Ο Αγιος Γαβριήλ ο δια Χριστόν σαλός και ομολογητής, ο εκ Γεωργίας: Το προορατικό του Χάρισμα – ΜΑΛΧΑΖΙ ΤΖΙΝΟΡΙΑ.

Το 1989, στις 8 Απριλίου το βράδυ, μια ομάδα νέων επισκέφτηκε τον π. Γαβριήλ στο κελί του. Ήταν πολύ ανήσυχος.
-Αυτή τη φορά με νίκησαν. Τώρα εδώ μέσα στο κελί μου μαζεύτηκαν δαίμονες. Μιλούσαν για τις δουλειές τους και έφυγαν. Η πόρτα μου ήταν κλειστή και δεν μπορούσα να βγω έξω. Όταν έφυγαν, τότε είδα ότι το κλειδί ήταν πάνω στην πόρτα! Να προσεύχεστε! Κάτι κακό μας περιμένει…
Πράγματι, πολύ γρήγορα συνέβη φοβερή τραγωδία. Τα ξημερώματα, ο π. Γαβριήλ άρχισε να χτυπάει τις καμπάνες και να φωνάζει:
-Αίμα! Αίμα! Χύνεται αίμα στη Γεωργία!
Ξημέρωνε η 9η Απριλίου, η τραγική εκείνη ημέρα κατά την οποία η Γεωργία βάφτηκε με το δικό της αίμα.

Η Τινατίν Μζεντλισβίλι διηγείται για την ίδια ημέρα:
«Τα αγνά κεριά που είχα πάει στο μοναστήρι μου είχαν τελειώσει και μου είχε μείνει μόνον ένα. Στο δωμάτιο που έχουν οι μοναχές για προσευχή γινόταν παράκληση στην Παναγία και μπροστά από την εικόνα Της είχαν ανάψει κερί από παραφίνη. Με πόνεσε η καρδιά μου. Σκέφτηκα να βγω να φέρω εκείνο το κερί, αλλά δίστασα γιατί η πόρτα έκανε θόρυβο και έτσι δεν κουνήθηκα από τη θέση μου. Ξαφνικά μπήκε μέσα ο π. Γαβριήλ, που έδειχνε λυπημένος. Κρατούσε άγια λείψανα τα οποία εναπόθεσε μπροστά στην εικόνα. Με τη ματιά του με αναζήτησε ανάμεσα στις τόσες μοναχές και μου είπε:
-Πήγαινε φέρε εκείνο το κερί και άναψέ το!
Αμέσως έκανα ό,τι μου είπε. Ύστερα μου ζήτησε να φέρω από την τραπεζαρία κόκκινο κρασί και σιτάρι. Όταν τα βάλαμε όλα στο τραπέζι, άρχισε να κλαίει πικρά και να παρακαλά τη Παναγία:
-Γλίτωσε, Παναγία μου, τη Γεωργία από το αίμα!
Η παράκληση αυτή διήρκεσε πολλή ώρα. Πού και πού φώναζε:
-Αίμα στη Ρουσταβέλι!1 Αίμα, γεωργιανό αίμα… Η Παναγία είπε ότι δεν θα γλιτώσουμε.
Και συνέχισε να προσεύχεται κλαίγοντας. Τότε φοβήθηκα και σκέφτηκα: ¨Αφού στην Τιφλίδα περιμένουμε τέτοια καταστροφή, καλύτερα να είμαι με τους δικούς μου ανθρώπους¨. Έτσι έφυγα γρήγορα. Τα ξημερώματα ο π. Γαβριήλ χτύπαγε καμπάνες και φώναζε: ¨Αίμα! Αίμα!¨. Πράγματι, στη Ρουσταβέλι ο Γεωργιανός πυροβολούσε Γεωργιανό…».

