Κυριακή του τυφλού – το Αποστολικόν Ανάγνωσμα της Θ. Λ., «Τίνα φοβηθήσομαι», λόγος του αειμνήστου Μητροπ. Νικαίας Γεωργίου Παυλίδου.

Το Αποστολικόν Ανάγνωσμα της Θείας Λειτουργίας.
Πράξεων των Αποστόλων: ΙΣΤ.16 – 34.

Εν ταις ημέραις εκείναις, εγένετο πορευομένων ημών των αποστόλων εις προσευχήν, παιδίσκην τινά έχουσαν πνεύμα πύθωνος, απαντήσαι ημίν, ήτις εργασίαν πολλήν παρείχε τοις κυρίοις αυτής μαντευομένη. Αύτη κατακολουθήσασα τω Παύλω και τω Σίλα έκραζε λέγουσα: «ούτοι οι άνθρωποι δούλοι του Θεού του υψίστου εισίν, οίτινες καταγγέλλουσιν ημίν οδόν σωτηρίας.» Τούτο δέ εποίει επι πολλάς ημέρας. Διαπονηθείς δέ ο Παύλος και επιστρέψας τω πνεύματι είπε: «παραγγέλλω σοι εν τω ονόματι Ιησού Χριστού εξελθείν απ’ αυτής.» Και εξήλθεν αυτή τη ώρα. Ιδόντες δέ οι κύριοι αυτής ότι εξήλθεν η ελπίς της εργασίας αυτών, επιλαβόμενοι τον Παύλον και τον Σίλαν, είλκυσαν εις την αγοράν επι τους άρχοντας. Και προσαγαγόντες αυτούς τοις στρατηγοίς είπον: «ούτοι οι άνθρωποι εκταράσσουσιν ημών την πόλιν, Ιουδαίοι υπάρχοντες, και καταγγέλλουσιν έθη ά ουκ έξεστιν ημίν παραδέχεσθαι ουδέ ποιείν Ρωμαίοις ούσι.» Και συνεπέστη ο όχλος κατ’ αυτών. Και οι στρατηγοί περιρρήξαντες αυτών τα ιμάτια, εκέλευον ραβδίζειν. Πολλάς τε επιθέντες αυτοίς πληγάς έβαλον εις φυλακήν, παραγγείλαντες τω δεσμοφύλακι ασφαλώς τηρείν αυτούς. Ος παραγγελίαν τοιαύτην ειληφώς, έβαλεν αυτούς εις την εσωτέραν φυλακήν και τους πόδας αυτών ησφαλίσατο εις το ξύλον. Κατά δέ το μεσονύκτιον Παύλος και Σίλας προσευχόμενοι ύμνουν τον Θεόν, επηκροώντο δέ αυτών οι δέσμιοι. Άφνω δέ σεισμός εγένετο μέγας, ώστε σαλευθήναι τα θεμέλια του δεσμωτηρίου, ανεώχθησάν τε παραχρήμα αι θύραι πάσαι και πάντων τα δεσμά ανέθη. Έξυπνος δέ γενόμενος ο δεσμοφύλαξ και ιδών ανεωγμένας τας θύρας της φυλακής, σπασάμενος μάχαιραν, έμελλεν εαυτόν αναιρείν, νομίζων εκπεφευγέναι τους δεσμίους. Εφώνησε δέ φωνή μεγάλη ο Παύλος λέγων: «μηδέν πράξης σεαυτώ κακόν’ άπαντες γάρ εσμέν ενθάδε.» Αιτήσας δέ φώτα εισεπήδησε, και έντρομος γενόμενος, προσέπεσε τω Παύλω και τω Σίλα. Και προαγαγών αυτούς έξω έφη: «κύριοι, τί με δεί ποιείν ίνα σωθώ?» Οι δέ είπον: «πίστευσον επι τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, και σωθήση σύ και ο οίκός σου.» Και ελάλησαν αυτώ τον λόγον του Κυρίου και πάσι τοις εν τη οικία αυτού. Και παραλαβών αυτούς εν εκείνη τη ώρα της νυκτός, έλουσεν απο των πληγών, και εβαπτίσθη αυτός και οι αυτού πάντες παραχρήμα. Αναγαγών τε αυτούς εις τον οίκον αυτού παρέθηκε τράπεζαν, και ηγαλλιάσατο πανοικί πεπιστευκώς τω Θεώ.

