Το θαύμα – Hans Killians.

Τι είναι η βασιλεία του Θεού; Το να συγχωρούμε ο ένας τον άλλον, όπως συγχωρεί ο Θεός και εμάς. Το να αγαπάμε ο ένας τον άλλον, όπως αγαπά και εμάς ο θεός. Όταν έχουμε μέσα μας την Αγάπη, τι μεγαλύτερη ευτυχία μπορεί να υπάρξη ;
(Παράκελσος)

Μια μέρα είχα να κάνω επίσκεψι στο ορθοπεδικό τμήμα της Κλινικής μας. Ο διάσημος ορθοπεδικός μας είχε φύγει ξαφνικά. Βαθιά πικραμένος μας αποχαιρέτησε, κι’ έτσι μου προσετέθη στις συνήθεις μου ασχολίες και η διεύθυνσις του ορθοπεδικού τμήματος.
Στην επίσκεψι πρόσεξα μια καινούργια άρρωστη. Ήταν μια σαραντάχρονη χωρική από τον Μέλανα Δρυμό, που έμενε κατάκοιτη. Το δυνατό, κάπως σκληρό της πρόσωπο, τα τεντωμένα της μαλλιά, χτενισμένα προς τα πίσω, που άρχισαν να γίνωνται γκρίζα, έδειχναν πως ήταν απ’ τις χωρικές που βλέπει κανείς στα ψηλότερα μέρη του Μέλανος Δρυμού. Οχτώ χρόνια τώρα, έλεγε το χαρτί του γιατρού που μας την έστελνε, ήταν η γυναίκα παράλυτη και απ’ τα δυό της πόδια και έμενε κατάκοιτη. Το ιστορικό ανέφερε ένα μικρό ατύχημα, που της είχε συμβή λίγο πριν μείνη παράλυτη.
Την εξήτασα επιπόλαια στην αρχή. Στα γυμνά της πόδια δεν υπήρχε τίποτε το μη φυσιολογικό, έκτος από μια ωρισμένη ατροφία των μυών, που την δικαιολογούσε τελείως η μακρόχρονη ακινησία. Πιο άσχημα φαίνονταν τα άκρα των ποδιών της. Αυτή η παθολογική κατάστασις παρουσιάζεται, όταν τα πόδια για πολύν καιρό κρατιώνται τεντωμένα. Καταλήγει σε μια πολύ μεγάλη σμίκρυνσι του γαστροκνημίου με τον αχίλλειο τένοντα. Σε μια τέτοια περίπτωσι το πόδι δεν μπορεί πια να σηκωθή, γιατί οι ανάλογοι μεις έχουν εκφυλισθή και ο γαστροκνήμιος έχει βραχυνθή. Άρρωστοι με αυτήν την πάθησι δεν μπορούν πια να βαδίσουν και όταν το προσπαθήσουν, περπατούν στα δάκτυλα.
Κάπως έκπληκτος εξήτασα καλύτερα την γυναίκα. Αλλά δεν μπορούσα να διαπιστώσω και πάλι καμμιά απώλεια ούτε και βλάβη της αισθητικότητος του δέρματος ή μια παράλυσι των νεύρων. Και στην ακτινογραφία δεν υπήρχε ούτε τραυματισμός του κρανίου με επίδρασι στο μυαλό, ούτε καμμιά μεταβολή στην σπονδυλική στήλη και στον νωτιαίο μυελό.
Ολα αυτά φαίνονταν πολύ παράξενα. Η κατάστασις του άκρου ποδός βασικά μπορούσε να εξηγηθή. Ήταν δυνατόν να έχη δημιουργηθή με την μακροχρόνια κατάκλισι. Γιατί, όταν είναι κανείς ξαπλωμένος, το πόδι από μόνο του παίρνει μια θέσι εκτάσεως, οι μεις της γαστροκνήμης μας κονταίνουν και τεντώνονται αντίστοιχα οι μεις που ανασηκώνουν το πόδι. Πάντα συμβαίνει αυτό το πράγμα. Ο καθένας μπορεί να το παρατήρηση στον εαυτό του. Σ’ αυτά προστίθεται η πίεσις των σκεπασμάτων και των παπλωμάτων, που υποβοηθούν στο να μένη τεντωμένο το πόδι.
