Γιάννης Γκούρας (σκοτώθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου του 1826) και Ασήμω Γκούρα – Κώστα Δ. Παπαδημητρίου.

Μάης του 1824 ήταν. Ο Ομέρ πασάς του Ευρίπου ξεκίνησε να χτυπήσει την Αθήνα που την υπερασπιζόταν ο Γκούρας. Δεν ήταν εύκολη υπόθεση ν’ αντικρούσει κανένας τον σκληροτράχηλο Ομέρ πασά, αν έφτανε στην Αθήνα με τα εμπειροπόλεμα ασκέρια του. Γι’ αυτό σκέφτηκε ο Γκούρας να μην τον αφήσει να ζυγώσει, παρά να του αντιβγεί μακριά απ’ την Αθήνα.

Επικίνδυνη εκστρατεία ήταν: και όταν πας στη φωτιά του πολέμου, δεν είναι σίγουρο πως θα γυρίσεις ζωντανός. Μα και κάτι άλλο βασάνιζε το μυαλό του Γκούρα. Δεκαπέντε μήνες είχαν περάσει από τότε που παντρεύτηκε και η Ασήμω, η γυναίκα του, δεν φαινόταν να του ετοιμάζει κανέναν απόγονο. Τι θα γινόταν λοιπόν η τεράστια περιουσία του; Ποιος θα την κληρονομούσε; Αν σκοτωνόταν, θ’ σβηνε μονομιάς και τ’ όνομα του και κανείς δε θα τον μακάριζε.