Απόδοση.

Μια μέρα, καθώς πηγαίναμε στον τόπο της προσευχής, συνέβη να συναντήσουμε μια δούλη που είχε μαντικό πνεύμα και με τις μαν¬τείες της απέφερε πολλά κέρδη στους κυρίους της. Αυτή ακολουθούσε τον Παύλο και το Σίλα και φώναζε: «Αυτοί οι άνθρωποι είναι δούλοι του ύψιστου Θεού, που σας κηρύττουν την οδό της σωτηρίας!» Αυτό το έκανε πολλές μέρες. Ο Παύλος αγανάκτησε• γύρισε πίσω και είπε στο πνεύμα: «Σε διατάζω στο όνομα του Ιησού Χριστού να βγεις έξω απ’ αυτήν». Tην ίδια στιγμή το πνεύμα βγήκε. Όταν είδαν τα αφεντικά της ότι μαζί με το πνεύμα χάθηκε κι η ελπίδα του κέρδους που είχαν από την εργασία της, έπιασαν τον Παύλο και το Σίλα και τους έσυραν στην αγορά για να τους παρουσιάσουν στις αρχές. Τους οδήγησαν μπροστά στους ανώτατους άρχοντες της πόλης και είπαν: «Αυτοί οι άνθρωποι είναι Ιουδαίοι και προκαλούν ταραχές στην πόλη. Θέλουν να εισαγάγουν έθιμα που δεν επιτρέπεται σ’ εμάς, που είμαστε Ρωμαίοι, να τα δεχτούμε ή να τα τηρούμε». Εναντίον τους ξεσηκώθηκε και ο λαός. Οι άρχοντες τους έσκισαν τα ρούχα και έδωσαν διαταγή να τους ραβδίσουν. Αφού τους έδωσαν πολλά χτυ¬πήματα, τους έβαλαν στη φυλακή κι έδωσαν εντολή στο δεσμοφύλα¬κα να τους φυλάει ασφαλισμένους καλά. Αυτός, εφόσον πήρε μια τέτοια εντολή, τους έβαλε στο πιο εσωτερικό κελί και για λόγους ασφάλειας έσφιξε τα πόδια τους στην ξυλοπέδη.
Γύρω στα μεσάνυχτα, ο Παύλος και ο Σίλας προσεύχονταν και έψελναν ύμνους στο Θεό. Οι φυλακισμένοι τους άκουγαν. Ξαφνικά έγινε σεισμός μεγάλος, τόσο που σαλεύτηκαν τα θεμέλια της φυλακής. Αμέσως άνοιξαν όλες οι πόρτες και τα δεσμά όλων των φυλακισμένων λύθηκαν. Ο δεσμοφύλακας ξύπνησε• κι όταν είδε τις πόρτες της φυλακής ανοιχτές, έβγαλε το σπαθί του κι ήθελε να σκοτω¬θεί, νομίζοντας ότι οι φυλακισμένοι είχαν δραπετεύσει. Τότε ο Παύλος φώναξε δυνατά: «Μην κάνεις κανένα κακό στον εαυτό σου, γιατί όλοι είμαστε εδώ!» Ο δεσμοφύλακας ζήτησε να του φέρουν φώτα, πήδηξε μέσα στο κελί, και τρομαγμένος έπεσε στα πόδια του Παύλου και του Σίλα. Ύστερα τους έβγαλε έξω και τους ρώτησε: «Κύριοι, τι πρέπει να κάνω για να σωθώ;» Κι αυτοί του είπαν: «Πίστεψε στον Κύριο Ιησού Χριστό, και θα σωθείς και εσύ και το σπίτι σου». Και κήρυξαν σ’ αυτόν και σ’ όσους ήταν στο σπίτι του το λόγο του Κυρίου.
Ο δεσμοφύλακας τους πήρε την ίδια ώρα μέσα στη νύχτα κι έπλυ¬νε τις πληγές τους. Ύστερα βαφτίστηκε αμέσως ο ίδιος και όλη η οικο¬γένειά του. Κατόπιν τους ανέβασε στο σπίτι του και τους έστρωσε τραπέζι. Ήταν ευτυχής που κι αυτός και όλη η οικογένειά του είχαν βρει την πίστη στο Θεό.