Τελείως όμως ανεξήγητη μου ήταν η παράλυσις. Γιατί λοιπόν έμενε η γυναίκα οχτώ χρόνια ακίνητη στο κρεββάτι, έφ’ όσον οι ακτινογραφίες, που είχε φέρει μαζί της και εκείνες που της πήραμε εμείς δεν έδειχναν κάταγμα κανένα, ούτε στα πόδια, ούτε στην σπονδυλική στήλη, ούτε στη λεκάνη ;
Η ιατρική γνωρίζει πολλών ειδών παραλύσεις. Οι πραγματικές παραλύσεις μυών, σχεδόν πάντοτε, παρουσιάζονται μαζί με μια βαρειά πάθησι του εγκεφάλου ή του νωτιαίου μυελού ή με μια βλάβη των νεύρων ύστερα από τραυματισμό ή δηλητηρίασι. Εκτός απ’ αυτές όμως τις περιπτώσεις, υπάρχουν και περίεργες παραλύσεις, που δημιουργούνται εκ του ότι ένας άρρωστος, ύστερα από ένα οποιοδήποτε σοκ ή πόνο, δεν μπορεί πια να κάνη ωρισμένες κινήσεις. Είναι κάπως «μπλοκαρισμένος». Ο άρρωστος δεν βρίσκει, τη στιγμή που θέλει, την ικανότητα να μετακινήση τα μέλη του. Η νευρική μεταβίβασις έχει πάθει βλάβη και τα τμήματα των μυών, που είναι αναγκαία για μια ωρισμένη κίνησι, δεν μπορούν πια να προχωρήσουν στη δουλειά τους. Νεαροί γιατροί συμπεραίνουν ότι πρόκειται περί «υστερίας» ή «σκοπίμου απάτης» και βλέπουν ένα τέτοιον ασθενή η σαν τρελλό ή σαν ψεύτη. Αλλά είναι καλύτερα να αφήνη κανείς τέτοιες πρόχειρες διαπιστώσεις και να προσπαθή να ανακαλύψη τις βαθύτερες αιτίες.

Μ’ αυτήν την ιδέα επισκέφθηκα ένα από τα επόμενα βράδυα την χωρική μου. Την είχαν σ’ ένα μικρό δωματιάκι μόνη της, γιατί το τμήμα μας ήταν κατάμεστο. Τράβηξα μια καρέκλα, κάθησα δίπλα στο κρεββάτι και άρχισα να κουβεντιάζω. Πρώτ’ απ’ όλα έμαθα, όπως πάντοτε φρόντιζα να κάνω, για το σπίτι της, τα χωράφια και τα λιβάδια, τα άλογα και τα ζώα της. Από τις απαντήσεις της έβγαινε, ότι ήταν μια γυναίκα που κρατιόταν καλά. Όπως τα απαριθμούσε όλα αυτά σου έκαναν εντύπωσι. Έπρεπε να ήταν μια περίφημη περιουσία μιας μεγάλης αγροτικής οικογενείας.
Ύστερα ήρθα και στην αρρώστια της. Εδώ όμως βρέθηκα μπρος σε κάτι πολύ παράξενο : Όταν ζητούσα να πάρω πληροφορίες για το πως έπεσε ή για την πορεία της αρρώστιας της, άρχιζε η άρρωστη μου να με κατακλύζη αμέσως με ένα χείμαρρο λέξεων.
Λοιπόν, αυτό συνέβη προ οχτώ ετών. Είχαν έρθει να τους επισκεφθούν, ο αδελφός του ανδρός της, η αδελφή της, ο αδελφός της και η πεθερά της. Όλοι ήταν καθισμένοι έξω, κάτω από την γέρικη καρυδιά, σ’ ένα τραπέζι, έλεγαν αστεία μεταξύ τους και γελούσαν. Εκείνη όμως στεκόταν, όπως συνέβαινε τις πιο πολλές φορές, τελείως μόνη στην κουζίνα και έπρεπε να βράζη καφέ. Κανείς δεν την βοηθούσε. Πάντοτε οι άλλοι την άφηναν να τους υπηρετή. Ήταν μονάχα ένα υποζύγιο. Όταν πήγαινε και αυτή να χαρή, ήταν ο τελευταίος τροχός της αμάξης.
Ακριβώς το ίδιο γινόταν και αυτήν τη φορά. Εκείνη στεκόταν στη φωτιά και οι άλλοι διασκέδαζαν. Ξαφνικά παρετήρησε ότι η φωτιά έσβηνε. Βγήκε έξω να φέρη λίγο δαδί. Τρέχοντας κατέβηκε την πέτρινη σκάλα που ωδηγούσε από την κουζίνα στην αυλή όπου ήταν τα ξύλα. Στη βιασύνη της γλίστρησε απ’ τη σκάλα, έχασε την ισορροπία της και έπεσε με το κάθισμα δυνατά επάνω στα σκαλοπάτια.
— Δεν μπορούσα να σηκωθώ. Άκουσαν στο τέλος οι άλλοι τις φωνές μου και έτρεξαν πρώτος ο αδελφός μου κατόπιν ο κουνιάδος μου και εκείνος είπε : «Για όνομα του Θεού, τι έγινε ; Γιατί ξάπλωσες στη σκάλα ; Έπεσες…» Και η αδελφή μου είπε : «Άννα, τι συνέβη ; Πληγώθηκες ;» Δεν μπορούσα να πω τίποτε πια, γιατρέ, μόνον ούρλιαζα από τους πόνους. Μετά φάνηκε ο άνδρας μου να έρχεται. Γέλασε μόνον και μου είπε : «Γιατί κατρακυλάς στη σκάλα; Μπορείς να την κατεβαίνης, όπως και εγώ!» Ενώ εγώ είχα πέσει και είχα τέτοιους πόνους, εκείνος μου μιλούσε έτσι. Κατόπιν όμως φοβήθηκε όταν πρόσεξε ότι δεν μπορούσα να ξανασηκωθώ και του έφυγε το γέλιο. Από εκείνη την ήμερα γιατρέ μου δεν ξαναπερπάτησα. Είμαι κατάκοιτη και παράλυτη οχτώ χρόνια.