Ιανουάριος του 1990. Ο π. Γαβριήλ στεκόταν στη βεράντα του Σαμτάαβρο. Κοίταζε τον ουρανό. Γύρω από το φεγγάρι σχηματίζονταν κύκλοι με διάφορα χρώματα, που κανείς μέχρι τότε δεν είχε ξαναδεί. Ο π. Γαβριήλ για πολλή ώρα κοίταζε αμίλητος αυτό το παράξενο θέαμα. Ύστερα είπε:
-Αυτό είναι σημάδι ότι περιμένει πόλεμος τη Γεωργία και θα θρηνήσουμε πολλά θύματα.
Τον Μάρτιο του 1991 άρχισε πάλι να φωνάζει από το ναό Σιόνι:
-Αίμα! Αίμα! Θα χυθεί πολύ αίμα στη Γεωργία! Αλίμονο στη Γεωργία.
Ήταν τόση η στενοχώρια του και τα δάκρυά του, που κοιτάζοντάς τον κανείς δεν μπορούσε να μην τρομάξει. Τον ηρέμησαν δύο νεαροί. Ύστερα όμως από λίγο, τους άφησε και πήγε στον άμβωνα και άρχισε να μιλάει με πολύ πόνο και θλίψη:
-Θα σκοτωθούν πολλοί. Ο Κύριος κλαίει για τον πόνο του γεωργιανού λαού. Πουθενά δεν μπορεί ο άνθρωπος να σταθεί. Αλλά μη φοβάστε. Θα είχαμε άλλωστε μια αγία Κετεβάνι αν φοβόμασταν;
Τότε ήταν που άρχισε ο εμφύλιος πόλεμος στη Γεωργία, και ύστερα ακολούθησε ο πόλεμος με την Αμπχαζία, η οποία ήθελε να αυτονομηθεί ως κράτος.
Ο π. Γαβριήλ προσευχόταν ώστε ο φόβος να μην καταλαμβάνει την καρδιά όσων τιμούσαν την πατρίδα και δόξαζαν τον Θεό με τη ζωή τους. Όταν ο μητροπολίτης Δανιήλ αποφάσισε να μεταβεί στην επαρχία της Αμπχαζίας, όπου τον είχαν διορίσει, ο π. Γαβριήλ προσπαθούσε να τον αποτρέψει.
-Μην πας. Θα σε σκοτώσουν, τον παρακαλούσε.
-Δεν μπορώ. Οφείλω να πάω, επέμενε ο π. Δανιήλ.
Πράγματι, με τον αποτρόπαιο πόλεμο είχαν κλείσει τους δρόμους απ’ όπου μπορούσε κανείς να επιστρέψει στον τόπο του, ενώ πολλοί κληρικοί κινδύνεψαν να σκοτωθούν. Μερικοί όμως απ’ αυτούς υπέστησαν μαρτύρια για τον Κύριο και για την πατρίδα. Ο π. Γαβριήλ κλείστηκε στο κελί του και δεν μιλούσε με κανέναν. Μόνο κοίταζε δεόμενος την εικόνα της Παναγίας και του Εσταυρωμένου.
Μερικές ώρες αργότερα, έλαμψε ξαφνικά το πρόσωπό του και βγήκε από το κελί του. Στάθηκε στη βεράντα, αναστέναξε βαθιά, σαν να είχε ξεφορτωθεί ένα μεγάλο βάρος, και φώναξε συγκινημένος:
-Δρόμος! Φαίνεται δρόμος! Ο μητροπολίτης θα γλιτώσει!

Ο υποτακτικός του π. Γαβριήλ, ο π. Νικόλαος Μακαρασβίλι, θυμάται:
«Όταν γινόταν πόλεμος στην Αμπχαζία και βρισκόμουν στο κελί του, ο π. Γαβριήλ έβαλε ξαφνικά τις φωνές:
-Τί δουλειά έχουν εκεί τα τανκς; Τί θέλει εκεί αυτός; Και άλλα πολλά.
Σαν να ήμουν εγώ ένας στρατηγός στον οποίο έδινε αναφορά και εξηγούσε τη θέση των στρατιωτών».

-Αν δεν βγάλουν την αχειροποίητη εικόνα «Ανστισχάτη» από το μουσείο, αν δεν φανερωθεί η εικόνα της Παναγίας «Αστκούρι» και αν δεν έλθει η εικόνα της Παναγίας των Ιβήρων, πώς θα λάμψει η Γεωργία; Έλεγε ο Γέροντας.
Ο π. Γαβριήλ αγαπούσε ιδιαίτερα την εικόνα της Παναγίας των Ιβήρων. Μας δώρισαν αντίγραφο αυτής της εικόνας το 1912 από το Άγιον Όρος. Ο π. Γαβριήλ στεκόταν μπροστά Της γονατιστός για ώρες, και με υψωμένα τα χέρια του έψαλλε με γλυκύτητα το «Άξιον Εστί», παρακαλώντας για το μέλλον της Γεωργίας.

