Η πολιορκία της Ιερουσαλήμ από τους σταυροφόρους (1.099 μ. Χ) – φιλολόγου, Δημητρίου Θαλασσινού.

ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
Η προώθηση του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ιωάννη Α’ (969-976) στις μουσουλμανικές περιοχές, που ορίζονταν ως Άγιοι Τόποι των χριστιανών, φάνηκε προς στιγμήν να δίνει στην Ευρώπη την προσδοκία ότι τα εδάφη αυτά θα μπορούσαν να επανέλθουν στους κόλπους της Χριστιανοσύνης˙ μια ψευδαίσθηση που διήρκεσε ελάχιστα. Οι εξεγέρσεις στην περιοχή του σημερινού Λιβάνου δεν επέτρεψαν στον Ιωάννη Α’ να κατακτήσει και την Ιερουσαλήμ, ενώ με το πέρασμα του χρόνου οι μουσουλμάνοι, με τη βοήθεια των Τούρκων, τη νέα κινητήριο δύναμη του Ισλάμ, πήραν την εκδίκησή τους. Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ρωμανός Δ’ ηττήθηκε από τον Σελτζουκίδη σουλτάνο Άλπ Αρσλάν (Ανδρείος Λέων) στο Μαντζικέρτ.

Γοδεφρείδος Δ’ της Βουλώνης ή ντε Μπουγιόν ή ο Βουιλώνιος (Godefroi IY ή de Bouillon)˙ δούκας της Κάτω Λοραίνης από το 1089, από τους ηγέτες της Α’ Σταυροφορίας, ο πρώτος Λατίνος ηγεμόνας (Προστάτης του Παναγίου Τάφου) της Παλαιστίνης, μετά την κατάληψη της Ιερουσαλήμ το 1099 (περ. 1061 – Ιερουσαλήμ 1100).

Γιος του Ευσταθίου Β’ , κόμη της Βουλώνης, επελέγη ως διάδοχος από τον θείο του Γοδεφρείδο Γ’ τον Κυφό δούκα της Κάτω Λοραίνης το 1076, αλλά ο αυτοκράτορας Ερρίκος Δ’ του παραχώρησε μόνο τη μαρκιονία της Αμβέρσας, η οποία περιελάμβανε την περιοχή της Μπουγιόν, στις Αρδένες.
Η Ματθίλδη της Τοσκάνης, χήρα του Γοδεφρείδου Γ’, εξήγειρε εναντίον του τον Αλβέρτο, κόμη του Ναμύρ, ο οποίος μάταια τον πολιόρκησε στην Μπουγιόν (1077). Ο Γοδεφρείδος Δ’ υποστήριξε τον αυτοκράτορα Ερρίκο Δ’ στον αγώνα του κατά του πάπα Γρηγορίου Ζ’, ο οποίος σε αναγνώριση των υπηρεσιών του τον ονόμασε δούκα της Κάτω Λοραίνης (1089). Υπήρξε ένας από τους πρώτους Σταυροφόρους (1095), και για να ανταποκριθεί στις δαπάνες της αποστολής, πούλησε το δουκάτο του και την περιουσία του. Έλαβε ενεργό μέρος στην Α’ Σταυροφορία˙ περισσότερο πολιτικός παρά προσκυνητής, ασχολήθηκε με τις σχέσεις των Σταυροφόρων με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και δήλωσε υποταγή στον αυτοκράτορα Αλέξιο. Μετά την κατάληψη της Ιερουσαλήμ (22 Ιουλίου 1099), οι βαρόνοι τον εξέλεξαν βασιλιά, αυτός όμως αρκέστηκε στον τίτλο του Προστάτη του Παναγίου Τάφου.
Ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την άμυνα και την οργάνωση του βασιλείου, υπήρξε ο εμπνευστής συντάξεως των Ασσιζών της Ιερουσαλήμ. Νίκησε τους Αιγυπτίους στην Ασκάλωνα. Πέθανε ύστερα από πιθανή δηλητηρίαση από κάποιον μουσουλμάνο, και γρήγορα έλαβε θέση στη λαϊκή παράδοση ως ήρωας ενός μεσαιωνικού επικού ποιήματος και ενός περίφημου ποιήματος του Τορκουάτο Τάσο.