Άρχισε να κλαίη. Την άφησα για λίγο στον πόνο της, και μετά την ρώτησα:
— Και τι έγινε κυρά μου κατόπιν ;
—Α, ναι, είπε και αναστέναξε λίγες φορές ακόμη. Όπως ήταν όλοι μαζεμένοι γύρω μου, με σήκωσαν, με έβαλαν στο δωμάτιο, με ξάπλωσαν στο κρεββάτι και κουβέντιαζαν μεταξύ τους τι έπρεπε να κάνουν. Έβρασαν τον καφέ, και ο άνδρας μου έστειλε στο τέλος τον υπηρέτη με την μοτοσυκλέττα να φέρη το γιατρό. Ύστερα από δυό ώρες ήρθε ο γιατρός και με εξήτασε. Δεν μπορούσε όμως να βρη τίποτε, και δεν καταλάβαινε γιατί πονούσα. Στο τέλος είχε τη γνώμη, ότι έσπασε το ιερό οστούν, ότι έγινε εκεί μια αιμορραγία, και είπε ότι έπρεπε να το αλείψω με ξύγκι, και να μείνω ακίνητη στο κρεββάτι οχτώ μέρες. Και όλοι με λυπόντουσαν, που είχα πέσει τόσο βαριά. Κανείς δεν ήθελε να πιστέψη, ότι δεν μπορούσα πιάνα περπατήσω ούτε ο γιατρός, αν και είχε πολύ σοβαρό ύφος. Και προσέξτε γιατρέ, επειδή όλοι σχεδόν είχαν τύψεις, γιαυτό με επισκέπτονταν τακτικά και μου έφερναν ένα σωρό πράγματα. Πιο πριν δεν μου έδινε κανείς καμμιά σημασία. Πριν έπρεπε μόνο να δουλεύω και κανείς δεν με λυπόταν.
Άρχισε να κλαίη και εκείνη τη στιγμή ένιωσα, σε τι περιβάλλον χωρίς αγάπη και οίκτο ζούσε αυτή η γυναίκα. Ολόκληρη η κακοτυχία μιας ζωής, μ’ ατέλειωτα βάσανα και ταπεινώσεις, γέμιζε την ψυχή της. Αναστέναξε μερικές φορές—ξαναβρήκε τον εαυτό της πάλι και άρχισε να διηγήται ξανά:

— Τώρα είναι τελείως διαφορετικά. Τώρα έρχονται στο κρεββάτι μου και δεν μπορώ να πω το αντίθετο,—είναι καλοί μαζί μου. Ναι, αλλά τι να μου κάνουν όλα αυτά γιατρέ, όταν εγώ δεν μπορώ πια να περπατήσω, οχτώ χρόνια τώρα;
Ολόκληρη η ιστορία μου έγινε σιγά-σιγά πιο καθαρή. Βέβαια η γυναίκα τότε είχε χτυπήσει βαριά στην σκάλα. Ίσως πράγματι να είχε παίση το ιερό οστούν, και αυτό είναι αλήθεια ότι πονά πολύ, γιατί οι μεγάλοι μεις του καθίσματος που πιάνουν στο Ιερό οστούν, με την παραμικρότερη κίνησι τραβούν το σπασμένο μέρος. Αλλά αυτό δεν ήταν λόγος μιας πολύχρονης παραλύσεως. Η θεραπεία δεν διαρκεί ποτέ τόσο πολύ.
Προηγουμένως μου έκανε εντύπωσι πως μιλούσε για τον άνδρα της. Τι βαθειά πίκρα είχαν τα λόγια της : «Εκείνος γέλασε, αλλά το γέλιο του σταμάτησε».

Προσεκτικά προσπάθησα να σκαλίσω εδώ τα πράγματα :
— Έχετε μήπως παιδιά ; ρώτησα.
Εκούνησε το κεφάλι της.
— Όχι.. . είναι και αυτό. Δεν μπορώ να κάνω παιδί.
Έσκυψε σαν να συναισθανόταν το σφάλμα της, κατόπιν όμως ξέσπασε η απελπισία της:
—Εκείνος λέει, ότι είμαι ένα κούφιο καρύδι, είπε μέσα στους λυγμούς της.
