Οι Λαρήτες – Τάσου Λιγνάδη.

Ίππους δεν επιβαίνουσι,
αμή την εξουσίαν
και του λαού τον τράχηλον!
Ιδού, μάχονται οι ήρωες
μέσα εις τα ντάνσινγκ.
Αλλά τι λέγω; Θρήνησε,
δρήνησε την πατρίδα,
νεκράν οπού ακυλεύουν
αλλοφρονούντα τέκνα της,
ω Ανδρέα Κάλβε!

Δεν ξέρω πως, από που και γιατί μου ήρθε στα καλά καθούμενα ν’ απογειωθώ από τα πεζοδρόμια της νεοελληνικής μας αυτοδυναμίας του
προηγουμένου σημειώματος
και να υψωθώ στα δύσκολα κρημνά της αρετής, εκεί που ο Ανδρέας Κάλβος εσκάλιζε σε γρανίτη τις τρομερές του εικόνες. Και πως, από που και γιατί αφυπνίσθηκαν στον νου μου μερικοί στίχοι του Καρυωτάκη, από το φαρμακωμένο επίγραμμα του ΕΙΣ ΑΝΔΡΕΑΝ ΚΑΛΒΟΝ; Είναι ίσως που σκέφτομαι την μοίρα του πνευματικού άνθρωπου στον τόπο μας. Είναι ίσως αυτό που με κάνει να σκυθρωπάζω.

΄Εχω από παλαιότερα προσπαθήσει να ψελλίσω, με το φτωχό μερτικό της γλώσσας που μου έδωσε ο Θεός, ότι στον τόπο μας, με το σχέδιο της εκριζώσεως των ριζικών άξιων του, ο πνευματικός άνθρωπος, δηλαδή ο κατ εξοχήν πολιτικός ανήρ, είναι ανίκανος να καλλιεργήσει και να παραγάγει άρτον ζωής. Η παλιά, έστω ιδανική, εικόνα του πνευματικού άνθρωπου, η όποια προσωπογραφούσε ένα άτομο κατά κανόνα και ανυποχώρητο και εντελώς ανίκανο να μεθοδευθεί τις δοσοληψίες και τους συμβιβασμούς κάθε ένταξης που απαιτεί την υποτέλεια της σκέψης, έχει πλήρως ανατραπεί. Τα συμπτώματα της περιρρέουσας πραγματικότητας το επιβεβαιώνουν. Η αρετή και η τόλμη του Κάλβου δεν αποτελούν πια αθώους όρους ελευθερίας. Η αναφορά τους, όταν γίνεται, και γίνεται συχνά, είναι μια κίβδηλη αναφορά- σύνθημα, πρόσχημα, υποκρισία. Η πτωχαλαζονεία του Παπαδιαμάντη, για τους αγιογδύτες της αγάπης, είναι μια οχληρή στην κοινωνιολογία της αριστοκρατία των ταπεινών. Η συνάφεια που απευχόταν ο Καβάφης και η αλλεργία που ένιωθε στην συναρίθμηση της μαντρωμένης ομοείδειας, αντιμετωπίζεται σφαλερά ως ένας αισθητισμός για τους ολίγους. Και η φαρμακωμένη αηδία του Καρυωτάκη, θα είχε σήμερα πιο απτούς λόγους, για να φτύσει μια και καλή όχι πια την καθημερινή αλλά την οργανωμένη ευτέλεια.

Όλο αυτό το δηλητηριασμένο ψωμί που τρώμε, η ψωραλέα παιδεία που κοινωνιολογεί αναίσχυντα, η μαστροπεία των συνειδήσεων, η κουρελού της προόδου και η αποβλακωτική ειδωλοποίηση της τεχνολογίας, όλα αυτά έχουν τις μοιραίες αποδόσεις τους. Και οι αποδόσεις προκαλούν επίσης μαγνητικά τις φριχτές ανταποδόσεις. Κάτι δηλαδή που αναμένεται από όλους να πέσει ως Άτη από μεταφορικούς ουρανούς- έτσι ακριβώς όπως το λέει συνταρακτικά ο Καρυωτάκης:
Είναι κάτι φριχτές ανταποδόσεις-είναι στον ουρανό μια σιδερένια μια μεγάλη πυγμή, που δεν συντρίβει μα τιμωρεί κι αδιάκοπα πιέζει…

