Κωνσταντής Κολοκοτρώνης-Παναπώταροσ, ο πατέρας του θρυλικού γέρου του Μωριά.

Ιούνιος του 1780. Ο πρωτοκλέφτης του Μωριά, καπετάν Κωνσταντής Κολο¬κοτρώνης (Ο πατέρας του μετέπειτα θρυλικού «γέρου του Μωριά), μαζί με τη γυναίκα του, την ατρόμητη Ζαμπέττα και τα τέσσερα παιδιά του, ύστερα από πολλούς κατατρεγμούς απ’ τους Αρβανίτες, βρίσκει φιλόξενη γωνιά στον δυνατό πύργο του αδερφικού του φίλου, του Παναγιώτη Βενετσενάκη, ή Παναγιώταρου, όπως τον έλεγαν, πάνω στις άγριες πλαγιές του Ταΰγετου, κοντά στο χωριό Καστάνιτσα.
Εκεί στο βαρύ και σκοτεινό πύργο με τους χοντρούς τοίχους και τις βαρειές πόρτες που γρύλιζαν σαν τις σφράγιζαν από μέσα σιδερένιες αμπάρες, άνοιξαν πολεμίστρες ψηλά και χαμηλά και αγρυπνούσαν νυχτόημερα, βιγλίζοντας μακρυά μήπως ξαναφανεί τούρκικο ασκέρι.
Και όπως υπολόγιζαν έτσι κι έγινε. Δε μπορούσε ο σουλτάνος να ησυχάσει, όσο αυτοί οι Χαίνηδες κλέφτες του Μωριά πλήθαιναν. Θα γίνονταν με τον καιρό επικίνδυνοι. Έφτανε όμως, σκέφτηκε, να ξεκάνει τον Κολοκοτρώνη και τον Παναγιώταρο και τότε όλοι οι άλλοι θα σκορπούσαν. Και έβαλε το σχέδιο του μπροστά, ύστερα κι απ’ τις συμβουλές του φαναριώτη Μαυρογένη.
Μια απ’ τις ζεστές μέρες εκείνου του Ιουνίου, ο Γαζή χασάν με το στόλο του και 14 χιλιάδες στρατό φτάνει στο Γύθειο, ενώ ο Μώρα-Βαλεσής ο Αλήμπεης, διατάζονταν να τραβήξει από ξηρά για τον πύργο της Καστάνιτσας. Έμαθαν τις κινήσεις του εχθρού ο Παναγιώταρος με τον Κωνσταντή Κολοκοτρώνη και ζήτη¬σαν βοήθεια απ’ τους άλλους Μανιάτες. Εκείνοι όμως δεν κινήθηκαν. Ίσως με τη σατανική παρέμβαση του Μαυρογέννη που ακολουθούσε τους Τούρκους.
Δεν άργησαν τα τούρκικα ασκέρια να οργανώσουν συστηματικά την πολιορ¬κία του πύργου. Στήθηκαν κανόνια και βομβοβόλα, ενώ το πολύ ασκέρι στάθηκε απόμακρα. Ο Αλήμπεης στέλνει μαντατοφόρο στον πύργο.
-Αν κάθε φαμίλια -παραγγέλνει- μου στείλει όμηρο ένα παιδί της, παίρνω τ’ ασκέρι μου και φεύγω.
-Δεν προσκυνάμε, τ’ απάντησαν οι βουνήσιοι πρωτοκλέφτες γίγαντες.
Τα παιδιά μας τα ορίζουμε εμείς. Θέλουμε πόλεμο κι όποιος βγει νικημένος, ας προσκυνήσει.

Να τι λέει σχετικά το δημοτικό τραγούδι:
«Τι έχουν της Μάνης τα βουνά οπού ‘νε βουρκωμένα;
Καν ο βοριάς τα βάρεσε, καν ο νοτιάς τα πήρε.
Μά ειδ’ ο βοριάς τα βάρεσε, μά ειδ’ ο νοτιάς τα πήρε.
Παλεύει ο καπετάν πασάς με τον Κολοκοτρώνη
Στεριά παλεύει ο Αλήμπεης κι η αρμάτα του πελάγου.
Στην Άρια πόριξε τ’ ορδί διαβάζει το φερμάνι:
-Ποιος είν’ ο Παναγιώταρος, ποιόν λεν Κολοκοτρώνη;
Να ‘ρθούν να προσκυνήσουνε, ραγιάδες να γενούνε.
-Δεν προσκυνάμ’ Αλήμπεη, ο νους σου μην το βάνει.
Τ’ άρματα δεν τα δίνουμε, ραγιάδες να γενούμε,
παρά θα γίνει πόλεμος με τόπια, με ντουφέκια.
Κι ο Αλήμπεης σαν τ’ άκουσε πολύ του κακοφάνει.
Δώδεκα μέρες πολεμάει με τόπια, με ντουφέκια.
Την Κυριακή το δειλινό μεγάλα τόπια βαλαν.
Καρσί στον πύργο τάβαλαν, τον πύργο να χαλάσουν
Βλέπουν τον πύργο κι’ έτρεμε κι ήθελε για να πέσει».

