31 Μαρτίου, μνήμη και του Οσίου Ιννοκεντίου Βενιαμίνωφ, Μητροπολίτου Μόσχας, Ιεραποστόλου της Αλάσκας: Βιος.

Ο μεγάλος αυτός άγιος, γόνος της σιβηρικής γης, του οποίου η διακήρυξις της Αγιότητος έγινε το 1977 από το Πατριαρχείο της Μόσχας, αποτελεί τον πιο μεγάλο Ρώσο ιεραπόστολο, αλλά και έναν από τους αξιότερους και διασημότερους της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας. Έκτος από την εκκλησιαστική δράσι και προσφορά του, ο άγιος Ιννοκέντιος διακρίθηκε και ως συγγραφεύς βιβλίων και λεξικών της γλώσσας των ιθαγενών της Αλάσκας αλλά και ως ο πρώτος που μελέτησε και περιέγραψε επιστημονικά τη χλωρίδα και την πανίδα, τα ήθη και τα έθιμα, τις ενδυμασίες και άλλα χαρακτηριστικά εθνολογικά ενδιαφέροντα της μακρινής και ανεξερεύνητης μέχρι τότε περιοχής αυτής του πλανήτου μας. Από την θεολογική και πνευματική του παραγωγή ξεχωρίζει το έργο του «Ο δρόμος προς την βασιλείαν των Ουρανών», με τεράστια διάδοση σ’ όλο τον ορθόδοξο κόσμο, γραμμένο στην γλώσσα των ιθαγενών, μεταφρασμένο ρωσσικά από τον ίδιο και από άλλους σε πολλές ξένες γλώσσες, με 47 συνεχόμενες εκδόσεις μέχρι σήμερα, εξ ων πέντε στα ελληνικά,
σε διαφορετικές μεταφράσεις. Αλλά ας αρχίσουμε, από τα πρώτα χρόνια της ζωής του, να παρακολουθήσωμε την επί γης πορεία του Πολικού Αστέρος της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας.

α) Η πρώτη εικοσαετία

Ο άγιος Ιννοκέντιος, γεννήθηκε στις 26 Αυγούστου 1797 στο χωριό Ανζίσκογιε της Σιβηρίας, της επαρχίας Ιρκούτσκ, από φτωχούς γονείς, τον νεωκόρο του ενοριακού ναού του Προφήτη Ηλία, Ευσέβιο και την Θέκλα Ποπώφ. Στο βάπτισμα πήρε το όνομα Ιωάννης, προς τιμήν του αγίου Πατριάρχου Κων/λεως Ιωάννου του Νηστευτου. Έτσι το όνομα του στα ρωσσικά ήταν: Ιβάν Γιεφσέγιεβιτς Ποπώφ. Επειδή όμως το Ποπώφ ήταν ένα κοινότατο όνομα, του δωσαν ως επίθετο το όνομα του προσφάτως αποθανόντος Αρχιεπισκόπου του Ιρκούτσκ, Βενιαμίν. Το επίθετο αυτό ο άγιος το έφερε με ευλάβεια σε όλη του την ζωή. Σε ηλικία 5 ετών ορφάνεψε από πατέρα. Ο Θεός όμως δεν εγκατέλειψε τον ορφανό Ιβάν γιατί ο θείος του, ιερομόναχος Δαυίδ, του εξασφάλισε το 1806 μια θέση στο Θεολογικό Σεμινάριο του Ιρκούτσκ. Εδώ, ως αμοιβή για την επίδοσή του πήρε και το επίθετο Βενιαμίνωφ. Στο σεμινάριο ο Ιβάν έδειξε ότι ήταν ένας πολύ προικισμένος και πολύπλευρα ικανός άνθρωπος. Χαρακτηριστικά, ένας βιογράφος του γράφει ότι «ένα δραστήριο πνεύμα ζωής κατοικούσε μέσα
του». Έκτος από τα θεολογικά μαθήματα ο Ιβάν κατόρθωσε να μάθη πρακτικά πράγματα που πολύ του χρησίμευσαν στην κατοπινή του ζωή. Έτσι έγινε καλός μαραγκός, μηχανικός, σιδηρουργός και ωρολογοποιός. Αργότερα οι γνώσεις αυτές αποδείχθηκαν πολύτιμες.

Ένα χρόνο πριν τελείωση τις σπουδές του ο Ιωάννης νυμφεύθηκε, στις 29 Απριλίου του 1817, την κόρη ιερέως, Αικατερίνη και στις 13 Μαΐου του ίδιου έτους χειροτονήθηκε διάκονος και διορίστηκε στον ενοριακό ναό του Ευαγγελισμού του Ιρκούτσκ. Επειδή ήταν ο καλλίτερος φοιτητής του Σεμιναρίου ο διάκονος Ιβάν Βενιαμίνωφ είχε την δυνατότητα να προχώρηση τις σπουδές του στη Θεολογική Ακαδημία της Μόσχας. Όμως ο Θεός είχε άλλα σχέδια για τον Ιωάννη. Το πρώτο του ποίμνιο ήταν η ενορία του. Η διακονία του κράτησε τέσσερα χρόνια, τα πιο ευτυχισμένα της ζωής του, όπως ο ίδιος έλεγε αργότερα. Το πρώτο του διακονικό στιχάριο έμεινε στη μνήμη του ως το ένδυμα που του έδωσε την πιο μεγάλη χαρά, κι όταν ως Μητροπολίτης Μόσχας, στο τέλος της ζωής του το ανακάλυψε στο ναό του Ευαγγελισμού, παρήγγειλε να μετατραπή σε σάκκο και να του το φορέσουν κατά την ταφή του.