Επιμέλεια Κειμένου, Ιωάννης Τρίτος.

«Τίνα φοβηθήσομαι; Από Τίνος δειλιάσω;»

«Εγένετο δε… παιδίσκην τινά έχουσαν πνεύμα Πύθωνος, απαντήσαι ημίν…».

Είχεν αφήσει, αγαπητέ αναγνώστα, ο Απόστολος Παύλος την Τρωάδα, και, συνεχίζων την αποστολικήν περιοδείαν του, έφθασεν εις τους Φιλίππους. Μίαν λοιπόν ημέραν, ενώ ο Παύλος με την συνοδείαν του μετέβαινεν εις τον τόπον της προσευχής, συνήντησε καθ’ οδόν νεαράν κόρην, η οποία ήρχισε να φωνάζη και να λέγη ότι «οι άνθρωποι αυτοί είναι απεσταλμένοι του Θεού και ήλθαν δια να διδάξουν την αλήθειαν». Το πράγμα αυτό επανελήφθη επί αρκετάς ημέρας. Ο Απόστολος Παύλος αντελήφθη ότι επρόκειτο περί προσώπου που είχε κυριευθή από πνεύμα πονηρόν, και ενεργούσε δι’ αυτού διαφόρους μαντείας. Αλλά ο Απόστολος δεν ήθελε συστάσεις από τον διάβολον. Στρέφεται λοιπόν προς την ατυχή κόρην και με φωνήν αυστηράν λέγει προς το πονηρόν πνεύμα:
«Παραγγέλλω σοι εν τω ονόματι Ιησού Χριστού εξελθείν απ’ αυτής. Και εξήλθεν αυτή τη ώρα».

Το γεγονός αυτό, που μας αναφέρουν αι Πράξεις των Αποστόλων, μας δίδει αφορμήν να ασχοληθώμεν δι’ ολίγων με μίαν υπόθεσιν τόσον λυπηράν, τόσον ασεβή, τόσον ανόητον. Με τας μαντείας, τας προλήψεις και τας δεισιδαιμονίας, αι οποίαι είναι, δυστυχώς, πολύ διαδεδομέναι και μεταξύ του ορθοδόξου χριστιανικού κόσμου.

Υπολείμματα ειδωλολατρείας.

Δεν πρόκειται βέβαια να απαριθμήσωμεν όλα τα είδη των μαντειών και των προλήψεων. Σελίδες πολλές θα απαιτούντο γι’ αυτό. Σκοπός μας είναι να αναφέρωμεν απλώς μερικάς, δια να υποδείξωμεν την πλάνην εκείνων που τα πιστεύουν, αλλά και την ενοχήν των απέναντι του Θεού.