Η ηγουμένη της Ι.Μ. Σαμτάβρο, η μ. Κετεβάνι Κοπαλιάνι, θυμάται πως την ευλόγησε ο π. Γαβριήλ, όταν ήταν ακόμη λαϊκή.
«Συνάντησα αυτόν τον καταπληκτικό μοναχό στο ναό Σιόνι. Μόλις είχε τελειώσει η Λειτουργία και ο κόσμος έπαιρνε την ευχή του. Εκείνος ευλογούσε στο όνομα του Κυρίου, στο όνομα της Παναγίας ή στο όνομα της αγίας Νίνας. Κι εγώ, πλησιάζοντάς τον ντροπαλά, έβαλα μετάνοια με βαθύ σεβασμό. Τότε μου είπε:
-Ο Θεός να σε ευλογεί, παιδί μου. Να ξέρεις: Εσύ θα είσαι Μητέρα της Γεωργίας.
Απόρησα και ντράπηκα συγχρόνως. Τα λόγια του μου φάνηκαν υπερβολικά και κάπως ελαφρά. Όταν έγινα δόκιμη, μετά τη μεσημεριανή τράπεζα, ο π. Γαβριήλ έκλεισε την πόρτα και δεν άφησε τις αδελφές να βγουν. Με έβαλε να φέρω το μπολ όπου πλέναμε τα χέρια μας. Αμέσως υπάκουσα. Ύστερα έβαλε τις μοναχές να πλύνουν τα χέρια τους. Έπειτα, αφού με κοίταξε διερευνητικά, μου είπε:
-Τώρα αυτό το νερό θα το πιείς!
-Όλο; Απόρησα.
-Μέχρι τον πάτο, μου απάντησε.
Δεν είχα χρόνο να το σκεφτώ κι αμέσως έκανα ό,τι μου είπε. Τότε ο Γέροντας με αγκάλιασε και με αγάπη μου έδωσε την ευχή του. Ύστερα από καιρό ο πατριάρχης με έκειρε μοναχή. Μερικά χρόνια αργότερα ο πατριάρχης έπρεπε ν’ αποφασίσει ποια θα τοποθετούσε ηγουμένη στη μονή Σαμτάβρο. Φοβόμουν μήπως αναθέσει σε μένα αυτόν το βαρύ σταυρό κι εξέφρασα τις ανησυχίες μου στον Γέροντα. Εκείνος όμως με καθησύχασε:
-Μη φοβάσαι, αδελφή. Σε πλησιάζει η τύχη κι η χαρά! Μην τις διώχνεις. Αν ο πατριάρχης σου δώσει ευλογία, θα είναι θέλημα Θεού. Η ηγουμενία σε οδηγεί στην ταπείνωση κι αυτός είναι ένας δρόμος σωτηρίας.
Στις 30 Ιουνίου 1991, ανήμερα της εορτής των Δώδεκα Αποστόλων, στο Σβετιτσχοβέλι ο πατριάρχης με διόρισε ηγουμένη και μου χάρισε την ποιμαντική ράβδο και τον εγκόλπιο σταυρό. Πραγματοποιήθηκε έτσι η προφητεία του Γέροντα. Η Ιερά Μονή Σαμτάβρο, που φέρει το όνομα της αγίας Νίνας, θεωρείται η «μητέρα» των μοναστηριών της Γεωργίας και, συνεπώς, η ηγουμένη του είναι η Μητέρα της Γεωργίας».

Μια μοναχή θυμάται πως ευλόγησε ο π. Γαβριήλ την επερχόμενη κουρά της:
«Ο π. Γαβριήλ φαινόταν πολύ μεθυσμένος και έπεσε πολλές φορές στην αυλή του μοναστηριού. Η μ. Παρασκευή μαζί με μια κοπέλα τον ανέβασαν με δυσκολία στο κελί του. Η πιστή αυτή κοπέλα ήθελε να βγει έξω, αλλά ξαφνικά εκείνος άρπαξε το φουστάνι της και δακρυσμένος της είπε:
-Σε περιμένει μεγάλη δοκιμασία, παιδί μου. Φέρτε το μανδύα μου. Φόρεσέ τον. τώρα βγαλ’ τον. Κρέμασέ τον. να με ξαπλώσετε και να φύγετε.
Πολύ σύντομα μετά το συμβάν αυτό, έγινα μοναχή».