Λύσαξε απ’ το θυμό του ο Αλήμπεης. Βρόντηξε το πόδι του στη γή και δείχνοντας με το δάχτυλο του τον πύργο ούρλιαξε:
-Χτυπάτε!
Η μάχη αρχίζει. Μέρα και νύχτα τα κανόνια και τα βομβοβόλα και μαζί είκοσι χιλιάδες λιανοντούφεκα χύνουν πυρωμένο σίδερο πάνω στον πύργο που τραντά¬ζεται συθέμελα, ενώ οι ρεματιές αντιβουίζουν απ’ το κακό που γίνεται. Ωστόσο ο πύργος βαστάει γερά. Και μέσα απ’ τις πολεμίστρες τα παλικάρια στέλνουν το θάνατο σ’ όποιον τολμά να πλησιάζει. Δέκα μέρες κρατάει το πύρινο χαλάζι που σφυροκοπά τον πύργο. Οι τοίχοι του αρχίζουν σιγά σιγά να γκρεμίζονται και τα βόλια των παλικαριών που τον υπερασπίζονται να σώνονται. Βοήθεια από πουθε¬νά.
Απελπισμένοι ο Κωνσταντής με τον Παναγιώταρο παίρνουν τη μεγάλη από¬φαση: Τη νύχτα 19 Ιουλίου, σαν θα βασίλευε το φεγγάρι, τα παλικάρια, έχοντας στη μέση τα παιδιά και τις γυναίκες, θα πηδούσαν με τα γιαταγάνια στα χέρια έξω από τον πύργο, θα χύνονταν πάνω στους Τούρκους, θάσπαζαν τη ζώνη και θάφευγαν προς τα βουνά.
Έτσι κι έγινε. Στην ώρα που το φεγγάρι εκρύφτηκε κι ο ουρανός σκοτείνια¬σε, οι κλεισμένοι κάνουν το σταυρό τους, χουφτώνουν τα γιαταγάνια, ανοίγουν τις βαρειές πόρτες του πύργου και ορμούν σαν πεινασμένα λιοντάρια. Οι Τούρκοι ξαφνιάζονται. Ξυπνούν αλαφιασμένοι και δεν ξέρουν πώς να φυλαχτούν, ενώ τα γιαταγάνια τους θερίζουν.
Πολλοί απ’ τους Έλληνες γλίτωσαν μα και αρκετοί έμειναν στα χέρια των Τούρκων. Και ανάμεσα τους ο Παναγιώταρος που έμεινε τελευταίος, προσπαθώ¬ντας ν’ ασφαλίσει το πέρασμα των άλλων. Σα γελάδι ξάπλωσαν τον ήρωα Παναγιώταρο νεκρό οι αιμοβόροι Τούρκοι Μπαρδουνιώτες και ύστερα με μαχαίρια και μπαλντάδες χώρισαν σε κομμάτια το κορμί του, σαν νάτανε σφαχτό. Κι ο πατέρας του Παναγιώταρου, ο γέρο-Βενετσανάκης, μη μπορώντας ν’ ακολουθήσει γιατί τον είχαν σκεβρώσει τα γηρατειά, έμεινε στον πύργο και κρατούσε άμυνα. Είχε κοντά του κι ένα βαρέλι γεμάτο μπαρούτη. Σαν θάρχονταν η ώρα, θα τιναζόταν μ’ αυτή στον αέρα. Ένας δούλος του όμως που του παράστεκε, έτρεξε στο Γαζή Χασάν και πρόδωσε το σχέδιο του γέρο-λύκου. Και ο σερασκέρης κατάφερε να πιαστεί ο γέρος ζωντανός.
-Γιατί δεν προσκυνάς, τον ρωτά, όταν τον έσυραν μπροστά του.
-Τώρα προσκυνώ! αποκρίνεται ειρωνικά ο γέρος και σκύβει το κεφάλι του, για να του το κόψουν.
-Προσκυνημένο κεφάλι δεν κόβεται, απαντά ο Χασάν και βάζει μπροστά φρικτά βασανιστήρια. Διέταξε και τούκοψαν το ένα χέρι και τα δύο πόδια κι απάνω στις φοβερές τομές τούριξαν βραστό κατράμι και ύστερα τον κρέμασαν απ’ το κατάρτι ενός απ’ τα πολεμικά καράβια του Χασάν που ήταν αραγμένα στο Γύθειο. Εκεί έμεινε για κάμποσες μέρες το κουτσουρεμένο κορμί του γέρο-Βενετσανάκη, καμπουριασμένο και σαλεύοντας για παράδειγμα στους ραγιάδες.
