Διάλογος αρχιερέως και κληρικού, Ε. – Οσίου πατρός ημών Συμεών Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι.

Περί του Μονογενούς Υιού του Θεού και του Αγίου Πνεύματος.

Αν ίσως λοιπόν ο αντικείμενος δέχεται τας θείας Γραφάς, από αυτάς θέλει αποστομωθεί, επειδή η θεία Γραφή είναι πλήρης από τοιαύτας αποδείξεις. Ειδέ και δεν δέχεται τας Γραφάς, θέλει γνωρίσει την αλήθειαν και από αυτήν την Κτίσιν και την ανθρωπίνην φύσιν. Διότι αν είναι Θεός δημιουργός των όλων, δια τί έγιναν τα κτίσματα; Όχι δι’ άλλο παρά για να απολαμβάνουν τον Θεόν. Και ποία απολαμβάνουν τον Θεόν και έχουν δύναμιν να γνωρίζουν τον Θεόν; Όχι άλλα παρά εκείνα τα οποία έχουν λόγον, επειδή η γνώσις δια μέσου του λόγου γίνεται.
Εάν λοιπόν δια των λογικών γίνεται η γνώσις του Θεού, είναι λοιπόν λόγος εις τον Θεόν. Και αν δια τα λογικά εκτίσθη ο φαινόμενος αυτός κόσμος, λοιπόν και δια τον Λόγον, και δια μέσου του λόγου, έγινεν η κτίσις, και μάλιστα εις τον Θεόν είναι λόγος, τον οποίον εθεώρει ο Πατήρ προτού να γένουν τα πάντα ως μίαν εικόνα ζώσαν του εαυτού του, και χαρακτήρα ακίνητον, και σοφίαν και απαύγασμα και λόγον και δύναμιν και Υιόν αγαπητόν. Εθεώρει και το Πανάγιον Πνεύμα ως αγιασμόν, ως πηγή αγάπης, ως ζωήν εκ ζωής, ως ζωοποιόν, ως θησαυρόν αγαθότητος.
Τούτο εννοεί και ο θεολόγος Γρηγόριος λέγων ότι ο Θεός κινείται με την θεωρίαν του. Και αν τα κτίσματα μετέχουν λόγου για να γνωρίσουν τον Θεόν, πολλώ μάλλον πρέπει να είναι ο Λόγος εις αυτόν τον Θεόν, εν ω και δι’ ου εγίνωσκεν ο Θεός τα πάντα προτού να γίνουν. Και αν η Κτίσις κατά Λόγον έγινε, άλλη μεν λογική άλλη δε εις υπηρεσίαν των λογικών, λοιπόν ακολουθεί να είναι και Λόγος εις τον Θεόν. Και αν τα λογικά κτίσματα νοούν και έχουν το αυτεξούσιον, και αεί ζώσι, πολλώ μάλλον πρέπει να έχη Λόγον εν εαυτώ ο Πλάστης αυτών Θεός. Μάλιστα δια τούτο είναι κτίσματα λογικά, επειδή έχει ο Θεός Λόγον. Προσέτι και αυτά τα άλογα κτίσματα, αν και είναι άλογα καθ’ εαυτά, όμως κατά Λόγον συνίστανται και μένουν και κινούνται, επειδή έχει Λόγον ο Θεός.
Αλλά θέλει είπει τις ότι τα κτίσματα είναι διάφορα και είναι ο λόγος των διάφορος. Ας ηξεύρη αυτός ότι αυτά είναι πολλά, ως κτίσματα, και αρχήν λαβόντα, και διάφορα κατά το ιδίωμα και την φύσιν των, και εκ του μη όντος παραγόμενα. Δια τούτο και έχουν τον λόγον ενυπόστατον και ποικίλον, και όχι ανυπόστατον. Όμως ο Πατήρ, επειδή είναι αΐδιος, και είναι Θεός και αιώνιος, λοιπόν και ο Λόγος του ακολουθεί να είναι είς και ζων, καθώς και ο Πατήρ τέλειος είναι, δια τούτο και δεν είναι Λόγοι πολλοί εις τον Θεόν, ουδέ ανυπόστατοι, δια να μη φανή ατελής και τρεπτός, και ότι αναφέρεται προς Λόγον υψηλότερον, και προσλαμβάνει Σοφίαν. Αλλά είναι μία και τελεία, και ενυπόστατος και ζώσα και αΐδιος Σοφία εις τον Θεόν, ο μονογενής αυτού Λόγος, εις τον οποίον όλοι οι λόγοι προ των αιώνων αναφέρονται.