Στις 28 Μαΐου του 1821 ο π. Ιωάννης χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και παρέμεινε ως δεύτερος εφημέριος στην ίδια ενορία. Από την νέα του θέση ο π. Ιωάννης έγινε ακόμη πιο αγαπητός από τους ενορίτες του αλλά και από όλους τους κατοίκους της πόλεως του Ιρκούτσκ για τα μεγάλα ποιμαντικά του προσόντα. Η ευλάβεια του κατά την τέλεση της Θείας Λειτουργίας και η θέρμη των κηρυγμάτων του έμειναν αξέχαστες. Όμως ο π. Ιωάννης δεν έμεινε για πολύ και στη νέα του θέση. Όπως ο ίδιος έλεγε αργότερα: «η θεία πρόνοια με προόριζε για την Αμερική!» Να τι συνέβη ακριβώς: Ο επίσκοπος του Ιρκούτσκ Μιχαήλ (Μπουραντακώφ) πήρε εντολή από την Ιερά Σύνοδο της Ρωσσικής Εκκλησίας, να διάλεξη ιερείς καταλλήλους για ιεραποστολή στις νέες ρωσσικές αποικίες της Βορειοδυτικής Αμερικής, δηλαδή την Αλάσκα και τα γύρω νησιά. Οι δυσκολίες του εγχειρήματος τρόμαξαν πολλούς. Ο π. Ιωάννης, ποτέ δεν είχε σκεφθεί ένα τέτοιο πράγμα προηγουμένως και τρόμαξε από την απόσταση και το επικίνδυνο πολύμηνο ταξείδι. Όμως ένας άποικος, Ρώσσος, που είχε
περάσει σχεδόν όλη τη ζωή του σ’ αυτά τα παγωμένα μέρη, του μίλησε για τους Αλεούτιους, για την έμφυτη ευσέβεια τους και για τον πόθο τους να ακούσουν το Λόγο του Θεού.

Τότε η καρδιά του αναφλέχθηκε από θείο ζήλο αποστολικό, και απεφάσισε να φύγη για την Αμερική μαζί με όλη του την οικογένεια. Ο ίδιος λέει ότι: «καθώς διάβαζα τη γραπτή πρόσκληση του Επισκόπου, ένοιωσα κάτι να ξυπνάη μέσα μου. Αμέσως ανακοίνωσα στην οικογένεια μου την απόφασή μου να πάω! Ούτε τα δάκρυα των αγαπημένων μου, ούτε οι συμβουλές των φίλων μου, ούτε οι περιγραφές των κακουχιών και των στερήσεων που με περίμεναν, εύρισκαν θέσι στην καρδιά μου. Η ψυχή μου φλεγόταν. Το θεώρησα λοιπόν εύκολο να αφήσω την πατρίδα μου…».

Το ξεκίνημα έγινε στις 7 Μαΐου του 1823. Μαζί του ήταν ο αδελφός του, Στέφανος, ο γιος του, Ιννοκέντιος, η πρεσβυτέρα του, Αικατερίνα και η χήρα μητέρα του Θέκλα. Το ταξείδι διήρκεσε 14 μήνες, μέσω Σιβηρίας και στις 24 Ιουλίου του 1824 η ομάδα αποβιβάστηκε στο νησί Ουλανάσκα και άρχισαν να ζουν ανάμεσα σ’ έναν λαό στον όποιο κυριαρχούσαν ειδωλολατρικές αντιλήψεις και ελάχιστα απομεινάρια χριστιανισμού από τις προηγούμενες ιεραποστολές. Στην Ουλανάσκα δεν είχε απομείνει παρά μόνον ένα παρεκκλήσι κι αυτό μισοερειπωμένο. Αν και ένας μεγάλος αριθμός ιθαγενών είχε λάβει το βάπτισμα, λόγω ελλείψεως ποιμένων, οι περισσότεροι είχαν άγνοια και των πιο βασικών ευαγγελικών αληθειών και ζούσαν σε μεγάλη ηθική κατάπτωση. Το πρώτο πράγμα που έκανε ο π. Ιωάννης ήταν να κατασκευάση μιαν εκκλησία με τα ‘ίδια του τα χέρια και τη βοήθεια ιθαγενών, στους οποίους δίδασκε συγχρόνως με τις τεχνικές της κατασκευής και την κατήχηση και τον επανευαγγελισμό. Την πρώτη εκκλησία, ακολούθησαν άλλες, καθώς και οικήματα που στέγασαν
τις υπηρεσίες της Ιεραποστολής, σχολεία, ιατρεία κ.τ.λ.

Υπομονετικός, πλήρης πατρικής αγάπης, ο π. Ιωάννης έμαθε μέσα σε εκπληκτικά σύντομο χρονικό διάστημα τη γλώσσα των Αλεούτιων και χωρίς αργοπορία, άρχισε τις μεταφράσεις λειτουργικών κειμένων και περικοπών της Αγίας Γραφής που διαβάζονται κατά τις ακολουθίες. Μετά τα 4 πρώτα χρόνια της παραμονής του, βρήκε τον καιρό να σύνταξη την πρώτη γραμματική της γλώσσας των ιθαγενών, που μέχρι τότε ήταν μόνον μια προφορική γλώσσα, το πρώτο Αλεουτιανό-Ρωσσικό λεξικό, και το αλφάβητο για την άγραφη —ως τότε— γλώσσα. Ακολούθησαν μια κατήχηση στην αλεουτιανή γλώσσα, μια μετάφραση του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου και το περίφημο βιβλίο που ήδη αναφέραμε στην αρχή: «Υπόδειξη του δρόμου προς την Βασιλεία, των Ουρανών» (1833) που ο ‘ίδιος μετέφρασε με αρκετές προσθήκες στα ρωσσικά. Έγραψε ακόμη: α) Σημειώσεις επί των νήσων της περιοχής Ουναλάσκα. β) Κύρια χαρακτηριστικά των Αλεουτιανών που ζουν στα νησιά γ) Παρατηρήσεις επί των Αλεουτιανών και Κουσιανών της Άτκα.

