς ο λεγόμενος Χριστός», ο Οποίος θα «σώσει τον λαόν αυτού από των αμαρτιών αυτών».
Όμως υπάρχει και μία σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο Διαθηκών. Τη διαφορά αυτή θα μπορούσαμε να τη συνοψίσουμε ως εξής: «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε, ο μονογενής υιός ο ων εις τον κόλπον του πατρός, εκείνος εξηγήσατο» (Ιωάν. 1. 18). Αυτό σημαίνει ότι ενώ οι δίκαιοι στην Παλαιά Διαθήκη γεύονταν τη χάρη του Θεού και είχαν κάποιου είδους μέθεξη της δόξας του Χριστού, εν τούτοις ήταν κάτω από την κυριαρχία του διαβόλου και του θανάτου. Όταν πέθαιναν, ανεξαρτήτως αν ήταν δίκαιοι ή όχι, επήγαιναν στον Άδη και ευρίσκονταν υπό την κυριαρχία του θανάτου. Η πρόγευση της δόξας του Θεού, την οποία είχαν, ήταν πρόσκαιρη. Αντιθέτως, με την ενανθρώπηση του Χριστού, δηλαδή την Καινή Διαθήκη, ο θάνατος και η κυριαρχία του διαβόλου καταργούνται και διά του Χριστού πλέον η γεύση της δόξας του Θεού καθίσταται μια μόνιμη κατάσταση. Έτσι, «ο τον λόγον μου ακούων (δηλαδή του Χριστού) και πιστεύων τω πέμψαντί με έχει ζωήν αιώνιον, και εις κρίσιν ουκ έρχεται, αλλά μεταβέβηκεν (έχει ήδη μεταβεί) εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ιωάν. 5.24). Όπως αλλού πάλι σημειώνει ο Χριστός, «αμήν αμήν λέγω υμίν, εάν τις τον λόγον τον εμόν τηρήση, θάνατον ου μη θεωρήση εις τον αιώνα» (Ιωάν. 8.51). Και ο Απόστολος Παύλος, ως θεούμενος, θα μας αποκαλύψει ότι «επεί ουν τα παιδία κεκοινώνηκε σαρκός και αίματος, και αυτός (ο Χριστός) παραπλησίως μετέσχε των αυτών, ίνα διά του θανάτου καταργήση τον το κράτος έχοντα του θανάτου, τουτ’ έστι τον διάβολον» (Εβρ. 2.14).
Συμπερασματικά λέμε, ότι τόσο στην Παλαιά Διαθήκη όσο και στην Καινή Διαθήκη, μας αποκαλύπτεται ο Χριστός, με σκοπό να «σώσει τον λαόν αυτού από των αμαρτιών αυτών», αφού «τα οψώνια (αποτελέσματα) της αμαρτίας θάνατος», με απώτερο σκοπό ο άνθρωπος να γίνει μέτοχος της δόξας του Τριαδικού Θεού. Αυτό που αναγγέλθηκε από τον άσαρκο Λόγο, διά των Προφητών στην Παλαιά Διαθήκη και το οποίο προγεύτηκαν και είδαν οι δίκαιοι – όχι όμως σαν μία μόνιμη κατάσταση – αυτό πραγματοποιήθηκε από τον ένσαρκο Λόγο στην Καινή Διαθήκη, και είναι πλέον μέσα στην Εκκλησία, τον νέο Ισραήλ, μία συνεχής πραγματικότητα. Συνεπώς, ο δοτήρας της Αγίας Γραφής στην ολότητά της είναι ο ίδιος ο Θεός. Ο Οποίος διαγγέλει διά των Αγίων Προφητών, Αποστόλων και λοιπών θεουμένων τη θέλησή Του για τη σωτηρία του ανθρώπου. Άρα, θα λέγαμε, ότι η Αγία Γραφή δεν είναι απλώς ο λόγος περί του Θεού, δηλαδή η ιστορία περί της αποκαλύψεως του Θεού στον άνθρωπο, αλλά ο ίδιος ο Λόγος του Θεού ο οποίος αποκαλύπτεται διά των αγίων Του στους ανθρώπους. Όπως θα δούμε και παρακάτω, ο Θεός μιλά και αποκαλύπτεται στους Αγίους, οι οποίοι μιλούν και αποκαλύπτουν στους ανθρώπους το Θεό. Αυτό έχει μεγάλη σημασία, διότι με βάση αυτή τη θεώρηση αντιλαμβανόμαστε ότι είναι ο ίδιος ο Χριστός. Ο οποίος μας αποκαλύπτει το Ευαγγέλιο. Ο άγιος Νεκτάριος, επίσκοπος Πενταπόλεως παρατηρεί ότι η Εκκλησία, ως Σώμα Χριστού, «είναι ο ανώτατος κριτής, ο δικαιούμενος και ο δυνάμενος περί πάντων να αποφθεγματίση και να δογματίση. Αύτη στηρίζει τας πεποιθήσεις των πιστών και βεβαιεί αυτούς περί της αληθείας της διδαχθείσης διδασκαλίας. Ο ιερός Αυγουστίνος μαρτυρών περί της αληθείας ταύτης λέγει που εις το Ευαγγέλιον δεν ήθελον πιστεύσει, εάν μη με έπειθεν η αξιοπιστία της Εκκλησίας. Και όντως, – συνεχίζει ο άγιος Νεκτάριος – ουδείς θα επίστευεν εις την αλήθειαν των τοσούτω παλαιών Γραφών, εάν τις μη επανεπαύετο επί του αλαθήτου της Εκκλησίας, όπερ εστίν ο στύλος και το εδραίωμα της ορθοδόξου πίστεως».
