18 Ιουλίου, μνήμη και του Οσίου Ιωάννου του πολυάθλου, του ασκήσαντος στην Κιεβο-Πετσέρσκαγια Λαύρα: Βίος.

Ο Όσιος Ιωάννης ο πολύαθλος, Μοναχός της Κιεβο-Πετσέρσκαγια Λαύρας, υπέμεινε πολλές θλίψεις για την αγνεία και την παρθενία, σαν επίγειος νυμφίος του ουράνιου Νυμφίου.

Ο όσιος Ιωάννης τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε έγκλειστος στο σπήλαιο του Οσίου Αντωνίου. Εκεί τον επισκεπτόταν συχνά κάποιος από τους αδελφούς, που ο διάβολος τον πολεμούσε άγρια με ακάθαρτους λογισμούς.

– Πάτερ, σώσε με! έλεγε απελπισμένος στον όσιο. Προσευχήσου στον Κύριο να χαλάρωση λίγο το σαρκικό πόλεμο, γιατί δεν αντέχω άλλο.

— Αδελφέ μου, του απαντούσε ο μακάριος Ιωάννης με λόγια ψαλμικά, «υπόμεινον τον Κύριον ανδρίζου, και κραταιούσθω η καρδία σου, και υπόμεινον τον Κύριον, και φύλαξον την οδόν αυτού, και αυτός ρύσεται σε εκ χειρός εχθρού και συντρίψει τους οδόντας αυτού».

– Πάτερ, πίστεψε με! Αν δεν με βοηθήσης, παίρνω τα μάτια μου και φεύγω. Δεν ησυχάζω πουθενά. Μ’ έχει τρελλάνει ο πόλεμος της σάρκας. Θα φύγω και θα τριγυρίζω σαν αγρίμι από τόπο σε τόπο.

— Γιατί, παιδί μου, θέλεις να παραδώσης μόνος σου τον εαυτό σου στον εχθρό; Να! Στέκεσαι κιόλας στο χείλος του γκρεμού. Ο εχθρός ετοιμάζεται να σε σπρώξη. Και θα ‘ναι η πτώση σου μεγάλη και θανάσιμη. Ποτέ δεν θα μπόρεσης πια να σηκωθής. Αν όμως παραμείνης εδώ, στο μοναστήρι σου, στο σίγουρο λιμάνι, δεν θα είσαι πια στο χείλος του γκρεμού και δεν θα υπάρχη κίνδυνος να σε γκρεμίση και να σε θανάτωση ψυχικά ο μοχθηρός εχθρός μας. Ο Θεός τότε θα σε αμείψη για την υπομονή σου και θα σε βγάλη από την τάφρο των παθών και τη λάσπη της ακαθαρσίας.

»Αλλά για να παρηγορηθής, θα σου διηγηθώ κάτι από τη ζωή μου.

»Όταν ήρθα στο μοναστήρι και μπήκα στη μοναχική μας οικογένεια, άρχισα να βασανίζωμαι αφόρητα από το πνεύμα της πορνείας. Δεν μπορώ να σου περιγράψω τι τράβηξα. Ρίχτηκα σε σκληρή άσκηση και νηστεία. Δεν έτρωγα τίποτα για δυο και τρεις ημέρες συνέχεια, καμμιά φορά και για βδομάδα ολόκληρη. Αγρυπνούσα όλη τη νύχτα. Προσευχόμουν αδιάλειπτα. Τρία χρόνια κράτησε το μαρτύριο μου, χωρίς να βρω ανάπαυση.

»Έφυγα και ήρθα στο σπήλαιο του οσίου Αντωνίου. Έπεσα πάνω στον τάφο του, έκλαιγα και τον παρακαλούσα να με βοήθήσει: Τρία μερόνυχτα έμεινα εκεί, χωρίς τροφή και νερό. Και ξαφνικά άκουσα τη φωνή του οσίου:

»- Ιωάννη! Ιωάννη! φώναξε. Πρέπει να μείνης εδώ, στο σπήλαιο μου, να ζήσης έγκλειστος με σιωπή και προσευχή. Και ο Κύριος θα σ’ απαλλάξη από τον πόλεμο του εχθρού.

»Έτρεξα τότε και βρήκα τον ηγούμενο. Εκείνος, πληροφορημένος από το Θεό, μου έδωσε ευλογία να κλειστώ σ’ αυτόν εδώ τον υγρό, στενό, σκοτεινό και απαρηγόρητο τόπο. Συμπλήρωσα ήδη τριάντα χρόνια. Και να! Μόλις πριν από λίγο καιρό βρήκα ανάπαυση. Όλ’ αυτά τα χρόνια πάλευα με τους πορνικούς λογισμούς και τα πάθη, ταλαιπωρώντας το σώμα μου με νηστεία και αγρυπνία.