Και το Πνεύμα το Άγιον, το οποίον ζωοποιεί τα πάντα, και αυτό είναι έν εξ ενός, του αιωνίου Πατρός, και ζων είναι και ζωοποιούν, όθεν και όλα τα λογικά εν τω Αγίω Πνεύματι ζώσι, και είναι μάλιστα αθάνατα, επειδή μήτε λογικά ημπορούσι να είναι χωρίς το Πνεύμα. Λοιπόν τα λογικά εκ του Αγίου Πνεύματος είναι ζώντα, εκ του Λόγου του ζώντος λογικά και εκ του όντος Πατρός όντα. Ομοίως δε και τα άλογα, το είναι έχουν από του αεί όντος Πατρός. Το δε να είναι κατά Λόγον, και τοιάδε ή τοιάδε έκαστον κατά την φύσιν του, τούτο το έχουν από τον ζώντα λόγον του Πατρός. Το δε να κινώνται και να διασώζωνται και να έχουν έκαστον ιδιαιτέραν ιδικήν του δύναμιν, τούτο το έχουν από το Άγιον Πνεύμα, το οποίον ζωοποιεί και συνέχει τα πάντα. Διότι ποίον από τα όντα δεν είναι κατά Λόγον, και ποίον δεν έχει κίνησιν και δύναμιν ιδικήν του ιδιαιτέραν; Όλων τούτων αιτία είναι η τριάς, ο αιώνιος και αεί ζων και αεί μένων Πατήρ, και ο αεί ων συν τω Πατρί Λόγος, και Υιός συμφυής και ασώματος, το απαύγασμα, ο χαρακτήρ, η σοφία και δύναμις του Θεού, και το εκ Θεού και εν τω Θεώ ζωοποιόν Πνεύμα, το οποίον υπάρχει αϊδίως εν αυτώ, και ζωοποιεί και συνέχει τα σύμπαντα.
Επειδή δε απ’ όλα αυτά τα φαινόμενα του κόσμου, το κάλλιστον και πλέον εξαίρετον πλάσμα είναι ο άνθρωπος, καθότι εκτίσθη κατ’ εικόνα Θεού, ας κατανοήσωμεν και από τούτου την φύσιν και δημιουργίαν, την εικόνα της Τριάδος. Επειδή μήτε αυτός επλάσθη δι’ αυτόν τον φαινόμενον κόσμον, ως αυτός ο ορώμενος να είναι άλογος, και η κίνησίς του είναι πεπερασμένη, και γνωστή εις ημάς, και έγινε μάλιστα δια τον άνθρωπον, δια να συνέχη και να διαφυλάττη με την κίνησίν του το σώμα αυτού του ανθρώπου. Με την ψυχήν όμως ο άνθρωπος κινείται νοερώς και θεωρεί τον Κτίστην, και αυτός μόνος, γέγραπται, ότι επλάσθη κατ’ εικόνα Θεού, καθώς πολλοί Άγιοι περί τούτου διαλαμβάνουσι. Διότι αν εξετάσης, θέλεις εύρη την Τριάδα μαρτυρουμένην και από αυτόν, καθώς και εις άλλα μέρη πλατύτερον είπωμεν. Επειδή η ψυχή δια μέσου του Νοός μαρτυρεί τον άναρχον Νουν, τον Πατέρα, με τον λόγον τον Θεόν Λόγον, και με την ζωτικήν δύναμιν το Πνεύμα, το οποίον ζωοποιεί τα πάντα.
Μαρτυρούσι δε και οι Άγγελοι τρανώς την Τριάδα. Ως μεν Νόες, τον προαιώνιον, και υπερούσιον Νουν, τον Πατέρα κηρύττουσιν. Ως δε λογικοί και σοφοί, τον Λόγον και την Σοφίαν την μένουσαν εν τω μεγάλω Νοΐ εμφαίνουσι. Και επειδή ζώσιν αεί, και έχουν δωρεάς φωτισμάτων, δηλούν την ζώσαν εν τω ζώντι, και αγίω Πνεύματι, και ζωοποιόν, και αγιαστικήν ενυπόστατον δύναμιν, το Πανάγιον Πνεύμα, το οποίον είναι η πηγή όλων των χαρισμάτων.