Τα ταξείδια του π. Ιωάννου με πρωτόγονα μέσα — καγιάκ και έλκηθρα με σκύλους— από νησί σε νησί είχαν σκοπό «κανείς ιθαγενής να μη στερηθή την πνευματική τροφή- Το Λόγο του Θεού και την χάρι του Αγίου Βαπτίσματος». Στα δέκα χρόνια της πρώτης παραμονής του στην περιοχή, δεν έμεινε ούτε ένας ιθαγενής ειδωλολάτρης στην Ουναλάσκα! Ο π. Ιωάννης έφθασε σε περιοχές που κανείς πριν απ’ αυτόν δεν είχε ποτέ φθάσει. Τέτοια περιοχή ήταν το Νουσαγκάκ. Στην πρώτη του επίσκεψι είχε την ευκαιρία να βαπτίση και να κατήχηση μερικούς κατοίκους. Η χριστιανική κοινότητα του Νουσαγκάκ έφθασε γρήγορα τα 220 άτομα, πράγμα πολύ σημαντικό για τον απομακρυσμένο και εντελώς ειδωλολατρικό αυτό χώρο.

Ο ίδιος ο π. Ιωάννης περιέγραψε στους συγγενείς και φίλους του το ταξείδι του στη νήσο Ακούν, το 1828, πολλές πλευρές του οποίου μαθαίνουμε από την ακόλουθη αναφορά που έστειλε στον προϊστάμενο του, Αρχιεπίσκοπο Ιρκούτσκ, Μιχαήλ: «Αφού έμεινα στη νήσο Ουναλάσκα, τέσσερα χρόνια, άρχισα να επισκέπτομαι τους Αλεουτιους στο νησί Ακούν, στο Λεντ, για να τους προετοιμάσω για τη νηστεία. Την πρώτη φορά, λοιπόν, που τους επισκέφθηκα, καθώς πλησίαζα στο νησί, είδα ότι όλοι στεκόντουσαν εκστατικοί κατά μήκος της ακτής, σαν να είχαν συγκεντρωθεί για κάποια ιεροπρεπή περίστασι και όταν αποβιβάστηκα στην παραλία έτρεξαν κοντά μου και έδειχναν εξαιρετικά ευχαριστημένοι που με έβλεπαν. Τους ρώτησα, γιατί είχαν τόσο χαρούμενη διάθεση. Απάντησαν ότι αυτό συνέβαινε γιατί ήξεραν ότι θα ερχόμουν και ήθελαν να περάσω μαζί τους την ήμερα αυτή. Για τούτο ακριβώς είχαν τέτοια έξαρση και είχαν έλθει στην ακτή να με προϋπαντήσουν». Ο πατήρ Ιωάννης με έκπληξη ρώτησε πως ήξεραν ότι θαρχόταν και αυτοί του απάντησαν ότι ένας
Αλεουτιανός, ονόματι Σμιρένικωφ, που όλοι θεωρούσαν πλάνο, τους είχε αναγγείλει τον ερχομό του. Ο π. Ιωάννης ζήτησε να τον δη, αν και μόνος του ο Σμιρένικωφ ήλθε μπροστά του και του είπε: «Γνωρίζω ότι ο π. Ιωάννης με ζητά και ήλθα να τον δω». Από τη συζήτησι αποκαλύφθηκε ότι ο Σμιρένικωφ αν και αγράμματος, γνώριζε προσευχές και το Ευαγγέλιο και ότι δυό του φίλοι είχαν μιλήσει για τον π. Ιωάννη. Μα ποιοι είναι αυτοί οι φίλοι σου και που με ξέρουν, ρώτησε, ο ιεραπόστολος. «Να, είναι λευκοί άνθρωποι, μένουν στα βουνά, όχι μακριά από εδώ, και με επισκέπτονται κάθε μέρα». Όπως διεπίστωσε ο π. Ιωάννης, η περιγραφή του ενός τουλάχιστον απ’ αυτούς, ανταποκρινόταν ακριβώς στη συνήθη απεικόνιση του Αρχαγγέλου Γαβριήλ, με τα ενδύματα και τα χαρακτηριστικά του. Ο Σμιρένικωφ ομολόγησε ακόμη ότι είχε βαπτισθεί από τον ιερομόναχο Μακάριο, της πρώτης πρώτης ιεραποστολής, και ότι λίγο μετά τη βάπτισή του οι «άνδρες» αυτοί του είχαν εμφανισθεί. Ο π. Ιωάννης ρώτησε τον ιθαγενή, αν μπορούσε και που, να τους δη και αυτός.
θα τους ρωτήσω είπε ο γέροντας. Μετά λίγες μέρες όμως του ξανάπε: Οι «άνδρες» θέλουν βασικώς να σε δεχθούν, όμως μου είπαν να σου πω: «Γιατί θέλει να μας δη αφού σας διδάσκει ότι ακριβώς και εμείς;» Και b π. Ιωάννης συνεχίζει: «Τότε κάτι ανεξήγητο συνέβη μέσα μου: Τι θα γίνη σκέφθηκα, αν πραγματικά δω αυτούς τους αγγέλους; Και κρίνοντας τον εαυτό μου ανάξιο, αποφάσισα να μην πάω». Οι δυό άγγελοι είχαν διδάξει τον Σμιρένικωφ όλες τις αλήθειες της Πίστεως μας, ακόμα και πως να προσεύχεται νοερά με καθαρή καρδιά, χορηγώντας του και το χάρισμα της ιάσεως των ασθενούντων.

