«Λέγει αυτή ο Ιησούς• Μαρία».

Αυτό ήταν. Τοση ώρα ήταν παρών στον κήπο, στο κενό μνημείο, κι εκείνη ούτε που Τον είχε υποψιασθεί. Γυρισε μια στιγμή, Τον είδε, δεν κατάλαβε. Ο κηπουρός ήταν για κείνη. Κι όταν της μίλησε, πάλι δεν εννόησε. Ο νους της ήταν στραμμένος στον Κυριο της. Εκείνον ζητούσε.

Της μίλησε και δεν εννόησε. Και τότε της είπε μία λέξη. «Μαρία» ( Ιω. κ´ [20] 16).
Αυτό ήταν. Συγκλονισμός, αναστάτωση, έκπληξη, ρίγος για τη Μαρία. Προηγουμένως της μιλούσε και δεν εννοούσε. Τωρα άκουσε μία λέξη, το όνομά της, και κατάλαβε.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο αναστάς Κυριος χρησιμοποίησε το όνομα της μυροφόρου μαθήτριας από τα Μαγδαλα, προκειμένου να γίνει αντιληπτός από κείνη. Το όνομα δεν είναι μια οποιαδήποτε λέξη. Η ηχητική του έκφανση δονεί τα εσώτατα του ανθρώπου.
Το όνομα είναι η λέξη εκείνη που ξεχωρίζει τον καθένα από τούς άλλους και του ταυτοποιεί την ιδιαίτερή του υπόσταση: την ιδιοπροσωπεία του. Τον συγκεκριμενοποιεί.

Στην Παλαιά Διαθήκη μάλιστα ο σύνδεσμος μεταξύ ονόματος και προσώπου ή πράγματος, είναι ακόμα στενότερος και ουσιωδέστερος. Το όνομα εδώ παραπέμπει στην ουσία του πράγματος ή στην ψυχή του ανθρώπου. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του όντος, η φύση του, η ουσία του, η σύστασή του δηλώνεται με το όνομα. Η ονοματοθεσία εδώ γίνεται «φύσει» κι όχι «θέσει».

Γι’ αυτό και εκείνος που κατεξοχήν μπορεί να ορίζει ονόματα είναι ο Θεός. Αυτός είναι «ο καλών τα μη όντα ως όντα» (Ρωμ. δ´ 17). Αυτός και «ο αριθμών πλήθη άστρων και πάσιν αυτοίς ονόματα καλών» (Ψαλ. 146, 4). Η παντοκρατορική Του ισχύς, η κυριαρχική Του δύναμη εκδηλώνεται και όταν, κατά τούς χρόνους της ενσάρκου οικονομίας Του, στην κλήση των αποστόλων Του «επέθηκεν αυτοίς ονόματα» (Μαρκ. γ´ 16-17)• ο Ιδιος που ως άσαρκος Λογος στην Π. Δ. είχε την εξουσία να αλλάζει τα ονόματα των ιδιαιτέρως αγαπητών Του, προκειμένου να δηλώσει την αρχή μιας νέας σχέσεως μ’ εκείνους (βλ. Γεν. ιζ´ [17] 5, λβ´ [32] 28).

Αρα λοιπόν δεν εκφράζεται μόνο η βαθύτερη ουσία, ο ψυχισμός, η ιδιοπροσωπεία του ατόμου με την εκφώνηση του ονόματός του. Εκφράζεται και μια σχέση. Σχέση καλούντος και καλουμένου.

«Λεγει αυτή ο Ιησούς• Μαρία».
Η Μαρία μέχρι τώρα δεν εννοούσε τον Κυριο, αν και συνομιλούσε μαζί του. Τωρα που ακούει το όνομά της, εννοεί. Τον εννοεί. Διότι δεν ακούει απλώς το δικό της ιδιαίτερο όνομα. Ακριβώς αυτή η εκφώνηση του ονόματός της, την παραπέμπει σ’ Αυτόν που το εκφωνεί. Η Μαρία πλέον είναι σε θέση να αναγνωρίσει τη φωνή Του. Είναι ο Κυριος της που την καλεί. «Δια της φωνής δήλον εαυτόν εποίησεν: ότε γαρ εκάλεσεν αυτήν, Μαρία, τότε αυτόν επέγνω. Ούτω… φωνής η επίγνωσις»1.
Το όνομα δηλώνει σχέση. Και ο Κυριος Ιησούς οικοδομεί τη σχέση με τους δικούς του, πάνω στο όνομα. Ο Κυριος γνωρίζει το όνομά μας, κι αυτό λέει πολλά.

