Συγκροτημένη οικογένεια – Μακαριστής, Πορφυρίας Μοναχής.

Κλήση από το Ράδιο ταξί. Άνω Κυψέλη για Πειραιά. Επιβιβάζω μια κυρία γύρω στα σαράντα. Στο ρα¬διόφωνο μόλις είχε τελειώσει η λειτουργία και μι¬λούσαν για τον βίο του αγίου της ημέρας εκείνης.
Μόλις η κυρία μπήκε μέσα, πριν πει καλημέρα, α¬ναφωνεί:
-Αχ! πόσο χαίρομαι που ακούτε τον σταθμό της Εκ¬κλησίας, σπάνιο σε ταξιτζή! Και τι ωραίες εικόνες έχετε στο ταμπλό σας! Παναγιά μου, σ’ ευχαριστώ που μπήκα σ’ ευλογημένο ταξί!
Τα λόγια έβγαιναν από την καρδιά της κι αυτό με ευ¬χαρίστησε πολύ.
-Καλημέρα κυρία μου! Βλέπω, πιστεύετε πολύ στον
Θεό!
-Ναι, πιστεύω πάρα πολύ, καθώς και όλη η οικογέ¬νεια μου.
-Δηλαδή έχετε και πνευματικό πατέρα;
-Και βέβαια έχουμε, και πολύ καλό, έχει μεγάλη παρρησία στον Θεό.
-Πώς ξέρετε ότι έχει παρρησία στον Θεό; Έχετε δείγματα; Ρώτησα εγώ κάπως υποψιασμένη.
-Αρκετά… Θέλετε να σας πω ένα που είδε ο μικρός μου γυιος;
-Θα σας ακούσω με πολλή χαρά.
-Μια Κυριακή πρωί στη λειτουργία, την ώρα που έλεγε «πρόσχωμεν τα άγια τοις αγίοις», τον είδε το παιδί να μην πατάει στο έδαφος! Έκπληκτο, γυρίζει και μου λέει: «Μαμμά, ο παππούλης δεν πατάει κάτω!» Κοίταξα και εγώ, μα δεν είδα τίποτε. Ο Θεός ήθελε να το δει μόνο το παιδί μου, που είναι αγνό στην ψυχούλα του. Ήταν πέντε ετών τότε.
Ο σύζυγος μου πιστεύει και προσεύχεται πάρα πολύ. Κάθε χρόνο, τη μία βδομάδα της άδειας του, θα την περά¬σει στο Άγιο Όρος. Κι έχει γνωρίσει μάλιστα και πολλούς αγίους γέροντες, όπως τον Γέροντα Πάΐσιο, τον Γέροντα Πορφύριο, που έχετε στο ταμπλό σας, και άλλους. Πι¬στεύω πως η προσευχή του συζύγου μου ακούγεται από τον Θεό.
-Γιατί, θεωρείτε πως η δική σας δεν ακούγεται; -Δεν προσεύχομαι όσο εκείνος και όπως εκείνος. -Άλλα παιδιά έχετε;
-Έχουμε τρεις γυιους συνολικά. Οι δυο μεγάλοι φοι¬τούν στο Πανεπιστήμιο και ο μικρός στην τρίτη Γυμνασί¬ου. Έχω πολύ καλά παιδιά και αυτό οφείλεται πάλι στις προσευχές του συζύγου μου.
-Τον θαυμάζετε, ε;
-Ναι! πάρα πολύ! Είναι σπάνιος άνθρωπος!
-Θα θέλατε να μου δώσετε μια πιο βαθιά εικόνα της οικογενείας σας;
-Δεν έχω πρόβλημα. Άλλωστε, ό,τι κι αν σας πω, θα το πιστέψετε, γιατί βλέπω πως είστε άνθρωπος του Θεού.
-Ναι! Λατρεύω τον Θεό μου και πατέρα μου.
-Εργάζεστε;
-Εργαζόμαστε και οι δύο στο Δημόσιο.
-Δηλαδή λείπετε αρκετές ώρες από τα παιδιά σας.