Ένας πιστός θυμάται:
«Μια φορά που πήγα στον Γέροντα μου ανήγγειλε:
-Σήμερα εγώ δεν σου δίνω ευχή να επιστρέψεις σπίτι σου. Πήγαινε στον ηγούμενο και πάρε την ευχή του να μείνεις στο μοναστήρι.
-Μα, Γέροντα, δεν το ξέρουν οι γονείς μου. Θα ανησυχήσουν! Αύριο όμως θα μπορώ να μείνω, του είπα.
-Αν φύγεις τώρα, σε περιμένει μεγάλο κακό.
Εγώ εξακολουθούσε να τον παρακαλώ:
-Δώστε μου την ευχή σας και με τις προσευχές σας μπορείτε να με γλιτώσετε.
Βούρκωσαν τα μάτια μου.
-Θα προσευχηθούμε όλοι μαζί για να αντέξεις στη δοκιμασία, μου είπε στο τέλος.
Κατάλαβα ότι επρόκειτο για κάτι πολύ σοβαρό, αλλά δεν μπορούσα να υποθέσω τι ακριβώς. Συμφώνησα και έμεινα στο μοναστήρι. Εκείνη τη νύχτα δεν συνέβη τίποτα. Κοιμήθηκα, και το πρωί που τον είδα μου έδωσε έναν ξύλινο σταυρό, λίγο λιβάνι και μια εικόνα. Συγχρόνως με κοίταζε στα μάτια. Σαν να με συμπονούσε. Τέλος, πήρα την ευχή του κι έφυγα πολύ ανήσυχος και προβληματισμένος. Ύστερα από δύο μέρες ο πατέρας μου πέθανε τελείως ξαφνικά. Τότε μου χρειάστηκαν ο σταυρός, το λιβάνι κι η εικόνα που μου χάρισε».

Ο π. Γαβριήλ έτρεφε πολλά αγάπη και σεβασμό για όσους αφιέρωσαν τη ζωή τους στον Χριστό. Κάποιος, που σήμερα είναι ιερέας, μας διηγήθηκε:
«Ο π. Γαβριήλ ήταν συχνά αυστηρός με τους ανθρώπους, αλλά σε εμένα έδειχνε πολλή κατανόηση και υπομονή.
-Από πού τόση ταπείνωση, αδελφέ μου; Μου είπε κάποτε με μια θεατρική χειρονομία.
Και ο ίδιος, που γνώριζε τα κρύφια της ψυχής κάθε ανθρώπου, απαντούσε στην ερώτηση. Είχε το διορατικό αλλά και το προορατικό χάρισμα:
-Εσύ ήρθες σ’ αυτόν τον κόσμο για να γίνεις παπάς, μου είπε. Και πολύ γρήγορα πραγματοποιήθηκε η προφητεία του αυτή. Τη βδομάδα της Λαμπρής, λίγο καιρό μετά τη χειροτονία μου, ο πνευματικός μου με έβαλε στο Ιερό και μου φόρεσε τα άμφια. Αυτό για μένα ήταν μεγάλη επιβράβευση από τον Κύριο, κι έτσι μετά τη Λειτουργία, από ευγνωμοσύνη, καθάρισα προσεχτικά με σαπούνι το Ιερό, την Αγία Τράπεζα, όλα τα ιερά αντικείμενα και το σολέα. Την ημέρα εκείνη ο π. Γαβριήλ μπήκε μερικές φορές στο Ιερό, με κοίταξε προσεχτικά που έκανα δουλειές, αλλά, προς έκπληξή μου, δεν διέκρινα τίποτα στο πρόσωπό του το οποίο να σχολίαζε με το ύφος του τη συμπεριφορά μου. Συνήθως ποτέ δεν άφηνε απαρατήρητο κανένα γεγονός θα επαινούσε κάποιον για τη δουλειά που έκανε και τα λόγια του θα εντυπώνονταν στη μνήμη του. Πέρασαν μερικοί μήνες, και λίγο πριν από της Μεταμορφώσεως με φώναξε και μου είπε γλυκά:
-Εσύ που την εβδομάδα του Πάσχα έκανες, χωρίς ευλογία, γενική καθαριότητα, δεν έπρεπε. Εμείς αυτό το κάνουμε πριν από τη Μεταμόρφωση. Και δεν χρειαζόμαστε κανέναν. Είμαστε ήδη αρκετοί γι’ αυτή τη δουλειά.
Έτσι, με αυτή τη γλυκύτητα και τον απαλό του τρόπο με δίδαξε πως πρέπει να συμπεριφέρομαι και να παίρνω πάντα ευλογία για οτιδήποτε κάνω. Τότε βοήθησα κι εγώ στην καθαριότητα του μοναστηριού. Δουλεύαμε για τρεις ημέρες, χωρίς να σηκώσουμε κεφάλι. Αρχίσαμε από την αυλή του ναού και τις πόρτες και τελειώσαμε με τα διάφορα ιερά αντικείμενα. Όλα άστραφταν. Θαύμαζε κανείς να βλέπει τον τρόπο με τον οποίο ο άγιος Γέροντας καθάριζε και γυάλιζε τα καντήλια, τα κηροπήγια και τα άλλα εκκλησιαστικά σκεύη».