Από τούς θεοκρατικούς συμβολισμούς της Π. Δ. ο Κυριος επανειλημμένως χρησιμοποίησε για τον εαυτό του εκείνον του ποιμένος, προκειμένου να δηλώσει τούς δεσμούς αγάπης, στοργής, τρυφερότητος και ιδιαιτέρας φροντίδος που τον συνδέουν με τον λαο Του. Διεκήρυξε ότι Αυτός είναι «ο ποιμήν ο καλός» που θυσιάζει την ψυχή Του για χάρη των προβάτων Του. Και διαβεβαίωσε ότι «τα ίδια πρόβατα καλεί κατ όνομα και εξάγει αυτά» στους τόπους της χλόης ( Ιω. ι´ 11, 3). Ο Μεγας Βασίλειος παρουσιάζει την ιδιαίτερη τιμή που περιποιεί στούς χριστιανούς το γεγονός ότι ο Κυριος τους καλεί τον καθένα με το όνομά του. «Τα μεγάλα και θεία του αριθμείσθαι παρά Θεώ αξιούνται, τα δε φαύλα και άλλως άτιμα παρά τη Γραφή ουκ αριθμούνται». Διότι λέγει η Γραφή «και εκεί ερπετά, ων ουκ έστιν αριθμός. Ο δε Σωτήρ έφη περί των εαυτού προβάτων ότι ταύτα καλεί κατ όνομα»2. «Και τούτο γνώρισμα ποιμένος, την εις έκαστον πρόβατον άκραν φροντίδα δηλούν. Ου γαρ αν αυτά καλέσοι κατ όνομα, μη γνωρίζων έκαστον ακριβώς, εκ της εις έκαστον άκρας φροντίδος», συμπληρώνει ο ερμηνευτής Ζιγαβηνός3. Η ιδιαίτερη φροντίδα του στοργικού ποιμένα για το κάθε του πρόβατο, δηλώνεται με το να τα γνωρίζει το καθένα με το όνομά του.
Σ’ αυτή την κατ’ όνομα κλήση, την ιδιαίτερη στοργή και φροντίδα εκ μέρους του ποιμένος, δεν είναι δυνατό παρά να ανταποκριθούν τα πρόβατα. «Και τα πρόβατα της φωνής αυτού ακούει… ότι οίδασι την φωνήν αυτού» ( Ιω. ι´ 4). «Οίδασι». Γνωρίζουν από προσωπική πείρα, αναγνωρίζουν τη φωνή του ποιμένα τους. Αναγνωρίζουν τον ποιμένα τους.

«Λεγει αυτή ο Ιησούς: Μαρία».
Κι εκείνη Τον αναγνώρισε. Τον αναγνώρισε, επειδή εκφώνησε το όνομά της. Τον αναγνώρισε, επειδή εκφώνησε το όνομά της μ’ εκείνο τον συγκεκριμένο επιτονισμό. Αυτός ο τόνος της φωνής Του στην εκφώνηση του ονόματός της ήταν εντελώς ιδιαίτερος, ξεχωριστός, προσωπικός για τη Μαρία. Τετοιος που για κάθε άλλη Μαρία δε θα «έλεγε» τίποτε. Και γι αυτή ήταν το παν.

