Ο γέρων Παρθένιος ο Ιβηρίτης.

%ce%a4%ce%bf%cf%80%ce%af%ce%bf-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%91%ce%b3%ce%af%ce%bf%cf%85-%ce%8c%cf%81%ce%bf%cf%85%cf%82

Αρχηγός των παγγενιών για λογαριασμό των περιοχών της Ιβήρων, κατά διορισμό της, ήταν ο μοναχός Παρθένιος (Παπαδάκης Ευάγγελος του Γεωργίου, εξ Ρούστικων Ρεθύμνου Κρήτης, γέννησις 1905, προσέλευσις 1932, κουρά 1933, κοίμησις 1965 (;)).
Τον φοβήθηκα αυτόν τον άνθρωπο και όχι μόνο εγώ. Όχι τόσο για την βαθειά μελαχρινή, σχεδόν μαύρη, μορφή του, τα μη δεχόμενα να υποταχθούν κάτω από την σκούφια μαλλιά του, και τα μάλλον μονίμως αχτένιστα και κατσιασμένα γένια του, που τον έδειχναν ακόμη πιο αγριωπό, αλλά επιπροσθέτως και κυρίως για την μέχρις αθυροστομίας έστιν ότε εξικνουμένη, και όλως μη αρμόζουσα προς το μοναχικό σχήμα, γλώσσα του.
Διορίστηκε από την Σύναξη της Μονής μία χρονιά, ως επιστάτης στο μάζεμα των λεπτοκαρυών στο στοιχειωμένο Κελλί. Ανέβηκε στο Κελλί με τα χρειαζούμενα του και διάλεξε για εγκατάστασή του το καλύτερα διασωζόμενο δωμάτιο. Επιστάτησε στην συγκομιδή, και μετά το κοινοβιακό δείπνο με τους εργάτες, αποσύρθηκε για τα της εκκλησίας και για ύπνο.
Έσβησε ο Παρθένιος την γκαζόλαμπα και δεν είχε καλά καλά αποκοιμηθή, και άκουσε βηματισμούς στον διάδρομο και στο διπλανό δωμάτιο. Σκέφθηκε ότι μπήκαν εργάτες να πάρουν τίποτα πράγματά τους. Οι θόρυβοι όμως συνεχίζονταν και άρχισε να θυμώνει γιατί δεν του ερχόταν ο ύπνος. Σηκώθηκε να δη ποιοί ήσαν και να τους κατσαδιάσει. Άναψε ένα κερί και έκανε να βγη στον διάδρομο. Κάποιος όμως, που δεν πρόλαβε να διακρίνει, έκανε ένα «φου» και του το έσβησε. Ώρμησε σαν λύκος ο Παρθένιος να τον πιάσει, αλλά εις μάτην, παραπάτησε μάλιστα και λίγο έλειψε να ξαπλώσει φαρδύς-πλατύς στο πάτωμα. Ωργίσθηκε πολύ. Ψηλαφητά περισσότερα έκλεισε τις πόρτες των δωματίων και ασφάλησε της εξώπορτας την αμπάρα, ώστε, αν ήταν εργάτες να τους έπιανε το πρωϊ, αν ήταν διάβολοι θα ήξερε για το εξής με ποιούς είχε να κάνει. Στο υπόλοιπο της νύχτας τον άφησαν ανενόχλητο.
Την επόμενη βραδυά, ο Παρθένιος έλαβε τα μέτρα του. Ασφάλισε όλες τις πόρτες, πέρασε λουκέτο στην εξώπορτα από μέσα, ξεκρέμασε από το ταβάνι του μαγειρειού το φανάρι θυέλλης, πρόσθεσε και άλλο πετρέλαιο, κάρφωσε ένα καρφί στον τοίχο, λίγο παρέκει από το προσκέφαλο του κρεβατιού του και κρεμώντας το μονολόγησε:
«Αυτό, δεν θα μπορέσουν να μου το σβήσουν». Είχε ακουμπισμένο στον τοίχο και ένα κοντόχοντρο ραβδί, επίτηδες από αγριοαχλαδιά για να έχει κόμπους.
Τον πήρε ο ύπνος και η νύχτα προχώρησε αρκετά. Ξάφνου, έντονοι βηματισμοί ακούστηκαν στον διάδρομο, που τον έκαναν να ξυπνήσει. Άναψε το φανάρι. Βγήκε αμέσως στον διάδρομο και το ανασήκωσε κάπως ψηλότερα με το αριστερό, για να δη καλλίτερα ενώ με το δεξί σφικτοκρατούσε το ραβδί. Δεν διέκρινε κανέναν, μόνο ένα ισχυρό φύσημα αισθάνθηκε και άκουσε πάλι, που έσβησε το φανάρι θυέλλης. Πήγε ύστερα στην εκκλησία και έκανε προσευχή, προσθέτοντας στο τέλος:
