Ο Αγιος Γαβριήλ ο δια Χριστόν σαλός και ομολογητής, ο εκ Γεωργίας: Στο κελί του – ΜΑΛΧΑΖΙ ΤΖΙΝΟΡΙΑ.

Πηγαίνοντας προς το κελί του π. Γαβριήλ, έπρεπε να διαβείς πρώτα ένα στενό και σκοτεινό προθάλαμο. Προχωρώντας ένιωθες πως βρίσκεσαι στον Παράδεισο. Προτού όμως μπεις στο κελί του, έπρεπε να πεις την ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον ημάς τους αμαρτωλούς». Κι αν ο π. Γαβριήλ απαντούσε «Αμήν», τότε μόνο μπορούσες να περάσεις μέσα.
-Η αγία Νίνα να σ’ ευλογεί, η Παναγία να σ’ αγιάζει! Έλεγε ύστερα με αγάπη.

Όταν κάποιος επισκεπτόταν τον Γέροντα για πρώτη φορά, εκείνος τον υποδεχόταν με τις εξής φράσεις:
-Κοιτάξετε ποιος άνθρωπος μας ήλθε! Έλα, άνθρωπέ μας! Και του έδειχνε αμέσως που να καθίσει.

Κάποια φορά, όταν μερικά από τα πνευματικά του παιδιά μπήκαμε στο κελί, είπαμε:
-Χαίρετε, π. Γαβριήλ. Τί κάνετε;
-Χαίρετε να πείτε στον Γκορμπατσόφ. Ο Χριστός έφερε ειρήνη στον κόσμο. Πώς είμαι; Να πω καλά, θα είναι ψέμα. Να πω δεν είμαι καλά, θα είναι αχαριστία προς τον Κύριο και παράπονο. Να θυμάστε όμως ότι πρέπει να ευχόμαστε «ειρήνη σε σας», αυτός είναι ο σωστός ευαγγελικός χαιρετισμός.

Όποιος δεν είχε πάει ποτέ στον π. Γαβριήλ είναι δύσκολο να φανταστεί τη θαυμαστή ευλογία του. Για να δώσει την ευχή του ο Γέροντας προετοιμαζόταν ιδιαίτερα. Πρώτα έπλενε τα χέρια του, μετά ράντιζε τον εαυτό του με αγιασμό, διόρθωνε τα γένια του και το καλημαύχι του, και ύστερα, με πρόσωπο φωτεινό, προσκαλούσε τον καθένα ξεχωριστά. Όλα τα έβλεπε και τα παρακολουθούσε. Δεν ξέφευγε κανείς και τίποτα από την προσοχή του. Στο κελί του είχε πάντα ψωμί κι αλάτι για τους επισκέπτες, κι όχι τυχαία˙ στη γεωργιανή έκφραση «πουρ – μαρίλι»1 το ψωμί συμβολίζει την αγάπη και το αλάτι την αιώνια ζωή.

Κοντά στον π. Γαβριήλ κανείς δεν ένιωθε περιττός ή ασήμαντος. Όλοι ένιωθαν πως κατείχαν μια θέση στην καρδιά του. Διηγείται η Μαρίνα Κάνκαβα:
«Πήγαινα πάντα στον Γέροντα μαζί με μια φίλη μου. Φοβόμουν ότι αν ποτέ πήγαινα μόνη, δεν θα με γνώριζε. Αλλά μια μέρα πήγα τελικά μόνον εγώ. Στην πόρτα του κελιού είπα την ευχή, αλλά δεν έλαβα απάντηση. Κάθισα λοιπόν στην αυλή του μοναστηριού. Τον περίμενα για πολλή ώρα. Κοίταξα το ρολόι και σκέφτηκα ότι αν σε δέκα λεπτά δεν μου έδινε κανένα σημάδι, δεν θα μπορούσα να πλησιάσω το κελί του. Ακριβώς δέκα λεπτά μετά, άκουσα θόρυβο στην πόρτα. Σηκώθηκα – αναπήδησα για την ακρίβεια – και με σεβασμό πήγα και τον χαιρέτησα:
-Ειρήνη σε σας, π. Γαβριήλ.
Με κοίταξε και απορημένος με ρώτησε:
Ποιά είστε;
Από την αμηχανία μου δεν ήξερα που να τρέξω να κρυφτώ. Αλλά δεν μπορούσα να κάνω ούτε βήμα. Στεκόμουν για αρκετή ώρα σαστισμένη. Ξαφνικά γύρισε και μου είπε:
-Πώς είσαι, Μαρίνα;
Έμεινα έκπληκτη. Θυμόταν τελικά ακόμη και το όνομά μου. Με κάλεσε στο κελί του και μου μίλησε. Ύστερα μου έδωσε ένα βιβλίο και με παρακάλεσε να διαβάσω τη ζωή των αγίων πατέρων. Εκείνος κάθισε και άρχισε την αγαπημένη του εργασία: να περιποιείται τις εικόνες. Είχε μια μικρή λάμπα με θαμπό φως. Δυσκολευόμουν στην ανάγνωση. Ξαφνικά φώτισε όλο το κελί. Ενστικτωδώς κοίταξα τη λάμπα. Ήταν πάλι θαμπή. Κοίταξα και τον π. Γαβριήλ. Ήταν όλος μέσα στο φως.
Όταν αντιλήφθηκε πως κατάλαβα τι γινόταν, κούνησε το κεφάλι του.
-Εγώ φωτίζω περισσότερο και από έναν προβολέα! Μου είπε χαμογελώντας και συνέχισε τη δουλειά του».