Αλέξιος Α’ Κομνηνός.
Ύστερα από μια περίοδο σκοτεινών γεγονότων, την εξουσία στο Βυζάντιο ανέλαβε ο Αλέξιος Α’ της δυναστείας των Κομνηνών, ο οποίος θεώρησε σκόπιμο να συμφιλιωθεί με τον Πάπα και τη Δύση, καθώς αυτό εξυπηρετούσε τα σχέδιά του. Παραμερίζοντας τις θρησκευτικές αντιπαραθέσεις ανάμεσα στην Ανατολική και τη Δυτική Εκκλησία, προσπάθησε να παρακινήσει τον πάπα Ουρβανό Β’ να καλέσει όσο περισσότερους χριστιανούς γινόταν, για να ελευθερώσουν την Ιερουσαλήμ. Τον Νοέμβριο του 1095, στη σύνοδο του Κλερμόν, ο Πάπας αποδέχθηκε τα αιτήματα του Κομνηνού και κήρυξε την Α’ Σταυροφορία. Οι πρώτοι που ανταποκρίθηκαν ήταν ένα πλήθος λαϊκών με αρχηγό τον Πέτρο τον Ερημίτη και μερικούς ρακένδυτους ιππότες, όπως ο Γκοτιέ ο Πένης. Οι άνθρωποι αυτοί βάλθηκαν να σφαγιάσουν στο διάβα τους τους Εβραίους της ανατολικής Ευρώπης, προκαλώντας το πρώτο πογκρόμ στην Ιστορία. Καθώς ήταν ανεξέλεγκτοι και χωρίς στρατιωτική εμπειρία, εξολοθρεύτηκαν αμέσως από τους Τούρκους στην Ανατολία.
Η πρώτη ομάδα σταυροφόρων, με οδηγό τον Πέτρο τον Ερημίτη, έφτασε στην Κωνσταντινούπολη την 1η Αυγούστου του 1096, προκαλώντας φόβο και ανησυχία στον Αλέξιο Α’. Εκείνος είχε στο νου του κάποιες ενισχύσεις εκ μέρους της Δύσης στον πόλεμό του εναντίον των Σελτζουκιδών, κι όχι την πλημμύρα από άνδρες της κατώτερης τάξης στα εδάφη του, που θα προκαλούσαν μεγάλη αναστάτωση στα Βαλκάνια.

Η Α’ Σταυροφορία.
Από ειρωνεία της τύχης, η μόνη σταυροφορία που κατέληξε στην κατάληψη της Ιερουσαλήμ, ήταν εκείνη στην οποία δεν πήραν μέρος βασιλείς. Ο Φίλιππος Α’ της Γαλλίας αφορίστηκε, ο Γουλιέλμος Β’ της Αγγλίας, ένας από τους γιους του Κατακτητή, ήρθε σε αντιπαράθεση με τον Πάπα, κι έτσι η σταυροφορία οδηγήθηκε από άρχοντες που ήλπιζαν να καταλάβουν νέα εδάφη με τα όπλα ή να κερδίσουν φήμη, ή που ήταν ειλικρινά πεπεισμένοι ότι θα υπηρετήσαν τον Θεό. Ανάμεσά τους οι πιο γνωστοί ήταν ο Γοδεφρείδος ντε Μπουγιόν, δούκας της Λοραίνης (Άνω Λοθαριγγίας), ο Ραϊμόνδος του Σεν – Ζιλ, κόμης της Τουλούζης, οι Νορμανδοί Βοημούνδος και Ταγκρέδος του Τάραντα, ο Ροβέρτος Β’ της Νορμανδίας, γιος κι αυτός του Γουλιέλμου του Κατακτητή, που για να χρηματοδοτήσει το εγχείρημά του, πώλησε τα υπάρχοντά του στον αδελφό του, βασιλιά της Αγγλίας. Τα πρώτα προβλήματα που δημιουργήθηκαν ήταν με τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Αλέξιο Α’, που ζητούσε από τους σταυροφόρους βαρόνους όρκο πίστης και υποτέλειας˙ αλλά όλοι αυτοί οι άνθρωποι δεν ταξίδευαν μήνες για να γίνουν ξανά υποτελείς κάποιου, πόσο μάλλον ενός «σχισματικού» Έλληνα, αλλά στο τέλος δέχθηκαν απρόθυμα να δηλώσουν υποταγή, δίνοντας ωστόσο τον συνήθη όρκο των Λατίνων, τον οποίο ο Αλέξιος δεν κατάφερε να κατανοήσει σε βάθος, δεδομένου ότι η φεουδαρχία δεν είχε φτάσει πραγματικά στην Ανατολή.