Το 1827, εις ενδείξιν αναγνωρίσεως του έργου του, ο Αρχιεπίσκοπος Μιχαήλ, του απένειμε το οφφίκιο του Σταυροφόρου πρεσβυτέρου. Τρία χρόνια μετά, το 1830 ο Μιχαήλ πέθανε. Ο π. Ιωάννης είχε αποκτήσει επτά παιδιά: τον Ιννοκέντιο, τον Γαβριήλ, τον Αλέξανδρο, την Κατερίνα, την Όλγα, την Παρασκευή και την Θέκλα. Το 1832 έστειλε τα δύο μεγάλα αγόρια στη Ρωσσία να σπουδάσουν μαζί με τον αδελφό του, Στέφανο και την ιθαγενή σύζυγο του, Μελάνη.

Στα 1834 το διοικητικό κέντρο των Ρώσσων αποίκων μεταφέρθηκε στο νησί Σιτκ=(Σίτκα) (νήσος Μπαρανώφ). Εδώ ζούσαν οι Κολουσκανοί και οι Ιλιγγίτοι, φιλοπόλεμες φυλές Ινδιάνων Ερυθροδέρμων της Αμερικής. Οι αγέρωχοι Ινδιάνοι συγκρούονταν συνεχώς με τους αποίκους που τους έπαιρναν τα εδάφη και εκμεταλλεύονταν τον πλούτο της χώρας των και έτσι το ιεραποστολικό έργο, στο πιο μακρινό πεδίο της ποιμαντικής δράσεως του π. Ιωάννου, δυσκόλεψε πολύ. Η επαφή με τους ιθαγενείς ήταν προβληματική και εύλογα βέβαια γι’ αυτούς. Έκτος από αυτό, οι μάγοι των Ινδιάνων καλλιεργούσαν τη δυσπιστία και το μίσος για τον Χριστιανισμό γενικώς. Ο π. Ιωάννης όμως έδειξε απέραντη υπομονή, και ανυστερόβουλη αγάπη για τις ανθρώπινες ψυχές. Η προσευχή και η παρατηρητικότητα του π. Ιωάννου όμως του αποκάλυψαν πλήρως την Ινδιάνικη ψυχή, για την οποία διεπίστωσε ότι εκοσμείτο με περισσότερα χαρίσματα από τους Αλεουτιανούς. Είχαν αρετές και πνευματικές δυνατότητες που θα τους έκαναν να ανταποκριθούν απόλυτα στις αρετές του Ευαγγελίου.
Έγραψε: «Βρέθηκα σ’ έναν άλλο λαό, όμοιο με τους Αλεουτιανους ως προς την πραότητα και την ευγένεια, πρόθυμο να ενστερνισθή τον Χριστιανισμό ή μάλλον έναν λαό, που μόνος του ψάχνει, αναζητώντας το φως του Ευαγγελίου».

Το παράδειγμα του π. Ιωάννου επηρρέασε τόσον τους Κολουσκανούς, ώστε να αναθεωρήσουν τη γνώμη που είχαν για τη ρωσσική ιεραποστολή. Όλοι οι ιστορικοί, του φωτισμού της Αλάσκας, αναφέρουν το έξης καθοριστικό περιστατικό. Την εποχή εκείνη, επιδημία «ευλογιάς» επέπεσε στην περιοχή της Σίτκας. Ο πληθυσμός χωρίστηκε στα δύο: οι μεν περίμεναν από τους μάγους, οι δε από τους Ρώσσους βοήθεια. Οι πρώτοι έπεσαν θύματα της επαράτου νόσου γιατί οι σαμάνοι ήταν ανίκανοι να τους θεραπεύσουν. Οι υπόλοιποι που είχαν εμβολιασθεί από τους Ρώσσους γιατρούς σώθηκαν και η επιδημία κατά έναν περίεργο για τους ιθαγενείς τρόπο, κατέπαυσε. Η θεία Πρόνοια άνοιξε έτσι μια πύλη στους ιθαγενείς, που έγιναν δεκτικοί στο Λόγο του Θεού. Η νέα ατμόσφαιρα επέτρεψε στον π. Ιωάννη να κάνη την πρώτη του ομιλία. Είχε γίνει η αρχή. Ο π. Ιωάννης σιγά σιγά αγαπήθηκε από όλους. Έγινε φίλος και προστάτης των. Λέγει ο ίδιος: «Κάποτε μπήκα στην καλύβα γνωστού μου Κολουσκανοΰ. Μια φωτιά έκαιγε στη μέση του δαπέδου. Το ξύλο ήταν υγρό. Τότε ένας
νεαρός ιθαγενής σηκώθηκε, έβγαλε το σκέπασμα από το μπαούλο του —καλοφτιαγμένο και ακριβό— και το έρριξε στην φωτιά για να θερμάνη τον ιεραπόστολο! Η πράξη αυτή έδειχνε το βάθος των αισθημάτων του και ήταν πολύ συγκινητική».