Ένα είδος μαντείας, δια της οποίας προσπαθεί ο μακράν του Θεού άνθρωπος να πληροφορηθή τα μέλλοντα και να αποσπάση τα μυστικά των, είναι ο πνευματισμός. Οι οπαδοί του υποστηρίζουν ότι δήθεν επιτυγχάνουν επικοινωνίαν με τας ψυχάς των νεκρών. Εις τας συγκεντρώσεις των πνευματιστών γίνονται παράξενα και φοβερά πράγματα. Η Εκκλησία μας όμως διδάσκει κατηγορηματικώς ότι ουδεμία τοιαύτη επικοινωνία με τους νεκρούς γίνεται. Αλλά ούτε και με τα αγαθά πνεύματα. Πονηρά πνεύματα, όπως εις την σημερινήν κόρην, εμφανίζονται, ο Σατανάς δηλαδή, που προσπαθεί, εις την αρχήν με απατηλά συνθήματα, να αποσπάση την εμπιστοσύνην των ανθρώπων, δια να τους οδηγήση κατόπιν εις το ψεύδος και την πλάνην. Δι’ αυτό και η Εκκλησία απαγορεύει ρητώς και απολύτως την συμμετοχήν των πιστών εις τοιαύτας πνευματιστικάς συγκεντρώσεις.

Άλλο είδος μαντείας, πολύ δυστυχώς διαδεδομένον, είναι τα «χαρτιά». Εμπιστεύεται ο άνθρωπος εις την «χαρτορίχτρα», και αγωνίζεται να μάθη τί θα του συμβή αργότερον, από την α η β θέσιν που παίρνουν τα χαρτιά.

Μαντεία είναι και η καταφυγή εις το «φλυτζάνι» του καφέ. Το «κατακάθι», πιστεύουν, ότι θα αποκαλύψη το μέλλον! Και η «μοίρα» που θα δείξη η γύφτισσα, κοιτάζοντας την παλάμην, μαντεία και αυτό είναι. Έπειτα, τα διάφορα «ξόρκια», η πλάτη του αρνιού, που θυμίζει την ωμοπλατοσκοπίαν των ειδωλολατρών, μαντείαι είναι. Καθώς επίσης μαντεία, και με συνεπείας τραγικάς μάλιστα, είναι η καταφυγή των χριστιανών εις τους «μάγους» και τις «μάγισσες», που υπόσχονται με διαβολικά μέσα και με διάφορα βότανα και περίεργα αντικείμενα, να θεραπεύσουν ασθενείς, να απαλλάξουν τους ανθρώπους από δυστυχήματα ή να επιτύχουν, αντιθέτως, την καταστροφήν και τον θάνατον άλλων, εχθρών των, με «μαγικές» ενέργειες και με σατανικά τεχνάσματα. Ξαναγυρίζουν, βλέπετε, στα χρόνια της πλάνης, που επικρατούσε πριν έλθη ο Χριστός.

Τί να πη κανείς τώρα δια τας προλήψεις και δεισιδαιμονίας; Χριστιανοί, έπειτα από Ευαγγελικόν φως είκοσι αιώνων, να πιστεύουν εις το πέταλο, που αχρηστεύθηκε και επετάχτηκε στο δρόμο! Τον βλέπεις να το παίρνη, να το χρυσώνη και να το κρεμά στο σπίτι ή στο κατάστημα, για να του φέρη … «γούρι»!

Ούρλιαξε το σκυλί; Κακό θα συμβή. Ήλθε το κλαψοπούλι στο παράθυρο του αρρώστου; Σίγουρα θα πεθάνη. Έτριξε το ξύλο; Ατύχημα θα γίνη στην οικογένεια. Είναι ημέρα Τρίτη; Άσχημα θα τελειώση η εργασία ή η επιχείρηση που άρχισε. Ή ο γάμος θα διαλυθή. Είδε το τάδε όνειρο; Ευτυχία στο σπίτι ή δυστυχία. Έγινε τούτο ή εκείνο, πού να τα απαριθμήση κανείς όλα, συμφορά θα χτυπήση τον α ή τον β. Αλλά ας σταματήσωμεν. Το θέμα ξεφεύγει από τα όρια πλέον του φαιδρού. Γίνεται μαρτύριον, μεταβάλλεται εις καθημερινόν δράμα. Είναι πολύ λυπηρόν το θέαμα. Πώς να το χαρακτηρίσωμεν; Καταντά:

1. Απιστία και ασέβεια.