Πριν ξεκινήσει λοιπόν για την εκστρατεία, κάθεται και γράφει τη διαθήκη του, που έλεγε:
«1824, Μαγίου 4, Διαθήκη.
Από τα περιστατικά εν καιρώ πολέμου, φοβούμενος μην ο θάνατος άξαφνα με αδράξη, κάνω την διαθήκη μου τακτικώς, οπού είμαι με τας φρένας μου. Πρώτον τον Θεόν να με συγχώρεση εις όσα τους έσφαλα, ως άνθρωπος. Δεύτερα αφίνω συμπάθιο και να με συγχωρούν όλοι οι Έλληνες συγχώρησιν εις όλους τους Έλληνας, να με συγχωρέσουν και να με συμπαθήσουν στα όσα τους έσφαλα ως άνθρωπος, ας είναι και από μέρος μου, συγχωρημένοι. Τρίτον αφίνω ίδιον Γκούρα τον εξάδελφόν μου Γιάννη Μαμούρη, αυτός να μου εξουσιάζη όλον μου το βιός μου, και να είναι ίδιον εδικόν του, έξω από εκείνο οπού χαρίζω μέσα στη διαθήκη μου του καθενός συγγενή μου: αυτά να τα λάβουν οι απογραμμένοι συγγενείς μου. Έχω γρόσια ξηρά όλα όλα χιλιάδας 25.000 λέγω χιλιάδες είκοσι πέντε και ας φαντάζονται ο κόσμος ότι είχα πολλά- από αυτά τα γρόσια. Αφίνω στη Φιλόμουσο Εταιρείαν γρόσια χίλια (1000). Αφίνω στην Φιλάνθρωπον Εταιρείαν γρόσια 1.000. Αφίνω του Καπνόριζα γρόσια τρεις χιλιάδας 3.000. Αφίνω της αδελφής μου Μαργαρίτας γρόσια δύο χιλιάδας 2.000, του Πατούλα γρόσια χίλια 1000. Αφίνω της ανεψιάς μου (…) Ρούκαινας γρόσια χίλια 1.000. Αφίνω της γυναίκας μου Ασήμως γρόσια 5 χιλιάδες πέντε 5.000. Αφίνω της γυναίκας μου όλα τα τζουβαϊρικά μου ασιμ. φλωρία, μαργαριτάρια μου, διαμαντικά μου, μπελετζίκια, δακτυλίδια, ασιμικά μου και όλα όσα σκουτιά της έχω γυναικεία, αυτά να μην έχη κανένας από τους συγγενείς μου να της χαλέψη ούτε τρίχα, ότι της τα έχω χαρισμένα. Όλους τους κριτάς τους παρακαλώ να δώσουν δικαία κρίσι, καθώς γράφω με τον ίδιον χέρι μου εις την Διαθήκην μου. Αν ίσως και μείνει η γυναίκα μου εγκαστρωμένη και γεννήσει παιδί, τότε να κληρονομάη το παιδί μου όλον μου τον βιόν μου, εξόχως εκείνο οπού χαρίζω. Τότε να σταθή ο Μαμούρης ίδιος πατέρας, να μου κουμανταρίση το παιδί μου και γυναίκα μου. Αν δεν τύχη εγκαστρωμένη η γυναίκα μου και δεν παντρευτεί μετά τον θάνατον μου, να την μάση ο Μαμούρης να την θρέψη από τον βιός μου οπού της αφίνω, και αν θελήση η γυνή μου να παντρευθή, να πάρη μόνον τα σκουτιά της και το φέσι της και ένα ζευγάρι μπελετζίκια μαλαματένια με διαμάντια και δακτυλίδια οπού της έχω, και όχι άλλο. Τα άλλα να μένουν όλα του Μαμούρη. Και αν δεν παντρευθή, να έχη τα άνωθεν γραμμένα χαρίσματα, να τα εξουσιάζη και να ζη στα γηρατειά της η γυναίκα μου. Ο Μαμούρης να λέγεται Γιάννης Γκούρας δια να μην χαθή το όνομα μου. Αφίνω όλους τους φίλους να γνωρίζουν τον Μαμούρην ίδιον Γκούρα: όποιος με αγαπάει εμένα, να αγαπάη και αυτόν. Και συ Μαμούρη πρώτον να αγαπάης την ανθρωπότητα, την Πατρίδα, να φυλάς τους Νόμους, την Διοίκησιν, τους συγγενείς και φίλους μου-να κάνης φίλους και όχι εχθρούς, να μην γένης προδότης στην Πατρίδα μου και στην ανθρωπότητα, να μην αγαπάς την αδικίαν, την τυραννία, την κλεψιά, την αρπαγήν. Αν παρέβης κανένα από τα όσα σου λέγω, να έχης την κατάρα μου, και την κατάρα του Θεού και της Πατρίδος. Ακόμη τα όσα χρεωστώ και τα όσα μου χρεωστούν, φαίνονται στα δευτέρια μου και οποιανού χρεωστώ να τα δόκητε να μην με σκατοψυχάνε και τα όσα μου χρεωστούν να τα λάβης Μαμούρη, δια να μου κουμανταρίσης το σπήτι καθώς γράφω. Ταις πιστόλαις μου να ταις πάρη ο Καπνόριζας, δια το χασμέτι οπού μου έκαμε και να στέκη κοντά με το Μαμούρη και με τη γυναίκα μου, ότι είναι ακόμα μικρός και πτωχός, και συ Πατούλα να μην ξεχωρίσης από το Μαμούρη, να διαφεντεύεστε να είσθε δυνατοί, να μου νταγιαντίστε το σπήτι μου, και μην σκορπίσητε σαν του λαγού τα τέκνα, ότι χαίρι δεν βλέπετε. Έχετε λοιπόν την ευχήν μου.
Ταις είκοσι πέντε χιλιάδες τα γρόσια, τα οποία θα λάβη ο Μαμούρης, τα έχω μέσα στην κασέλα μου, εις ένα μουχουροτάνι ασημένιον βουλωμένα με κόλλησι. Ταύτα και Σας αφίνω υγιείαν και πολλή ζωή και να με συγχωράτε κάποτε όταν με θυμάστε. Ευχόμεθά Σας να προκόψητε, αν ακολουθήσετε τον καλόν δρόμον οπού Σας λέγω και υγιαίνετε.
Εγώ ο Αθλιος και δυστυχισμένος ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΚΟΥΡΑΣ».

Κυνήγησε τον Ομέρ πασά του Ευρίπου ο Γκούρας και γύρισε δοξασμένος νικητής στην Αθήνα. Πέρασε όμως αρκετός καιρός και η Αθήνα έπηξε από τουρκικά φουσάτα που πολιορκούσαν την Ακρόπολη. Ο Γκούρας υπερασπίζεται την Ακρόπολη, Ζητάει βοήθεια απ’ τον Καραϊσκάκη. Εκείνος, αν και ποτέ δεν τον συγχώρεσε για τη δολοφονία του Ανδρούτσου, ανταποκρίνεται στο αίτημα του. Στέλνει την Επτανησιακή φάλαγγα να σπάσει την πολιορκία και ν’ ανεβεί στην Ακρόπολη. Μα δεν τα καταφέρνει, γιατί ο κλοιός των Τούρκων είναι δυνατός. Ο Γκούρας πέφτει σε μεγάλη συλλογή, καθώς μάλιστα βλέπει και τους ανθρώπους του να μην τον ακούνε και φοβερίζουν να του φύγουν κιόλας. Βαθειά στενοχωρημένος πάει στο πόστο του Μακρυγιάννη, του παραπονέθηκε γιατί εκείνος τον κρατούσε σε απόσταση. Λύγησε ο Μακρυγιάννης και του λέει:
«Αδελφέ, από την σήμερον και ομπρός να με γνωρίζης καθώς ήμαστε και πρώτα και καλύτερα. Εγώ αγωνίζομαι νύχτα και ημέρα καθώς βλέπεις. Και όσο είμαστε εδώ, είμαι αδελφός σου : τελειώνοντας ο πόλεμος αυτός, δεν θέλω την φιλίαν σου. (τον είχε και στεφανώσει το Μακρυγιάννη)».
-«Εγώ, αποκρίνεται ο Γκούρας, σ’ έχω αδελφόν τόσα χρόνια – σ’ έκαμα και συγγενή – διατί δεν θέλεις την φιλίαν μου;
-«Διατί, συνεχίζει ο Μακρυγιάννης, σου είπα όταν ήρθαμεν εις την Αθήνα, μην τηράξης να πλουτίνης, ότι θα διατιμηθής και η Αθήνα θα κιντυνέψη εξ αιτίας σου. Ότι δεν είσαι μικρός άνθρωπος, να την βλάψης ολίγον. Τι το θέλω τώρα; Πλουτυνες και ρήμαξες και την Αθήνα, γυμνώνοντας. Αυτήνοι οι άτιμοι οπού ‘χες μαζί σου, τον Αύγουστον κολλήσαμεν εις το φρούριον, και τον ίδιον μήνα γύρευαν να σ’ αφήσουνε να φύγουν, καθώς τους είδες… Τι τά θέλεις τα πλούτη, οπού τα ‘καμες και γιόμωσες τόσους τενεκέδες και τους έχωσες; Δεν πλερώνεις ανθρώπους να ‘χης δια το κεφάλι σου και συ να δοξαστής και την πατρίδα να ωφελήσης; Όχι σ’ ένα μήνα να σε βιάζουν να φύγουν. Σου βαλαν υποψίες οι απατεώνες ότι θα σε σκοτώσω μ’ απιστία, εξ αιτίας του Δυσσέα, οπού τον σκότωσες. Αδελφέ, δεν έπρεπε να γένη αυτό εις τον ευεργέτη σου και να ρθή από σένα. Τώρα έγινε. Θυμήσου πόσα σου είπα στην Αγόριανη- ότι θα μας βάλουν να σκοτώσωμεν ένας τον άλλον. Τότε μ’ άκουσες, δεν το ‘καμες-ύστερα έγινε. Τώρα όμως να γνωρίσης τους φίλους σου και τους απατεώνες. Δεν πλουταίνει ο άνθρωπος με χρήματα μοναχά, πλουταίνει κι από τα καλά του έργα».