Ξαφνικά είδα ολόκληρη τη ζωή αυτής της δύστυχης, της πλούσιας χωρικής, ξεκάθαρα μπροστά μου. Ο χωρικός, ίσως ένας σκληρός άνθρωπος, ήθελε έναν κληρονόμο για τη γη του και εκείνη δεν μπορούσε να του δώση το γιο που επιθυμούσε. Ήταν «κούφιο καρύδι», και σ’ αυτήν την ανελέητη κριτική έδειχνε ολόκληρη τη στάσι του απέναντί της. Όπως φαίνεται την είχε ταλαιπωρήσει, και αυτή προσπαθούσε να καλύψη την «μειονεκτικότητά» της με μια μεγάλη εργατικότητα. Ήταν άσπλαχνη στον ίδιο της τον εαυτό. Μάταιος κόπος! Η απογοήτευσις και η πίκρα έμεναν και εκείνος συνέχιζε να της εκδηλώνη την κρυφή εχθρότητα που ένιωθε.
Ακόμη ήταν και οι συγγενείς. Βεβαιότατα, για να γίνωνται αγαπητοί στον πλούσιο κτηματία, στον θειό που θα κληρονομούσαν, συμφωνούσαν απόλυτα μαζί του. Για ανθρώπους που ζουν μόνον για την ύλη, κυριαρχεί ο νόμος των ζώων. Το πιο αδύνατο μέλος χτυπιέται από όλους τους άλλους, τυραννιέται η και σκοτώνεται.
Και από αυτήν την ατμόσφαιρα μιας ψυχρής, πικρής μοχθηρίας και ελλείψεως αγάπης είχε ξεφύγει, καταφεύγοντας στην αρρώστια, για να βρη εκεί κάποια συμπόνια και την ψευδαίσθησι της αγάπης. Τότε έγινε μια μεταβολή, μια διαστροφή θελήσεως, που παρουσιάζει σε μας τους γιατρούς την τόσο επικίνδυνη εικόνα της υστερίας. Ο ρόλος της αξιολύπητης της άρεσε. Δεν την απομάκρυνε μόνον από την ρουτίνα, αλλά και την σήκωνε πιο ψηλά από τους άλλους. Αυτή που μέχρι τώρα ήταν η σταχτοπούτα, έγινε ξαφνικά το κέντρο της οικογενείας, έγινε ενδιαφέρουσα για τον ίδιο τον εαυτό της. Η αξία που πήρε την χαροποιούσε. Αλλά αυτή η καινούργια κατάστασι διέτρεχε έναν κίνδυνο. Αν γινόταν καλά, τότε αυτομάτως θα ξανάπεφτε πάλι στην μειονεκτική της θέσι. Αυτό όμως ενδόμυχα την φόβιζε και γι’ αυτό γαντζώθηκε απ’ την αρρώστια, σαν τον ναυαγό απ’ την σανίδα μέσα στα κύματα σ’ ένα κρύο αφιλόξενο πέλαγος. Ήθελε να είναι άρρωστη, έπρεπε να είναι άρρωστη.
Η επόμενη επίσκεψις που της έκανα, μου επιβεβαίωνε την ορθότητα αυτής της διαγνώσεως. Αρνιόταν σταθερά, να την εγχειρήσουμε. Ναι, γινόταν σχεδόν κακιά, όταν δοκίμαζα να της ξεκαθαρίσω ότι επρόκειτο μόνο για μια σχετικά μικρή και ασήμαντη επέμβασι. Ότι ήταν αναγκαίο για να κατορθώση πάλι να περπατήση καλά να μακρύνουμε τους δυό αχιλλείους τένοντας. Οχτώ χρόνια την θεράπευαν οι γιατροί χωρίς κανένα αποτέλεσμα, έλεγε βλοσυρή, και τώρα ερχόμουν εγώ, και ήθελα να την κατακομματιάσω. Όχι, για κάτι τέτοιο δεν θα υποχωρούσε ποτέ. Ήταν χωρίς αποτέλεσμα να προσπαθη κανείς να την πλησιάση με λογικά επιχειρήματα, και ακόμη ήξερα από πείρα ότι τέτοιους ασθενείς αν τους φερθής βίαια, τους σπρώχνεις σε μια απαίσια αντίστασι, όπου μένουν πια για πάντα.
Έτσι σταμάτησα τις συζητήσεις και την άφησα. Σκεπτόμουνα όμως την περίπτωσί της και απασχολήθηκα μ’ αυτήν τις επόμενες ημέρες, όταν έβρισκα καιρό. Μου ήταν ξεκάθαρο ότι με το μαχαίρι μονάχα δεν θα μπορούσα να την θεραπεύσω. Το να κατορθώση και πάλι να βαδίζη, μετά απ’ την εγχείρησι, έπρεπε να το θελήση μόνη της και να με βοηθήση, αλλά σ’ αυτό το πράγμα δεν μπορούσα να υπολογίζω. Εκείνη ζούσε καλύτερα στην αρρώστια. Έτσι έπρεπε να βρω έναν δρόμο να την κάνω να επιθυμήση την επιστροφή της στον κόσμο των γερών ανθρώπων. Είχε γίνει ενδιαφέρουσα στους άλλους σαν άρρωστη. Έπρεπε να πιστέψη, ότι και γερή θα ήταν εξ ίσου ή μάλλον πιο πολύ ενδιαφέρουσα.