Όταν ένα πνευματικό του παιδί του ζήτησε την άδεια να βγει για λίγο έξω από το μοναστήρι, ο Γέροντας του αρνήθηκε.
-Γιατί, πάτερ;
-Αν βγεις, θα μαλώσεις.
-Τί λέτε, π. Γαβριήλ; Με ποιόν να μαλώσω; Και γέλασε.
Ο νεαρός τελικά βγήκε. Στην πόρτα ήταν κάποιοι άγνωστοι που κάθονταν στο καπό ενός σταθμευμένου αυτοκινήτου, οι οποίοι έπιναν και έλεγαν διάφορα βρομόλογα. Εκείνος δεν άντεξε και τους είπε:
-Παιδιά, εδώ είναι μοναστήρι και δεν αρμόζει μια τέτοια συμπεριφορά.
Αυτό προκάλεσε συζήτηση, η συζήτηση έφερε αντιδικία, άρχισε η φασαρία κι ήρθαν στα χέρια. Όταν ο νεαρός επέστρεψε στο κελί, ο Γέροντας γέλασε. Εκείνος, κάπως ντροπιασμένος, τον ρώτησε απορημένος:
-Ναι, αλλά πώς το ξέρατε, π. Γαβριήλ, ότι θα με χτυπούσαν;
-Όχι εγώ, παιδί μου. Ο Κύριος μου έδειξε τον κίνδυνο που σε περίμενε. Κι εγώ απλώς σε προειδοποίησα.
-Πώς ν’ αντιμετωπίζω κάποιον που είναι έτοιμος για καβγά; Τί πρέπει να κάνω;
-Ποτέ μη χτυπάς έναν πιο αδύναμο από σένα˙ είναι ανίσχυρος και θα ταπεινωθεί πιο πολύ. Ποτέ μην πολεμάς με έναν πιο δυνατό από σένα˙ θα σε τσαλακώσει. Πολέμα τον εαυτό σου και τότε θα νικήσεις και τους δύο, και τον αδύνατο και τον δυνατό. Θα είσαι νικητής στα μάτια του Θεού και αθώος ενώπιόν Του.

Μια άλλη πιστή θυμάται:
«Και οι δύο μου γονείς ήταν άρρωστοι. Αποφάσισα να φέρω ιερέα για να κοινωνήσει τον πατέρα μου, γιατί η μητέρα μου ήμουν σίγουρη ότι θα γίνει καλά. Ο π. Γαβριήλ όμως μου παρήγγειλε μέσω μιας φίλης μου να κοινωνήσω και τους δύο αμέσως!
Ξαφνιάστηκα λίγο. Έτσι κοινώνησαν και οι δύο. Λίγες μέρες μετά ο πατέρας μου πέθανε. Πολύ γρήγορα μετά το θάνατο του πατέρα μου, ο Κύριος πήρε κοντά Του και την ψυχή της μητέρας μου».

Είχε περάσει καιρός που είχα παντρευτεί και δεν μπορούσαμε με τη γυναίκα μου να αποκτήσουμε παιδί. Τότε ρώτησα τον Γέροντα ανήσυχος τι να κάνω, κι εκείνος μου απάντησε:
-Ο Κύριος κυβερνάει με σύνεση. Ο Κύριος κρατάει όλο τον κόσμο. Μη χάνετε την ελπίδα σας.
Έπειτα ξαναρωτούσα, αλλά έπαιρνα πάντα την ίδια απάντηση. Κάποια φορά όμως μου απάντησε διαφορετικά:
-Αβραάμ γέννησε Ισαάκ!
Αργότερα μάθαμε ότι η γυναίκα μου ήταν έγκυος! Ύστερα από λίγο καιρό, μου είπε:
-Θα έχεις ένα αγόρι για την εκκλησία. Ξέρεις πόσο όμορφο; Θα αποκτήσεις τρία παιδιά: αγόρι, κορίτσι, αγόρι.
Πράγματι, με τη βοήθεια του Θεού και τις προσευχές του π. Γαβριήλ απέκτησα τρία παιδιά. Τον Νικόλαο, τη Νίνα και τον Γεώργιο. Η προφητεία του επαληθεύτηκε επακριβώς.