Δάκρυσαν τα μάτια του Γκούρα- τον έτυπτε η συνείδηση για το κάμωμα που έκαμε στον Οδυσσέα. Και λέει στο Μακρυγιάννη.
-«Αν ζήσω και έβγω έξω, δεν θέλω ματαξέρει από αυτούς τους μπερμπάντες. Και τα χρήματα, καταγίνομαι να φκιάξω τη διαθήκη μου (ο Σουρμελής γράφει πως στις 17 του Σεπτέμβρη 1826 έγραψε καινούργια διαθήκη που διέφερε από την πρώτη) και θα κάμω σκολειά και άλλα καλά δια την πατρίδα. Και θ’ αφήσω όλων εσάς το μερίδιόν σας».
-«Να ζήσης να τα χαρής, αδελφέ, του λέει ο Μακρυγιάννης, και να κάμης καλά πράγματα δια την πατρίδα, να βγάλης αυτόν τον λεκέ από πάνου σου, ότι όποιος σ’ έχει φίλο λυπάται. Εγώ δεν θέλω από μέρους μου τίποτας…».
Είπαν και άλλα και όταν τέλειωσε η συζήτηση, συγκινημένοι και οι δυό φιλήθηκαν και ορκίστηκαν να είναι στο εξής καλύτερα από τα πρώτα. Έμαθαν τη συμφιλίωση τους και οι γυναίκες και όλοι οι συγγενείς τους και χάρηκαν πολύ.

Το άλλο βράδυ, 30 του Σεπτέμβρη, ο Μακρυγιάννης καλεί το Γκούρα και άλλους καπεταναίους στο πόστο του να φάνε. Είχε ετοιμάσει ψωμί και κρέας. Έφαγαν, κουβέντιασαν και σαν απόφαγαν, λέει ο Γκούρας στο Μακρυγιάννη:
-«Από τότε που μας έβαλαν και ‘γγιχτήκαμε, δια να κάμουν τους κακούς τους σκοπούς, έχω να σ’ ακούσω να τραγουδάς. Πες μας ένα τραγούδι».
Ο Μακρυγιάννης, που όπως λέει ο ίδιος, τραγουδούσε καλά, άρχισε το τραγούδι:
«Ο ήλιος εβασίλεψε
-Έλληνα μου βασίλεψε-
και το φεγγάρι εχάθη…».
Ο Γκούρας αναστέναζε και σαν απόσωσε το τραγούδι ο Μακρυγιάννης, του λέει:
-«Αδελφέ Μακρυγιάννη, σε καλό να το κάμη ο Θεός- άλλη φορά δεν τραγούδησες τόσο παραπονεμένα. Αυτό το τραγούδι σε καλό να μας βγη».

Στο μεταξύ είχε πέσει το βαθύ σκοτάδι της νύχτας. Και ξαφνικά ακούονται πυκνές τουφεκιές. Άναψε ο πόλεμος. Τρέχει ο καθένας στο πόστο του. Ο Γκούρας τρέχει κατά την «ντάπια του Ανδρούτσου», στην απάνω πόρτα, στη μεριά του κάστρου που βλέπει κατά το βασίλεμα. Εκεί επιστατεί στους ανθρώπους του, να σκάψουν ακόμα πιο βαθύ χαντάκι για να μη δίνουν στόχο στον εχθρό. Σε κάποια στιγμή, βλέποντας προς το Φιλόπαππο, διακρίνει μέσα στο σκοτάδι ένα φως. Αρπάζει ένα τουφέκι και σημαδεύει κατα ‘κεί. Πυροβολεί. Ανάβει φωτιά η στουρναρόπετρα, μα το όπλο δεν πιάνει μέσα φωτιά. Ίσα που προδόθηκε η θέση του. Παίρνει άλλο όπλο και ρίχνει. Έχουν όμως επισημάνει και οι Τούρκοι τη θέση του και ρίχνουν. Δυο εχθρικά βόλια βρίσκουν το Γιάννη Γκούρα στο μηνίγγι και τον ξαπλώνουν νεκρό, πριν προφτάσει να πει λέξη.

