«Η σημαία μας πάντα ψηλά!» – Μιλτιάδης Κανάρης. Ιούνιος 1897.

Ήταν ένα πρωινό, Ιούνιος του 1897. Μόλις είχε υπογραφεί ανακωχή με τους Τούρκους, ύστερα από τον ελληνοτουρκικό πόλεμο, που έγινε στη Θεσσαλία. Ο ελληνικός στρατός, τότε, ύστερα από σκληρές μάχες και θυσίες αιματηρές, αναγκάστηκε να υποχωρήσει μέχρι τα Φάρσαλα και το Δομοκό. ο στόλος ήταν αγκυροβολημένος στην Αγιά-Μαρίνα, μια κωμόπολη ανάμεσα στη Λαμία και στη Στυλίδα. Την παραμονή της ανακωχής, ανέλαβε την αρχηγία της μοίρας εκείνης του στόλου, ο Μιλτιάδης Κανάρης, γιός του δοξασμένου μπουρλοτιέρη, του Κωνσταντή Κανάρη.
Εκείνο, λοιπόν, το καλοκαιριάτικο πρωινό, ήταν η πρώτη μέρα που θα γινόταν με αρχηγό τον Μιλτιάδη Κανάρη, η έπαρση της σημαίας στη ναυαρχίδα. Στο μεταξύ, από την παραμονή είχε κυκλοφορήσει και στο στρατόπεδο και στο στόλο μια είδηση. Διέταξε ο ναύαρχος την ανάκρουση του ύμνου της σημαίας, κατά την έπαρση της.
Μα πώς μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο; Μέσα στο πένθος και στην απογοήτευση, που ήταν βυθισμένοι, λαός και στρατός; Ύστερα από την ντροπή που ένιωθαν για την ήττα, τους…
– Πώς τώρα ν’ ακουστεί ο ύμνος της σημαίας…
– Ούτε ένα εμβατήριο, ούτε κανένα τραγούδι δεν τους έκανε καρδιά να πούνε, όλο αυτό το διάστημα.
– και τώρα, ύστερα από την θλιβερή ανακωχή, ο ύμνος της σημαίας στην Αγία-Μαρίνα…
– Για να τον ακούσουν από τις απέναντι λοφοσειρές οι τουρκικές προφυλακές και να σχολιάζουν σε βάρος τους…
Αυτές ήταν οι συζητήσεις και τα σχόλια ανάμεσα στους φιλότιμους στρατιώτες και στους ναυτικούς, όταν πληροφορήθηκαν την διαταγή του Κανάρη.
Έφτασαν όλες αυτές οι κουβέντες ως τ’ αυτιά του ναύαρχου.
Ξημέρωσε η άλλη μέρα. Το πρώτο ήταν να γίνει πάνω στη ναυαρχίδα η θεία Λειτουργία. και μετά, ο ναύαρχος, με μάτι αστραφτερό, αγκαλιάζει όλο το πλήρωμα και με φωνή βροντερή τους μηνάει:
«Πρέπει να δώσουμε μερτικό από τη ντροπή μας και στη σημαία; Αυτό έλειπε! Αυτή θα μείνει αιώνια αμόλυντη. Κι όταν καρφώνουμε τα μάτια σ’ αυτήν και θυμόμαστε, τί χρωστάμε στη δόξα της, ποτέ δε θ’ απελπιστούμε. Τιμημένη θα είναι πάντα, όσο κι αν ταπεινώθηκαν τα χέρια που την κρατούν, για να την κρατήσουν αύριο αξιότερα χέρια».
Το παράγγελμα δίνεται:
– Προσοχή!
– Προς έπαρσιν σημαίας!
Και η κυανόλευκος υψώνεται. Ο ναύαρχος, ο κυβερνήτης, το επιτελείο με μεγάλη στολή, έχουν παραταχθεί στο κατάστρωμα.
Με τα μάτια βουρκωμένα, την παρακολουθούν όλοι, έτσι όπως σιγά-σιγά ανεβαίνει στον ιστό της.
Ενώ με τα μάτια της ψυχής τους βλέπουν και κάτι άλλο… Ανασταίνονται μπρος τους παλιές νίκες και δόξες… Θυσίες κι αίματα. Όλα τούτα που ύφαναν το γαλανόλευκο πανί της σημαίας. Κι ενώ μένουν βουβοί στ’ αντίκρισμα της, ο νους τρέχει κι εμπρός. Οραματίζεται το αύριο, που θα βρεθούν «τ’ αξιότερα χέρια», για να την κρατήσουν περήφανα, έτσι όπως της ταιριάζει.
Κι αυτά «τ’ αξιότερα χέρια», σίγουρα κείνη την ώρα θα λαχτάρησαν όλοι όσοι βρίσκονταν πάνω στη ναυαρχίδα, να ’ναι και τα δικά τους. Γιατί ποτέ μια ήττα, μια αποτυχία δε θα κάμψει ανεπανόρθωτα τον καλό στρατιώτη. Δεν θα του λυγίσει την ψυχή.
Θα ξαναβρεί το θάρρος του. Θα ανακτήσει το ηθικό του.
Σαν θυμηθεί την βαριά δοξασμένη κληρονομιά του, αλλά και το χρέος που ’χει για κείνους που ’ρχονται μετά απ’ αυτόν.
Και τότε… Όταν έρθει η ώρα ξανά της μάχης, θα ριχτεί παλικαρίσια στον αγώνα. Για να μπορεί έτσι μέρα το μέτωπο ψηλά και μέρα άξια τα χέρια να κρατήσει ψηλά και την σημαία… Όπως έγινε και τότε, αργότερα, στους Βαλκανικούς πολέμους, που πάλι τα όπλα μας στεφανώθηκαν μέρα της νίκης τις αμάραντες δάφνες.
Μα τάχα, μόνο στην τακτική τού πολέμου να ισχύουν τα λόγια του Μιλτιάδη Κανάρη, του γιου του μεγάλου ήρωα του 1821; Η σημαία ψηλά και «τ’ αξιότερα χέρια»;

Από το βιβλίο: «Μικρές στιγμές από μεγάλη Ιστορία».

Κατηγορίες: Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.