-Δεν λείπουμε καθόλου.
-Αφού εργάζεστε, δεν μπορεί να μην λείπετε.
-Ακούστε να σας πω! Δεν μετράει πόσες ώρες περ¬νάς με τα παιδιά σου, αλλά πόσο ουσιαστικά βρίσκεσαι κοντά τους. Κι εμείς είμαστε ουσιαστικά μαζί τους. Και αυτό που τους δίνουμε δεν είναι το χρήμα, μα η αγάπη μας. Και επειδή την αγάπη πρέπει να ξέρεις να τη δώσεις, εκεί μας βοηθάει πολύ ο πνευματικός μας. Γιατί ακόμα και η αγάπη μπορεί να καταστρέψει ένα παιδί, όταν τη δώσεις με λάθος τρόπο.
-Δηλαδή, εσείς πώς την προσφέρετε την αγάπη;
-Άκουσε: Στο σπίτι μας υπάρχει ιεραρχία. Υπάρχει ο μπαμπάς, η μαμμά και τα παιδιά. Μέσα σε μια οικογένεια δεν είμαστε όλοι ίδιοι. Ο καθένας έχει το ρόλο του. Αλίμο¬νο, αν όλοι είχαμε τον ίδιο ρόλο- η οικογένεια θα όδευε προς τη διάλυση! Ο άνδρας είναι η κεφαλή και η γυναίκα ο λαιμός, που κρατάει την κεφαλή. Αν δεν το δεχτείς αυτό, τότε μην ξεκινήσεις να κάνεις οικογένεια. Γιατί, πριν γεν¬νηθεί, την έχεις σκοτώσει. Για να είναι η οικογένεια επιτυ¬χημένη, χρειάζεται Θεός, αγάπη, θυσίες, υποχωρήσεις, συγγνώμη, και πάνω από όλα το Ε γ ώ να γίνει Εμείς. Μην νομίζετε πως στο σπίτι μας είμαστε αποφασίζουμε και διατάσσουμε, μ’ αυτά που σας είπα. Κάθε άλλο. Όλοι μαζί θα πάρουμε τις αποφάσεις για κάποια αγορά ή για κάποιο πρόβλημα που θα προκύψει. Για να καταλάβετε, θα σας πω ένα παράδειγμα.
Είχαμε ένα παλιό αυτοκίνητο και κάποια μέρα λέει ο μεγάλος μου γυιος: «-Βρε μπαμπά, να αγοράσουμε ένα αυ¬τοκίνητο καινούργιο, αυτό έχει διαλυθεί πια». Σημειωτέον ότι τότε ο γυιος μου πήγαινε Β’ Λυκείου. «-Εντάξει, αυτό θα το συζητήσουμε, όταν θα πάμε σπίτι», του λέει ο άν¬δρας μου. Όταν φτάσαμε σπίτι, ο άνδρας μου προσποιήθη¬κε πως ήταν κουρασμένος- ζήτησε από τα παιδιά συγγνώ¬μη, τους είπε το θέμα θα το συζητήσουμε αύριο και πήγε να κοιμηθεί. Όταν πήγα και εγώ στο δωμάτιο, με ρώτησε: «-Τι λες να κάνουμε; Να αγοράσουμε καινούργιο αυτοκίνητο;» «-Άσε να το σκεφτούμε λίγο, γιατί είναι πολλά τα έξοδα, πολλά τα φροντιστήρια, θα δούμε».
Την επόμενη μέρα στο γραφείο, μου έρχεται μια τρε¬λή ιδέα. Να βάλω σε μια δοκιμασία θυσίας τα παιδιά μου. Πήρα τηλέφωνο το σύζυγο μου και του είπα την ιδέα μου. Τη βρήκε σωστή, μα λίγο επικίνδυνη. Μου είπε: «-Δοκί¬μασε το, και ο Θεός βοηθός!»