Το πρώτο που έκαμα ήταν να την βγάλω από το μοναχικό της δωμάτιο και να την βάλω μαζί με άλλες άρρωστες. Βρήκα πολύ καλές γυναίκες. Μια υποχόνδρια φρόντισα να μεταφερθή σε ένα άλλο δωμάτιο πιο πριν. Η σκέψις που με ωδηγούσε ήταν η έξης : Κάθε πεπειραμένος κλινικός ξέρει ότι η επικοινωνία με άλλους ασθενείς ασκεί συχνά μια πολύ καλή επίδρασι στον άρρωστο. Ναι, υπάρχουν πολλοί ασθενείς, που οι ίδιοι το ζητούν, να είναι μαζί με άλλους. Είναι ένα υγιές ένστικτο που τους κατευθύνει. Και μόνον το γεγονός, ότι έχει κανείς συντρόφους, τον βοηθεί να δέχεται μερικά πράγματα. Δεν είναι πλέον μόνος του στις φροντίδες και στις σκέψεις του, προσέχει ο ένας τον άλλον, βοηθιέται, και σιγά – σιγά αναπτύσσεται σε έναν τέτοιον θάλαμο ένα πνεύμα συναδελφοσύνης. Αυτοί οι άνθρωποι είναι ως επί το πλείστον καλές ψυχές, γεμάτες με αμοιβαία προσοχή, βοήθεια, συμπόνια, γιατί ένας που υποφέρει, είναι πάντοτε περισσότερο ανοιχτός προς τον ξένο πόνο από έναν υγιή, και έτσι καταλήγει, ώστε πολλοί άρρωστοι, αφού φύγουν από το νοσοκομείο για εβδομάδες ύστερα, να ξαναγυρίζουν στις ώρες των επισκέψεων για να περάσουν λίγη ώρα με τους αρρώστους που έζησαν μαζί. Μυστικά και ασυνείδητα νιώθουν μια νοσταλγία για την κοινή ζωή που κάποτε είχαν ζήσει, και τους είχε κάνει τόσο ευτυχείς και που τώρα την στερούνται έξω στον κόσμο των γερών συνανθρώπων τους. Αυτήν την συντροφικότητα ήθελα να χρησιμοποιήσω για θεραπευτικό μέσο στην χωρική μου.

Αφού την μετέφεραν στο νέο θάλαμο περίμενα μερικές ήμερες ακόμη, προτού επαναλάβω την προσπάθεια, να πάρω την συγκατάθεσε της για την εγχείρησι. Αυτή τη φορά διάλεξα μιαν άλλη τακτική. Δεν θα μπορούσα βέβαια εγώ ο ίδιος να αλλάξω γνώμη και να πείσω τον εαυτό μου, ότι αυτή η εγχείρησις ήταν κάτι το ιδιαίτερα περίφημο, αλλά προσπάθησα να της εξηγήσω, ότι μια ολοκληρωτική θεραπεία και εγώ ο ίδιος ακόμη θα έπρεπε να την θεωρώ σαν ένα «ιατρικό θαύμα». Σκοπίμως χρησιμοποίησα ποικιλοτρόπως την έκφρασι «θαύμα» και μπορούσα να διαβάσω στο μυαλό της, ότι η σκέψις, να γίνη σ’ αυτήν ένα «ιατρικό θαύμα» άρχισε να την απασχολή όλο και πιο πολύ και μάλιστα με μια θετική έννοια.
Οι άλλες άρρωστες είχαν παρακολουθήσει με προσοχή τον διάλογο μας. Ξαφνικά ανακατεύθηκε μια δυναμική Βαυαρέζα στην συζήτησι:
— Ναι, κυρά μου, λογικευθήτε. Κάνετε τη χάρι στον γιατρό, που θέλει τόσο πολύ να σας εγχειρήση.
Όλοι γέλασαν ακόμη και η άρρωστη μου γέλασε μαζί της.
Έτσι έσπασε ο πάγος, και όταν έφυγα μισή ώρα αργότερα έπαιρνα μαζί μου την συγκατάθεσί της για την εγχείρησι. Και μάλιστα υπό την επίδρασιν της συγκαταθέσεως των άλλων συγκατατέθηκε με κάποια προθυμία.

Δυό μέρες αργότερα έκανα μια μικρή επέμβασι για να επιμηκύνω τον αχίλλειο τένοντα πρώτα στο δεξί και κατόπιν ύστερα από λίγες εβδομάδες στο αριστερό πόδι. Τα πόδια τα έβαλα στον γύψο σε τελείως ίδιο μήκος και τα δυό. Αφήσαμε να θεραπευθούν οι τένοντες και ύστερα από τρεις εβδομάδες βγάλαμε τον γύψο πρώτα από το δεξί και αργότερα από το αριστερό πόδι. Κατόπιν είπα να γίνη μασσάζ στα πόδια και κινήσεις στους αστραγάλους και στα γόνατα.
Αλλά τώρα πλησίαζε η πιο αποφασιστική στιγμή! Τι θα χρησίμευε στο τέλος μια επιτυχημένη εγχείρησις, εάν η άρρωστη δεν ήθελε να γίνη καλά; Ύστερα από πολλή σκέψι μου ήρθε μια ιδέα.