Η ιεραποστολή προχώρησε. Ο π. Ιωάννης, ακούραστος, έσπερνε το λόγο του Θεού, επιβεβαιώνοντας τα λόγια του με τη ζωή του και τα έργα του. Παράλληλα, ο επιστήμων π. Ιωάννης, δεν έχασε την ευκαιρία να μελετά τη γλώσσα και τις συνήθειες των ιθαγενών. Καρπός αυτής της μελέτης ήταν ένα νέο βιβλίο «Παρατηρήσεις στη γλώσσα των Κολουσκανών και των Κοντιάκων». Έτσι πέρασαν δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια, που αποτελούν το πρώτο στάδιο της ιεραποστολικής προσπάθειας του αγίου Ιννοκεντίου Βενιαμίνωφ.

Το έργο του π. Ιωάννου είχε επισύρει το θαυμασμό και το σεβασμό της Ρωσσικής Ιεράς Συνόδου αλλά και όλων των συμπατριωτών του στη Μητροπολιτική Ρωσσική Γη.
Το δεύτερο στάδιο του μεγάλου του έργου άρχισε ως έξης: Το έργο της Εκκλησίας στην Αλάσκα, παίρνοντας μεγάλη πλέον έκτασι, απαιτούσε την παρουσία καινούριων ιεραποστόλων, κατασκευή νέων ναών, σχολείων, ιατρείων, σε πολλά και διαφορετικά μέρη της απέραντης χώρας. Μ’ αυτήν την προοπτική, ο π. Ιωάννης ανέλαβε ένα ταξείδι ανεφοδιασμού και ανανεώσεως της προσπάθειας, στη Ρωσσία το 1838, με απόφαση του αρχιεπισκόπου Ιρκούτσκ, Μιχαήλ. Στην Αλάσκα εστάλη για να τον αναπληρώνη ένας νέος ιερεύς. Με το πλοίο «Νικόλαος ο Α » πέρασε από τη Χαβάη, την Ταϊτή και το Ρίο ντε Τζανέιρο. Στις 10 Απριλίου έφθασε στην Ευρώπη, στις 22 Ιουνίου στη Κρονστάνδη και στις 29 Ιουνίου, ανήμερα Πέτρου και Παύλου, μπήκε στον ποταμό Νιέβα, αράζοντας στην Αγία Πετρούπολι. ‘Εκεί ο π. Ιωάννης γνώρισε τον περίφημο Μητροπολίτη Μόσχας Φιλάρετο (Ντροζντώφ) που τον κράτησε τοποθετώντας τον ως εφημέριο στον Καθεδρικό Ναό του Ευαγγελισμού στο Κρεμλίνο. Του απενεμήθη ακόμη το οφφίκιον του πρωτοπρεσβυτέρου ως αναγνώρισις των πολλών κόπων του για την
Εκκλησία. Όμως ο Θεός είχε άλλο σχέδιο και η παραμονή του π. Ιωάννου στη Μόσχα δεν κράτησε πολύ. Στις 25 Νοεμβρίου του ίδιου έτους, η πρεσβυτέρα Αικατερίνα πεθαίνει ανήμερα στη γιορτή της. Μια αγαπημένη σύζυγος και μητέρα χάνεται αλλά και μια πολύτιμη και αναντικατάστατη βοηθός του ποιμαντικού έργου του π. Ιωάννου, ο όποιος λυπήθηκε πολύ ως άνθρωπος και ανησυχούσε για τα παιδιά του. Πως θα τα έβγαζε πέρα μόνος του; Η πρόνοια όμως του Κυρίου είχε για όλα οικονομήσει. Ο π. Ιωάννης, με τη συμβουλή του Φιλάρετου, έλαβε το μοναχικό σχήμα (27 Νοεμβρίου 1840) και το όνομα Ιννοκέντιος, (προς τιμήν του αγίου Ιννοκεντίου του Ιρκούτσκ) του ομοίου ήταν και ο συνεχιστής και διάδοχος στο έργο της ιεραποστολής. Η κουρά του έγινε από τον ίδιο τον Μητροπολίτη Μόσχας. Η Ιερά Σύνοδος, σχεδόν αμέσως, στις 13 Δεκεμβρίου, τον εξέλεξε επίσκοπο Καμτσάτκας, Κουρίλλων και Αλεουτίων Νήσων, ενώ συγχρόνως αποφάσισε και να του δοθή εξουσία επί όλων των απομακρυσμένων ιεραποστολικών περιοχών και η αρχηγία της ιεραποστολής στην Αμερική.
Στις 15 Δεκεμβρίου 1840 χειροτονήθηκε από τον Μητροπολίτη Πετρουπόλεως, Σεραφείμ και άλλους τέσσερις ιεράρχες, στον περικαλλή ναό της Παναγίας του Καζάν της λεωφόρου Νιέφσκυ. Η έδρα του ήταν η Σίτκα, για την οποία ανεχώρησε στις 18 Ιανουαρίου 1841.

β) Δεύτερη περίοδος ιεραποστολής

Φθάνοντας στην Αλάσκα, ο Επίσκοπος Ιννοκέντιος συνέχισε το έργο με μεγαλύτερη θέρμη, εποπτεύοντας το σύνολο των εργασιών του αμπελώνος του Κυρίου και αναζητώντας νέα πεδία δράσεως και προεκτάσεως του ευαγγελισμού των αμερικανικών φύλων. Ο ίδιος γράφει για τους Κολουσκανούς, τους Κοντιάκους, τους Αλεουτιανούς και τους Κρεολούς: «Πολλές ψυχές αρχίζουν να αναδύονται από το σκοτάδι στο φως. Όσο περισσότερο γνωρίζω τους ιθαγενείς τόσο πιο πολύ τους αγαπώ και τόσο πιο πολύ πείθομαι, ότι εμείς, παρά τη μόρφωσί μας είμαστε μακριά από το δρόμο της τελειώσεως. Απεναντίας, πολλοί «άγριοι», είναι ασυγκρίτως πιο αγνοί και ηθικοί από πολλούς από εμάς».