Φτάνοντας στην Ανατολία.
Φτάνοντας στην Ανατολία, οι σταυροφόροι νίκησαν την άνοιξη του 1097 τον Τούρκο σουλτάνο Κιλίτζ Αρσλάν Α’, κατέλαβαν τη Νίκαια και κατευθύνθηκαν προς τη Συρία. Νικώντας ξανά τους Τούρκους στο Δορύλαιο (σημερινό Εσκί Σεχίρ), οι σταυροφόροι κατέλαβαν το 1098 την Αντιόχεια. Οι πολλές εσωτερικές διαφωνίες δεν επέτρεψαν στους μουσουλμάνους να στείλουν βοήθεια στην πόλη, που τώρα υποστήριζε τα χριστιανικά σχέδια. Ο Βοημούνδος, ύστερα από αρκετές διενέξεις, κατέκτησε την ηγεμονία της Αντιόχειας, επιτρέποντας σε τμήμα του στρατού του, υπό την ηγεσία του ανιψιού του Ταγκρέδου, να συνεχίσει να κατευθύνεται εναντίον της Ιερουσαλήμ, καθώς ο ίδιος, ικανοποιημένος από τα κέρδη που διασφάλισε, παρότι επισήμως παρέμενε υποτελής του Αλέξιου Α’ Κομνηνού, αρνήθηκε να προχωρήσει.
Στις 27 Νοεμβρίου 1095, ο πάπας Ουρβανός Β’ αγόρευσε στη Σύνοδο του Κλερμόν – Φεράν, στην οποία επανέλαβε τα σχέδια του Γρηγορίου Ζ’, παροτρύνοντας τον φραγκικό λαό να λάβει μέρος στη σταυροφορία για να αποσπάσει τους Αγίους Τόπους από τα χέρια των Αράβων. Η Γαλλία, υποστήριξε, ήταν ήδη πυκνοκατοικημένη και στην ιερή γη της Χαναάν έρεαν γάλα και μέλι. Ο Ουρβανός ζήτησε από τους Φράγκους να θέσουν τα ξίφη τους στην υπηρεσία του Θεού και η συνάθροιση απάντησε: «Είναι θέλημα Θεού!».

