Οι νικημένοι…Νικητές!…

10 Απριλίου 1941. Ύστερα από σκληρές μάχες, πού κράτησαν 4 μερόνυχτα πάνω στο μέτωπο τής Ανατ. Μακεδονίας καί Δυτικής Θράκης, οι Γερμανοί φτάνουν στα
ελληνικά οχυρά,
για να τα παραλάβουν. Είναι τα θρυλικά Ιστίμπεϊ, Κέλκαγια, Λύσσε, Ρούπελ, Παλουριώνες, Περιθώρι, Μαλιάγκα…

Κι εδώ γίνεται τώρα κάτι τό υπέροχο! Ο «νικητής» αποδίδει τιμές στον «ηττημένο»! Έτσι, στους πρόποδες κάποιου οχυρού, παρατάσσεται ένα τιμητικό γερμανικό τάγμα καί παρακαλούν τον Έλληνα φρούραρχο να το επιθεωρήσει! Από κανένα φρούριο δεν κατεβάζουν την ελληνική σημαία, ούτε επιτρέπουν στους στρατιώτες τους να μπουν στις στοές των οχυρών, μέχρι να βγει κι ο τελευταίος Έλληνας στρατιώτης. Δεν παίρνουν τα ξίφη από τούς Έλληνες αξιωματικούς!

Όταν βλέπουν από κοντά, με τί φτωχικά μέσα οι Έλληνες αμύνονταν, τούς λένε, «είσαστε αξιέπαινοι, γιατί δώσατε την εντύπωση, ότι είχατε πολλές δυνάμεις κι άφθονα μέσα στη διάθεση σας!» Κι ένας Γερμανός αξιωματικός δήλωσε στον Έλληνα αντιστράτηγο, ότι «ο ελληνικός στρατός είναι ο πρώτος στρατός, τον όποιον τ’ αεροπλάνα «στούκας», δεν τον πανικόβαλαν. Οι στρατιώτες σας, αντί να φεύγουν σαν τρελοί, όπως σ’ άλλα μέτωπα τής Ευρώπης, μάς πυροβολούσαν απ’ τις θέσεις τους»! Πώς, λοιπόν, ο αγέρωχος κατακτητής, μπροστά στην τόση ηθική υπεροχή του αντιπάλου του, να μη σταθεί με σεβασμό!

Τέσσερες ολόκληρες μέρες, μηχανοκίνητες φάλαγγες θωρακισμένες, πολυβόλα, καπνογόνες χειροβομβίδες, αεροπορία, αλεξιπτωτιστές, πεζικό άψογα οπλισμένο, όλα με μανία μάχονταν, για να εξουδετερώσουν την αντίσταση των ελληνικών οχυρών, πάνω στα βουλγαρικά σύνορα. Ήταν τότε στις 6 Απριλίου 1941, πού αδικαιολόγητα η Γερμανική αυτοκρατορία απ’ τό βουλ¬γαρικό έδαφος χτύπησε τόν ελληνικό στρατό στά σύνορα μας. Σ’ ένα καιρό, πού όλες σχεδόν οι δυνάμεις μας ήταν συγκεντρωμένες πάνω στα ηπειρωτικά βουνά, πολεμώντας την άλλη αυτοκρατορία, τούς Ιταλούς…

Κι οι λιγοστοί φαντάροι μας, με τα φτωχικά τους πολεμοφόδια αμύνονται, με την απόφαση να πεθάνουν παρά ν’ αφήσουν ανοιχτό το δρόμο στους Γερμανούς. Χαρακτηριστικός είναι ο παρακάτω διάλογος. Ένας λοχαγός ζητάει ενισχύσεις από το διοικητή του.

– «Βαλλόμεθα δαιμονιωδώς».
– «Κρατήστε το λόφο σας μέχρι θανάτου».
– «Πολύ καλά, θα θυσιαστούμε».