Ο επίσκοπος Ιννοκέντιος εργάζεται μέσα σε ένα αφάνταστα δύσκολο περιβάλλον, διατρέχοντας τις παγωμένες εκτάσεις, κινδυνεύοντας από χιονοστιβάδες, ρωγμές στον πάγο, άγρια ζώα και έλλειψη τροφής. Η ζωή του επαναφέρει στη μνήμη μας τους προ αυτού φωτιστές και αποστόλους, όπως ο ίδιος ο απόστολος Παύλος τα περιγράφει στους Κορινθίους, στις επιστολές του.

Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή του πρωτοπρεσβυτέρου Γκρομώφ, συνοδού του άγιου Ιννοκεντίου. Λέγει λοιπόν: «Ακόμη μου φαίνεται ότι βλέπω τον επίσκοπο Ιννοκέντιο, μια βαρειά χειμωνιάτικη νύχτα, με ένδυμα από δέρμα ελαφιού, να κάθεται σε μια πέτρα, ανάμεσα στους καλοκάγαθους κατοίκους της έρημου της Καμτσάτκας, να τρώη το παλιό ξερό τους ψάρι και μαζί με μερικές εκατοντάδες ρωμαλέους ιθαγενείς να αποκοιμιέται από την κούραση, κουλουριασμένος μέσα στο χιόνι. Ποτέ κανένας Ρώσσος Ιεράρχης δεν σκόρπισε την ευλογία του σε παρόμοια έρημο. Σ’ όλους τους καταυλισμούς των ιθαγενών που επισκεπτόταν ο άγιος Δεσπότης, νουθετούσε έμπρακτα τα λογικά του πρόβατα, πως, ο κύριος σκοπός της επίγειας ζωής μας είναι μόνον η «Βασιλεία των Ουρανών». Ο Θεός τουδινε δύναμι σ’ αυτόν του τον αγώνα, αλλά, και όπως ο ‘ίδιος έγραφε στις σημειώσεις του, απ’ όλα τα προτερήματα των ιθαγενών, εκείνο που μου έδωσε μεγαλύτερη χαρά ήταν η προθυμία ή μάλλον η δίψα να ακούσουν το λόγο του Θεού- και ο πιο ακούραστος ιεροκήρυκας θα κουραζόταν
να τους μιλά, χωρίς καθόλου να χαλαρωθή ο ζήλος τους να τον ακούουν.

Η ίδρυσις σχολείων εξαρτωμένων από την Εκκλησία ήταν κύριο μέλημα του γιατί, όπως έγραφε το 1845, στον Μητροπολίτη Φιλάρετο: «Να διδάξω όλα τα παιδιά του λαού: να μια σκέψη την οποία κατόρθωσα εν μέρει να βάλω σε εφαρμογή και με τη Χάρι του Θεού, ιδού μερικά αποτελέσματα. Αν οι Αλεουτιανοί με αγαπούν, το κάνουν μόνον γιατί τους έχω διδάξει». Ο απολογισμός του έργου του αγίου Ιννοκεντίου το 1850 έχει ως έξης: 9 εκκλησίες, 37 οίκοι προσευχής και ποίμνιο 15.000 ψυχές! Αυτήν την εποχή, με απόφαση της Ιεράς Συνόδου, η επισκοπή του αγίου Ιννοκεντίου επεκτείνεται, περιλαμβάνοντας στους κόλπους της όλη την Γιακουτία και η έδρα μετατίθεται από τη Σίτκα στο Γιακούτσκ της Σιβηρίας. Το ποίμνιο ανέρχεται τώρα σε 200.000 ψυχές! Νέες προσπάθειες και νέοι αγώνες. Ο άγιος Ιννοκέντιος μετέφρασε στη γλώσσα των Γιακουτίων, Αγία Γραφή και λατρευτικά κείμενα κι αυτοί όταν άκουσαν για πρώτη φορά στην γλώσσα τους τη Θεία Λειτουργία έμειναν κατάπληκτοι, και από τότε τιμούσαν κάθε χρόνο την ήμερα αυτή ως γιορτή!

Ο άγιος Ιννοκέντιος φωτίζεται από το Άγιον Πνεύμα να εκχριστιανίση και τις φυλές που είχαν υποδουλώσει παλαιότερα οι Κινέζοι και που τώρα μιλούσαν τη γλώσσα των Μαντσού. Με την επίβλεψή του, ωργανώθηκαν ιεραποστολές, σχολεία, έγιναν μεταφράσεις στη γλώσσα των Μαντσού και ιδιαίτερα στη διάλεκτο Νανάι. Σ’ αυτά όλα βοήθησε και η Ορθόδοξη Κινεζική Ιεραποστολή. Το 1858 η έδρα της Αρχιεπισκοπής μετετέθη πάλιν απ’ το Γιακούτσκ στο Μπλαγκοβεσένκ. Εγκαθιδρύθηκαν εφημεριακοί σταθμοί στο Νοβοαρχάγγελσκ και στο Γιακούτσκ για να βοηθούν τον ηλικιωμένο, πια, Δεσπότη.