»Κι εδώ όμως η φλόγα των σαρκικών παθών με κατέκαιγε. Μη βρίσκοντας άλλο τρόπο να της αντισταθώ, αποφάσισα να βγάλω τα ρούχα και να κρεμάσω στα χέρια και στα πόδια μου βαριά σίδερα, εκθέτοντας το σώμα μου στο μαρτύριο της παγωνιάς κι εξουθενώνοντας τα μέλη μου με το ασήκωτο βάρος των σιδερικών. Αλλά κι αυτή η άσκηση αποδείχθηκε ανεπαρκής.

»Έσκαψα τότε στο αμμουδερό χώμα του σπηλαίου ένα βαθύ λάκκο, μπήκα μέσα και σκεπάστηκα με την άμμο ολόκληρος, αφήνοντας έξω μόνο τα χέρια και το κεφάλι. Ήταν τότε αρχή της Μεγάλης Σαρακοστής. Έμεινα εκεί, μισοθαμμένος και ακίνητος, όλη την περίοδο της νηστείας. Στο διάστημα αυτό υπέφερα τα πάνδεινα από τον πονηρό, που μεταχειρίστηκε κάθε τρόπο για να με βγάλη από το λάκκο.

»Πρώτα με βασάνισε με μια οδυνηρή πάθηση των κάτω άκρων. Τα πόδια μου πρήστηκαν και στράβωσαν. Οι αρθρώσεις λύθηκαν. Τα νεύρα παρέλυσαν. Μια βασανιστική φλόγωση έλιωνε τα μέλη μου. Πονούσε και υπέφερε το σώμα μου. Χαιρόταν όμως και δροσιζόταν η ψυχή μου, που λυτρώθηκε μ’ αυτή τη σκληρή άσκηση από τους μολυσμούς και βρήκε την καθαρότητα και το θεϊκό της κάλλος. Προτιμούσα λοιπόν να πεθάνω εκεί, να λιώσω μέσα στο λάκκο και να κερδίσω το Χριστό, παρά να βγω έξω και να με κερδίση ο διάβολος.

»Ήρθε η Μεγάλη Εβδομάδα. Τη Μεγάλη Δευτέρα παρουσιάστηκε ξαφνικά μπροστά μου ένας άγριος και φοβερός δράκοντας, που από το τεράστιο στόμα του έβγαζε σε κάθε φύσημα φλόγες κι αστραπές. Με πλησίασε απειλητικά, έτοιμος να με καταπιή. Δεν με πείραξε όμως. Μόλις επικαλέστηκα τον Κύριο κι έκανα το σημείο του σταυρού εξαφανίστηκε.

»Οι απειλές του δράκοντα συνεχίστηκαν όλη την εβδομάδα των Παθών. Τη νύχτα της Αναστάσεως ο φοβερός δράκοντας ήρθε για τελευταία φορά. Τον είδα ξαφνικά να ρίχνεται πάνω μου. Μ’ άρπαξε αστραπιαία κι έχωσε μέσα στο στόμα του το κεφάλι και τα χέρια μου, ο,τι βρισκόταν δηλαδή έξω από το λάκκο. Τα μαλλιά και τα γένεια μου κάηκαν κι έμειναν έτσι καμμένα, όπως βλέπεις, μέχρι σήμερα. Με επέμβαση του Θεού όμως ο δράκοντας δεν μ’ έβλαψε περισσότερο. Καθώς το κεφάλι μου ήταν μέσα στο λαρύγγι του, φώναξα από τα βάθη της καρδιάς μου:

»- Θεέ και Κύριε, σώσε με! Γιατί μ’ εγκατέλειψες; Σπλαχνίσου με, Δέσποτα, ο μόνος φιλάνθρωπος. Σώσε με, τον αμαρτωλό, ο μόνος αναμάρτητος. Απάλλαξε με από την ακαθαρσία μου, για να μην πιαστώ στα δίχτυα του πονηρού για πάντα. Γλύτωσε με από τον εχθρό που θέλει να με καταπιή. Έλα να με σώσης με τη δύναμη Σου. Ρίξε αστραπή και κάψ’ τον, για να εξαφανιστή από το πρόσωπο της γης!