«Νεώτερος εγενόμην και γαρ εγήρασα και ουκ είδον δίκαιον εγκακταλελειμμένον, ουδέ το σπέρμα αυτού ζητούν άρτους»,2 έλεγε συχνά ο Γέροντας και δεν άφηνε κανέναν να φύγει από το κελί του νηστικός. Μοίραζε σ’ όλους φαγητό, το οποίο τις περισσότερες φορές μαγείρευε ο ίδιος. Μάλιστα συμβούλευε τους μοναχούς και τις μοναχές να τρώνε σούπες όχι στεγνά φαγητά. Έβαζε αλάτι με τη χούφτα σε μια μικρή κατσαρόλα, αλλά το φαγητό ποτέ δεν αλμύριζε υπέρ το δέον και έφτανε για όλους.
-Θα σου φτιάξω τέτοια φασολάδα, που θα είναι για βασιλιάδες! Χαριτολογούσε συχνά.
Όταν ήταν ασθενής και αδύναμος, υπαγόρευε στις μοναχές πώς να μαγειρεύουν τα φαγητά, τα οποία, σημειωτέον, ήταν πάντα πολύ νόστιμα.

Αν κάποιος έμπαινε στο κελί του Γέροντα και ένιωθε λίγο να κρυώνει, αμέσως ζητούσε από τη μ. Παρασκευή να ανάψει το τζάκι. Έλεγε δε πως οι μοναχοί και οι μοναχές πρέπει να το ανάβουν μόνο δυο φορές τη μέρα, μία το πρωί και μία το βράδυ. Ο ίδιος όμως δεν το άναβε ποτέ για τον εαυτό του.

Ήταν τόσο διάχυτη η θεία χάρις στο κελί του π. Γαβριήλ, που ακόμη και το απλό νερό της βρύσης δεν χαλούσε. Η μ. Παρασκευή γέμιζε μερικά μπουκάλια με νερό, όπως της είχε υποδείξει ο Γέροντας, και τα φυλούσε στο κελί του. Μετά την κοίμηση του Γέροντα, κι αφού είχε περάσει πολύς καιρός, η μ. Παρασκευή τα κοίταξε κι απόρησε˙ το νερό δεν είχε αλλάξει χρώμα. Από περιέργεια το δοκίμασε˙ η γεύση του δεν είχε αλλοιωθεί καθόλου.

Όσοι επισκεπτόμασταν τον π. Γαβριήλ στο κελί του πάντα νιώθαμε ότι παίρνουμε δύναμη. Μια μέρα μάλιστα μας είπε:
-Στο κελί μου περπατάει ο Χριστός.
Άλλη φορά, μια μοναχή του είπε χαρούμενη:
-Πάτερ, εγώ είδα μια εικόνα αχειροποίητη να σας μιλάει.
Ο π. Γαβριήλ χάρηκε που ο Κύριος την αξίωσε να δει κάτι τέτοιο και της απάντησε:
-Αν σου το έλεγα εγώ, δεν θα με πίστευες.
-Τί σας έλεγε η εικόνα; Τον ρώτησε η μοναχή.
-Αυτή η συνομιλία ήταν μόνο για μένα, αρκέστηκε να πει ο άγιος.