Ήταν η γενναία απάντηση του νεαρού λοχαγού, πού εκφράζει μέσα σε μια τόσο λιτή φράση, το ηρωικό φρόνημα του Έλληνα στρατιώτη. Το ίδιο έγινε σ’ όλα τα οχυρά. Κι ο τελευταίος στρατιώτης έμενε ακλόνητος, μέχρι την στερνή πνοή του, στη θέση του… Κανείς δεν πισωστράτησε κι ας τούς κύκλωνε μια κόλαση από φωτιά καί σίδερο…

Να γιατί, όταν φτάνει, στις 9 Απριλίου, η θλιβερή είδηση, ότι στη Θεσσαλονίκη υπογράφηκε συνθηκολόγηση, γιατί άλλο τμήμα γερμανικού στρατού διάβηκε τα σερβικά σύνορα κι έφτασε στη Θεσσαλονίκη, οι φρουροί των οχυρών, όσοι απόμειναν ζωντανοί, αντιδρούν φοβερά. Δε θέλουν ποτέ να πιστέψουν, ότι θα σκύψουν σαν ηττημένοι το κεφάλι, αυτοί πού όρθωσαν το κορμί τους χωρίς να φοβηθούν ούτε την φωτιά ούτε τα τανκς ούτε το αδιάκοπο σφυροκόπημα του εχθρού. Μάχονταν!

Δεν μπορούν όμως να κάνουν διαφορετικά… Αμίλητοι, αργοσέρνοντας τα βήματα τους, αυτοί που δρασκέλιζαν πριν λίγο τις απότομες βουνοκορφές ανάλαφρα, παίρνουν το δρόμο του γυρισμού. Έτσι όπως προχωρούν προς τις Σέρρες, σ’ ένα λόφο μερικοί βλέπουν μαζεμένους κάτι άλλους φαντάρους. Πάνε προς τα κει. Έχουν ανάψει φωτιά. Γύρω-γύρω οι στρατιώτες με τούς αξιωματικούς καί τον ιερέα τους. Μπαίνουν κι αυτοί στη συντροφιά τους.

– Προσοχή! διατάζει ο διοικητής. Οι φαντάροι ορθώνουν τότε τα ταλαιπωρημένα κορμιά τους. Οι αξιωματικοί χαιρετούν την σημαία.

Ο υπασπιστής, κρατώντας με σεβασμό στα χέρια του την σημαία, την ρίχνει στη φωτιά… Όλοι τους, πολεμιστές μπαρουτοκαπνισμένοι, ξεσπάνε σε αναφιλητά… Σε κείνη την ιερή ώρα ακούγεται επιβλητική η φωνή του ιερέα.

– Σηκώστε το χέρι να ορκιστείτε. Όλοι πειθαρχούν.

– Ορκίζομαι… ότι δεν θα ησυχάσω… Ότι θα δώσω το αίμα μου… για να ελευθερώσω την πατρίδα…, βροντοφωνούν όλοι, στρατιώτες καί αξιωματικοί.

Ξαναπαίρνουν τώρα δυνάμεις. Νιώθουν καί πάλι, ότι βρίσκονται στα όπλα… έτοιμοι στη φωνή τής σκλαβωμένης Πατρίδας… Η ζωή τους παίρνει καί πάλι νόημα, γιατί έχει σκοπό. Αν η ηρωική άμυνα πάνω στα οχυρά πήρε, κατ’ ανάγκην, τέλος, όμως συνεχίστηκε μέσα στις καρδιές…Να, γιατί τούτη η εποποιία δεν χωράει σε μια σελίδα τής Ιστορίας. Ούτε κλείνεται μέσα σε χρονικά όρια. Πέρασε στην αιωνιότητα! Καί στέκεται σαν φωτεινός οδηγός, για να μάς θυμίζει, ότι σ’ αυτούς τούς αγώνες τούς ιερούς, δεν χω¬ράνε οι στενόκαρδοι υπολογισμοί, ούτε η ψυχρή λογική. Άλλο είναι εκείνο πού μετράει. Το χρέος, πού ξεπηδάει από την ψυχή του αγωνιστή, για να υπερασπίσει τα ιερά καί τα όσια τής Φυλής του. Μέσα του ακούει την φωνή των πατέρων του να τον καλεί ν’ ακολουθήσει τ’ αχνάρια τους. Θέλει να ’ναι γνήσιο παιδί τής μάνας Ελλάδας, πού αιώνες τώρα ανατρέφει μάρτυρες καί ήρωες.

Να, γιατί μένει ορθός κι όταν ακόμα ο εχθρός «νικάει!»…

Από το βιβλίο: «Μικρές στιγμές από μεγάλη ιστορία». Εκδόσεις, Αδελφότις Θεολόγων, η «ΖΩΗ».

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.