Κυριακή Δ. των νηστειών – το Αποστολικόν Ανάγνωσμα της Θ. Λ., ο κεραυνός, λόγος του αειμνήστου Μητροπ. Νικαίας Γεωργίου Παυλίδου.

Το Αποστολικόν Ανάγνωσμα της Θείας Λειτουργίας.
Προς Εβραίους επιστολής Παύλου: ΣΤ.13 – 20.

Αδελφοί, τω Αβραάμ επαγγειλάμενος ο Θεός, επεί κατ’ ουδενός είχε μείζονος ομόσαι, ώμοσε καθ’ εαυτού, λέγων: «η μήν ευλογών ευλογήσω σε και πληθύνων πληθυνώ σε». Και ούτω μακροθυμήσας, επέτυχε της επαγγελίας. Άνθρωποι μέν γάρ κατά του μείζονος ομνύουσι, και πάσης αυτοίς αντιλογίας πέρας εις βεβαίωσιν ο όρκος. Εν ώ περισσότερον βουλόμενος ο Θεός επιδείξαι τοις κληρονόμοις της επαγγελίας το αμετάθετον της βουλής αυτού, εμεσίτευσεν όρκω, ίνα δια δύο πραγμάτων αμεταθέτων, εν οις αδύνατον ψεύσασθαι Θεόν, ισχυράν παράκλησιν έχομεν οι καταφυγόντες κρατήσαι της προκειμένης ελπίδος, ήν ως άγκυραν έχομεν της ψυχής, ασφαλή τε και βεβαίαν και εισερχομένην εις το εσώτερον του καταπετάσματος, όπου πρόδρομος υπέρ ημών εισήλθεν Ιησούς, κατά την τάξιν Μελχισεδέκ, αρχιερεύς γενόμενος εις τον αιώνα.

Απόδοση.

Αδελφοί, όταν ο Θεός έδωσε την υπόσχεσή του στον Αβραάμ, επειδή δεν υπήρχε ανώτερος για να ορκιστεί, ορκίστηκε στον εαυτό του, λέγοντας: Σου υπόσχομαι ότι θα σε ευλογήσω και θα σου δώσω πολλούς απογόνους Έτσι πήρε ο Αβραάμ την υπόσχεση, και με τη μακρο¬θυμία του πέτυχε την εκπλήρωσή της. Οι άνθρωποι ορκίζονται σε κάποιον ανώτερό τους, κι ο όρκος δίνει γι’ αυτούς τέλος σε κάθε αμφισβήτηση και υποδηλώνει επιβεβαίωση. Έτσι κι ο Θεός, θέλοντας να δείξει πιο καθαρά σ’ αυτούς που θα κληρονομήσουν όσα υποσχέ¬θηκε, ότι η απόφασή του ήταν αμετάκλητη, την εγγυήθηκε με όρκο. Για δύο λοιπόν αμετακίνητα πράγματα, για τα οποία είναι αδύνατο να διαψευστεί ο Θεός, εμείς που καταφύγαμε σ’ αυτόν οφείλουμε να μείνουμε σταθεροί σ’ αυτά που ελπίζουμε. Αυτή μας η ελπίδα μας ασφαλίζει και μας βεβαιώνει σαν άγκυρα, και μας οδηγεί στα ενδότε¬ρα του καταπετάσματος, όπου μπήκε πριν από μας και για χάρη μας ο Ιησούς, αρχιερέας για πάντα όπως ο Μελχισεδέκ.

Επιμέλεια κειμένων, Ιωάννης Τρίτος.

Ο Κ Ε Ρ Α Υ Ν Ο Σ!

«Άνθρωποι μεν γαρ κατά του μείζονος ομνύουσι, και πάσης αυτοίς αντιλογίας πέρας εις βεβαίωσιν ο όρκος».