Πολλές ιστορίες έχουν γραφτεί από την περίοδο αυτήν της ζωής του αγίου Ιννοκεντίου. Ας αναφέρουμε, για ψυχική ωφέλεια, τα πιο χαρακτηριστικά: Κάποτε, ο άγιος περιέγραψε στον ηγούμενο της μονής Βαλαάμ, Δαμασκηνό, πως το 1842, πλέοντας προς την νήσο Κόντιακ, ξέσπασε φοβερή θύελλα που επί τρεις ήμερες έσπρωχνε το πλοίο από το νότιο ακρωτήριο της νήσου Κόντιακ προς το νησί Σπρους. Το νησί Σπρους ήταν ο τόπος που έζησε και απέθανε ο μεγάλος ασκητής και ιεραπόστολος, τελευταίος της πρώτης ρωσσικής αποστολής των Βαλααμιτών στην Αλάσκα. Φοβισμένος για την τύχη του ήδη έχοντος πολλές βλάβες καραβιού, ο άγιος επίσκοπος επικαλέσθηκε τον μοναχό και άγιο τώρα Γερμανό, που αναπαυόταν εκεί έπειτα από μια οσιακή ζωή, λέγοντας: «Πάτερ Γερμανέ, αν βρήκες παρρησία στο Θεό, κάνε να αλλάξη ο άνεμος». Σε πιο λίγο από 15 λεπτά, ο άνεμος κατέπαυσε εντελώς, όπως τότε στη λίμνη Γενησαρέτ. Το πλοίο άραξε, το ίδιο βράδυ ήσυχα στον κόλπο του νησιού Σπρους και έριξε άγκυρα.

Ένα άλλο περιστατικό άφορα στη συνάντηση το 1860, δυό μεγάλων ιεραποστόλων και τώρα δύο μεγάλων αγίων της Ορθοδοξίας, δηλαδή του Αρχιεπισκόπου Ιννοκεντίου και του νεαρού τότε ιερομόναχου και ιεραποστόλου Νικολάου Κασάτκιν που έφευγε για την Ιαπωνία. Ο άγιος Ιννοκέντιος επεφύλαξε θερμή υποδοχή στον Νικόλαο, δίδοντας του πολλές πατρικές και πρακτικές συμβουλές. Όταν ο Νικόλαος έγινε Αρχιεπίσκοπος και αυτός, θυμόταν με αγαλλίαση και ευγνωμοσύνη τον άγιο Ιννοκέντιο, ο όποιος άσκησε μεγάλη επίδραση στο θαυμαστό έργο του, του Ευαγγελισμού των Ιαπώνων.

Γράφει ο άγιος, με ημερομηνία 2/7/1848 από το Οχότσκ σε κάποιον γνώριμο του για τη δίψα του λόγου του Θεού, από τους ιθαγενείς: «Ο πρώτος Τουγκος που γνώρισα στη Σιζίγκα με κατέπληξε και με ανακούφισε με την αφοσίωσή του. Αφού μου μίλησε για την μηδαμινή σχεδόν υπόστασι της φυλής του, του είπα: «Κάθε τι θα πάη καλά, αν πιστεύης στο Θεό και προσεύχεσαι σ’ Αυτόν » Μου απάντησε ωστόσο με συγκίνηση, που φαινόταν καθαρά στο ηλιοκαμμένο πρόσωπο του: «ο Τουγκος προσεύχεται πάντα. Ξέρει ότι τα πάντα προέρχονται από τον Θεό. Αν κατορθώσω να σκοτώσω μια πέρδικα, σημαίνει ότι ο Θεός μου την έδωσε: προσεύχομαι σ’ Αυτόν και Τον ευχαριστώ. Αν δεν την σκοτώσω, τότε ο Θεός δεν θέλει να μου την δώση, γιατί είμαι κακός, και πάλι προσεύχομαι». Κάθε φορά που θυμάμαι η προφέρω αυτά τα λόγια —συνεχίζει το γράμμα— αισθάνομαι συγκίνηση, που γίνεται ακόμη πιο βαθειά, όταν σκεφθώ, ότι ελέχθησαν από ένα πρόσωπο, που οι φιλόσοφοι μας με δυσκολία θα έκριναν άξιο να φέρη το όνομα άνθρωπος».

Ο άγιος Ιννοκέντιος, εβδομήντα χρονών πια, είχε χάσει τις σωματικές του δυνάμεις και υπέφερε και από τα μάτια του. Έγραψε στον Μητροπολίτη Μόσχας Φιλάρετο ότι θα ήθελε πολύ, τα τελευταία του χρόνια να τα ζήση σε μοναστήρι. Όμως ξαφνικά, ο άγιος Μόσχας κοιμήθηκε και η Ιερά Σύνοδος εξέλεξε διάδοχο του τον Ιννοκέντιο!! Ο Θεός έβαλε στη θέση ενός Αγίου έναν άλλον Άγιο! Η ανακήρυξίς του ως Μητροπολίτου Μόσχας έγινε στις 25 Μαΐου 1868 στον καθεδρικό Ναό του Κρεμλίνου.

γ) Μητροπολίτης Μόσχας

Δέκα και πλέον χρόνια έμεινε στον πρώτο θρόνο της Ρωσσικής Εκκλησίας, ο άγιος Ιννοκέντιος. Παρά την προχωρημένη ηλικία του και την πολύ κακή υγεία του ο άγιος εργάστηκε στον νέο αγρό του Κυρίου με τόσο ζήλο και θέρμη, όσο και στη Σιβηρία και την Αλάσκα.

