Διάλογος αρχιερέως και κληρικού, Ζ. – Οσίου πατρός ημών Συμεών Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης.

Κατά των δυσσεβών Βογομύλων, ήτοι Κουδουγέρων (Β).

Αυτοί λοιπόν οι αιρετικοί αθετούσιν όλας αυτάς τας προσευχάς και τους θείους ύμνους, και δέχονται τάχα μόνον το Πάτερ ημών, δια να αθετήσουν τους άλλους ύμνους. Αυτοί ακόμη και τους ενθέους λόγους του Μωυσέως και τους πανιέρους ψαλμούς του Δαβίδ και όλα ασεβώς τα αθετούν, τα οποία ο ίδιος ο Σωτήρ ημών τα αποδέχεται, καθώς το Ιερόν Ευαγγέλιον περί τούτου λέγει: «Αρξάμενος από Μωυσέως, και από πάντων των προφητών διηρμήνευσεν αυτοίς εν πάσαις ταις Γραφαίς τα περί εαυτού». Και καθώς ο ίδιος αλλού πάλιν λέγει: «ούτοι οι λόγοι, ους ελάλησα προς υμάς έτι ων συν υμίν, ότι δει πληρωθείναι πάντα τα γεγραμμένα τω Νόμω Μωυσέως, και Προφήταις και Ψαλμοίς περί εμού».
Και τα άγια εικονίσματα εις καιρόν, καθ’ ον όχι μόνον ο Μωυσής ενομοθέτησε να τιμώνται δια μέσου των εν τη Σκηνή, και τη Κιβωτώ ουρανίων εκμιμημάτων και των γλυπτών Χερουβίμ επάνω της Κιβωτού, τα οποία ήσαν όλα εις τύπον ουρανού. Αλλά και ο θείος Παύλος τα αποδέχεται, και πρώην Σκηνήν τα ονομάζει, και τα μεν εξώτερα Άγια, τα δε ενδότερα Άγια Αγίων, ο οποίος αποδέχεται ακόμη και τα γλυπτά, επειδή είναι τύποι θείων δυνάμεων και όχι δαιμονικών ειδώλων, ή αστέρων ή λοιπών κτισμάτων (επειδή αυτά μόνον είναι μιαρά και ασεβέστατα) και τα ονομάζει Χερουβίμ δόξης κατασκιάζοντα το ιλαστήριον. Και όλοι οι άγιοι και οι Πατέρες παρέδωκαν να προσκυνώνται τα θεία μορφώματα, δια να καθαγιαζώμεθα , καθώς κατά την ψυχήν με την ομολογίαν, ούτω και κατά το σώμα με αυτά τα αισθητώς τελούμενα, καθότι συγκείμεθα οι άνθρωποι εκ ψυχής και σώματος, δια την οποίαν διττήν μας σύνθεσιν και ο του Θεού ασώματος Λόγος εσαρκώθη δι’ ημάς, και έγεινεν άνθρωπος ο Θεός μας με ψυχήν, καθώς ημείς, δια να ανακαθαρίση και να αγιάση όλην μας την παραπεσούσαν φύσιν. Αυτοί οι παμμίαροι, με πολλούς άλλους δυσεβείς, περισσότερον αυτοί υβρίζουν και καταφρονούν αυτά, και ασεβούν παντελώς και αθετούν της Εκκλησίας τα μυστήρια.
Και ότι ο Χριστός εγυμνώθη και εβαπτίσθη δια να μας παραδώση το πνευματικόν και θείον βάπτισμα, και το Πνεύμα κατήλθεν επ’ αυτόν δια να γνωρίσωμεν την δύναμιν του βαπτίσματος, και λέγει εις το Ευαγγέλιον: «εάν μη αναγεννηθήτε δι’ ύδατος και πνεύματος, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών». Και παρήγγειλεν εις τους μαθητάς και πριν του πάθους και μετά την ανάστασιν να βαπτίζουν. Προ του πάθους μεν εν Βηθαρά, όπου ο Ιωάννης εβάπτιζεν, επειδή είχεν ήδη παρέλθει η σκιά, και ήλθε πλέον το αληθινόν βάπτισμα του Χριστού, όπου και πολλά ύδατα ήσαν, καθώς γράφει το Ευαγγέλιον. Μετά δε την Ανάστασιν, όταν τους είπε: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Και «ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται, ο δε απιστήσας κατακριθήσεται». Και ότι και αυτοί οι Απόστολοι εβαπτίσθησαν , ο Πέτρος μεν υπό Χριστού, καθώς εις πολλούς παρεδόθη. Ο Ανδρέας δε και ο Ιωάννης υπό Πέτρου. Και υπό του Ανδρέου και Ιωάννου οι λοιποί. Ο Παύλος δε υπό Ανανίου, καθώς είναι γεγραμμένον εις τας Πράξεις. Και ο Παύλος πάλιν βαπτίζει εξ αρχής εκείνους όσοι εδέχθησαν μόνον του Προδρόμου το βάπτισμα, αφ’ ου, λέγω, ο ίδιος ο Χριστός και οι Άγιοι Απόστολοι μας έδειξαν και μας παρέδωκαν το πνευματικόν βάπτισμα, ούτοι οι παμμίαροι το απορρίπτουν, και δι’ αυτό και είναι εις την τάξιν των απίστων, ως μη ηξιωμένοι της εν Χριστώ αναπλάσεως και αναγεννήσεως.