Αδελφέ μου, πιστεύομεν εις τον Θεόν; Παραδεχόμεθα ότι ο Θεός είναι Πατέρας μας στοργικός, βοηθός παντοδύναμος, προστάτης ακατανίκητος; Αν ναι, τότε γιατί καταφεύγεις εις τις μαντείες και πιστεύεις εις τις προλήψεις; Πώς είναι δυνατόν το σκουριασμένο πέταλο να φέρη ευτυχίαν; Ήλθε το κλαψοπούλι στο παράθυρο; Πολύ καλά. Είδε φως τη νύχτα και επειδή του αρέσει εκάθησε εκεί κοντά. Λοιπόν; Γιατί θα φέρη το θάνατο αυτό το πουλί; Ποιος το κατηράσθη να δημιουργή θύματα; Θα εξαρτήσωμεν λοιπόν την ευτυχίαν μας και την ζωήν μας από τα πέταλα και τα πουλιά; Ταλαίπωρε άνθρωπε! Έχεις παντοδύναμον προστάτην τον Θεόν, και τρέχεις σε γελοία πράγματα! Σαν να μη σου φτάνουν οι άλλες σου πικρίες στη ζωή, προσθέτεις μ’ αυτά και νέες ταλαιπωρίες και αγωνίες. Πίστεψε εις τον Θεόν. Στηρίξου εις Αυτόν, το μόνο ισχυρό και ασφαλές καταφύγιον.

Είναι λοιπόν απιστία. Αλλά και ασέβεια, ίσως χωρίς να το καταλαβαίνης. Περιφρονεί τον Θεόν εκείνος που καταφεύγει εις τον πνευματισμόν ή εις τα άλλα είδη μαντείας. Περιμένεις από το τραπεζάκι του πνευματισμού, από την μάγισσαν και από την χαρτορίχτραν να μάθης τα μέλλοντα; Και τον Θεόν πώς τον παραμερίζεις; Το ξέρεις ότι αυτό ισοδυναμεί με προσκύνησιν του Σατανά; Δι’ αυτό ο Θεός απαγορεύει ρητώς να καταφεύγη ο άνθρωπος εις τας μαντείας και τας μαγείας, μέχρι σημείου που να επιβάλλη εις την Παλαιάν Διαθήκην ως τιμωρίαν και τον θάνατον. Εις δε το Δευτερονόμιον, λέγει σαφώς ότι αυτά είναι «βδέλυγμα» ενώπιον του Θεού.

2. Μωρία και αναξιοπρέπεια.

Δεν πιστεύεις, λοιπόν, εις τον Θεόν; Και πιστεύεις λοιπόν εις ανόητα πράγματα; Δίδεις εμπιστοσύνην εις την γύφτισσαν. Μα τι ξέρει αυτή να σου πη; Και συ κάθεσαι και την ακούς με ανοιχτό το στόμα… Καημένε!

Πήρες καφέ; Ποια λογική μας λέγει ότι τα υπολείμματα στο φλυτζάνι θα παρουσιάσουν το μέλλον σου; Έχει προφητικάς ιδιότητας ο καφές; Τι ημπορεί να πη η πλάτη ενός προβάτου; Και όμως την παίρνει ο τάδε κύριος με τα διπλώματα και τις ξένες γλώσσες και κιτρινίζει από τον φόβο του άμα ιδή τούτο ή εκείνο το σχήμα στην πλάτη. Ο ίδιος όμως είναι έτοιμος αύριον να απαντήση περιφρονητικά εις την πρότασίν σου: Εγώ, μορφωμένος άνθρωπος, αυτά θα πιστεύσω; Βέβαια. Δεν θα πιστεύση εις την ολοκάθαρον χριστιανικήν πίστιν, θα πιστεύση όμως εις την μωρίαν των προλήψεων. Και συμβαίνουν και εις τας ημέρας μας κωμικοτραγικά πράγματα. Να μη δέχέται λόγου χάριν ανώτερος κρατικός υπάλληλος να αναλάβη υπηρεσίαν, διότι η ημέρα ήτο Τρίτη. Ανεβλήθη επίσημος συνεδρίασις διότι οι σύνεδροι ήσαν … 13. Εις άλλην κοσμικήν συγκέντρωσιν προσεκλήθη να παρακαθήση εις το δείπνον παρά τον κύριο με την «ρεδιγκόταν», δια να γίνουν 14, ποίος νομίζετε; Ένας σκύλος! Πού καταντά ο άνθρωπος, αλήθεια!