Μια πιστή διηγείται:
«Όταν για πρώτη φορά πήγα να εξομολογηθώ σε κάποιον ιερέα, με ρώτησε:
-Είσαι πόρνη;
Έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Με ρώτησε και δεύτερη φορά.
-Όχι, του απάντησα.
-Τότε γιατί τόσο καιρό δεν έχεις παντρευτεί; Τί; Δεν είχες κάποιον να σε ζητήσει;
-Είχα, αλλά φαίνεται δεν ήταν το τυχερό μου, αποκρίθηκα.
-Αυτό είναι εκ του πονηρού, είπε εκείνος.
Στο τέλος πήρα ευλογία να κοινωνήσω, αλλά ένας κόμπος με έπνιγε στο λαιμό. Έτσι βγήκα από το ναό. Ακριβώς η ίδια στιχομυθία διημείφθη και με την αδελφή μου. Πήγαμε στον π. Γαβριήλ, ο οποίος τότε συμμετείχε στις εργασίες ανακαίνισης του ναού της Αγίας Νίνας, και του δηλώσαμε ότι δεν θα πηγαίναμε ξανά ποτέ σε εκείνον τον ιερέα. Θα εξομολογούμαστε μόνο σε αυτόν. Ο Γέροντας τότε γέλασε, σηκώθηκε, κοίταξε τον ουρανό και μας είπε:
-Αυτό το πράγμα είναι εύκολο. Αλλά θέλω να μάθετε να ζείτε.
Φύγαμε. Στο δρόμο αναρωτιόμασταν με την αδελφή μου: Τί ζωή πρέπει να μάθουμε; Να πλένουμε ξέρουμε. Να κεντάμε ξέρουμε. Ξέρουμε σχεδόν όλα όσα πρέπει να ξέρει μια γυναίκα. Περνούσε ο χρόνος και τα λόγια του Γέροντα ηχούσαν πολύ συχνά στ’ αυτιά μας, και παίρναμε δύναμη. Σκεφτόμασταν ότι έτσι έπρεπε να είναι τα πράγματα και ότι ο Θεός μας δοκίμαζε. Μας βασάνιζε όμως πολύ αυτή η σκέψη. Μια μέρα η αδελφή μου μού είπε:
-Στο όνειρό μου μια γυναίκα μου είπε ότι ήρθε ο π. Γαβριήλ. Γρήγορα, ντύσου να πάμε. Από αυτή τη στιγμή σταματάνε οι δυσκολίες!
Εκείνη τη στιγμή σαν να είδα ότι κάποιος κατέβαινε από τον ουρανό και στάθηκε σε ύψος δύο μέτρων από το έδαφος περίπου. Ήταν ο π. Γαβριήλ που μας χαμογελούσε. Λίγο καιρό μετά η αδελφή μου παντρεύτηκε. Έτσι έμεινα εγώ μόνη με τη γιαγιά μου (οι γονείς μας είχαν πεθάνει νωρίτερα).
Μια μέρα, χωρίς ειδοποίηση, ήρθαν σπίτι ο π. Γαβριήλ, ένας μοναχός και ένα πιστό αγόρι. Χαρήκαμε πολύ. Ο Γέροντας τότε ξαφνικά μου είπε:
-Γρήγορα! Τρέξε, ζέστανε το μπάνιο γιατί πρέπει να λουστούμε, και μαγείρεψε και κάτι. Πεινάω πολύ!
Εγώ αμέσως άρχισα να ετοιμάζω. Έβαλα ό,τι μπορούσα στο τραπέζι και ετοίμασα το μπάνιο. Αυτός μου έλεγε συνέχεια:
-Γρήγορα, πέθανα απ’ την πείνα! Γρήγορα!
Και όταν τα ετοίμασα όλα, ούτε που δοκίμασε τίποτα. Όσο για το μπάνιο, περιττό να πω. Πριν φύγει όμως μου είπε:
-Θα γίνεις καλή νοικοκυρά. Για σένα ένας χειρουργός είναι ευλογία.
Αυτές τις τελευταίες του κουβέντες δεν τις κατάλαβα, ούτε έδωσα και ιδιαίτερη σημασία.
Διανύαμε την περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής και αντιμετώπιζα κάποια μεγάλη δοκιμασία. Ήμουν σχεδόν απελπισμένη. Πήγα στον π. Γαβριήλ, ο οποίος με υποδέχτηκε χαρούμενος και γελαστός, ενώ η ηγουμένη μου πρόσφερε φαγητό και χρήματα. Στο τέλος ο Γέροντας μου είπε:
-Καημένη! Έπεσες στα βαθιά και δεν ξέρεις να κολυμπάς. Αλλά γιατί τον έχεις τον π. Γαβριήλ; Και γέλασε.
Ανέβασε τα χέρια, με τον δικό του όμορφο και συνηθισμένο τρόπο, έκανε το σταυρό του και, κατεβαίνοντας τη σκάλα, μου φώναξε:
-Δική σου σωτηρία είναι ο χειρουργός!
Πάλι δεν κατάλαβα τίποτα. Σκέφτηκα μήπως πρέπει να κάνω καμία εγχείρηση και μου το λέει απέξω απέξω. Αλλά πριν τελειώσει η Σαρακοστή, γνώρισα τον μέλλοντα σύζυγό μου, ο οποίος ήταν χειρουργός!
Ημέρα του γάμου είχε οριστεί η 23η Νοεμβρίου, αλλά ο π. Γαβριήλ με συμβούλεψε να παντρευτώ καλύτερα τον Οκτώβριο, που ο καιρός ήταν ακόμη καλός. Εμείς είχαμε μερικά προβλήματα και γι’ αυτό μας βόλευε περισσότερο ο Νοέμβρης. Αλλά ξαφνικά όλα άλλαξαν και ο γάμος τελέστηκε στις 29 Οκτωβρίου στο Σβετισχοβέλι. Μετά το γάμο, πήγαμε στον π. Γαβριήλ. Ήταν άρρωστος και καθηλωμένος στο κρεβάτι. Φώναξε τότε τη μ. Παρασκευή και της είπε τη γνωστή γεωργιανή παροιμία:
-Δεν σου έλεγα ότι το κερί και το λιβάνι δεν θα χάσουν το δρόμο τους;
Εγώ έκλαψα. Με χάιδεψε και με ευλόγησε. Ύστερα έμεινε μόνος με τον σύζυγό μου. Αυτή ήταν και η τελευταία μας συνάντηση».