Συνεπώς, στύλος και εδραίωμα της αλήθειας δεν είναι μόνο η Αγία Γραφή, αλλά και η Εκκλησία ως Σώμα Χριστού. Ο Απόστολος Παύλος, γράφοντας στο μαθητή του Τιμόθεο, λέγει σαφώς ότι, «στύλος και εδραίωμα της αληθείας» είναι η εκκλησία του ζώντος Θεού, μέσα στην οποία αποκαλύπτεται «το της ευσεβείας μυστήριον, Θεός εφανερώθη εν σαρκί, εδικαιώθη εν Πνεύματι, ώφθη αγγέλοις, εκηρύχθη εν έθνεσιν, επιστεύθη εν κόσμω, ανελήφθη εν δόξη» (Α’, Τιμόθ. 3. 15-16). Αυτό σημαίνει ότι το «μέγα της ευσεβείας μυστήριον», δηλαδή «ο Θεός εφανερώθη εν σαρκί», με άλλα λόγια το Ευαγγέλιο, κατανοείται και βιώνεται μόνο μέσα στην Εκκλησία. Αυτό το αντιλαμβανόμαστε και από το γεγονός, ότι την Αγία Γραφή τη χρησιμοποιούν πλήθος αιρετικών, όμως δεν μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι κατέχουν την αλήθεια. «Εις πάσαν την αλήθειαν» δεν μας οδηγεί το γράμμα της Αγίας Γραφής, αλλά το Άγιον Πνεύμα, το Οποίον μας χορηγείται από τον Θεάνθρωπο Ιησού μέσα στην Εκκλησία Του.

Ποίοι είναι οι δέκτες της Αποκάλυψης του Χριστού
Τόσο η Αγία Γραφή, όσο και οι Πατέρες της Εκκλησίας μας διαβεβαιώνουν με απόλυτο τρόπο, ότι ο Χριστός, ως ο Λόγος του Θεού Πατρός, αποκαλύπτεται στους Αγίους, στους θεουμένους, δηλαδή στους Προφήτες, Αποστόλους, Ευαγγελιστές, Αγίους και Θεοφόρους Πατέρες, αλλά και στον λαό, εφ’όσον είναι και παραμένει εν Πνεύματι Αγίω μέσα στην Εκκλησία του Χριστού, πιστός και θεούμενος λαός.
Για να καταστήσουμε πιο σαφή αυτή την αλήθεια και να την κατανοήσουμε καλύτερα θα αναφέρουμε πρώτα κάποια χαρακτηριστικά χωρία της Αγίας Γραφής και στη συνέχεια μερικές γνώμες των Πατέρων.
Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, στο Α’ Κεφάλαιο του Ευαγγελίου του, αναφερόμενος στην προφητεία του Ησαϊου για την εκ Παρθένου γέννηση του Χριστού, σημειώνει ότι, «τούτο όλον γέγονε ίνα πληρωθή το ρηθέν υπό Κυρίου διά του προφήτου». Ο ιερός Χρυσόστομος σχολιάζει ότι «ου γαρ αυτού (του προφήτου) είναι φησί το ειρημένον, αλλά του των όλων Θεού. Διά τούτο ουκ είπεν (ο Ευαγγελιστής), ίνα πληρωθή το ρηθέν υπό Ησαϊου, αλλά το ρηθέν υπό του Κυρίου. Το μεν γαρ στόμα Ησαϊου, ο δε χρησμός άνωθεν εφέρετο».