Χάνει την αξιοπρέπειάν του, ποδοπατεί την λογικήν, βασανίζεται αδίκως από μωράς προλήψεις, δένεται στο άρμα του διαβόλου, γίνεται φτερό στον άνεμο και θύμα του πρώτου επιτηδείου απατεώνος.

Αγαπητοί μου,
Ας σταθώμεν με σοβαρότητα μπροστά εις το ζήτημα αυτό. Πρώτη βασική αρχή στη ζωή μας. Πιστεύομεν σοβαρά εις τον Θεόν; Αν ναι, τότε δεν μένει παρά να τινάξωμεν από επάνω μας τας ανοήτους αυτάς και ασεβείς μαντείας και προλήψεις, αι οποίαι δεν μας αφήνουν να ησυχάσωμεν. Ο Θεός είναι ο Κυβερνήτης όλων. Η ζωή μας και η ευτυχία μας εξαρτώνται μόνον από Εκείνον. Δεν μένει παρά να το πιστεύσωμεν αυτό καλά. Από τίποτε δεν έχομεν να φοβηθώμεν. Ούτε από πονηράς δυνάμεις ούτε από μάγους ούτε από ζώα ούτε από πράγματα. Από τίποτε. Δεν θα μας σώσουν τα «φυλακτά» και τα άλλα παράξενα που κρεμούν οι γονείς στα παιδιά των. Ο Σταυρός είναι το καλύτερον φυλακτόν. Τον πιστόν χριστιανόν καμία δύναμις δεν ημπορεί να του κάμη κακό. Είναι απρόσβλητος. Το μέλλον του είναι στα χέρια του Μεγάλου Αρχηγού της πίστεώς μας. Ο πιστός περνά μέσα από σκοτάδια, μέσα από την σκιάν του θανάτου, χωρίς να φοβήται, χωρίς να απειλήται από τίποτε. Είναι ο Θεός μαζί του. «Κύριος φωτισμός μου και σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι; Κύριος υπερασπιστής της ζωής μου από τίνος δειλιάσω;», αναφωνεί ο Προφήτης και Βασιλεύς Δαυίδ. Ηρωικόν φρόνημα. Ακλόνητη πεποίθησις.

Αδελφέ μου, ας επαναλάβωμεν και ημείς με βαθείαν πίστιν: «Τίνα φοβηθήσομαι; Από τίνος δειλιάσω;».

Από το βιβλίο «Φως ταις τρίβοις μου», του Μητροπολίτου Νικαίας, Γεωργίου Παυλίδου, σελίς 35 και εξής.

Επιμέλεια κειμένου, Δημήτρης Δημουλάς.

Παράβαλε και:
Κυριακή του Τυφλού – η Ευαγγελική περικοπή της Θ. Λ., ομιλία του Οσ. Αστερίου Επισκόπου Αμασείας, εις τον εκ γενετής τυφλόν.
Κυριακή του τυφλού – οι Άγιοι της Αιτωλοακαρνανίας.
Κυριακή του τυφλού – Υμνολογική εκλογή.
Για Την Υπομονή και «πόσο είναι το κέρδος από τις θλίψεις» – Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.

Κατηγορίες: Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.