Η πολιορκία της Ιερουσαλήμ
Μετά την κατάληψη της Αντιόχειας τον Ιούνιο του 1098, οι σταυροφόροι παρέμειναν στην περιοχή για την υπόλοιπη χρονιά. Προς το τέλος του έτους, το κατώτερο ιππικό και το πεζικό απείλησαν να αναχωρήσουν για την Ιερουσαλήμ χωρίς εκείνους. Στις 7 Ιουνίου οι σταυροφόροι έφτασαν στην Ιερουσαλήμ. Πολλοί κραύγασαν στη θέα της πόλης, φτάνοντας ύστερα από τόσο μακρύ ταξίδι. Όπως και στην Αντιόχεια, η πόλη τέθηκε υπό πολιορκία. Πιθανώς οι ίδιοι οι σταυροφόροι υπέφεραν περισσότερο από τους κατοίκους της πόλης, λόγω έλλειψης τροφής και νερού στα περίχωρα της Ιερουσαλήμ. Η πόλη ήταν καλά προετοιμασμένη για την πολιορκία, ενώ ο Φατιμίδης κυβερνήτης Ιφτιχάρ αντ- Ντάουλα είχε εκδιώξει το μεγαλύτερο μέρος των χριστιανών. Από τους 7.000 ιππείς που υπολογίζεται ότι έλαβαν μέρος στη Σταυροφορία των Ηγεμόνων, έμειναν μόνο γύρω στους 1.500, μαζί με περίπου 20.000 πεζούς στρατιώτες, από τους οποίους οι 12.000 βρίσκονταν ακόμα σε καλή κατάσταση. Ο Γοδεφρείδος, ο Ροβέρτος της Φλάνδρας και ο Ροβέρτος της Νορμανδίας (που άφησε τον Ραϊμόνδο για να ενωθεί με τον Γοδεφρείδο) πολιόρκησαν τα τείχη από τον Βορρά έως τον Νότο μέχρι τον Πύργο του Δαβίδ, ενώ ο Ραϊμόνδος στρατοπέδευσε στη δυτική πλευρά, από τον Πύργο του Δαβίδ έως το όρος Σιών. Μια απευθείας εφόρμηση στα τείχη στις 13 Ιουνίου κατέληξε σε αποτυχία. Χωρίς τροφή και νερό, τόσο οι άντρες όσο και τα ζώα πέθαιναν γρήγορα από πείνα ή τη δίψα. Οι σταυροφόροι κατάλαβαν ότι ο χρόνος δεν ήταν με το μέρος τους. Τελικά, στις 17 Ιουνίου κατέφθασαν δια θαλάσσης στη Γιάφα ενισχύσεις από τη Γένουα, φέρνοντας προμήθειες που αρκούσαν για μια σύντομη περίοδο καθώς και πολιορκητικό εξοπλισμό, κατασκευασμένο υπό την επίβλεψη του Γουλιέλμου Εμπριάκο.
Ο Γουλιέλμος Εμπριάκο πριν πάρει μέρος μαζί με τον αδελφό του πρίμο στη χριστιανική σταυροφορία του 1095 -1099, είχε επιχειρήσει πολλές εξορμήσεις σε όλη τη συροπαλαιστινιακή περιοχή της Μέσης Ανατολής. Στο πλευρό του Σοδεφρείδου ντε Μπουγιόν συνέλαβε αποφασιστικά στην τελική επίθεση της νότιας πλευράς, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην πτώση της Ιερουσαλήμ. Ο Εμπριάκο μπόρεσε να εισέλθει θριαμβευτικά στην πόλη από την Πύλη του Δαβίδ. Κατόπιν, με τις ισχυρές πολιορκητικές μηχανές και τους πύργους εφόδου, που είχαν κατασκευάσει οι Γενουάτες με την ξυλεία που αφαίρεσαν από τα πλοία με τα οποία ταξίδεψαν, κατατρόπωσε τη μουσουλμανική αντίσταση. Ο ίδιος ο Γοδεφρείδος ντε Μπουγιόν έγραψε επάνω από την Πύλη του Παναγίου Τάφου: «Praepotens Genuensium Praesidium», που σημαίνει «πανίσχυρη συνδρομή των Γενουατών», σε ανάμνηση του εκπληκτικού ανδραγαθήματός τους.
Μαζί με τους Γενουάτες οι χριστιανοί έφτασαν τους 15.000 άντρες, ενώ οι μουσουλμάνοι μέσα στην πόλη ήταν περίπου 7.000. Οι σταυροφόροι, επιπλέον, άρχισαν να προμηθεύονται ξύλα από τη Σαμάρεια, με σκοπό να κατασκευάσουν πολιορκητικές μηχανές. Υπέφεραν ακόμα από την έλλειψη τροφής και νερού, ενώ περί τα τέλη Ιουνίου έφτασε η είδηση πως ένα στράτευμα Φατιμιδών κατευθυνόταν στα βόρεια από την Αίγυπτο. Οι σταυροφόροι έβλεπαν ότι ο στόχος τους ήταν κατά τα φαινόμενα άπιαστος, αλλά το ηθικό τους ανέβηκε όταν ένας ιερέας, ονόματι Πέτρος Ντεζιντέριους, ανακοίνωσε ότι είδε ένα θείο όραμα, στη διάρκεια του οποίου έλαβε ορισμένες εντολές: να νηστέψουν τρεις ημέρες και να βαδίσουνε με γυμνά πόδια κάνοντας λιτανεία γύρω από τα τείχη της πόλης, ύστερα από την οποία η πόλη θα έπεφτε σε εννέα μέρες, κατά το βιβλικό παράδειγμα του Ιησού του Ναυή στην πολιορκία της Ιεριχούς.
Το όνειρο του Πέτρου Ντεζιντέριους αναφέρεται σ’ εκείνο που καταγράφεται στην Αγία Γραφή, στο Βιβλίον του Ιησού του Ναυή: Οι Ισραηλίτες πολιόρκησαν την πόλη της Ιεριχούς. Υπακούοντας στις διαταγές του Κυρίου, οι Εβραίοι στρατιώτες έκαναν για έξι ημέρες τον γύρο του τείχους της πόλης. Την έβδομη ημέρα οι στρατιώτες έκαναν επτά γύρους, και έπειτα επτά ιερείς με ισάριθμες σάλπιγγες από κέρας κριού, μπροστά στην Κιβωτό της Διαθήκης, βάδιζαν παιανίζοντας, με την εμπροσθοφυλακή να προπορεύεται και την οπισθοφυλακή να ακολουθεί την Κιβωτό, κάνοντας ακόμα μια φορά τον γύρο του τείχους, ενώ ο λαός παρακολουθούσε σιωπηλά. Αυτή η τελετουργία επαναλήφθηκε για επτά μέρες. Την τελευταία ημέρα έκανε και η Κιβωτός επτά γύρους και υπό τον ήχο των σαλπίγγων ο λαός εξαπέλυσε πολεμική ιαχή και τα τείχη της Ιεριχούς κατέρρευσαν.