«Και διάβολοι να είναι, όπως λένε οι γείτονές μου, Χριστέ μου, πάντως, δεν τους δίνεις εξουσία και δικαίωμα να με βλάψουν, Σε ευχαριστώ. Και εσύ, Παναγία μου, να είσαι μαζί μου».
Την τρίτη νύχτα οι αόρατοι επισκέπτες του έγιναν πιο θρασείς. Άναψε και άφησε χαμηλωμένο το φανάρι για να μην δυσκολευθή όπως την προηγούμενη νύχτα• και ενώ ξάπλωνε να κοιμηθή, τον έτρωγε η περιέργεια αν θα του το ξανασβήνανε.
Κατά τα μεσάνυχτα περίπου δεν ήταν δυνατό να μην ξυπνήσει, αφού οι κουβέντες ήταν ακριβώς από έξω από την πόρτα του. Σηκώθηκε και προσπάθησε να καταλάβει τι έλεγαν. Διέκρινε σαφώς να προφέρουν το όνομά του. Δεν άντεξε περισσότερο και φώναξε:
-Ποιοί είσαστε, ρε;
-Οι νοικοκυραίοι, Πάτερ Παρθένιε.
-Τι θέλετε από εμένα;
-Τίποτα, συντροφιά σου κρατάμε.
Έκανε βέβαια τον Σταυρό του, αλλά, Παρθένιος ήταν αυτός, μπόρεσε ευθύς να μνημονεύσει δεόντως την μάνα και την γενιά τους, οπότε γέλια ακούστηκαν από έξω.
-Αν νομίζετε, ρε, ότι έχετε να κάνετε με τον διακο-Γιάννη και τον Γρηγόριο, που … από τον φόβο τους, είσαστε γελασμένοι. Κάνω υπακοή στο Μοναστήρι και δεν θα φύγω από εδώ μέχρι να μαζευτούν τα λεφτόκαρα.
Πάλι γέλια ακούστηκαν από έξω.
Τούτη την φορά θύμωσε περισσότερο και έδειξε αποφασισμένος να τους τα πη κατά πρόσωπο και να ξεκαθαρίσει μια και καλή την κατάσταση. Μεγάλωσε την φλόγα του φαναριού και πήγε να ανοίξει την πόρτα, αλλά η πόρτα δεν άνοιγε. Επέμεινε, και ύστερα του φάνηκε πώς κάποιος, πιάνοντας γερά την χειρολαβή από έξω, την τραβούσε με δύναμη προς το μέρος του. Στο τέλος, και όταν με περισσότερη δύναμη την τράβηξε ο Παρθένιος, υβρίζοντάς τους συγχρόνως, ο απέξω σκοπίμως την άφησε απότομα, οπότε αυτή μεν άνοιξε διάπλατα, ο Παρθένιος όμως βρέθηκε ανάσκελα στο πάτωμα.
Τώρα τα γέλια και οι καγχασμοί, έγιναν ασυγκράτητοι στον διάδρομο. Ποτέ άλλοτε στην ζωή του δεν ένιωσε τόσο βάναυσα προσβεβλημένος και ταπεινωμένος. Ανασηκώθηκε γρήγορα, και διότι δεν του πήγαινε αυτή η κατάντια και γιατί το φανάρι του, εγκυμονούσε κίνδυνο πυρκαγιάς γιατί του έφυγε το πώμα και το χυνόμενο πετρέλαιο άπλωνε προς την στοίβα των ξερών σκουπιδιών των από των φουντουκιών τα κελύφια και τα άλλα σκουπίδια.
Έτσι πέρασε όλες τις νύχτες της περιόδου συγκομιδής ο Πατήρ Παρθένιος. Μας είναι γνωστά και άλλα παρόμοια κατορθώματά του. Πάντως, καθώς έλεγαν οι γείτονες, αυτά που τράβηξε ο Πατήρ Παρθένιος στο στοιχειωμένο μόνο οι δαίμονες μπορούσαν να τα επινοήσουν και πραγματοποιήσουν, αλλά και όσα οι δαίμονες άκουσαν τότε μόνο από τον Παρθένιο μπορούσαν να τα ακούσουν.
(επισκόπου Ροδοστόλου Χρυσοστόμου, Πόθος και Χάρις στον Άθωνα, έκδοσις Λαυριώτικου Κελλίου Αγίων Πάντων, Άγιον Όρος, 2000)

Η/Υ ΠΗΓΗ:
Περί Αγίου Όρους.blogspot.gr: 25 Σεπτεμβρίου 2016

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.