Η Νάνα Μερκβιλάτζε θυμάται:
«Κάποια φορά που είχα επισκεφτεί τον Γέροντα η μ. Παρασκευή έφτιαχνε κεριά από αγνή κερήθρα μέλισσας. Ο Γέροντας μου ζήτησε να τη φωνάξω να έρθει στο κελί και να συνεχίσει από εκεί τη δουλειά της. Έτσι πήρε τη λεκάνη με το λιωμένο κερί και προσπάθησε να μπει, αλλά η λεκάνη δεν χωρούσε από την πόρτα. Έκανε να τη γείρει λίγο, αλλά υπήρχε ο κίνδυνος να χυθεί το ζεστό κερί. Η λεκάνη ήταν αδύνατο να περάσει από την πόρτα.
-Πάτερ Γαβριήλ, δεν χωράει, διαμαρτυρήθηκε η μ. Παρασκευή.
Τότε ο Γέροντας τη σταύρωσε λέγοντας:
-Στο όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού, μπες μέσα.
Και σαν να πλάτυνε το άνοιγμα της πόρτας, η μ. Παρασκευή μπήκε εύκολα στο κελί κρατώντας τη λεκάνη! Σε ανάμνηση αυτού του γεγονότος, φυλάνε το μοναστήρι ακόμη αυτήν τη λεκάνη».

Διηγείται η μ. Παρασκευή:
«Μια φορά, όταν έπλενα τα πόδια του Γέροντα, τον άκουσα να λέει:
-Ο Κύριος έκρυψε ένα μυστικό από τα μάτια σου.
Εκείνη τη στιγμή δεν κατάλαβα τίποτα. Τα έχασα. Και τον παρακάλεσα να μου εξηγήσει τι σήμαινε αυτό.
-Αν είναι απαραίτητο, θα σε κάνει ο Κύριος να το καταλάβεις μόνη σου, μου απάντησε.
Αργότερα κατάλαβα. Ο Γέροντας είχε πάρα πολύ τρυφερά πόδια, πολύ άσπρα και με αλλιώτικο σχήμα, με πολύ απαλό ρόδινο δέρμα, όπως έχουν τα μικρά παιδιά ή οι ζωγραφισμένοι άγγελοι. Ακόμη και το σώμα του είχε ποτιστεί από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Θυμάμαι δε πως πολλές φορές ρωτούσε τους επισκέπτες:
-Γιατί έρχεστε εδώ;
-Σας επιθυμήσαμε, απαντούσαν εκείνοι εγκάρδια.
-Και τί είμαι που με επιθυμήσατε; Η Νάτο Βατσνάτζε;3 Τί δουλειά έχει ο κοσμικός στον μοναχό; Αν έχετε πνευματικές δυσκολίες, τότε να έρχεστε. Οι άνθρωποι νομίζουν ότι με αγαπάνε. Δεν έχουν καταλάβει ότι αγαπούν το Άγιο Πνεύμα και γι’ αυτό έρχονται σε μένα».

Μια μέρα ήρθα στο Σαμτάβρο η ηγουμένη του ρωσικού μοναστηριού των Ιεροσολύμων μαζί με δύο άλλες μοναχές. Αφού προσκύνησαν τα ιερά λείψανα, ζήτησαν να δουν τον π. Γαβριήλ. Τις δέχτηκε μία μία. Βγαίνοντας από το κελί του, είπαν όλες με δάκρυα στα μάτια:
-Τέτοιον μεγάλο πατέρα δεν έχουμε ξαναδεί! Γυρίσαμε όλο τον κόσμο και τέτοια ευλογία δεν αισθανθήκαμε πουθενά. Εδώ βρίσκεται η ευλογία της Ιερουσαλήμ! Εδώ είναι η δεύτερη Ιερουσαλήμ!

Η ηγουμένη της Ι.Μ. Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στα Ιεροσόλυμα επισκέφθηκε το Σαμτάβρο για να γνωρίσει τον π. Γαβριήλ από κοντά. Έμεινε αρκετή ώρα στο κελί του. Έκλαιγε από χαρά και δεν μπορούσε να κρύψει τον ενθουσιασμό της.
-Εσείς έχετε έναν αληθινό Γέροντα! Είστε στον Παράδεισο, αναφώνησε χαρούμενη βγαίνοντας.