Χρειάζεται νάχεις πολύ πονέσει την ιστορία του λαού σου, για να καταλάβεις από που και γιατί προκαλούνται αυτές οι φριχτές ανταποδόσεις. Για να καταλάβεις ότι, αν δεν αναμίξεις την λάσπη με τον τιμωρό ουρανό, δεν φτιάχνεις σπίτι. Για να καταλάβεις ότι η επιστήμη του μαγαζιού που έφτιαξες, δεν είναι η Οικονομία, αλλά η Παιδεία που φτιάχνει τα όντα της Οικονομίας. Κι αν καταρρέει η οικονομία σου, είναι γιατί την κάνουν να καταρρέει τα προϊόντα της παιδείας σου. Φίλε μου, το είπαμε κι άλλοτε, θερίζουμε σήμερα ό,τι σπείραμε χθες. Βάλαμε πελέκι στο δέντρο της ζωής μας, με πελέκι θα το πληρώσουμε. Κι άκου να σου θυμίσω, σε ψιλά λόγια το έξοχο καβαφικό μυθολόγημα και βγάλε μεσ απ αυτό, το δικό σου και το δικό μας νόημα:
Μέσα στην πολυτέλεια που χαρίζει η εξουσία και στην αμέριμνη ηδονή της υλικής ευδαιμονίας, κοιμάται ο Νέρων – ασυνείδητος, ήσυχος κι ευτυχής-
Οι μικροσκοπικοί όμως οικογενειακοί θεοί οι Λάρητες που τον περιστοιχίζουν, αρχίζουν ν ανησυχούν:
Γιατί άκουσαν μια απαίσια βοή, θανάσιμη βοή, στην σκάλαν ανεβαίνει βήματα σιδερένια που τραντάζουν τα σκαλιά.
Και πανικοβάλλονται αυτοί οι πρώην προστάτες, νάνοι θεοί και προσπαθούν να ξεφύγουν και να χαθούν στις τρύπες τους:
γιατί κατάλαβαν τι είδος είναι τούτη – τάνιωσαν πια τα βήματα των Ερινύων.

Μήπως δεν είμαστε όλοι εμείς οι Λάρητες που συντροφεύαμε με το νανούρισμα της τεχνολογίας μας τους ύπνους του μεγάλου μαστροχαλαστή που λέγεται αόμματη εξουσία, κύμβαλο αλαλάζον, μηχανουργία του Τίποτα; Μήπως δεν είμαστε εμείς που παρασκευάσαμε, που θρέψαμε, που γιγαντώσαμε, μέσα στην κοινωνιολογία της αυτολατρείας μας, τον ιδιωτικό μας Νέρωνα και τον κάναμε δημόσιο; Μήπως δεν είμαστε εμείς που βάλαμε την χολή και το φαρμάκι στον ΄Αρτο και τον Οίνο του μυστικού δείπνου που μεταλαβαίναμε στο σολωμικό μας καλυβάκι, εκεί στο άγιο βήμα της ψυχής; Μήπως δεν είμαστε εμείς -κατά πως το λέει στον Δωδεκάλογό του ο Παλαμάς-
η γενιά του μπρούντζου και του σίδερου
σα δουλεμένοι από το χέρι του πρωτόγυφτου
πατέρα των ανδρώπων Τυμπαλκάη
που τήνε πότισε τη ρίζα μας
κάποιο κρυφό φαρμάκι κι αξεδιάλυτο,
κι η κατάρα μας πήρε σαν τον Κάη.

Μήπως η ιδεολογία του Κάιν δεν είναι αυτή που μας έπεισε να εξορίσουμε την Αιδώ και την Δίκη από την ζωή μας και από την Πολιτεία; Η αιδώς όμως και η δικαιοσύνη είναι το υποκείμενο της πολιτικής τέχνης κατά τον πλατωνικό ΠΡΩΤΑΓΟΡΑ. Μιας τέχνης που την παράγει η αληθής παιδεία και όχι κάποια ειδική επιστήμη, δηλαδή η απαιδευσία. Θέλω μ αυτό να πω ότι η ένδεια που εμφανίζει στις μέρες μας ο πολιτικός μας βίος, δεν είναι έλλειψη ικανοτήτων, είναι ένδεια βίου πνευματικού. ΄Εχουμε μάθει να καταστρέφουμε, δεν έχουμε μάθει να χτίζουμε, γιατί ξεχάσαμε τι πρέπει να χτίζουμε και το πως. Γιατί δεν έχουμε ιδέα, γιατί δεν έχουμε το πνευματικό τεκμήριο και τα εργαλεία του. Χωρίς ντροπή στον συνάνθρωπο, χωρίς τον εσωτερικό σεβασμό που οικοδομεί τον χώρο μας, καμιά πρυμηθεϊκή τεχνολογία, καμιά έντεχνη σοφία και κανένα πυρ κατασκευής δεν μπορεί να αποτελέσει όρο και προυπόθεση δικαιοσύνης.

Είμαστε λοιπόν οι μικροσκοπικοί Λάρητες, που συντροφέψαμε τον Νέρωνα στούς ύπνους της ευδαιμονίας του και τώρα που ακούγονται τα βήματα των φριχτών ανταποδόσεων, τρέχουμε να κρυφτούμε στον πνευματικό μας κρυψώνα, αφήνοντας το μεγάλο μας δημιούργημα να κοιμάται.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 2 Οκτωβρίου 1985

Από το βιβλίο: «Καταρρέω», του μακαριστού Τάσου Λιγνάδη. Επιλογή επιφυλλίδων. Εκδόσεις Ακρίτας,Αθήνα, Ιούλιος του 1989.

Κατηγορίες: Άρθρα, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.