Όπως, όταν το ποτάμι σπάση το φράγμα, τα νερά του παρασύρουν στο κύλισμά των τα πάντα, έτσι, αγαπητέ αναγνώστα, συνέβη και με την κακίαν. Επεκράτησε και απλώθηκε παντού. Έχασαν οι άνθρωποι την εμπιστοσύνην και την ειλικρίνειαν αναμεταξύ των. Καμμιά εγγύησις ανθρωπίνη δεν ήταν πλέον ισχυρά και ασφαλής. Έπρεπεν δια τούτο να ευρεθή κάτι υψηλόν, που να περιβάλλη με κύρος τας υποσχέσεις των ανθρώπων και να τας καθιστά αξιοπίστους. Έτσι καθιερώθη ο όρκος. Καλείται, δηλαδή, ως μάρτυς ο ίδιος ο Θεός, δια να επιβεβαιώση την αλήθειαν των λόγων μας. Και με τον τρόπον αυτόν τίθεται τέρμα εις τας αντιλογίας, όπως βεβαιώνει και ο Απόστολος σήμερα. «Οι άνθρωποι ορκίζονται εις τον Θεόν, ο Οποίος είναι ο μεγαλύτερος, από όλους, και ο όρκος αυτός θέτει πλέον τέλος εις κάθε αντιλογίαν και αμφισβήτησιν των λεγομένων».

Δυστυχώς όμως και εδώ εσημειώθη παράβασις. Οι άνθρωποι χρησιμοποιούν και αυτόν ακόμη τον όρκον δια να σκεπάσουν τα λάθη των και τα ψεύδη των. Γίνονται έτσι ψεύδορκοι, επίορκοι, ασύστολοι υβρισταί του θείου ονόματος. Το ζήτημα είναι εξόχως σοβαρόν. Αξίζει δια τούτο να μας απασχολήση εις το σημερινόν μας φυλλάδιον.

1. «Το υπέρ παν Όνομα».

Αν, φίλε αναγνώστα, ανοίξωμεν την Παλαιάν Διαθήκην, θα ίδωμεν ότι εκεί ο ίδιος ο Θεός νομοθετεί τον όρκον. Αναφέρεται έτσι εις το Δευτερονόμιον: «Κύριον τον Θεόν σου φοβηθήση… και επί τω ονόματι αυτού ομή». Επίσης εις τον Ησαϊαν βλέπομεν να σημειώνεται: «Εμοί κάμψει παν γόνυ και ομείται πάσα γλώσσα τον Θεόν».

Από τα χωρία αυτά της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά και από τα άλλα πολλά, αποδεικνύεται ότι ο Θεός τότε επέτρεπεν τον όρκον. Έθετε, παρά ταύτα, και φραγμούς εις αυτό το δικαίωμα, δια να μη κάμνη ο άνθρωπος κατάχρησιν. Ενθυμούμεθα όλοι την ρητήν εντολήν που έδωσεν ο Θεός προς τον άνθρωπον δια του Μωυσέως. «Ου λήψη το όνομα Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω…».

Αν όμως δια λόγους παιδαγωγικούς επέτρεψεν ο Θεός εις την Παλαιάν Διαθήκην τον όρκον, διότι ήθελε να κρατά τας ψυχάς των σκληροτράχηλων Εβραίων μέσα εις μίαν ατμόσφαιραν κάποιου φόβου, λόγω της θείας παρουσίας, εν τούτοις εις την Καινήν Διαθήκην ενομοθέτησε τελείως διαφορετικά. Είναι σαφής και κατηγορηματική η απαγόρευσις του Κυρίου. «Εγώ λέγω υμίν, μη ομόσαι όλως. Μήτε εν τω ουρανώ μήτε εν τη γη». Δεν χωρεί πλέον καμμία άλλη λύσις. «Μη ομόσαι όλως»! Καθόλου όρκος. Έκλεισε το θέμα.

2. Μερικά ερωτήματα.

Και όταν ο άλλος δεν με πιστεύη; Τον εγέλασαν οι άλλοι επανειλημμένως και τώρα δεν έχει εμπιστοσύνην ούτε σε μένα, που του λέγω την αλήθειαν. Τι να κάμω λοιπόν; Θέλει να του ορκισθώ, δια να ησυχάση. Αδελφέ, καταλαβαίνω την δυσχέρειαν εις την οποίαν ευρίσκεσαι. Δεν πρέπει όμως να υποχωρήσης. Ο Κύριος δίδει και εδώ την ορθήν γραμμήν. «Έστω δε ο λόγος υμών ναι ναι, ου, ου. Το δε περισσόν τούτων εκ του πονηρού εστίν». Ναι ναι και όχι όχι. Καθαρά πράγματα. Μα δεν θα μας πιστεύσουν τη μια φορά ίσως ούτε και τη δεύτερη. Αν είμεθα ειλικρινείς και συνεπείς θα αναγνωρίσουν την ευθύτητά μας, και την τρίτην φοράν θα μας πιστεύσουν αδιστάκτως. Έχουν δίκαιο οι άνθρωποι. Παντού συναντούν την απάτην. Και διστάζουν να πιστεύσουν και εις τον τίμιον. «Αν όμως αποδειχθή η ειλικρίνειά του, τότε πια ορκίζονται στο όνομά του. Τα λόγια του είναι συμβόλαια και έγγραφα εγκυρότατα.