Ένας μαθητής του Αμερικανού μοναχού Σεραφείμ Ρόουζ ήρθε από την Καλιφόρνια μόνο και μόνο για να γνωρίσει τον Γέροντα. Μίλησε πολλή ώρα μαζί του. Φεύγοντας είχε μείνει κατάπληκτος από τη σοφία του π. Γαβριήλ, το μυαλό του και τη βαθιά γνώση του στα θεολογικά ζητήματα.

Για τον π. Γαβριήλ δεν υπήρχε ο χρόνος. Μας διηγούνταν ενδιαφέροντα πράγματα από τη ζωή του. Και ενθυμούμενος τους αλλοτινούς καιρούς, αναστέναζε με παράπονο:
-Αχ, τι καιροί ήταν τότε!
Σ’ εμάς ακουγόταν λίγο περίεργη αυτή η νοσταλγία. Κάποια φορά όμως μας εξήγησε:
-Τότε εγώ μάθαινα τον Χριστό! Μακάρι να καταλαβαίνατε κι εσείς τι σημαίνει αυτό.

Καμιά φορά ερχόταν στο Σαμτάβρο κι ένας ασκητής για να δει τον Γέροντα, ο στάρετς Βασίλειος Σβέτσι, από τη λαύρα Πσκόβ Πετσόρα,4 ο οποίος ξεχώριζε για τη μεγάλη καλοσύνη και ταπεινοφροσύνη του. Χαιρόταν κανείς να βλέπει μαζί αυτούς τους δύο μεγάλους ασκητές και αγίους ανθρώπους. Έτσι τους αποθανάτισα με τη φωτογραφική μου μηχανή. Όταν ο π. Βασίλειος είδε τη φωτογραφία, είπε χαμογελώντας:
-Με νίκησες, Γαβριήλ! Σ’ αυτή τη φωτογραφία φαίνεται σαν να είμαι εγώ ο άγιος και εσύ ο αμαρτωλός!

Μια πιστή παρακαλούσε επίμονα τον Γέροντα να τη δεχτεί. Τότε εκείνος τη ρώτησε:
-Τί περιμένετε από μένα;
-Θέλω να αναπνέω τον δικό σας αέρα!
Ο Γέροντας γέλασε και είπε:
-Και τον αέρα μου ακόμη θέλετε να πάρετε;

Μια μέρα που είχαν μαζευτεί οι μοναχές στο κελί του, ο Γέροντας τις παρακάλεσε να ψάλουν το «Άξιον Εστί». Άρχισαν λοιπόν να το ψέλνουν πολύ υποτονικά. Ξαφνικά η φωνή του Γέροντα κάλυψε τη δική τους ψαλμωδία. Ο Γέροντας ήθελε το «Άξιον Εστί» να το ψέλνουν δυναμικά, όπως και το «Εις πολλά έτη». Όλοι άκουγαν καθηλωμένοι, σαν όλα γύρω να ζωντάνεψαν.

Ο π. Γαβριήλ ήταν πολύ αυστηρός με τον εαυτό του. Δεν κοιμήθηκα ποτέ σε στρώμα μαλακό. Θεωρούσε ότι οι ανέσεις αδυνάτιζαν την ψυχή. Είχε κι ένα παλιό πάπλωμα, το οποίο δεν χρησιμοποίησε ποτέ. Όταν αρρώστησε βαριά, κοίταξε δακρυσμένος τα μαλακά στρώματα και είπε:
-Ποτέ στη ζωή μου δεν κοιμήθηκα σε στρώμα. Δεν ξέρω τι σημαίνει ξεκούραση. Όταν λέει κάποιος «είμαι σε διακοπές», δεν μπορώ να τον καταλάβω. Εγώ ποτέ στη ζωή μου δεν ξεκουράστηκα.