Και την ιερουργίαν την οποίαν ο ίδιος ο Χριστός μας την παρέδωκεν, ως είπομεν, όταν έλαβε τον άρτον και ευχαρίστησε και είπε: «Λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το σώμα μου». Και ευλόγησε το ποτήριον και είπε: «Πίετε εξ αυτού πάντες, τούτο εστί το αίμα μου. Και τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν». Το οποίον το επιμαρτυρεί και ο Παύλος λέγων: «ο άρτος ον κλώμεν, ουχί κοινωνία του Σώματος του Χριστού εστί; Και το ποτήριον ο πίνομεν, ουχί κοινωνία του αίματος του Χριστού εστί; Και γαρ έλαβεν άρτον και τα εξής». Και πάλιν: «Έν σώμα εσμέν, οι γαρ πάντες εκ του ενός άρτου και του ποτηρίου μετέχομεν». Και εις άλλο μέρος: «Ος εσθίει τον άρτον και πίνει το ποτήριον του Κυρίου αναξίως, κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει». Και πάλιν: δοκιμαζέτω δε έκαστος εαυτόν, και ούτως εκ του άρτου εσθιέτω και εκ του ποτηρίου πινέτω. Ο γαρ εσθίων και πίνων αναξίως, κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει, μη διακρίνων το σώμα του Κυρίου». Αφού και ο ίδιος ο Σωτήρ μας λέγει εις το Ευαγγέλιον: «Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει, καγώ εν αυτώ». Και «αν μη φάγητε την σάρκα του Υιού του ανθρώπου και πίητε αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς». Και πάλιν: «Η γαρ σαρξ μου αληθώς εστί βρώσις και το αίμα μου αληθώς εστί πόσις». Και «εγώ ζω, και ο τρώγων με κακείνος ζήσεται δι εμέ». Και ενώ το Ευαγγέλιον και οι Απόστολοι κηρύττουν αυτά λαμπρότατα εις τας Γραφάς, αυτοί οι ακάθαρτοι βλασφημούν ασεβώς και αυτήν την θείαν κοινωνίαν του Χριστού και Θεού μου.
Αυτοί οι δυσσεβείς βλασφημούν και τους ιερούς ναούς και τον τιμιώτατον Σταυρόν του Κυρίου (όστις είναι και εις αυτούς τους δαίμονας φοβερός), όντες χειρότεροι και από τους δαίμονας. Τας εικόνας μήτε τας προσκυνούν μήτε τας τιμούν καθόλου. Και αποστρέφονται παντελώς τας προς Θεόν προσευχάς και τους ιερούς ύμνους, και προς τούτοις αποποιούνται και τας παλαιάς του Νόμου και των Προφητών αγίας Γραφάς, υπό δαιμόνων εκβακχευόμενοι και σκοτιζόμενοι, και μόνην την προσευχήν του Πάτερ ημών, ως παρά Χριστού παραδεδομένην, προσεύχονται. Και βλέπουσι τινάς φαντασίας δαιμόνων (διότι κυριεύονται από δαιμονιώδη λογισμόν) για να ιδώσι τι του Εξάρχου της κακίας του πονηρού διαβόλου, τον οποίον κατά την πάτριόν των βάρβαρον γλώσσαν Τόπακα ονομάζουσι, τουτ’ έστιν Ένσικον ή Άρχοντα, αυτόν τον αρχηγόν της αμαρτίας και του σκότους, και τον λατρεύουσιν οι άθλιοι ελληνικώς, και εξαπατώμενοι από αυτόν, γίνονται δυσθιόρθωτοι, όντες εις την πλάνην όλως δι’ όλου δεδουλωμένοι.
Αυτοί λοιπόν, μολονότι και ονομάζουν Χριστόν, εν τούτοις είναι παρόμοιοι με τους ασεβείς, πολλάκις δε και χειρότεροι, διότι λατρεύουσι τον διάβολον, και με πολλάς μιαρίας αλλοκότους καταμολύνουσιν όχι μόνον τον εαυτόν των αλλά και πολλούς άλλους, ως μανθάνομεν, και μάλιστα εις το τέλος πλανώσι πολλούς από τους ευσεβείς, και τους αποκόπτουσιν από τον Χριστόν. Επειδή προς τον καιρόν του θανάτου, τους παρακινούν προς άρνησιν. Πρέπει λοιπόν να αποφεύγωμεν αυτούς όσον δυνάμεθα, και να βδελυττώμεθα τας μιαράς των υποκρίσεις, ως πλήρεις δόλου του πονηρού. Διότι η ασέβειά των είναι μίγμα από πάσαν κακίαν, δια τούτο και ωμίλησα πλατύτερον περί αυτής, δια να ασφαλιστούν όλοι οι πιστοί και να αποποιώνται την συναναστροφήν και κοινωνίαν των, διότι αυτοί το επιθυμούν τούτο, δια να μιαίνουν τους ευσεβείς.

Παράβαλε και:
Διάλογος αρχιερέως και κληρικού, ΣΤ. – Οσίου πατρός ημών Συμεών Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης.

***

Συμεών Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, Τα Άπαντα.
Εκδόσεις Βασ. Ρηγοπούλου, Καρόλου Ντηλ 4, Θεσσαλονίκη.
Θεσσαλονίκη 2001, ακριβής ανατύπωσις εκ της εν έτει 1882 γενομένης τετάρτης εκδόσεως.

***

Επιμέλεια κειμένου, Δημήτρης Δημουλάς.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.