Και μίαν άλλην απορίαν, θα μου πήτε, ίσως. Και όταν με καλούν στο Δικαστήριο ως μάρτυρα και με υποχρεώσουν να ορκισθώ; Τι να κάμω; Αν δεν πάω, θα τιμωρηθώ. Να πάω, θα παραβώ τον νόμον του Θεού. Είναι βεβαίως αληθές ότι το Κράτος, επειδή δεν ήτο δυνατόν να εξακριβώσει την αλήθειαν εις διάφορα γεγονότα, που εμφανίζονται μεταξύ των πολιτών, ηναγκάσθη να καθιερώση τον όρκον κατά τας δίκας. Επιτυγχάνει τον σκοπό του; Θα με ερωτήσετε. Άλλο θέμα αυτό. Θα πούμε παρακάτω περί αυτού. Πάντως υποχρεώνει τους πολίτας να ορκισθούν. Να αρνηθούν βέβαια δεν είναι δυνατόν. Έως ότου λοιπόν να κυριαρχήση η αλήθεια, οπότε δεν θα υπάρχη ανάγκη όρκου, οι χριστιανοί, κατ’ εξαίρεσιν, θα ορκίζωνται. Αλλά θα το κάμνουν αυτό με πόνον και θλίψιν, και η προσευχή των θα είναι να μην έρχωνται στη ζωή των τέτοιες ώρες, που ο πιστός να υποχρεούται να ορκισθή. Όταν όμως κατ’ ανάγκην γίνεται, θα ορκίζεται, πάντοτε βέβαια με φόβον Θεού και θα λέγη μόνον την αλήθειαν και πάσαν την αλήθειαν «χωρίς φόβον και χωρίς πάθος».

3. Τραγικαί παραβάσεις.

Δυστυχώς όμως αι παραβάσεις εις το θέμα του όρκου είναι πολλές, συχνές και τραγικές. Να αναφέρομεν μερικάς.

α) Ο επί ματαίω όρκος.

Πολλοί έχουν την κακήν συνήθειαν για το τίποτε, για ευτελή πράγματα, σχεδόν στα αστεία, επί ματαίω, να ορκίζωνται. Επάνω εις το εμπόριόν μας, εις τας καθημερινάς συζητήσεις, για ένα μήλο, για μια δεκάρα, είμεθα πρόθυμοι συχνά να ορκιζώμεθα και να χρησιμοποιώμεν το όνομα του Θεού, της Παναγίας, των Αγίων. Άλλοι πάλιν ορκίζονται εις την ζωήν των, ή την ζωήν των παιδιών των, ωσάν να έχουν απόλυτον δικαίωμα επ’ αυτής. Είναι αφάνταστα ολεθρία αυτή η συνήθεια, η οποία προδίδει έλλειψιν σεβασμού προς το όνομα του Θεού και πολλήν επιπολαιότητα. Γι’ αυτό ανάγκη είναι να αποφεύγωμεν του λοιπού με κάθε τρόπον την πολυορκίαν, η οποία μας εξωθεί εις ματαίους όρκους. Να μη συνηθίσωμεν το στόμα μας εις όρκους!

β) Η ψευδορκία.