Όχι η λογική κτίσις, αλλά και όλη η άλογος, μαρτυρεί τον Δημιουργόν, διότι το να γεννώσι και να γεννώνται ζώντα εκ ζώντων, αν και φθαρτώς, με το να έχουν τα σώματα από την ύλην, και τα στοιχεία, και όμοια εξ ομοίων, και να επιζητούν έκαστον την αθανασίαν του, αυτά όλα κηρύττουσι τον όντα Πατέρα Θεόν, και τον απαθώς γεννηθέντα Λόγον, και το εξ αυτού του Πατρός ζωοποιόν και Άγιον Πνεύμα, και τούτον τον μαρτυρεί η κτίσις ως Κτίστην της. Τούτο (την Τριάδα δηλαδή) δεικνύει και ο ήλιος, εκπέμπων ακτίνας και φως, ομοίως και οι αστέρες όλοι, και το πυρ και τα φυτά και τα βότανα, εκβάλλοντα άνθη και καρπούς, και η γη ομοίως, βλαστάνουσα μύρια είδη φυτών ζώντα και απλώς όλη η κτίσις τον εν Τριάδι μόνον Θεόν των όλων δοξολογεί, και εξαιρέτως φανερώνεται και κηρύττεται η δύναμις της Τριάδος από τα θαύματα και από τους λόγους και πράξεις, αι οποίαι ετελέσθησαν και τελούνται και φαίνονται προφανέστατα εις την Εκκλησίαν του Χριστού.
Ποίος εξήπλωσε και εξαπλώνει έως την σήμερον εις όλον τον κόσμον το κήρυγμα της Τριάδος, και την σάρκωσιν του Χριστού, και το συνέχει εις καιρόν οπότε τόσοι και τόσοι άνθρωποι και βασιλείς και έθνη ηναντιώθησαν και κατέτρεξαν αυτό, και πάντοτε το κατατρέχουν; Πόθεν ο πόθος της παρθενίας εις τους πιστούς; Πόθεν ο έρως της σωφροσύνης και η αποφυγή των κοσμικών, και η αναχώρησις εις τας ερήμους τόσων και τόσων ανδρών; Πόθεν η χάρις των Ιερέων, και τα γινόμενα δια των Ιερέων, αι λύσεις και οι δεσμοί των αμαρτημάτων, τα οποία και δια μέσου αισθητών και νεκρών σωμάτων επιμαρτυρεί πολλάκις ο Θεός; Πόθεν η ενέργεια των ιαμάτων εις τα Άγια Λείψανα, την οποίαν και οι ασεβείς βλέπουσι και αναγκάζονται, και χωρίς να θέλουν, να την ομολογούν; Πόθεν εις αυτά η ευωδία και το να μένουν αβλαβή; Πόθεν δε τα θεία και θαυμάσια ενεργήματα τα οποία προξενούνται δια των Αγίων εικόνων και ιερών ναών και ηγιασμένων υδάτων; Δεν γίνονται αυτά προφανέστατα και την σήμερον εις την Εκκλησίαν, η οποία ορθοδόξως ομολογεί τον εν Τριάδι Θεόν;
Αλλά και τα μύρα από τα μαρτυρικά λείψανα, και αι θαυματουργίαι και αι προφανείς επιστασίαι αυτών των αγίων και αι φυλάξεις προς ημάς τους πιστούς, όταν κατατρεχώμεθα από τους ασεβείς και αι δια των αγίων καταστροφαί και αφανισμοί αυτών των αθέων, οι οποίοι πολλάκις κινούνται εναντίον μας από μανίαν και συνεργίαν σατανικήν, και αυτά λέγω, παριστώσι λαμπρώς το θείον και μέγα μυστήριον της ευσεβείας ημών των χριστιανών. Ακόμη και αυτό το να κατατρεχώμεθα ως πιστοί και ορθόδοξοι από τους εναντίους και να ταλαιπωρούμεθα και να πάσχωμεν, και αυτό λέγω, το ότι είναι με ημάς ο αληθινός και μόνος εν Τριάδι Θεός παριστά. Επειδή ο Θεός δεν επαναπαύεται εις αυτόν τον κόσμον, μήτε εις τα φαινόμενα, μήτε εις εκείνους τους ανθρώπους οι οποίοι ζητούν και επιποθούν τα του κόσμου, αλλά εις τους αγαπώντας αυτόν, και εις εκείνους οι οποίοι ζητούν την δόξαν του και αγωνίζονται δι’ αυτόν, επειδή είναι εκείνοι οι οποίοι θλίβονται, διώκονται, πτωχεύουν, κακοπαθούσιν, αποθνήσκουν, ξενιτεύονται, καθώς οι παλαιοί δίκαιοι, ο Άβελ δηλαδή, Ο Νώε, ο Αβραάμ, ο Ισαάκ, ο Ιακώβ και οι υιοί του. Προσέτι ο Μωυσής, ο Ηλίας, ο Δανιήλ και οι τρεις παίδες, και ο Ιερεμίας και Ιεζεκιήλ, και μετά ταύτα οι Μακκαβαίοι και όσοι άλλοι είναι ως αυτοί.
