Αγία Μαρία – Θεοτόκος – Παναγία, Βιβλική αλήθεια και παραδόσεις – Συμεών Α. Πασχαλίδη.

Αναμφισβήτητα, το πρόσωπο εκείνο, το οποίο, μετά τον Χριστό μας, ως τον αναμενόμενο Μεσσία και Σωτήρα του κόσμου, καταλαμβάνει τη σημαντικότερη θέση στην ιερή ιστορία, όπως αυτή καταγράφεται στα βιβλία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και σ’ όλη τη μετέπειτα εκκλησιαστική παράδοση, δεν είναι άλλο από αυτό της μητέρας του Κυρίου μας Ιησού, της Παρθένου Μαρίας, της Θεοτόκου, μετά τη δογματική καθιέρωση του όρου αυτού από τη Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου το 431. Μέσα στην πάροδο, ωστόσο, των χριστιανικών αιώνων, η ιδιαίτερη αγάπη των μελών της εκκλησιαστικής κοινότητας για το πρόσωπο εκείνο που εξέφρασε με τον πλέον απόλυτο τρόπο μέσα στην ιστορία της Σωτηρίας την ανθρώπινη συνέργεια στο σχέδιο της θείας Πρόνοιας, έχει επισωρεύσει ένα σημαντικό αριθμό κειμένων, πεζών και ποιητικών – λατρευτικών, και συνακόλουθα παραδόσεων, και «έχτισε» ένα πολυσύνθετο οικοδόμημα για το πρόσωπο της Παναγίας, το οποίο αφετηριάζεται ήδη προ της γεννήσεώς της και εκτείνεται ως την κοίμησή της και την ενσώματη μετάστασή της στους ουρανούς. Επιπλέον, συνεχίζει να εξιστορείται και η μετέπειτα «παρουσία» της με τα εξ επαφής λείψανά της, όπως το ιερό μαφόριο και η τιμία ζώνη της, τα οποία ήδη αρκετά νωρίς καταγράφονται στην ιστορία της βυζαντινής ευσέβειας, σχετιζόμενα μάλιστα άμεσα ακόμα και με τη σωτηρία της πρωτεύουσας της βυζαντινής αυτοκρατορίας στις αρχές του έβδομου αιώνα, ενώ τουλάχιστον μετά τη σύγκληση της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου η Κωνσταντινούπολη είχε προσλάβει το χαρακτήρα της Θεοτοκούπολης, με την ολοένα αυξανόμενη παρουσία εντός και εκτός των τειχών της ναών και παρεκκλησίων αφιερωμένων στην Παναγία και με την ανάπτυξη των μεγάλων προσκυνηματικών κέντρων, όπως ο ναός των Βλαχερνών και η Θεοτόκος της Πηγής σε πιο όψιμους χρόνους. Η τιμή αυτή επεκτάθηκε ιδιαζόντως και σε άλλες περιοχές του Βυζαντίου και κυρίως σε σημαντικά μοναστικά κέντρα που αναπτύχθηκαν σε ιερά όρη, αφού για τους μοναχούς η Παναγία απετέλεσε πρότυπο παρθενίας, με αποκορύφωμα την κληρουχία του Αγίου Όρους του Άθωνος, η οποία καταγράφηκε ήδη σε κείμενα του βυζαντινού μεσαίωνα και διαδόθηκε με τα Πάτρια του Αγίου Όρους και την καλλιέργεια της εικόνας του ως Περιβολίου της Θεοτόκου.
Δεν έχει επίσης μικρότερη σημασία η εξαιρετικά πρώιμη αισθητοποίηση αυτής της ιδιαίτερης τιμής και θέσης της Παναγίας στις χριστιανικές κοινότητες, ήδη από την εποχή των διωγμών, με τις πρώιμες απεικονίσεις της σε τοιχογραφίες και φορητές εικόνες και τη μεταγενέστερη ανάπτυξη σημαντικού αριθμού εικονογραφικών τύπων της, όπου απεικονίζεται είτε μόνη είτε βαστάζοντας το θείο βρέφος, σε μιάν απόλυτη έκφραση του δόγματος της θείας ενανθρώπησης. Η τιμή αυτή εκφράστηκε επίσης μέσα από τη θεολογία των προφητειών και προτυπώσεων της Θεοτόκου στην Παλαιά Διαθήκη, όπως αυτές για την Παρθένο που θα συλλάβει και θα γεννήσει τον Εμμανουήλ (Ησαΐας) και για την πύλη που θα παραμείνει κεκλεισμένη (Ιεζεκιήλ), ή οι προτυπώσεις της ουράνιας κλίμακας, της φλεγόμενης βάτου, της Σκηνής της Διαθήκης και της ράβδου του Ααρών, οι οποίες επεκτάθηκαν ήδη από τον 2ο μ. Χ. αιώνα, με τον Ιγνάτιο Αντιοχείας με την ανάπτυξη για πρώτη φορά του αντιθετικού σχήματος της Εύας και της νέας Εύας, της Παναγίας, η οποία με την υπακοή της («ιδού η δούλη Κυρίου») και τη συγκατάθεσή της στο σχέδιο της θείας Οικονομίας («γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου»), κατάργησε την αρχαία παρακοή και παρείχε στο ανθρώπινο γένος, γενόμενη σκεύος εκλογής, τη δυνατότητα της υπέρβασης της φθοράς της πτώσης, μέσω της αναστάσεως του Χριστού.