Δεν είχε χρησιμεύσει μια φορά ως τώρα η συνεργασία του θαλάμου σαν βοηθητική δύναμις; Λοιπόν δεν θα έπρεπε να την δοκιμάσω άλλη μια φορά ;
Μια μέρα έστειλα την χωρική μου για μασσάζ σε ζεστό μπάνιο, πράγμα που την εξέπληξε. Ήθελα στο μεταξύ να μιλήσω με τις άλλες τις γυναίκες μόνος μου. Μόλις την πήραν έξω, γύρισα στις πέντε άλλες άρρωστες του δωματίου και τις παρεκάλεσα να βοηθήσουν στο πείραμα που ήθελα να κάμω. Συγκατατέθηκαν αμέσως και με κατακεραυνοβόλησαν με τις περίεργες ερωτήσεις τους.
— Λοιπόν, τους εξήγησα το σχέδιό μου, στην επομένη επίσκεψι θα αιφνιδιάσω απλώς την κυρία Χ. Χωρίς να το περιμένη θα την τραβήξω από το κρεββάτι και θα την στήσω στα πόδια της. Την στιγμή που θα στέκεται, εσείς όλες πρέπει να ξεσπάσετε σε έκπληξι και θαυμασμό. Με καταλαβαίνετε καλά, δεν είναι μια φτηνή χαρά. Η καϋμένη η γυναίκα έχει πει στον εαυτό της, ότι δεν μπορεί πια να περπατήση, και εσείς πρέπει να την βοηθήσετε. Να της ξαναδώσετε αυτοπεποίθησι. Η έκπληξί σας είναι, χωρίς υπερβολή, φάρμακο γι’ αυτήν, απολύτως αναγκαίο για την θεραπεία της. Και αργότερα, όταν θα κάνη τις πρώτες προσπάθειες να περπατήση, δεν πρέπει να σταματήσετε, να εκπλήττεσθε σε κάθε της βήμα. Με καταλαβαίνετε; Η συνεργασία σας είναι πολύ, πολύ αναγκαία!
Κατάλαβαν καταπληκτικά γρήγορα και η αρχική συγκατάθεσίς τους μετεβλήθη σε ενθουσιασμό. Ήθελαν αμέσως να κάνουν κάτι, και ακόμη ενώ βρισκόμουν εκεί, άρχισαν να μοιράζωνται μεταξύ τους τους ρόλους των. Τους εξήγησα ακόμη, ότι φυσικά δεν θα έπρεπε λέξι, απ’ όσα είχαμε πει να φθάση στ’ αυτιά της άρρωστης, αλλιώτικα ολόκληρο το πείραμα δεν είχε κανένα νόημα. Μου το υπεσχέθησαν και με την επισημότητα που μου το υπεσχέθησαν κατάλαβα, ότι είχαν πάρει στα σοβαρά τον ρόλο τους.

Το επόμενο βράδυ, επήγα για επίσκεψι. Ακολουθούμενος από την αδελφή, πέρασα, όπως πάντα, από κρεββάτι σε κρεββάτι. Όλα ήταν όπως πάντα. Μόνον ένας μεμυημένος μπορούσε να αισθανθή μια υπερέντασι που ήταν διάχυτη στο δωμάτιο..
Όταν πλησίασα στο κρεββάτι της χωρικής, παρεκάλεσα την αδελφή να με βοηθήση. Κατόπιν τράβηξα γρήγορα τα σκεπάσματα και διέταξα απότομα την γυναίκα να καθήση στην άκρη του κρεββατιού και ν’ αφήση τα πόδια της να κρέμωνται κάτω. Η αδελφή και έγώ την πιάσαμε και την κρατήσαμε από το μπράτσο δυνατά. Οι άλλες γυναίκες γύρισαν από τα κρεββάτια τους και μας κύτταζαν με ορθάνοιχτα μάτια.
— Λοιπόν τώρα σταθήτε στα πόδια σας! διέταξα.
Την σήκωσα γρήγορα και την έβαλα όρθια. Η έκπληξίς της από αυτήν την ωμή μεταχείρησί μου δεν μου διέφυγε. Η γυναίκα τα είχε τελείως χαμένα αλλά στάθηκε. Το κρίσιμο σημείο πλησίαζε, η αποφασιστικώτερη στιγμή ολόκληρης της θεραπείας. Το ένιωθα. Σκέφθηκε αυτά τα δευτερόλεπτα, εάν έπρεπε να λυγίση η όχι. Τρίκλισε. Δίσταζε! Τότε ακριβώς άρχισε ο χορός των γυναικών. Ξέσπασαν σ’ έναν ακράτητο θαυμασμό. «Στέκεστε, ναι! Τι παράξενο!» φώναζαν όλες μαζί. Και οι πέντε έπαιζαν τον ρόλο τους περίφημα. Ιδιαίτερα μια γερόντισσα έκανε σαν τρελλή και ωρύετο. «Είναι θαύμα! θαύμα!» και χτυπούσε τα χέρια της. Αυτό μου φάνηκε υπερβολικό. Μα τότε ξύπνησε στο νου της παράλυτης η ανάγκη να στερεωθή στα πόδια της. Νιώθαμε μια εσωτερική αλλαγή. Η θέλησίς της άρχισε να μεταβάλλεται. Τα μάτια της ήταν ορθάνοιχτα και σε μια στιγμή γέλασε και δοκίμασε μόνη της, να σταθή ελεύθερη. Την αφήσαμε.