Έγινε όπως τ’ αποζητούσε. «Δεν φοβούμαι τον θάνατο, έλεγε κάποτε στο Σουρμελή, αλλά φοβούμαι μήπως αποθάνω βασανιζόμενος- επιθυμούσα να έλθη ο θάνατος εδ’ εκεί (κι έδειχνε τον κρόταφο του), δια να μην το αισθανθώ». Όπως κι έγινε.

Τα παληκάρια αναστατώθηκαν, σαν είδαν μπροστά τους νεκρό τον Γκούρα. Τον πήραν στον ώμο και τον έβαλαν σ’ ένα μουντρούμι. Ήρθε η φαμελιά του, τον συγύρισαν, τον έκλαψαν και την άλλη μέρα πρωί, άνοιξαν ένα λάκκο μπροστά στον Παρθενώνα και τον έθαψαν.

Την ώρα της ταφής, που τον έκλαιγαν οι δικοί του και τα παληκάρια του, η γυναίκα του η Ασήμω, σφούγγισε τα δάκρυα της και είπε δυνατά:
-«Τι τονε κλαίτε; Λησμονάτε πόσα φαρμάκια τον ποτίσατε; Σεις σταθήκατε οι αίτιοι που σκοτώθηκε, όπως γύριζε τις νύχτες μην τυχόν και φύγετε. Αν στ’ αλήθεια μετανοιώσατε, ν’ αλλάξετε φέρσιμο και να καθήσετε να φυλάξετε το κάστρο. Αυτό μονάχα μας έμεινε στη Ρούμελη. Ο άντρας μου σκοτώθηκε, μα εγώ θα πάρω τ’ άρματα του και θα μπω στον τόπο του, να πολεμήσω… Ορκιστείτε στο εικόνισμα που είναι στο στήθος του σκοτωμένου».
Όλοι σήκωσαν τα χέρια και ορκίστηκαν πως θα φυλάξουν το κάστρο.

Δεν πέρασαν όμως τρεις μήνες και το κακό δευτέρωσε. Και άλλο θανατικό πέφτει στη φαμελιά του Γκούρα και ξεκληρίζεται. Τη γυναίκα του, την όμορφη Ασήμω, μαζί με τους άλλους συγγενείς του για περισσότερη ασφάλεια τους είχε να μένουν μέσα στο Ερεχθείο. Εκεί δύσκολα θα τους εύρισκαν οι βόμπες που έστελναν μέρα και νύχτα οι Τούρκοι με τα κανόνια τους απ’ την Αγία Μαρίνα. Τη σκεπή του Ερεχθείου μάλιστα την είχαν δυναμώσει και με μια στρώση χώμα.
Στις 11 του Γενάρη, πέφτουν δυο βόμπες και σπάζουν δυο κολόνες απ’ το Ερεχθείο- τη μεσιανή και μιαν ακόμα. Την άλλη νύχτα, 12 του Γενάρη, έβρεξε, το χώμα μούσκεψε απ’ τη βροχή, βάρυνε η σκεπή του Ερεχθείου, κάθεται και τους πλακώνει όλους μέσα. Οι πιο πολλοί σκοτώθηκαν. Ανάμεσα σ’ αυτούς και η Γκούραινα. Γλίτωσε μόνο ο ανηψιός της Ασήμως από αδερφή της, ο Θανάσης Κάρμας. Τον ξεπλάκωσαν αναίσθητο, αλλά συνήλθε. Γενικός, όμως, κληρονόμος του Γκούρα, σύμφωνα με τη διαθήκη του, έμεινε ο Γιάννης Μαμούρης, που πρόσθεσε στο όνομα του: «του Γκούρα».

Από το βιβλίο του Κώστα Δ. Παπαδημητρίου: «ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΩΡΕΣ -ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ των ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ του 21.» Αθήνα, Φλεβάρης 1993.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.