Μερίμνησε πιο πολύ για την δημιουργία καλών κληρικών καλά καταρτισμένων στην Ορθόδοξη Θεολογία. Φρόντισε για την επίλυση των προβλημάτων των έγγαμων κληρικών, για τις χήρες πρεσβύτερες και τα ορφανά παπαδοπαίδια. Ίδρυσε ενοριακά σχολεία για τη μόρφωση των λαϊκών. Ως παλαιός αρχιμανδρίτης της Λαύρας του Αγίου Σεργίου βοήθησε πολύ στην αναδιοργάνωση της Μονής αλλά και των άλλων ρωσσικών ανδρικών και γυναικείων μοναστηριών. Εξέδωσε το εκκλησιαστικό περιοδικό «Φύλλα της Αγίας Τριάδος» (Τροίτσκιγιε Λίστκι) από τη Λαύρα του Σεργίου. Ίδρυσε και ανέπτυξε την «Ορθόδοξη Ιεραποστολική Πρόνοια» το 1870 στη Μόσχα, για τη στελέχωση, τον ανεφοδιασμό και επέκταση των εξωτερικών Ιεραποστολών της Ρωσσικής Εκκλησίας. Γι αυτό το τελευταίο του δημιούργημα, έγραφε χαρακτηριστικά: «Ήταν θέλημα Θεού, ώστε εδώ, στο κέντρο της Ρωσσίας, αν και γέρασα πια, να μη στερηθώ το ιεραποστολικό έργο, στο οποίο, κατά το θείον θέλημα, αφιέρωσα όλη μου τη ζωή στις μακρινές εκτάσεις της χώρας μου». Με τη φροντίδα του αγίου Ιννοκεντίου,
ιδρύθηκε μια Ανεξάρτητη Αλεουτιανή Επισκοπή, με έδρα τον Άγιο Φραγκίσκο, που περιελάμβανε όλες τις Εκκλησίες της Ιεραποστολής στην Αμερική, αφού πια η Αλάσκα είχε πωληθεί και είχε γίνει τμήμα των Η.Π.Α. Ήδη από το 1868 η κατάσταση της οράσεως του είχε πολύ χειροτερέψει. Το 1869 ήταν σχεδόν τυφλός. Η εγχείρηση που έκανε το 1872 για να βελτιωθή, απέτυχε. Όμως η δράσις του δεν ανεκόπη. Λειτουργούσε από μνήμης και εκτελούσε απαρέγκλιτα όλα του τα καθήκοντα με αφοσίωση και επιμονή.

Το 1879 ο άγιος γέροντας αρρώστησε, όμως συνέχισε τον καθημερινό εκκλησιασμό του. Τη μεγάλη Δευτέρα εξομολογήθηκε. Την Μεγάλη Τρίτη ζήτησε να του κάνουν Ευχέλαιο. Την Μεγάλη Τετάρτη, κοινώνησε με άφατη αγαλλίαση στην προηγιασμένη Λειτουργία. Την Μεγάλη Παρασκευή ζήτησε να του διαβάσουν την Ακολουθία εις ψυχορραγούντα. Το Μέγα Σάββατο το βράδυ, λίγο πριν σημάνει η Ανάσταση, ο μέγας Ιεράρχης της Ορθοδοξίας παρέδωσε ειρηνικά το πνεύμα του στον Κύριο Του! Σε λίγο οι καμπάνες του Κρεμλίνου διαλαλούσαν παντού το «Χριστός Ανέστη!» Η κηδεία του έγινε την Τετάρτη της Διακαινησίμου του 1879, πάνδημος. Πλήθη συνέρρευσαν από παντού. Ενταφιάσθηκε στη Λαύρα της Αγίας Τριάδος του Σεργίου, δίπλα ακριβώς στον προκάτοχο και φίλο του, Μητροπολίτη Φιλάρετο.

Το μεγάλο έργο του κατά την ταπεινή του ομολογία ήταν απλώς έργο της θείας χάριτος «Είμαστε όλοι όργανα της Θείας Χάριτος, τα έργα του άνθρωπου κατευθύνονται από τον Κύριο». Η Χάρις αυτή που επισκίαζε τον άγιο Ιννοκέντιο, τον μεταμόρφωσε «εις το είναι λειτουργόν Ιησού Χριστού εις τα έθνη, ιερουργούντα το Ευαγγέλιον του Θεού» (Ρωμ. ιε’, 16). Ενσάρκωσε, στην εποχή του, χωρίς ο ίδιος να το ξέρη ή να το θέλη, το έργο των Αποστόλων του Χριστού. Η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου Μόσχας ανεκήρυξε Άγιο τον Ιννοκέντιο στις 6 Οκτωβρίου του 1977. Η μνήμη του εορτάζεται στις 31 Μαρτίου άλλα και στις 13 Δεκεμβρίου μαζί με τους άλλους αγίους της Αλασκινής Εκκλησίας. Άγιε Ιννοκέντιε πρέσβευε υπέρ ημών και υπέρ του έργου κάθε Ορθόδοξης Ιεραποστολής απανταχού της Γης. Αμήν.

Απολυτίκιον Τον τάφον σου Σωτηρ Ήχος α

Αλάσκας φωτιστά, Μοσκοβίας το κλέος,
διδάσκαλε σοφέ, Ιννοκέντιε Θείε,
τους πάγους κατέτηξας και την πλάνην διέλυσας,
Χριστόν Ήλιον, νυκτός εν μέσω υψώσας:
Όθεν άπασα η του Θεού Εκκλησία, συμφώνως δοξάζει σε.

Μεγαλυνάριον Ήχος γ

Φίλος και Απόστολος ευκλεής, της Νέας Ηπείρου,
ανεδείχθης ο φωτιστής,
Ποιμήν της Μοσκοβίας,
Βλαστός της Σιβηρίας,
Βορείου Πόλου σέλας,
ω Ιννοκέντιε.

Από το βιβλίο: «Αλάσκα, Ορθόδοξο Συναξάρι – Γεωργίου Εμμανουήλ Πιπεράκη.»

Παράβαλε και:
31 Μαρτίου, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Υπατίου, επισκόπου Γαγκρών: Συναξάριον, Ασματική Ακολουθία.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.