Ο Ευαγγελιστής Λουκάς, στις Πράξεις των Αποστόλων, παρουσιάζοντας την ομιλία του πρωτομάρτυρα Στεφάνου στο Συνέδριο των Ιουδαίων, μας πληροφορεί ότι ο Μάρτυρας, μεταξύ άλλων, ανέφερε για τον Προφήτη Μωυσή και τα εξής: «Και πληρωθέντων ετών τεσσαράκοντα (που έφυγε από την Αίγυπτο) ώφθη αυτώ εν τη ερήμω του όρους Σινά άγγελος Κυρίου εν φλογί πυρός βάτου. Ο δε Μωυσής ιδών εθαύμαζε το όραμα, προσερχομένου δε αυτού κατανοήσαι εγένετο φωνή Κυρίου προς αυτόν, εγώ ο Θεός των πατέρων σου, ο Θεός Αβραάμ και ο Θεός Ισαάκ και ο Θεός Ιακώβ. Έντρομος δε γενόμενος Μωυσής ουκ ετόλμα κατανοήσαι. Είπε δε αυτώ ο Κύριος λύσον το υπόδημα των ποδών σου. ο γάρ τόπος εν ω έστηκας γή αγία εστίν είδον την κάκωσιν του λαού μου του εν Αιγύπτω και του στεναγμού αυτών ήκουσα, και κατέβην εξελέσθαι αυτούς και νυν δεύρο αποστελώ σε εις Αίγυπτον» (Πράξ. 7. 30-34). Εδώ παρατηρούμε ξεκάθαρα ότι ο Θεός αποκαλύπτει τόσο τον Εαυτό Του, όσο και το σχέδιό Του για τη λύτρωση του λαού Του στον Προφήτη Του και τον αποστέλλει να το μεταφέρει σ’ αυτόν.
Σε άλλο σημείο της ίδιας απολογίας του, ο Στέφανος μιλώντας για τη Σκηνή του Μαρτυρίου, την οποία έδωσε ο Θεός στους Εβραίους για να προσφέρουν τη λατρεία τους, λέγει ότι «η σκηνή του μαρτυρίου ην τοις πατράσιν ημών εν τη ερήμω, καθώς διετάξατο ο λαλών τω Μωυσή ποιήσαι αυτήν κατά τον τύπον ον εωράκει (που του έδειξε ο ίδιος ο Θεός στο όρος Σινά)» (Πράξ. 7.44). Αυτό που μας ενδιαφέρει στο χωρίο αυτό είναι το «καθώς διετάξατο ο λαλών τω Μωυσή ποιήσαι». Ο «λαλών» στο Μωυσή είναι ο Θεός και αυτός (ο Μωυσής) ακούει και ποιεί εκ μέρους του λαού.
Ο Απόστολος Παύλος γράφοντας στους Γαλάτας για τη γνησιότητα του Ευαγγελίου, το οποίο τους εκύρηττε, τονίζει: «Γνωρίζω δε υμίν, αδελφοί, το ευαγγέλιο το ευαγγελισθέν υπ’ εμού ότι ουκ έστι κατά άνθρωπον ουδέ γαρ εγώ παρά ανθρώπου παρέλαβον αυτό ούτε εδιδάχθην, αλλά δι’ αποκαλύψεως Ιησού Χριστού… Ότε δε ευδόκησεν ο Θεός ο αφορίσας με εκ κοιλίας μητρός μου και καλέσας διά της χάριτος αυτού αποκαλύψαι τον υιόν αυτού εν εμοί, ίνα ευαγγελίζωμαι αυτόν εν τοις έθνεσι…» (Γαλ. 1. 11-16). Σχολιάζοντας ο ιερός Χρυσόστομος την εμπειρία αυτή του Αποστόλου παρατηρεί: «Διά τι δε μη είπεν (ο Παύλος), αποκαλύψαι τον Υιόν αυτού εμοί, αλλ’ εν εμοί; Δεικνύς ότι ου διά ρημάτων μόνον ήκουσε τα περί της πίστεως, αλλά και πολλού Πνεύματος επληρώθη, της αποκαλύψεως καταλαμπούσης αυτού την ψυχήν, και τον Χριστόν εν εαυτώ λαλούντα». Και γιατί δέχθηκε αυτή την αποκάλυψη ο Απόστολος Παύλος; Συνεχίζει ο ιερός Πατήρ: «Ου γαρ το πιστεύσαι (τον Παύλο) μόνον, αλλά και το χειροτονηθήναι αυτόν παρά του Θεού γέγονεν. Ούτω γαρ μοι αυτόν απεκάλυψεν, ουχ ίνα αυτόν ίδω μόνον, αλλ’ ίναι και εις άλλους εξενέγκω».
