Στις βουνοκορφές του Δρίσκου και στου Μπιζανιού το κάστρο (1912 – 1913)!

24 Νοεμβρίου 1912. Σ’ ένα αρχοντικό του Μετσόβου παίρνεται η μεγάλη απόφαση. Οι εθελοντές, πού ’χουν φτάσει από την ελεύθερη Ελλάδα (ως τότε, απ’ τούς Τούρκους η πατρίδα μας είχε ελευθερωθεί μονάχα μέχρι την Λαμία), απόψε την νύχτα, θα ξεκινήσουν για την μεγάλη επίθεση πάνω, στη βουνοσειρά του Δρίσκου. Κι είναι όλοι τους αντρειωμένοι. Οι πιο πολλοί απ’ τα Επτάνησα με αρχηγό τους τον Αλέξανδρο Ρώμα. Είναι καί μερικοί ξένοι φιλέλληνες Ιταλοί, με επικεφαλής τον ξακουστό πατριώτη Ριτσιώτη Γαριβάλδι, απ’ όπου κι όλο τούτο το εθελοντικό σώμα πήρε το όνομα Γαριβαλδινοί. Είχαν όλοι ξεκινήσει με μια βαθιά λαχτάρα. Να λευτερώσουν τα σκλαβωμένα χώματα της πατρίδας μας. Γι’ αυτό κι όταν μαθεύτηκε η είδηση για την επίθεση, όλοι την δέχτηκαν με αλαλαγμούς χαράς.

Η πορεία απ’ το Μέτσοβο στο Δρίσκο είναι δύσκολη. Διαβαίνουν χιονισμένες χαράδρες. Περνάνε κακοτράχαλα μονοπάτια, ώσπου στις 25 Νοεμβρίου το βράδυ, φτάνουν σ’ ένα παραπόταμο του Αράχθου. Εκεί αντικρίζουν απέναντι τους το Δρίσκο, το περήφανο βουνό, πού λες καί τούς καρτερεί. Ρίχνονται, τότε, μες στο ποτάμι με ορμή, καί περνάνε στην απέναντι όχθη. Μουσκεμένοι, όπως είναι, μαζεύονται σ’ ένα χάνι να στεγνώσουν, να ξεκουραστούν λίγο κι αρχίζουν ξανά την ηρωική τους πορεία Βιάζονται. Καί να, πού κοντοζυγώνουν στα ταμπούρια του εχθρού. Μες στη νύχτα κάνουν έφοδο. Πέντε ώρες μάχονται σκληρά. Μα δεν προφταίνει καλά-καλά να χρυσώσει την αυγή ο ηλιος τις χιονισμένες κορυφές, κι ο Δρίσκος είναι στα χέρια του ελληνικού στρατού. Τί συγκίνηση! Τί ενθουσιασμός!

Ανάμεσα στους εθελοντές βρίσκεται κι ο επτανήσιος ποιητής Λορέντζος Μαβίλης. Είναι η τρίτη φορά, πού σαν εθελοντής έχει δώσει το παρών στο προσκλητήριο τής πατρίδας. Κι ας έχει πια τώρα περάσει τα νεανικά του χρόνια, αφού είναι 53 ετών. Η καρδιά του είναι όλο παλμό καί σφρίγος. Πολεμάει σαν απλός στρατιώτης κι ας είναι λοχαγός. Δεν δέχεται να του γίνεται καμιά εξαίρεση η περιποιήσεις απ’ τούς στρατιώτες του. Αν καί από μεγάλη κι αρχοντική οικογένεια, είχε φροντίσει να σκληραγωγεί το σώμα του, για να μπορεί ν’ αντέχει καί στις πιο μεγάλες κακουχίες του πολέμου. Αγνή ελληνική ψυχή, όπως ηταν, πάνω απ’ την κορφή του Δρίσκου μαζί καί με τούς άλλους πατριώτες βλέπει τα Γιάννενα και δακρύζει. Ω, καί να ερχόταν η ώρα να μπουν νικητές στη χιλιοτραγουδημένη τούτη πόλη! Μα δεν πρόλαβαν οι Γαριβαλδινοί, για πολύ, να χαρούν τον ελεύθερο, βουνίσιο αέρα πάνω απ’ τις κορυφές του Δρίσκου. Την άλλη μέρα, ο εχθρός τούς κάνει μια σφοδρή αντεπίθεση. Φτάνει, όμως, το βράδυ κι ακόμα οι Τούρκοι να πετύχουν το στόχο τους. Αλλά
δεν παραιτούνται. Όλη την νύχτα ετοιμάζονται, μαζεύουν κι άλλες δυνάμεις καί το πρωί, στις 28 Νοεμβρίου, κάνουν γενική έφοδο. Ξέρουν πολύ καλά, πώς τούτη η βουνοκορφή ανοίγει το δρόμο για τα Γιάννενα, γι’ αυτό πρέπει οπωσδήποτε να την ξανακάνουν δική τους. Οι Έλληνες όσο κι αν είναι λίγοι, κάνουν κι αυτοί την μια αντεπίθεση πάνω στην άλλη. Έρχεται ώρα, πού πολεμάνε σώμα με σώμα. Θέσεις πού τις κερδίζουν οι Τούρκοι, τα λεοντόκαρδα παλικάρια μας τις ξαναπαίρνουν με την λόγχη. Οι αξιωματικοί μας, ο ένας μετά τον άλλο, πέφτουν νεκροί. ο Αλέξανδρος Ρώμας πάνω στη μάχη τραυματίζεται. Το ίδιο κι ο Λ. Μαβίλης. Όρθιος μάχεται, χτυπώντας αντρίκια τον εχθρό, ώσπου δυό σφαίρες τον πληγώνουν στο πρόσωπο. Εκείνος ατρόμητος, όπως είναι, συνεχίζει να κρατάει την θέση του. Κι όταν, ύστερα απ’ τα πολλά, τον καταφέρνουν να βγει απ’ τη μάχη, για να πάει στο πιο κοντινό χειρουργείο, γυρίζοντας το κεφάλι του να κοιτάξει τα παλικάρια του, δέχεται μια άλλη σφαίρα απ’ τον εχθρό. Κοντά του τρέχει ο Γαριβάλδι. Ο ηρωας ποιητής, τότε,
βουτηγμένος στο αίμα, με την ψυχή αλύγιστη, μόλις προφταίνει, χαιρετάει τον αρχηγό καί πέφτει κάτω νεκρός.