Από αυτήν την στιγμή, άρχισε η χωρική να ξαναστέκεται και να βαδίζη. Με καταπληκτικό ζήλο και επιμέλεια ησκείτο βήμα με βήμα, πρώτα γύρω από το κρεββάτι, κατόπιν από το ένα κρεββάτι στο άλλο, και οι άλλες γυναίκες και οι αδελφές την βοηθούσαν με συγκινητικό τρόπο. Κάθε βήμα ήταν ένα βήμα προόδου, και κάθε πρόοδο την ακολουθούσε ο χορός των καλών της πνευμάτων με ξεσπάσματα θαυμασμού. Και με το δίκιο τους, γιατί πράγματι ήταν αξιοθαύμαστο, πόσο σύντομα αυτή που ήταν παράλυτη για οχτώ χρόνια, μάθαινε πάλι να περπατάη. Μέχρι τώρα ήθελε να είναι άρρωστη. Τώρα έβαζε όλη της την ενεργητικότητα για να γίνη καλά. Σε λίγο καιρό πήγαινε με μπαστούνια ελεύθερη μέσα στο δωμάτιο. Κατόπιν την συνήντησα στο διάδρομο και τέλος πήγαινε περίπατο και στον κήπο. Το θεωρούσε σαν ένα Ιατρικό θαύμα. Σε λίγο μπορούσε να φύγη από το νοσοκομείο.

Δεν πίστευα στα μάτια μου όταν ύστερα από τέσσερις μήνες ξαναήρθε η χωρική αυτή στην κλινική. Περπατούσε τώρα τελείως ελεύθερα, χωρίς μπαστούνια. Μπορούσε να πηγαίνη τέσσερις ώρες συνέχεια με τα πόδια και χρειάστηκε, όπως μου διηγήθηκε, να ανέβη ένα γειτονικό βουναλάκι 300 μέτρων. Η παράλυσις είχε υποχωρήσει. Εξηφανίσθη και από την συνείδησί της. Αυτό το έδειχνε η ψυχική της μεταβολή. Ήταν πιο χαρούμενη και πιο ελεύθερη. Γεμάτη ενθουσιασμό μου διηγήθηκε:
— Μπορείτε να φανταστήτε, γιατρέ, τι έκπληξι δοκίμασε ο άνδρας μου όταν με είδε να περπατάω. Δεν πίστευε στα μάτια του. Το ίδιο και οι συγγενείς μου. Η αδελφή μου, ο αδελφός μου και όλοι οι άλλοι που ήρθαν στο σπίτι. Γιατρέ, ακόμα και ο Δήμαρχος ανέβηκε ειδικώς γι’ αυτό. τον προϋπάντησα τρέχοντας και κατόπιν όλοι πήγαν στην σκάλα, από όπου έπεσα, και την ξανακύτταζαν πάλι!
— Τι είπε ο γιατρός σας για την επιτυχία μας ; την ρώτησα.
— Βέβαια, ήρθε και ο παλαιός μας γιατρός που με είχε πρωτοδεί. Με κύτταξε από το κεφάλι ως τα πόδια και δεν ήθελε να το πιστέψη. Μετά με ρώτησε : «για πες μου, τι άλλο σου έκαμε ο γιατρός εκτός από την μικρή εγχειρησούλα στα πόδια, κυρά μου ;» Εγώ χρειάστηκε να σκεφθώ για να απαντήσω.
— Λοιπόν, και τι απαντήσατε στον γιατρό ;
— Ναι. Τίποτε άλλο δεν του είπα.

Κατόπιν σηκώθηκε κι’ έφυγε. Της φώναξα από μακρυά:
— Την άλλη φορά φέρτε μαζί σας και τον άνδρα σας. Πραγματικά, ύστερα από τρεις εβδομάδες ξαναήρθε και δίπλα
της στεκόταν ένας χοντροκαμωμένος χωρικός. Με ευχαρίστησε λακωνικά και ξανασώπασε, ενώ η χωρική διηγείτο ατάραχη. Στο τέλος στράφηκα προς εκείνον :
— Δεν είναι θαυμάσιο πράγμα που ξαναέχετε γερή την γυναίκα σας;
— Γιατρέ, είπε βαριά, μπορεί να τρέχη τώρα, αλλά δεν είναι εν τάξει.
Έπρεπε πρώτα να σκεφθώ μια στιγμή, προτού καταλάβω τι εννοούσε : το ότι δεν είχε παιδιά.