Αν και πέθαιναν ήδη από τις στερήσεις, καθώς λιμοκτονούσαν, στις 8 Ιουλίου οι σταυροφόροι έκαναν τη λιτανεία, με τους ιερείς να σαλπίζουν και να ψάλλουν ύμνους, ενώ τους περιγελούσαν όλη την ώρα οι υπερασπιστές της Ιερουσαλήμ. Η λιτανεία σταμάτησε στο Όρος των Ελαιών, όπου κήρυξαν ο Πέτρος ο Ερημίτης, ο Αρνούλφος του Σοκ και ο Ραϊμόνδος ντ’ Αγκιλέ. Κατά την πολιορκία έγιναν πολλές επιθέσεις στα τείχη, όλες αποτυχημένες. Όμως, τα γενοβέζικα στρατεύματα, με διοικητή τον Γουλιέλμο Εμπριάκο, είχαν αποσυναρμολογήσει τα πλοία με τα οποία είχαν φτάσει στους Αγίους Τόπους και ο Εμπριάκο, χρησιμοποιώντας το ξύλο των πλοίων, κατασκεύασε πολιορκητικούς πύργους˙ τους στήριξαν επάνω στα τείχη τη νύχτα της 14ης Ιουλίου, προς μεγάλη έκπληξη αλλά και ανησυχία των αμυνομένων.

Οι Σταυροφόροι παίρνουν την Ιερουσαλήμ.
Ο Ραϊμόνδος εξαπέλυσε επίθεση στην πύλη κοντά στο όρος Σιών, ενώ ο Γοδεφρείδος και ο Γουλιέλμος της Νορμανδίας στα βόρεια. Η επίθεση αποδείχθηκε πολύ εύκολη – το πρωινό της 15ης Ιουλίου ο πύργος του Γοδεφρείδου έφθασε στο τμήμα των τειχών κοντά στην πύλη της βορειοανατολικής γωνίας, και σύμφωνα με το Χρονικό (Gesta), δύο Φλαμανδοί ιππότες στην πόλη, ακολουθούμενοι από τον Γοδεφρείδο, τον αδελφό του Ευστάθιο, τον Ταγκρέδο και τους άντρες τους. Ο πύργος του Ραϊμόνδου στην αρχή αναχαιτίστηκε χάρη σε ένα όρυγμα, αλλά από τη στιγμή που οι άλλοι σταυροφόροι ήταν πλέον μέσα στην πόλη, οι μουσουλμάνοι που τη φρουρούσαν παραδόθηκαν στον Ραϊμόνδο.

Βία και αίμα.
Από τη στιγμή που οι σταυροφόροι, έχοντας προσπελάσει τα εξωτερικά τείχη, μπήκαν στην πόλη, θανάτωσαν σχεδόν όλους τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, στην διάρκεια του απογεύματος, της νύχτας και του πρωινού που ακολούθησε. Μουσουλμάνοι, Εβραίοι, ακόμα και μερικοί χριστιανοί, σφαγιάσθηκαν βίαια και αδιακρίτως. Πολλοί μουσουλμάνοι προσπάθησαν να βρουν καταφύγιο στο Τέμενος Αλ – Ακσά, όπου, σύμφωνα με μια περίφημη διήγηση στο Χρονικό, «η σφαγή ήταν τόσο μεγάλη, ώστε οι άντρες μας βάδιζαν μες το αίμα που έφτανε έως στους αστραγάλους τους». Σύμφωνα με τον Ραϊμόνδο ντ’ Αγκιλέ, «οι άντρες ίππευαν με το αίμα να φτάνει στα γόνατα και τα χαλινάρια». Το Χρονικό του Ιμπν αλ – Καλανίζι επιβεβαιώνει ότι οι αμυνόμενοι Εβραίοι αναζήτησαν καταφύγιο στη συναγωγή τους, αλλά «οι Φράγκοι έβαλαν φωτιά πάνω από τα κεφάλια τους», σκοτώνοντας όλους όσοι βρίσκονταν μέσα. Οι σταυροφόροι έζωσαν το κτίριο με φλόγες, ψάλλοντας «Χριστέ, σε προσκυνούμε!». Ο Ταγκρέδος διεκδίκησε για τον εαυτό του τη συνοικία του Ναού, όπου προσέφερε προστασία σε μερικούς μουσουλμάνους, αλλά δεν μπόρεσε να εμποδίσει τη θανάτωσή τους από τα χέρια των ακολούθων των σταυροφόρων. Ο απολογισμός ποικίλλει ανάλογα με τις πηγές: για τους χριστιανούς 10.000 νεκροί, για τους μουσουλμάνους 70.000. Ο Φατιμίδης κυβερνήτης Ιφτιχάρ αντ – Ντάουλα αποσύρθηκε στον Πύργο του Δαβίδ και σύντομα παραδόθηκε στον Ραϊμόνδο, με αντάλλαγμα την ασφαλή μεταφορά του ιδίου και της φρουράς του στην Ασκαλώνα (Άσκελον).