Το πράγμα, αδελφέ, γίνεται απείρως σοβαρώτερον όταν από την πολυορκίαν φθάσωμεν εις την ψευδορκίαν. Δεν φθάνει ότι ορκίζεται ο άνθρωπος, προχωρεί και περισσότερον. Εν επιγνώσει διαστρέφει την αλήθειαν, καταθέτει ψευδώς, παραποιεί τα γεγονότα, είτε δια να καλύψη την ιδικήν του ενοχήν, είτε δια να σκεπάση λάθη άλλων. Και, δια να διασκεδάση κάθε αμφιβολίαν, ορκίζεται, καλεί δηλαδή ως μάρτυρα τον Θεόν, ενώ γνωρίζει, ότι εκείνην την στιγμήν ψευδολογεί ανευλαβώς. Τι τρομερόν! «Ουκ ομνείσθε τω ονόματί μου επί αδίκω και ου βεβηλώσετε το όνομα το άγιον του Θεού υμών», διατάσσει ο Θεός εις την Παλαιάν Διαθήκην. Όντως! Βεβήλωσις του ονόματος του Θεού η ψευδορκία. Βεβήλωσις δι’ υλικά και φθαρτά πράγματα. Φοβερόν! Έτσι προ ετών στο δικαστήριο κάποιας πόλεως εδικάζετο μια πολύ πικρά υπόθεσις. Ένας είχε δανεισθή 9 λίρες από κάποια χήρα μητέρα. Η καημένη δεν σκέφθηκε να του πάρη τότε χαρτί με την υπογραφήν του. Πού να το φαντασθή! Γείτονας ήτο. Όταν όμως του τα εζήτησε, ηρνήθη εκείνος το χρέος του. Ηναγκάσθη η ταλαίπωρη να καταφύγη στο δικαστήριον.
Αρνείσαι ότι προ 6 μηνών σου έδωσα 9 λίρες; του είπε. Ήταν το δάκρυ μου αυτές. Το αρνείσαι; Έχεις χαρτί; απήντησεν εκείνος ατάραχος. Εγώ δεν αναγνωρίζω κανένα χρέος. Ορκίσου, είπεν ο δικαστής, ότι δεν τις επήρες. Και ορκίσθηκεν!
Έβαλε το χέρι του στο Ευαγγέλιον ο δυστυχής!
Ορκίζομαι ότι δεν επήρα τίποτε. Και όμως είχε πάρει τις 9 λίρες. Ηθωώθη, βέβαια, από το δικαστήριο της γης.
Ποιος θα τον αθωώση όμως και από το ουράνιον; Ποιος;

γ) Επιορκία.

Ορκίζεται ο Α ή ο Β, ότι θα τηρήση ορισμένους όρους ή διαφόρους υποσχέσεις. Παραδείγματος χάριν ότι θα είναι τίμιος, δίκαιος, συνεπής, ειλικρινής, καθαρός εις την διαχείρισιν των καθηκόντων του. Και αργότερα παραβαίνει τους όρκους του. Έτσι, εξ αιτίας του, αδικείται ο Γ άξιος, παραγκωνίζεται ο Δ ικανός, συντρίβεται ο Ε ανυπεράσπιστος. Ενώ, αντιθέτως, προωθείται ο ένοχος, αμνηστεύεται ο καταχραστής, τιμάται ο δοσίλογος. Αλυσίδα κατόπιν αδικημάτων και εγκλημάτων, τα οποία οφείλονται εις την επιορκίαν και την ασυνειδησίαν των διαφόρων ανθρώπων. Αλλά ας μην απατώνται οι επίορκοι. Η παράβασις των όρκων και η καταπάτησις των υποσχέσεων δεν μένουν χωρίς κυρώσεις.

4. Ομιλούν τα ερείπια.

Ναι! Ομιλούν, πράγματι, τα ερείπια. Διότι οι ψεύδορκοι και οι επίορκοι τελικά γίνονται ερείπια μέσα εις την κοινωνίαν. Καταρρίπτουν κατ’ αρχήν την αξιοπρεπειάν των, χάνουν την αξιοπιστίαν των, διαφθείρουν το κύρος των και τον χαρακτήρά των. Ποιος πλέον θα εμπιστεύεται τον θλιβερόν αυτόν άνθρωπον, ο οποίος χωρίς δισταγμόν και συστολήν καταπατεί τας ενόρκους υποσχέσεις του και διαστρέφει με όρκους την πραγματικότητα; Η κοινωνία τον περιφρονεί, ο νόμος συνήθως τον καταδιώκει και η αδυσώπητος συνείδησις τον καυτηριάζει ανηλεώς.