Ο αγώνας, όσο κι αν ηταν άνισος, συνεχίζεται ακόμα τρεις ώρες. Μα απόμειναν τόσο λιγοστοί οι Έλληνες στρατιώτες, πού στο τέλος, πήραν διαταγή να υποχωρήσουν στο Μέτσοβο, αφού με τον ηρωισμό τους έγραψαν μια από τις λαμπρότερες σελίδες του Βαλκανικού πολέμου. Γι’ αυτό κι ο τότε διάδοχος Κωνσταντί¬νος, εκτιμώντας τή θυσία τους, έστειλε στό διοικητή τους τό πάρα κάτω τηλεγράφημα:

«Αλέξανδρον Ρώμαν
Βίγλαν Δρίσκου.
Εύγε Γαριβαλδινοί
Κωνσταντίνος Διάδοχος»

* * *

Σήμερα, όποιος διαβαίνει κείνα τα ματοβαμμένα μέρη, στην κορυφή ενός λόφου, θα συναντήσει ένα κάτασπρο μνήμα. Είναι το μνημείο, πού έστησε η Πατρίδα, το Νοέμβριο του 1933, στον ηρωα-ποιητή Μαβίλη. Κι όταν κοντοσταθεί, θα διαβάσει στη μια πλευρά τα λόγια, πού είπε ο ίδιος ο ποιητής, πεθαίνοντας:

Δεν περίμενα τόσο μεγάλη τιμή, να πεθάνω για την Ελλάδα!». Καί στην άλλη, δυό στίχους απ’ το ποίημα του «Ελιά»: « Ώ να μπορούσαν έτσι να πεθάνουν – καί άλλες ψυχές, τής ψυχής σου αδερφάδες!».

Κι είναι τούτο το απλό μνήμα, μαζί κι ένα σύμβολο, πού στέκει ’κει ψηλά, για να θυμίζει στον κάθε περαστικό διαβάτη, πώς στ’ αλήθεια, πάνω στο Δρίσκο πολλές ψυχές αδερφάδες αντάμωσαν στο θάνατο μαζί και στη δόξα με τη μεγάλη τους θυσία. Κι αν τούτοι οι ηρωες δεν είχαν τη χαρά να μπουν νικητές στα Γιάννενα, όμως, πήραν την τιμή ν’ ανοίξουν το δρόμο, να προπορευτούν, για να σημάνει μετά από τρεις μήνες – στις 21 Φεβρουαρίου 1913, η πολυπόθητη μέρα, πού κάθε ελληνική καρδιά γεμάτη συγκίνηση τραγούδαγε:
«Τα πήραμε τα Γιάννενα – μάτια πολλά το λένε – όπου γελούν καί κλαίνε».

ΚΑΠΟΥ ΣΤΟ ΜΕΤΩΠΟ

Ένα μεγάλο άπαρτο κάστρο, πού ορθωνόταν φραγμός στο στρατό μας για να μπει στα Γιάννενα, ηταν το Μπιζάνι. Δυό ολόκληρους μήνες πάλεψαν κορμί με κορμί οι φαντάροι μας πάνω στα κακοτράχαλα βουνά τής Ηπείρου, ώσπου τούτο το οχυρό, να ’ρθει στα χέρια τους. Είναι μια εποποιία όλη τούτη η μάχη. Με αρχιστράτηγο το γενναίο Διάδοχο Κωνσταντίνο, πού ηταν η ψυχή του στρατού, οι πολεμιστές μας, νύχτα-μέρα, μάχονταν υπεράνθρωπα, γιατί πίστευαν στο δίκαιο του αγώνα. Την εξιστόρηση αυτής τής γιγαντομαχίας δεν θα την πούμε εδώ. Αξίζει, όμως, να την διαβάσετε καί να παρακολουθήσετε την εξέλιξη της.
Εμείς, ξεφυλλίζοντας κάτι απ’ τα απομνημονεύματα των αγωνιστών, θα βρεθούμε κάπου κει στο μέτωπο, γύρω στο Μπιζά¬νι, ανάμεσα στους φαντάρους μας.