Εδώ βρισκόμαστε στο λεπτότερο σημείο αυτής της σχέσεως. Ο Κυριος συνάπτει μία εντελώς προσωπική σχέση με τον καθένα από τους δικούς του. Και αυτή η προσωπική σχέση είναι μοναδική και ανεπανάληπτη. Δεν υπάρχει αλλού. Και ανταποκρίνεται στα μυχιαίτατα της ψυχής, στις βαθύτερες εφέσεις, πόθους, ανάγκες, προσδοκίες, φόβους, αδυναμίες του καθενός. Στον ψυχισμό του. Η λέξη «Μαρία» εκφωνούμενη από τον Κυριο δηλώνει εκ μέρους του μία τέτοια εσωτερική γνώση της Μαρίας, που φτάνει μέχρι τα πιο μυστικά βάθη της υποστάσεώς της, «άχρι μερισμού ψυχής τε και πνεύματος, αρμών τε και μυελών, και κριτική ενθυμήσεων και εννοιών καρδίας» ( Εβρ. δ´ 12).

Ετσι γνωρίζει ο Κυριος να πλησιάζει τον κάθε δικό Του. Ετσι να του ομιλεί. Ετσι να τον κατανοεί. Ο Ιδιος, αναφερόμενος πάλι στη σχέση Του ως ποιμένος με τούς πιστούς — τα πρόβατά Του — εξηγεί τι σημαίνει ότι το κάθε πρόβατο το φωνάζει με το όνομά του και αυτά αναγνωρίζουν τη φωνή Του• « Εγώ ειμι ο ποιμήν ο καλός, και γινώσκω τα εμά και γινώσκομαι υπό των εμών», λέγει. Και θέτει και τον αρχέτυπο αυτής της γνώσεως. «Καθώς γινώσκει με ο πατήρ, καγώ γινώσκω τον πατέρα» ( Ιω. ι´ 14-15). Αρα η γνώση αυτή δεν είναι απλώς γνώση αλλά κάτι πολύ βαθύτερο. Οικείωση. «Προσοικειωθήσομαι τοις προβάτοις τοις εμοίς, οικειωθήσεται δε μοι τα πρόβατα τα εμά, κατά τούτον τον τρόπον, καθ’ ον εμοί μεν οικείός εστιν ο Πατήρ, εγώ δε αυ πάλιν, οικείός ειμι τω Πατρί»4.
Τελικά αυτή η αμοιβαία γνώση εκδηλώνεται κατεξοχήν ως αμοιβαία εμπιστοσύνη και αφοσίωση. Σαν ένα λεπτό νήμα να δένει την καρδιά του πιστού με την καρδιά του Κυρίου του. Μια αρμονία να υφίσταται μεταξύ τους, μια κεραία εσωτερική, μια ανταπόκριση ευθεία. Κι όταν πάλλει η μία καρδιά, να πάλλει και η άλλη. Και η ασθενική καρδιά του πιστού να μπορεί να παίρνει σφυγμό Ζωής από την καρδιά του Ζωοδότου.
Αρκεί ο πιστός να έχει συντονιστεί στη συχνότητα της φωνής του Κυρίου του, ώστε να μπορέσει να την αναγνωρίσει. Στη συχνότητα της καρδιάς Του, για να μπορέσει να την κατανοήσει. Και τότε να ανταποκριθεί• «Ραββουνί» ( Ιω. κ´ [20] 16).

1. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Υπόμνημα εις τον άγιον Ιωάννην τον Απόστολον και Ευαγγελιστήν, Ομιλ. πς´, PG 59, 469.
2. Βλ. εις• Ευθυμίου Ζιγαβηνού – Αγ. Νικοδήμου Αγιορείτου, Ερμηνεία εις τούς ΡΝ´ (150) Ψαλμούς του προφητάνακτος Δαβίδ, τομ. Γ´, εκδ. « Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσ/νίκη 1983, σ. 529 (Ψαλ. 146, 4).
3. Ευθυμίου Ζιγαβηνού, Ερμηνεία εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, PG 129, 1321ι.
4. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, Βιβλίον έκτον, PG 73, 1045Α.

Από το περιοδικό: «Η δράση μας», τεύχος Μαϊου 2008.

Παράβαλε και:
Το όγδοον Αναστάσιμον εωθινόν: Η Ευαγγελική Περικοπή του όρθρου, εξαποστειλάριον και Δοξαστικόν ιδιόμελον της Κυριακής.

Κατηγορίες: Άρθρα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.