Και το να υπομένωμεν όταν πάσχωμεν, και να υποφέρωμεν όλα δι’ αυτόν τον Χριστόν, και τούτο την μόνην και αηθεστάτην αυτού πίστιν φανερώνει, και ότι οι λόγοι της διδασκαλίας του είναι αληθείς. Επειδή αυτό το πάσχειν εις τον κόσμον, και μόνος του μας το προείπε, καθότι και αυτός ο ίδιος έπαθε δια ημάς. Και η νομοθεσία και η σοφία της Εκκλησίας του, παρθενίαν διδάσκει, και αγνείαν, και καθαρότητα και ταπείνωσιν και υπομονήν με ευχαριστίαν προς τον Θεόν, και νουθεσίαν και παρακίνησιν προς ακτημοσύνην, και αποφυγήν του κόσμου, και όχι μόνον να μη ενεργώμεν το πονηρόν και να μη αποδίδωμεν κακόν αντί κακού, αλλά και να συγχωρώμεν εκείνους οι οποίοι μας έπταισαν, και να αγαπώμεν τους εχθρούς μας, και να μη μνησικακώμεν παντάπασι, μήτε να οργιζώμεθα, αλλά μάλιστα να ευεργετώμεν τους μισούντας ημάς και να ευχώμεθα αυτούς.
Αυτά και τα τοιαύτα την ουράνιον και θείαν και αληθή και μόνην πίστιν ημών των χριστιανών παριστώσι, διότι όλα αυτά είναι νομοθεσίαι του Θεού και Δεσπότου των όλων.
Από αυτά και τα τοιαύτα θέλεις ελκύσει, καθώς στοχάζομαι, τον ασεβή προς την γνώσιν του Ευαγγελίου, και θέλεις τον καταπείσει να γνωρίσει τον ζώντα Λόγον του Θεού, και το Πνεύμα το Άγιον, και να δεχθή τας παραδόσεις της Εκκλησίας, ως θείας και αγίας. Με αυτά θέλεις τον καταπείσει προσέτι να νοήση και το μυστήριον της ενανθρωπήσεως του ενός της Τριάδος Θεού Λόγου Ιησού Χριστού. Αν και είναι δύσκολον να καταπείσεις εκείνον ο οποίος έζησεν ασεβώς, καθώς είναι δύσκολον το να δοκιμάζης να αναστήσης νεκρόν και να φέρης εις σύνεσιν και φρόνησιν τον άφρονα, αν δεν δώση χείρα βοηθείας ο Θεός, και αν δεν ανοίξει και φωτίση την άνοιάν του. Διότι και το να γνωρίση τις τον Θεόν είναι Θεού έργον, και μάλιστα το να θέλη να πείσει άνθρωπον ο οποίος έχει νουν και φρονήματα σαρκικά, καθ’ ότι η Τριάς, ο Δημιουργός των νοερών και λογικών και πάντων είναι υπέρ νουν και λόγον, και χωρίς την χάριν του Θεού, το κτίσμα, ο άνθρωπος, δεν ημπορεί να καταλάβη τον κτίστιν του.

Συμεών Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, Τα Άπαντα.
Εκδόσεις Βασ. Ρηγοπούλου, Καρόλου Ντηλ 4, Θεσσαλονίκη.
Θεσσαλονίκη 2001, ακριβής ανατύπωσις εκ της εν έτει 1882 γενομένης τετάρτης εκδόσεως.

***

Επιμέλεια κειμένου, Δημήτρης Δημουλάς.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.