Ο ανθυπολοχαγός Σπύρος Κάλλαρης βρίσκεται άρρωστος σε κάποιο ορεινό στρατιωτικό νοσοκομείο. Μια μέρα, φτάνει η είδηση, πώς ο λόχος του μπήκε στη μάχη. Με πυρετό ζητάει από το γιατρό την άδεια να πάει στο λόχο του. Εκείνος δεν του την δίνει. Την παίρνει τότε απ’ τον πατέρα του, πού ηταν ο αρχηγός τής Μεραρχίας!

Στις 5 Δεκεμβρίου 1912 σκοτώθηκε ο λοχαγός κι ανέλαβε την διοίκηση του λόχου ο Σπύρος Κάλλαρης. Με το ξίφος στο χέρι τραβάει μπροστά ο αντρωμένος αξιωματικός καί πίσω του έρχονται οι φαντάροι. Αψηφώντας τα βόλια έχουν όλοι ριχτεί στη μάχη με γενναία καρδιά. Μα σε κάποια στιγμή ο αξιωματικός χτυπιέται απ’ τον εχθρό. Η σφαίρα τον βρίσκει στο μέτωπο καί τον ρίχνει κάτω νεκρό. Οι άνδρες του κλαίνε τον ψυχωμένο τους αρχηγό. ‘ Η θλιβερή είδηση φτάνει στο μέραρχο πατέρα του. Ρωτάει τότε εκείνος:

– Τον έχετε εδώ;
Ο επιτελάρχης τον οδηγεί εκεί πού βρισκόταν το νεκρό σώμα του παιδιού του. Μπροστά στον ηρωα, ο στρατηγός βγάζει το πηλίκιό του, γεμάτος συγκίνηση. Το ίδιο κάνουν κι οι αξιωματικοί κι οι στρατιώτες, πού ‘ναι γύρω του. Μετά, έσκυψε ο πατέρας καί φίλησε το ματωμένο μέτωπο του αγαπημένου γιου του.

– Η μέρα αυτή, παιδί μου, είπε με αργόσυρτη φωνή μπρος στο νεκρό, είναι ημερα ευτυχίας για το στρατηγό καί δυστυχίας για τον πατέρα. Ανθυπολοχαγέ Κάλλαρη, έκαμες λαμπρά το καθήκον σου. Εύγε! Αιωνία σου η μνήμη!

Γύρισε μετά στο λοχαγό:
– Φροντίστε, σάς παρακαλώ, για την κηδεία του παιδιού μου, του είπε.
Κι ύστερα, στο δεκανέα:
– Φέρε το άλογο μου! Καί οι κύριοι αξιωματικοί, παρακαλώ, επί των ίππων!
Όλη εκείνη την ημερα ο στρατηγός Κάλλαρης διηύθυνε μια από τις πιο αιματηρές μάχες, πού ’χε γίνει μέχρι τότε.
Καί μόνο αργά το βράδυ, σαν είχε πάψει πια το κανονίδι, μπήκε στη σκηνή του, έσφιξε το μέτωπο του με τις παλάμες του καί σαν πατέρας ξέσπασε σε γοερό κλάμα για το σκοτωμένο παιδί του. Αφού, όμως, πριν είχε την δύναμη να κάμει το καθήκον του, σαν Έλληνας στρατιώτης!

Ηρωικοί γονείς! Ηρωικά παιδιά! Αυτοί γράφουν την ιστορία τής Ελλάδος σε κάθε εποχή. Με τής καρδιάς τους την μεγαλοσύνη. Με τής ψυχής τους το θησαυρό. Με τής ζωής τους το αίμα. ηρωες θα την συνεχίσουν καί σήμερα. Κι είσαστε σεις, τα σημερινά παιδιά, πού πρέπει να πάρετε τούτη, την ζηλεμένη θέση. Αρκεί να ’σαστε «στρατιώτες». Άγρυπνοι φρουροί στο κάστρο τής ψυχής σας. δίνοντας μάχες ηρωικές μέσα σας καί γύρω σας, για να κάνετε πάντοτε πιστά το καθήκον σας. Έτσι, όπως σε κάθε στιγμή θα σάς το ζητάει ο Θεός κι η Πατρίδα. Οι μάχες στους καιρούς τής ειρήνης θέλουν κι αυτές στρατιώτες-ήρωες, όχι λιγότερο απ’ τούς ηρωες του πολέμου. Αν λαχταράμε οι σελίδες τής Ιστορίας μας να ’ναι το ίδιο δοξασμένες στις εποχές τής ειρήνης, όπως καί στου πολέμου!

Από το βιβλίο: «Μικρές στιγμές από μεγάλη Ιστορία».

Παράβαλε και:
Μικρό ιστορικό για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.