Πράγματι! Το μεσημέρι, που συγκεντρωθήκαμε όλοι μαζί στο σπίτι, μετά το φαγητό συζητήσαμε για το αυ¬τοκίνητο. Τους είπα: «-Παιδιά! Το θέμα το σκεφθήκαμε. Χρήματα, το ξέρετε πως δεν έχουμε. Για να αγοράσουμε καινούργιο αυτοκίνητο, πρέπει να πάρουμε δάνειο από την Τράπεζα». Έτσι λοιπόν αρχίσαμε να το συζητάμε. «-Ου!» κάνει ο μεγάλος, «Ωραία! Πότε θα πάμε στην Τράπε¬ζα;» «-Σιγά, παιδιά. Για να πάρουμε δάνειο, πρέπει και να το πληρώσουμε, δεν θα μας το χαρίσουν. Πώς θα το πλη¬ρώσουμε όμως, αφού δεν έχουμε χρήματα περισσευούμε¬να; Ένας τρόπος υπάρχει μόνο. Να σταματήσετε το φρο¬ντιστήριο. Λοιπόν, συζητήστε το οι τρεις σας, αποφασίστε και μας λέτε».
Πήγανε και οι τρεις στο δωμάτιο του μικρού, κλεί¬σανε και την πόρτα. Η μεγάλη σύσκεψη, μου είπε ο άντρας μου γελώντας.
-Και τι απόφαση πήρανε;
-Μα και οι τρεις μαζί με μια φωνή: Αυτοκίνητο!
«-Ωραία, είπε ο άντρας μου, αυτοκίνητο! Όμως μην χάσετε μαθήματα, γιατί τότε θα πρέπει να το πουλήσουμε και θα μείνουμε και χωρίς φροντιστήριο και χωρίς αυτοκί¬νητο. Λοιπόν;» Κοιτάχτηκαν λίγο μεταξύ τους, «κόλλα το», λέει ο ένας στον άλλον. «-Μαμμά, μπαμπά τον λόγο μας». «-Εντάξει λοιπόν! Με το που θα κλείσουν τα σχο¬λεία, θα πάρουμε το δάνειο».
Πράγματι με το κλείσιμο της σχολικής χρονιάς πή¬γαμε στην Τράπεζα. Σε μια εβδομάδα βρισκόμασταν στην έκθεση αυτοκινήτων. Διάλεξαν αυτό που τους άρεσε, δή¬θεν, ενώ ουσιαστικά εμείς τους προτρέψαμε σ’ αυτό. Και είπαμε πως την επόμενη μέρα, που θα μας έδινε η Τράπεζα τα χρήματα, θα πηγαίναμε να το αγοράσουμε. Το αυτοκί¬νητο έκανε πέντε εκατομμύρια, αλλά το πήραμε μετρητοίς, με δικά μας χρήματα, όχι με δάνειο. Όμως, κάθε δεκαπεν¬θήμερο, έδινα του μεσαίου γυιου μου, να κρατάει τα χρή¬ματα του δήθεν δανείου, τα οποία στη συνέχεια εγώ κατέ¬θετα στο λογαριασμό μας.
-Με το σχολείο τι έγινε;
-Δεν χάσανε ούτε ένα μάθημα- βέβαια δεν πέρασαν και με κάποιον μεγάλο βαθμό, αλλά είμαστε ευχαριστημένοι. -Με τι βαθμό πέρασαν; -Με 14 και 15 -Ε, καλά είναι.
-Ναι, πολύ καλά μάλιστα, και χωρίς φροντιστήριο, δεν το συζητώ. Βέβαια τα λυπήθηκα, γιατί η θυσία ήταν πολύ μεγάλη. Πολλές νύχτες έκλαψα για το παιχνίδι που τους έπαιξα, όμως δεν γινόταν να αλλάξω κάτι. Θα έχανα την εκτίμηση των παιδιών μου κι αυτό θα ήταν θάνατος για τη μετέπειτα πορεία της ζωής τους.
Όμως κάναμε και μια διαπίστωση- ό,τι θέλει ο άν¬θρωπος, το πετυχαίνει.