Καταρχάς, όπως είναι γνωστό, το ιστορικό πρόσωπο της Παναγίας σκιαγραφείται εν πρώτοις στα κανονικά Ευαγγέλια, αν και μόνον κατά συγκυρία σε σχέση με τα γεγονότα της ενανθρώπησης και κυρίως της δημόσιας δράσης του Ιησού ως την ανάληψή Του, αφού η κύρια στόχευση των Ευαγγελιστών εντοπίζεται σ’ αυτό και μόνον το Πρόσωπο του Θεανθρώπου, αλλά σε συνάφεια με την συνοδεύουσα, απαραίτητη ιστορικότητα της ευαγγελικής διήγησης. Έτσι, και οι τέσσερις ευαγγελιστές παρέχουν σποραδικές πληροφορίες για την Παναγία, με σημαντικότερες και εκτενέστερες εκείνες που καταγράφονται στο Ευαγγέλιο του Λουκά και οι οποίες δημιούργησαν την παράδοση για την «ιστόρηση» των αχειροποίητων εικόνων της από τον πιο λεπτομερή ιστοριογράφο της. Άλλωστε, μόνο οι ευαγγελιστές Ματθαίος και Λουκάς εξιστορούν τα γεγονότα της γεννήσεως του Χριστού, ενώ οι άλλοι δύο, ο Μάρκος και ο Ιωάννης θέτουν ως αφετηρία της ευαγγελικής διηγήσεως τη βάπτισή Του. Ειδικότερα, ο Λουκάς αφιερώνει στα δύο πρώτα κεφάλαια του Ευαγγελίου του αρκετές αναφορές στο πρόσωπο της Παναγίας, εξιστορώντας τον Ευαγγελισμό που συνέβη όταν η «παρθένος Μαριάμ» βρισκόταν στη Ναζαρέτ, τη συνάντησή της με τη συγγενή της Ελισάβετ, τη μητέρα του Προδρόμου, και τη χριστολογική προσφώνηση της τελευταίας, αλλά και τη λεγόμενη «ωδή της Θεοτόκου» («Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον…»), η οποία διακρίνεται για το ποιητικό και έντονα δοξολογικό περιεχόμενό της. Ακολουθεί η διήγηση της γεννήσεως, της περιτομής και της υπαπαντής, ενώ αποσπασματικά καταγράφεται και μία μετάβαση του δωδεκαετούς Ιησού με τους γονείς του στα Ιεροσόλυμα κατά την εορτή του Πάσχα.
Άλλες αναφορές, οι οποίες συμπληρώνουν τις σποραδικές ειδήσεις που μας παρέχουν οι ευαγγελιστές για την Παναγία, συναντούμε στο γάμο της Κανά, σε μεμονωμένα σημεία όπου ακροατές του Ιησού μακαρίζουν τη μητέρα του («μακαρία η κοιλία η βαστάσασά σε και μαστοί ούς εθήλασας») ή τον ενημερώνουν για την παρουσία της, ενώ η Παναγία είναι παρούσα και στο γεγονός της σταυρώσεως, όπου μάλιστα ο Χριστός από το σταυρό την παραδίδει στον επιστήθιο μαθητή του, τον Ιωάννη, αλλά και στο υπερώο, μετά την ανάληψη, όπου προσευχόταν μαζί με τους μαθητές και άλλες γυναίκες, σύμφωνα με το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων.