Τέλος, να παραθέσω ακόμα ένα χωρίο από τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, το οποίο μας δείχνει σαφώς ότι ο Θεός αποκαλύπτει το Ευαγγέλιό Του στους Αγίους Του και αυτοί μας αναγγέλλουν αυτό, ώστε να γίνουμε μέτοχοι της δόξας του Θεού. Γράφει ο Ιωάννης: «Αύτη εστίν η επαγγελία ην ακηκόαμεν απ’ αυτού (του Χριστού) και αναγγέλλομεν υμίν, ότι ο Θεός φως εστί και σκοτία εν αυτώ ουκ έστιν ουδεμία…» (Α’ Ιωάν. 1.5).
Συνεπώς, αυτοί που δέχονται την Αποκάλυψη του Χριστού είναι οι φίλοι Του, οι δικοί Του, οι θεούμενοι. Μιλώντας ακριβώς γι’ αυτό το θέμα ο ίδιος ο Χριστός στους Αγίους μαθητές Του, λίγο πριν από το Πάθος, τους είπε: «υμείς φίλοι μου εστέ, εάν ποιήτε όσα εγώ εντέλλομαι υμίν. Ουκέτι υμάς λέγω δούλους, ότι ο δούλος ουκ οίδε τι ποιεί αυτού ο κύριος. υμάς δε είρηκα φίλους, ότι πάντα ά ήκουσα παρά του πατρός μου εγνώρισα υμίν» (Ιωάν. 15. 14-15).
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, στην εισαγωγική του ομιλία στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, λέγει ενδεικτικά για τον Ιωάννη, ο οποίος ήταν όντως «φίλος» του Χριστού: «Ταύτα δε απαντά μετά ακριβείας ημίν ούτος (ο Ιωάννης) ερεί, φίλος αυτού του βασιλεύοντος ων μάλλον δε και αυτόν έχως εν εαυτώ λαλούντα, και παρ’ αυτού πάντα ακούων, ά παρά του Πατρός εκείνος (ο Χριστός). Υμάς γαρ είρηκα φίλους, φησίν, ότι πάντα, ά ήκουσα παρά του Πατρός μου, εγνώρισα υμίν. Ώσπερ ούν εώτινα άνωθεν εκ της κορυφής του ουρανού διακύψαντα αθρόον είδομεν, και επαγγελλόμενον τα εκεί μετά ακριβείας ερείν, πάντες αν επεδράμομεν ούτω και νυν διατεθώμεν. Εκείθεν γαρ υμίν ο ανήρ ούτος διαλέγεται. Ού γαρ εστιν εκ του κόσμου τούτου, καθώς φησι και αυτός ο Χριστός. Υμείς ουκ εστέ εκ του κόσμου τούτου και τον Παράκλητον έχει φθεγγόμενον εν εαυτώ τον πανταχού παρόντα, τον ούτως ακριβώς ειδότα τα του Θεού, ως τα εαυτής οίδεν ή των ανθρώπων ψυχή το Πνεύμα της αγιωσύνης, το Πνεύμα το ευθές, το ηγεμονικόν, το χειραγωγούν εις τους ουρανούς, το ποιούν οφθαλμούς ετέρους, το παρασκευάζον τα μέλλοντα ως τα παρόντα οράν, το και μετά σαρκός τα εν τοις ουρανοίς κατοπτεύειν παρέχον. Πολλήν τοίνυν παρέχωμεν την ησυχίαν διά παντός αυτώ του βίου μηδείς νωθής, μηδείς υπνηλός, μηδείς ρυπώδης ενταύθα εισιών μενέτω αλλά μεταστήσωμεν εαυτούς προς τον ουρανόν εκεί γάρ ταύτα φθέγγεται τοις εκεί πολιτευομένοις».
Με άλλα λόγια, ο Χριστός αποκαλύπτει το Εαυγγέλιό Του στους «φίλους» Του και αυτοί στους ανθρώπους για να τους στρέψουν προς τον ουρανό να πολιτευθούν πνευματικά διότι «εκεί ταύτα (τα λόγια του Θεού) φθέγγεται τοις εκεί πολιτευομένοις».