-Δηλαδή;
-Πέρασαν την τάξη χωρίς φροντιστήριο, κατόπιν πέ¬ρασαν και στο Πανεπιστήμιο! Τελικά ο άνθρωπος έχει με¬γάλες δυνατότητες- εμείς χαλάμε τα παιδιά μας. Απ’ αυτό το πείραμα, καταλάβαμε τη δύναμη της θέλησης των παι¬διών μας.
-Ακριβώς! Όπως το είπατε, οι γονείς χαλάνε τα παι¬διά τους- γιατί δεν ξέρουν να παιδαγωγούν ή δεν έχουν σωστή αγάπη προς αυτά. Τους δίνουν μόνο ύλη. Ενερ-γούν, λες και τα παιδιά τους δεν έχουν ψυχή- δεν τους εν¬διαφέρει καθόλου αν τα παιδιά τους είναι υγιή στην ψυχή, αν είναι ευτυχισμένα με όσα τους προσφέρουν. Δεν τους ενδιαφέρει, αν τους λείπει η παρουσία τους και η στοργή τους.
-Έχετε δίκιο, αυτό το έχω παρατηρήσει ακόμα και στον χώρο της Εκκλησίας. Οι μητέρες δίνουν περισσότερο βάρος στην ύλη παρά στην ψυχή. Να σου πω κάτι για το μικρό μου γυιο;
-Και βέβαια να μου πείτε.
-Κάθε Κυριακή, μετά την Εκκλησία, πηγαίνουμε στη μητέρα μου για καφέ. Μαζί της μένει και μία από τις αδελ¬φές μου που καπνίζει. Όταν ο μικρός μου ήταν οκτώ ετών, του άρεσε η ιδέα του τσιγάρου. Κάθε φορά της έπαιρνε ένα από το πακέτο και δήθεν το άναβε. Του λέγαμε ότι αυτό είναι κακό. Αλλά αυτός απαντούσε: «Τότε, γιατί καπνίζει η θεία, αφού είναι κακό;»
Σκεπτόμασταν λοιπόν, πώς θα τον προλάβουμε να μην αποκτήσει αυτήν την κακή συνήθεια. Κάποια μέρα μου λέει ο άνδρας μου: Ας τον σε μένα.
Την επόμενη Κυριακή πήγαμε στη μητέρα μου, ως συνήθως. Ο μικρός πάλι στα τσιγάρα! Τον φωνάζει ο άνδρας μου κοντά του και του λέει: «-Αγώρι μου, ο μπαμπάς έχει λόγο• ό,τι σας έχει υποσχεθεί, το έχει κάνει;» «-Ναι». «-Εσύ έχεις λόγο;» «-Αφού είμαι άντρας, δεν έχω λόγο;» «-Ωραία… Άκου, λοιπόν, τι θα σου προτείνει ο μπαμπάς. Τα τσιγάρα της θείας δεν θα τα ξαναπειράξεις. Όμως θα σου πω πότε θα καπνίσεις». «-Πότε;» τον ρωτάει ο μικρός με τα χέρια στη μέση. «-Λοιπόν, όταν θα μεγαλώσεις και πας φαντάρος, μόλις πάρεις το απολυτήριο του στρατού και έρθεις σπίτι, θα σου έχω ένα πακέτο τσιγάρα πάνω στο τραπέζι, εντάξει;» Σκέφτεται ο μικρός. «-Εντάξει! κόλλα το, μπαμπά! Όμως μη το ξεχάσεις!» Δώσανε τα χέρια, αυτό ήταν η γιατρειά μας από το τσιγάρο.
Μου άρεσε πολύ η κουβέντα που είχαμε. Είναι πολύ ενθαρρυντικό να συναντάς τη σημερινή εποχή τέτοιες οικογένειες.
Τι κρίμα, όμως, φτάσαμε στον Πειραιά.

Από το βιβλίο: «Ταξιδεύοντας στα τείχη της πόλης», της Μακαριστής μοναχής Πορφυρίας.
ΑΘΗΝΑ 2010
Κεντρική διάθεση Νεκτάριος Δ. Παναγόπουλος.

Κατηγορίες: Γενικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.