Σημαντική, ωστόσο, θέση στην πρώιμη παράδοση που διαμορφώθηκε για την Παναγία κατέχει και ένα απόκρυφο ευαγγέλιο, γνωστό ως το «Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου», το οποίο χρονολογείται γύρω στα μέσα του 2ου αιώνα. Με τον όρο «απόκρυφα» πρέπει καταρχάς να σημειώσουμε ότι δηλώθηκε ένας σημαντικός αριθμός εξωβιβλικών κειμένων, Ευαγγελίων, αποστολικών Πράξεων, επιστολών και Αποκαλύψεων, προερχόμενων κατά κύριο λόγο από τους κύκλους αιρετικών ομάδων της αρχαίας Εκκλησίας, οι οποίες επιδίωξαν με την απόδοση αυτών των κειμένων κυρίως σε πρόσωπα του αποστολικού πυρήνα, να διασώσουν την εκκλησιολογικά νοθευμένη διδασκαλία τους στους κόλπους των εκκλησιαστικών κοινοτήτων των πρώτων αιώνων. Παραταύτα, παρά το γεγονός ότι εξοβελίστηκαν από το σώμα των κοινοτήτων βιβλικών κειμένων, δεν καταδικάστηκαν όλα αυτά τα κείμενα ως «πάντη απόβλητα», αφού, όπως διευκρινίζει και ο Ευσέβιος Καισαρείας, κάποια εξ αυτών, αν και «ούκ ενδιάθηκα» συμπορεύονταν με τη ζώσα, άγραφη εκκλησιαστική παράδοση. Μεταξύ αυτών μπορούμε να συμπεριλάβουμε και το Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου, το οποίο μας παρέχει σημαντικότατες πληροφορίες, οι οποίες συμπληρώνουν τα υφιστάμενα κενά των ευαγγελικών κειμένων για το πρόσωπο της Παναγίας. Έτσι, από το κείμενο αυτό πληροφορούμαστε τα ονόματα των γονέων της, του Ιωακείμ και της Άννας, ενώ λαμβάνουμε ένα πλήθος πληροφοριών και για την παιδική της ηλικία. Η ύπαρξη αυτού του κειμένου επηρέασε σε πολύ μεγάλο βαθμό την ευσέβεια της αρχαίας Εκκλησίας γύρω από το πρόσωπο της Παναγίας, αφού οι πληροφορίες του χρησιμοποιήθηκαν για την ανάπτυξη σημαντικών θεομητορικών εορτών˙ της Συλλήψεως (9 Δεκεμβρίου), του Γενεσίου (8 Σεπτεμβρίου), και των Εισοδίων (21 Νοεμβρίου). Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι μνημονεύεται ο ευαγγελισμός των γονέων της Παναγίας, η γέννησή της και τα πρώτα της βήματα, η προσφορά της στο Ναό σε ηλικία τριών ετών και η διατροφή της από έναν άγγελο ως την ημέρα της μνηστείας της. Κάποιες πληροφορίες , κυρίως για την προσήλωση της Παναγίας στην προσευχή, περιλαμβάνονται και σε ένα άλλο απόκρυφο ευαγγέλιο, εκείνο του Ψευδο – Ματθαίου. Παρά το γεγονός, όμως, ότι τα απόκρυφα κείμενα συνετέλεσαν σε πολύ μεγάλο βαθμό στην εξύψωση της εικόνας της Παναγίας στη χριστιανική παράδοση, πρέπει να επισημάνουμε ότι διαφοροποιούνται αισθητά από το ύφος και τη στοχοθεσία των θεομητορικών ειδήσεων των κανονικών Ευαγγελίων, στα οποία η παρουσία της συνυφαίνεται αποκλειστικά και μόνον με το γεγονός της θείας ενανθρώπησης και λειτουργεί ως υπούργημα στην παρουσία και επίγεια δράση του Χριστού.
Σήμερα η Παναγία μας τιμάται σ’ ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο με ιδιαίτερη ευλάβεια, αν και δεν λείπουν οι δογματικές παρερμηνείες γύρω από το πρόσωπό της, όπως αυτές που παγιώθηκαν κυρίως με τη διδασκαλία και τις αποφάσεις σχετικά πρόσφατων συνόδων της «Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας» για το ρόλο της ως συλλητρώτριας (corredemptrix) και Μητέρας της Εκκλησίας (Maria Mater Ecclesiae), καθώς και για την άσπιλο σύλληψη (Conceptio Immaculata) και τη Μετάστασή της.
Η θέση την οποία κατέχει σήμερα στη ζωή και την πίστη της Εκκλησίας η Παναγία, μπορούμε να πούμε ότι εκφράζει μέσα από την ανάπτυξη του θεομητορικού εορτολογικού κύκλου, αλλά και την ιδιαίτερη θέση που διαχρονικά η Εκκλησία της έχει αποδώσει μέσα στη λατρεία της, όπως διαφαίνεται από την ακολουθία της προσκομιδής, όπου η «μερίδα» της Θεοτόκου τίθεται πάντοτε δεξιά του «Αμνού», του τμήματος εκείνου του άρτου που προορίζεται για την τέλεση της θείας Ευχαριστίας.

Κείμενο του Συμεών Α. Πασχαλίδη
Από το περιοδικό ¨ΒΗΜΟΘΥΡΟ¨
Τεύχος 1ο (σελ. 69 – 71).

Η/Υ επιμέλεια Σοφία Μερκούρη.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.