Δυό αδέρφια του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη, ο Γιωργάκης κι ο Γιαννάκης σκοτώθηκαν φεύγοντας μέσα στο λόγγο. Ένας τρίτος αδερφός του, ο Αποστό¬λης, πληγώθηκε φεύγοντας και για να μην τον πιάσουν οι Τούρκοι ζωντανό αποτέλειωσε μονάχος του τη ζωή του.
Κι ο πρωτοκαπετάνιος Κωνσταντής Κολοκοτρώνης τί απόγινε;
Τα δυό παιδιά του ξεφώνισαν πάνω στη φωτιά της μάχης, τα ζύγωσαν οι Τούρκοι και τα σκλάβωσαν. Ο μικρός του Θόδωρος, που τον κρατούσε η μάνα του απ’ το χέρι, την ακολούθησε και γλίτωσε μαζί μ’ αυτήν. Κι ο τραγικός πατέρας του ο Κωνσταντής, λαβώθηκε βαρειά. Προσπάθησε να περπατήσει μα δε μπορού¬σε. Πρόφτασε μόνο να πει στη γυναίκα του.
-«Ζαμπέττα, τραβάτε σεις! εγώ θα κρυφτώ στο λόγγο. Καλές αντάμω¬σες, αν βρεθούμε με τους ζωντανούς!»
Και τρικλίζοντας χώθηκε στο λόγγο. Έμεινε κει ώρες πολλές. Μα ο τρομε¬ρός πυρετός απ’ τη λαβωματιά τούφερε άγρια δίψα. Έτσι βγήκε μέσα απ την κρυψώνα του βαστώντας στόνα χέρι του το γιαταγάνι και στ’ άλλο το πιστόλι για να γυρέψει κάποια πηγή να κατασιγάσει τη δίψα του. Πέφτει όμως πάνω σε εφτά Μπουρδουνιώτες Τούρκους που φύλαγαν καρτέρι δίπλα από μια πηγή.
-«Βρε Τούρκοι», τους φωνάζει το λαβωμένο θεριό, «μεριάστε, ειδεμή κι εγώ θα χαθώ μα κι από εσάς θα φάω όσους μπορέσω».
Οι Τούρκοι τα χρειάστηκαν. Άφησαν κάτω τ’ άρματα τους και του ορκίστη¬καν τους πιο ιερούς όρκους της θρησκείας τους πως δεν θα τον πειράξουν. Μαζί τους ήταν κι ένας Τουρκαρβανίτης, παλικάρι άλλοτε του Κωνσταντή. Γι’ αυτό και έδωσε πίστη στα λόγια τους. Έβαλε το γιαταγάνι του στο θηκάρι, κάθησε κι έπιασε κουβέντα μαζί τους. Εκείνοι του πρότειναν τάχα τρόπο για να τον φευγατίσουν προς το βουνό. Ο Κωνσταντής ξεθαρεμένος πια, τους ζήτησε νερό. Τρεις Τούρκοι σηκώθηκαν πρόθυμα και καμώθηκαν πως θα πήγαιναν να του φέρουν. Μα στη στιγμή χύνονται με μπαμπεσιά από πίσω του και οι τρεις και οι άλλοι τέσσερις από μπρος και τον έφαγαν. Τον ψαχούλεψαν ύστερα, πήραν όσο χρυ¬σάφι του βρήκαν πάνω του, τούκοψαν το κεφάλι και το πέταξαν μέσα σε μια τρύπα και το κορμί του το γκρέμισαν σ’ ένα γκρεμό. Έτσι θα κρυβόταν το έγκλημα και δε θα πήγαινε το χρυσάφι που βρήκαν στον Κωνσταντή στο κεμέρι του πασά.
Έτσι χάθηκε ο τρομερός Αλβανοφάγος Κωνσταντής Κολοκοτρώνης. Όλος ο Μωριάς έκλαψε το χαμό του. Και ο μικρός του γιος και κατοπινός καπετάνιος Θοδωρής, πήρε το αίμα του πίσω και με το παραπάνω.

Από το βιβλίο του: Κώστα Δ. Παπαδημητρίου, «Τελευταίες ώρες -Τελευταία λόγια των Αγωνιστών του ’21.

Κατηγορίες: Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.