«Πράγματι, την ίδια στηγμή άστραψε ένα φως ουράνιο. Αμέσως το φοβερό θηρίο εξαφανίστηκε και μέχρι σήμερα δεν το ξαναείδα, με τη χάρη του Θεού.

«Άκουσα τότε μια φωνή να μου λέη: »- Ιωάννη! Ιωάννη! Σε βοήθησα, όπως Μου ζήτησες. Πρόσεχε τώρα την ψυχή σου, για να μην πάθης χειρότερα στο μέλλοντα αιώνα!

»- Κύριε, ρώτησα με παράπονο, γιατί μ’ άφησες τόσο πολύ να βασανιστώ;

»- Σε δοκίμασα κατά τη δύναμη της υπομονής σου. Περνώντας έτσι μέσα από το καμίνι των πειρασμών, θα παρουσιαστής μπροστά Μου καθαρός σαν το χρυσάφι. Ποτέ δεν επιτρέπω να δοκιμαστή ο άνθρωπος πάνω από τις δυνάμεις του, για να μην εμπαιχθή και νικηθή από τον «ερχέκακο πονηρό όφι». Εσύ, όμως, για ν’ απαλλαχθής από το σαρκικό πόλεμο, προσευχήσου στον όσιο Μωϋσή τον ΟύγγΡο• Αυτός αναδείχθηκε ανώτερος από τον πάγκαλο Ιωσήφ στη σωφροσύνη, γι’ αυτό μπορεί να Βοηθήση αποτελεσματικά όσους πολεμούνται από το πάθος της πορνείας. »Εγώ τότε εκέκραξα προς Κύριον: »- Κύριε, δι’ ευχών του οσίου Μωϋσέως, ελέησε με! »Και να! Αμέσως μ’ έλουσε ένα υπέροχο, γλυκύτατο φως, που μέχρι τώρα παραμένει και φωτίζει τη σπηλιά μου τόσο, ώστε δεν μου χρειάζονται κεριά. Και όσοι έρχονται εδώ με πίστη, απλότητα και καθαρή καρδιά, Βλέπουν το θείο αυτό φως, που με καταύγασε και με απάλλαξε από τα Βέλη του πονηρού εκείνη τη νύχτα της Αναστάσεως».

Τελειώνοντας τη διήγηση του ο πολύαθλος Ιωάννης, στράφηκε στο μοναχό που είχε τον πόλεμο της πορνείας και του είπε:

— Αδελφέ, εμείς οι ίδιοι καρφώνουμε το νου μας στη λατρεία της σάρκας, γι’ αυτό ταλαιπωρούμαστε. Και ο Κύριος με τη δίκαιη κρίση Του αφήνει να πολεμηθούμε, γιατί δεν έχουμε καρπούς μετανοίας. Τέλος πάντων, ζήτησε κι έσύ τις ευχές του μακαρίου Μωϋσέως του Ούγγρου, και ίσως να σε λυπηθή ο θεός.

Αφού προσευχήθηκε μαζί με το μοναχό ο ευλογημένος Ιωάννης, πήρε ένα τεμάχιο από τα τίμια λείψανα του οσίου Μωϋσέως και είπε:

– Ακούμπησε το στο σώμα σου.

Ο αδελφός έκανε όπως του είπε. Και αυτοστιγμεί ένιωσε να υποχωρή η πύρωση και να νεκρώνεται το πάθος της ακολασίας, που δεν τον ενόχλησε ποτέ πια.

Ο όσιος Ιωάννης ο πολύαθλος αναχώρησε για τον ουρανό λίγο αργότερα, στις 18 Ιουλίου. Τα άγια λείψανα του κείτονται ασάλευτα μέχρι σήμερα στο λάκκο όπου ο ίδιος είχε θάψει τον εαυτό του, ζωντανό ακόμη, για την αγάπη του Χριστού, και παρέχουν πλουσιοπάροχα την Ίαση σ’ όσους ζητούν τη μεσιτεία του προς το θεό.

Από το βιβλίο: «ΠΑΤΕΡΙΚΟΝ ΤΩΝ ΣΠΗΛΑΙΩΝ ΤΟΥ ΚΙΕΒΟΥ». Διηγήσεις από τη ζωή και τα κατορθώματα των οσίων πατέρων της Κιεβο-Πετσέρσκαγια Λαύρας.
Έκδοση δέκατη Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2009

Παράβαλε και:
18 Ιουλίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Αιμιλιανού: Συναξάριον, Ακολουθία, Εγκωμιαστικός λόγος.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.