Σε άλλο σημείο και πάλιν ο ιερός Χρυσόστομος ερμηνεύοντας τα ψαλμικά, «Ωσαννά εν τοις υψίστοις ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου» και το «Αίνει η ψυχή μου, τον Κύριον αινέσω Κύριον εν τη ζωή μου» λέγει: «κακείνο το ρήμα Δαυϊδικόν, και τούτο μάλλον δε ουδέ εκείνο Δαυϊδικόν, ουδέ τούτο αλλ’ αμφότερα της του Πνεύματος χάριτος. Εφθέγξατο μεν γαρ ο προφήτης, εκίνησε γαρ την του προφήτου γλώσσα ο Παράκλητος. Διά τούτον φησιν Η γλώσσα μου κάλαμος γραμματέως οξυγράφου. Καθάπερ ο κάλαμος ουκ αφ’ εαυτού γράφει, αλλ’ από της εξουσίας της κινούσης αυτόν χειρός ούτω δή και η γλώσσα των προφητών ουκ αφ’ εαυτής εφθέγγετο, αλλά από της του Θεού χάριτος». Οι προφήτες, Απόστολοι και άγιοι, οι «φίλοι» του Χριστού, μας παραδίδουν γραπτώς τις εμπειρίες τους, για να γίνουμε κι εμείς μέτοχοι της δόξας του Θεού: «ημείς διά των Θείων Γραφών της των Αγίων απολαύομεν συνουσίας – συνεχίζει ο ιερός Πατήρ-, ουχί των σωμάτων αυτών, αλλά των ψυχών τας εικόνας έχοντες. Τα γάρ παρ’ αυτών ειρημένα, των ψυχών αυτών εικόνες εισί. Βούλει μαθείν, ότι ζώσιν δίκαιοι και πάρεισιν; Ουδείς τους τεθνεώτας μάρτυρας καλεί, ο δε Χριστός μάρτυρας αυτούς εκάλεσε της οικείας θεότητος…. Ίνα σε διδάξη ότι ζή».
Συμπερασματικά αναφέρουμε ότι οι Άγιοι δέχονται άμεσα τη γνώση του Θεού, καθότι τους αποκαλύπτεται ο ίδιος και τους μιλά για την αλήθεια του Ευαγγελικού Του μυστηρίου. Ο λαός δέχεται έμμεσα τη γνώση του Θεού από τους Αγίους με σκοπό να φθάσει και αυτός στην κατάσταση της θέωσης, όπου θα δέχεται άμεσα την αποκάλυψη του Θεού. Είναι αυτό το οποίο μας λέγει ο Απόστολος Παύλος ότι «δικαίω νόμος ου κείται». Ο δίκαιος δε χρειάζεται το νόμο γιατί ενοικεί μέσα του Αυτός ο οποίος δίνει το νόμο, ο Χριστός. Οι υπόλοιποι τον έχουν ανάγκη για να φθάσουν στη δικαίωση, στη αγιότητα, η οποία αποτελεί τον αρχικό και τελικό προορισμό του ανθρώπου.
Ο νόμος αυτός, ο οποίος είναι ο αποκαλυπτόμενος λόγος του Θεού στους Αγίους, φυλάττεται στην Αγία Γραφή, στη λειτουργική και μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, στα συγγράμματα των Πατέρων και στις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων. Μεταξύ όλων αυτών υπάρχει πλήρης ερμηνευτική ταυτότητα. Όσα γράφει η Αγία Γραφή συμφωνούν απόλυτα με τη ζωντανή παράδοση της Εκκλησίας και την ερμηνευτική διδασκαλία των Πατέρων και των Οικουμενικών Συνόδων. Διότι σε όλα αυτά ενεργεί και αποκαλύπτεται η μία θεότητα της Αγίας Τριάδας. Και την Αγία Γραφή και την λειτουργική και μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, τα συγγράμματα των Πατέρων και τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων μας τα παρέδωσαν οι «φίλοι» του Χριστού, οι θεούμενοι, οι οποίοι δέχθηκαν μέσα τους την αποκάλυψή Του. Έτσι, πρέπει να έχουμε συνείδηση ότι, αυτό που μας παραδίδεται μέσα από όλα αυτά, είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα: Η Παρακαταθήκη, δηλαδή ο Χριστός. Γι’ αυτό κι οι ψευδοπροφήτες, ψευτοδιδάσκαλοι, ψευδοάγιοι διδάσκουν αντίθετα απ’ ότι μας διδάσκει η Αγία Γραφή και οι Άγιοι.

Πηγή: Περιοδικόν «Ενημέρωσις», Ενημερωτικό Δελτίον Ιεράς Μονής Τροοδιτίσσης Διά Θέματα Αιρέσεων και Παραθρησκείας, έτος 17ο, Μάϊος – Ιούλιος 2013, Αρ. Τεύχους 28-30

Η/Υ επιμέλεια Νεκταρία Κυριακούλη.

Κατηγορίες: Άρθρα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.