Μαρτυρία Σοκ.
Τα Gesta Francorum αναφέρουν πως κάποιοι κατάφεραν να γλιτώσουν σώοι από την πολιορκία. Ο ανώνυμος συγγραφέας γράφει: «Όταν συνετρίβησαν οι ειδωλολάτρες, οι άντρες μας πήραν μεγάλο αριθμό αιχμαλώτων, άντρες και γυναίκες, τους οποίους είτε έσφαξαν είτε κράτησαν σε αιχμαλωσία, ό,τι ήθελαν». Πιο πρίν γράφει: «{Οι ηγέτες μας} διέταξαν επίσης να πεταχτούν έξω από την πόλη όλοι οι νεκροί Σαρακηνοί, λόγω της τρομερής δυσωδίας, καθώς ολόκληρη η πόλη ήταν γεμάτη πτώματα˙ κι έτσι, όσοι Σαρακηνοί επέζησαν μετέφεραν τους νεκρούς έξω από τις πύλες και τους τοποθετούσαν σε στοίβες που θύμιζαν σπίτια. Κανείς δεν είχε ματαδεί ούτε είχε ακούσει ποτέ ξανά για τέτοια σφαγή ειδωλολατρών, με τις νεκρικές πυρές να υψώνονται σαν πυραμίδες, και μόνο ο Θεός ήξερε τον αριθμό τους». Μετά τη σφαγή, στις 22 Ιουλίου, ο Γοδεφρείδος ντε Μπουγιόν ανακηρύχθηκε Advocatus Sancti (Υπερασπιστής του Παναγίου Τάφου), αρνούμενος τον τίτλο του βασιλιά της πόλης, όπου πέθανε ο Χριστός και εγγυώμενος ότι «ποτέ δεν θα έφερε χρυσό στέμμα, εκεί όπου ο Χριστός φόρεσε στέφανο από αγκάθια». Με το θάνατό του το 1100 έγινε βασιλιάς ο αδελφός του Βαλδουίνος, ως Βαλδουίνος Α’.

ΕΠΙΜΥΘΙΟ
Η Ιερουσαλήμ παρέμεινε χριστιανική έως το 1187, όταν κατακτήθηκε ξανά από τον Κούρδο σουλτάνο Σαλαδίνο (Σαλάχ αντ- Ντιν), της δυναστείας των Αγιουμπιδών˙. Το 1291 ο Μαμελούκος σουλτάνος της Αιγύπτου Αλ – Ασράφ Χαλίλ κατέκτησε τον Άγιο Ιωάννη της Άκρας, το έσχατο χριστιανικό οχυρό στην Ανατολή. Η πολιορκία έγινε γρήγορα θρυλική και τον 12ο αιώνα έγινε το θέμα του Άσματος της Ιερουσαλήμ (Chanson de Jerusalem), ενός από τα σπουδαιότερα chansons de geste του Κύκλου των Σταυροφόρων.

Από το βιβλίο: Μάχες, του φιλολόγου, Δημητρίου Θαλασσινού.

Ο Δημήτριος Θαλασσινός γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Κλασσική φιλολογία και θεολογία στο πανεπιστήμιο Αθηνών και διοίκηση επιχειρήσεων στα ΚΑΤΕΕ Πάτρας. Έχει γράψει πολλά άρθρα, κυρίως για το Βυζάντιο αλλά και για την εποχή της Αναγέννησης. Συνεργάτης των περιοδικών «Εικονογραφημένη Ιστορία» και «Ιστορικά Θέματα». Είναι Πατέρας της Άννας Μαρίας.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.