— Κάποτε πρέπει να εξεταστήτε και οι δυό, είπα ήρεμα. Με κύτταξαν σαστισμένοι και έφυγαν. Για εβδομάδες δεν ξανάκουσα πια γι’ αυτούς.
Μια μέρα συνήντησα τον συνάδελφο μου από την γυναικολογική κλινική. Κουβεντιάζαμε για το ένα και για το άλλο, όταν ξαφνικά εκείνος μου είπε :
—Εκτός απ’ αυτά, τελευταία μου ήρθε η χωρική σας από το Πρέχτταλ με τον άνδρα της. Τους κύτταξα. Εκείνη δεν έχει τίποτε. Σ’ εκείνον οφείλεται το ότι δεν έχουν παιδιά. Το συμπέρασμα μου του κτύπησε άσχημα.
Αυτό το νέο με απασχολούσε για πολύ. Τι μπορούσε να γίνεται τώρα εκεί επάνω στο έρημο αγροτόσπιτα; Πήρε εκδίκησι για τα βάσανα που υπέστη τόσα χρόνια και τον πληρώνει με το ίδιο νόμισμα, για ο,τι της έκαμε ;
Μια από τις επόμενες Κυριακές πήγα με το αυτοκίνητο επάνω στο Πρέχτταλ. Ηθελα να βεβαιωθώ για το τι συνέβη. Το αμάξι το άφησα στην πεδιάδα και πήγα με τα πόδια τη μικρή απόστασι προς το βουνό, στο όμορφο, παλαιό αγροτόσπιτο, στην άκρη του δάσους, με τα πολλά μικρά παράθυρα και την γιγάντια στέγη. Δεν έβλεπα κανέναν. Σιγά-σιγά πέρασα γύρω απ’ το σπίτι προς τον κήπο.
Πάνω σ’ έναν πάγκο, κάτω από μια γέρικη καρυδιά κάθονταν και οι δυό μαζί. Η γυναίκα έκανε ένα κέντημα εκείνος καταγινόταν με ένα σκάλισμα στο ξύλο. Μπροστά τους, χάμω, σερνόταν ένα μικρό, ξανθό παιδάκι.
Όταν πλησίασα αρκετά άκουσε η γυναίκα τα βήματα μου, με είδε και πήδησε επάνω.
— Γέγκερλε, ο κύριος επιμελητής! φώναξε. Και εκείνος με είχε προσέξει, και οι δυό ήρθαν να με συναντήσουν και με χαιρετούσαν λάμποντας από χαρά.
— Πήγαινε, φώναξε η χωρική στον άνδρα της μ’ ενθουσιασμό και υπερδιέγερσι, φέρε ένα καλό κρασί. Φέρε και χοιρινό και ψωμί, βούτυρο, λαρδί. Μια τέτοια έκπληξι,—ελάτε γιατρέ, καθήστε εδώ.
Ενώ εκείνος χανόταν προς το σπίτι, καθήσαμε επάνω στον παλαιό ξύλινο πάγκο. Κύτταζα γύρω το παλαιό, χαρούμενο χωριάτικο σπίτι, τα λουλούδια στον κήπο, τα ψηλά δένδρα και ρώτησα τέλος δείχνοντας τον μικρό στην χλόη :
— Και ποιος είναι ο νεαρός εκεί ;
—Α, αυτός είναι ο μικρούλης Χάϊνε μας, κύριε επιμελητά, το παιδί μιας αδελφής μου. Ο πατέρας του και η μητέρα του προ ολίγου καιρού χάθηκαν, σε δυστύχημα, ναι, ναι, ήταν τρομερό, και εμείς πήγαμε αμέσως και πήραμε το μικρό. Και τώρα είναι δικός μας. Και αν μπορήτε να το φανταστήτε, γιατρέ: Ο άνδρας μου είναι ξετρελλαμένος με τον μικρό. Σχεδόν όλα τα βράδυα κάθεται κοντά και του φτιάχνει παιχνιδάκια η του σκαλίζει ζωάκια. Κυτάξτε, είπε δείχνοντας το τραπέζι, ακριβώς τώρα κάνει ένα αλογάκι.
Φώναξε κοντά της τον μικρό και εγώ πέρασα το χέρι μου στα ξανθά του μαλλιά.
Και βαθιά ευτυχισμένος σκέφτηκα: Ναι, εδώ έγινε το θαύμα μιας αληθινής θεραπείας, έτσι όπως την εννοούσε ο Παράκελσος: Ο άρρωστος ξαναγύρισε στο σπίτι του, στο βασίλειο εκείνο, όπου όλοι μας ζούμε, συγχωρώντας ο ένας τον άλλο, κάτω από την Χάρι του Θεού.

Από το βιβλίο: «Πίσω μας στέκει ο Θεός» του HANS KILLIANS.
Μετάφρασις: Δ/ρος Αγλαίας Μπιμπή – Παπασπυροπούλου. Έκδοσις δεκάτη.
Εκδόσεις «Η Δαμασκός». Αθήναι 2006.

Κατηγορίες: Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.