Μια μέρα ο Γέροντας γλίστρησε στην αυλή του Σαμτάβρο και χτύπησε το μέτωπό του. Οι μοναχές τον μετέφεραν με δυσκολία στο κελί του και εξαιτίας της κατάστασής του αναγκάστηκαν να τον ξαπλώσουν στο πάτωμα. Μια μοναχή, πάνω στην προσπάθεια αυτή, παραπάτησε και χτύπησε με τον αγκώνα της στο πιάνο, το οποίο είχε ο Γέροντας την περίοδο εκείνη στο κελί του για να μαθαίνουν εκκλησιαστική μουσική οι μοναχές. Και με αυτό το χτύπημα ξεπήδησαν μερικές νότες. Ο π. Γαβριήλ τότε ανασήκωσε το κεφάλι του. Και η μοναχή, βλέποντάς τον, έπαιξε μερικές ακόμη νότες στο πιάνο. Και ο π. Γαβριήλ… ανακάθισε. Τότε η μοναχή πήρε θέση στο πιάνο κι άρχισε να παίζει κανονικά. Ο π. Γαβριήλ σηκώθηκε, ίσιωσε το κορμί και της παρήγγειλε να του παίξει ένα σαλάχο.5
Οι μοναχές θυμούνται ότι ο π. Γαβριήλ χόρευε και τραγουδούσε εκπληκτικά το αγαπημένο του τραγούδι: «Ποιός είδε το αρχαίο μοναστήρι του Σταυρού». Έτσι έγινε καλά! Με τον τρόπο αυτό ο Γέροντας, κρύβοντας τον αφόρητο πόνο του, χαροποίησε τις μοναχές, τις οποίες δεν ήθελε να βλέπει στενοχωρημένες. Τέτοια ήταν η ευγένεια της ψυχής του.

Ο π. Γαβριήλ ήταν ζωντανό παράδειγμα πραότητας, αλλά όταν αντιλαμβανόταν ότι κάποιος αλλοίωνε ή παραποιούσε τα νοήματα της ορθόδοξης πίστης συννέφιαζε η όψη του, και σε κατακεραύνωνε με το λόγο του. Με αυτή την αφορμή, ένα πνευματικό του παιδί τον ρώτησε κάποτε:
-Όταν σας βλέπουμε θυμωμένο, θυμώνετε πράγματι;
-Την καρδιά μου ποτέ δεν την αγγίζει ο θυμός. Αυτός είναι μόνο εξωτερικός.
Μια φορά όμως φάνηκε να θύμωσε πραγματικά. Τότε είχε σηκωθεί όρθιος και φώναξε οργισμένος:
-Δεν κάνει να αλλοιώνετε τα λόγια μου. Μιλάω με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος.
Την ίδια στιγμή μαύρα σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό, ο ήλιος κρύφτηκε, και όλα έδειχναν ότι θα βρέξει. Οι υπεύθυνοι κατάλαβαν και μετάνιωσαν για το λάθος τους και του ζήτησαν συγγνώμη. Τότε ο Γέροντας χαμογέλασε, και ο ήλιος εμφανίστηκε πάλι στον ουρανό.
-Μη διαστρέφετε τα λόγια μου. Βλέπετε, αυτό επηρεάζει και τον καιρό! Ο πνευματικός πρέπει τουλάχιστον μια φορά την ημέρα να θυμώνει ψεύτικα.

Όταν προσκάλεσαν τον Γέροντα σε ένα εξοχικό σπίτι για να ξεκουραστεί, εκείνος αρνήθηκε.
-Αυτή η πρόταση είναι εκ του πονηρού. Όπως ο Ιωνάς που έμεινε στην κοιλιά του κήτους τρεις μέρες, κι ο άγιος Σίο – Μγβιμέλι 15 χρόνια στο σπήλαιο, έτσι κι εγώ δεν πρέπει να βγω απ’ αυτό το κελί. Το Σίο – Μγβιμέλι τώρα είναι μεγάλο μοναστήρι. Όμως αυτός εδώ ο τόπος μόνο ο Κύριος ξέρει τι θα είναι στο μέλλον.
Κάποτε ο Γέροντας αγόρασε αγριολούλουδα από ένα παιδί και χάρισε μερικά σε πιστούς που πήγαιναν στο Σβετιτσχοβέλι για προσκύνημα. Τα λουλούδια αυτά δεν μαράθηκαν για πολύ καιρό. Αυτή ήταν η δύναμη της αγάπης και της χάρης του!
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ.
1. Πουρί: ψωμί, μαρίλι: αλάτι.
2. Ψλ. 36, 25.
3. Γνωστή Γεωργιανή ηθοποιός.
4. Πολύ μεγάλη Λαύρα στην Ουκρανία.
5. Γεωργιανός χορός.

Από το βιβλίο: «ΜΑΛΧΑΖΙ ΤΖΙΝΟΡΙΑ, «Ο Αγιος Γαβριήλ ο δια Χριστόν σαλός και ομολογητής (1929 – 1995).
Μετάφραση ΝΑΝΑ ΜΕΡΚΒΙΛΑΤΖΕ
Γλωσσική επιμέλεια ΦΑΝΗ ΡΟΠΟΚΗ
ΑΘΗΝΑ 2013.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.