Αλλά τα ερείπια γίνονται μεγαλύτερα από την οργήν πλέον του Θεού. Δεν είναι ολίγα τα παραδείγματα αμέσου τιμωρίας του Θεού προς τον ψεύδορκον και επίορκον.
Έγραφε προ ετών μία εφημερίς, ότι κάποια γυναίκα επήγε να αγοράση λάχανα. Ο λαχανοπώλης τα εζύγισε και της τα έδωσε. Εκείνη έκανε να φύγη. Τα χρήματα λησμονήσατε, της είπε με καλωσύνην. Σας τα έδωσα, του απήντησε. Μα νομίζω, όχι. Σας τα έδωσα, να μη σώσω αν λέω ψέματα. Φοβερόν! Την ίδια στιγμή σωριάστηκε κάτω. Συγκοπή καρδίας! Και τότε, ω Θεέ μου, στο δεξί της χέρι, που το είχε κλεισμένο, βρήκαν τα χρήματα που δεν είχε πληρώσει!
Ο Προφήτης Ζαχαρίας παρέστησε ποια είναι η τιμωρία κατ’ αυτών. Είδε δρέπανον πετόμενον, μήκους 20 πήχεων και πλάτους 10. Αυτή ήτο η κατάρα που θα σταλή εις όλην την γην δια τον κλέπτην και τον επίορκον. Και θα εισέλθη το δρέπανον αυτό εις το σπίτι του κλέπτου και του ορκιζομένου ψευδώς και θα διαλύση και το σπίτι και τα ξύλα και τους λίθους ακόμη. Πόσα τέτοια σπίτια τα είδαμε να διαλύωνται!
Πόσον συντριπτικά μιλάει, αλήθεια, κάποτε ο Θεός!

Αγαπητοί,
Εκ του φυσικού. Μετά την Κατοχήν. Η σκηνή στο Στρατοδικείο μιας πόλεως της Κεντρικής Ελλάδος. Κατηγορείται ένας δια δύο φόνους. Μάρτυς κατηγορίας μία γυναίκα.
—Κύριοι Στρατοδίκαι, είμαι αθώος, φωνάζει και κλαίει ο κατηγορούμενος.
Προσέρχεται η μάρτυς.
—Τι γνωρίζεις δια τον κατηγορούμενον; Είναι φονιάς, τον είδα με τα μάτια μου…
—Πότε, πότε με είδες; Είμαι αθώος!
—Τον είδα, επιμένει εκείνη με φωνή νευρική. Ήσαν τα χρόνια τότε ανώμαλα. Και ο κατηγορούμενος καταδικάζεται εις θάνατον!
Και όμως, ήταν αθώος!
Η γυναίκα αυτή από παλαιότερα τον μισούσε. Και τώρα τον εξεδικήθη. Μετά τέσσαρα χρόνια. Η ψευδομάρτυς ξεκινάει για το χωράφι της. Σε λίγο πιάνει βροχή. Πηγαίνει κάτω από ένα δένδρο, για να προφυλαχθή. Και, ω μάτι Θεού, πέφτει κεραυνός και την κατακαίει. Και, σημειώσετε κάτι πολύ διδακτικόν. Η ημέρα εκείνη ήταν ακριβώς η ίδια ημερομηνία που, προ 4 ετών, κατέθεσεν ως μάρτυς τότε, ψευδώς, στο δικαστήριο, και γινότανε αληθινή δολοφόνος του αθώου.
Σήμερα, ο κεραυνός έκαμε την ιδικήν του πλέον θανατηφόρο κατάθεση. Τώρα δυο τάφοι μπροστά μας. Και οι δυο δημιουργήματα της ψευδορκίας!

Αδελφοί!

Ο ψευδής όρκος είναι θάνατος. Φοβηθώμεν τον κεραυνόν του Θεού!

Από το βιβλίο «Φως ταις τρίβοις μου», του Μητροπολίτου Νικαίας, Γεωργίου Παυλίδου, σελίς 265 και εξής.

Επιμέλεια κειμένου, Δημήτρης Δημουλάς.

Παράβαλε και:
Κυριακή Δ. των Νηστειών – η Ευαγγελική Περικοπή της Θ. Λ., ομιλία Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά, Περί επιμελείας των εσωτερικών λογισμών.
Κυριακή Δ. των νηστειών, μνήμη του Αγίου Ιωάννου του συγγραφέως της Κλίμακος – Συναξάριον, υμνολογική εκλογή.
Πρέπει να ορκιζόμαστε, ή όχι; – Χάρης Ανδρεόπουλος, Θεολόγος.

Κατηγορίες: Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.