Ένας νεαρός γονάτισε μπροστά στον Γέροντα για να πάρει την ευχή του. Ο π. Γαβριήλ τον κοίταζε για ώρα. Ύστερα τον αγκάλιασε και άρχισε να κλαίει:
-Παιδί μου, σε περιμένει μεγάλη δοκιμασία. Θα αντέξεις; Και τον αγκάλιαζε, σαν να ήθελε να τον προφυλάξει από κάποιο κακό.
Μερικούς μήνες μετά, αυτό το παιδί βρέθηκε σε μεγάλο κίνδυνο, αλλά με τις ευχές του π. Γαβριήλ ο Κύριος το προστάτευσε.
Σ’ έναν άλλο νεαρό που πήγε στον Γέροντα, αμέσως του είπε:
-Σε περιμένει μεγάλο κακό. Έλα να σε ευλογήσω. Να κοινωνήσεις και η θεία χάρις θα σε σώσει!
Πράγματι, τρεις ημέρες, μετά τον πυροβόλησαν με στόχο το κεφάλι, αλλά η σφαίρα πέρασε ξυστά και έτσι γλίτωσε από βέβαιο θάνατο.

Διηγείται μια πνευματική του κόρη:
«Κάποια μέρα ο Γέροντας με ξάφνιασε με τα λόγια του:
-Ο Θεός μου είπε ότι σε αγαπάει πολύ. ¨Και αν δεν την αγαπούσα, τί Θεός θα ήμουν;¨. Να θυμάσαι καλά: Όταν πεθάνω, να με ενταφιάσετε εκεί, και έδειξε το μέρος όπου βρίσκεται σήμερα ο τάφος του.
Τότε εκεί ήταν σκουπιδότοπος και νόμιζα ότι δεν κατάλαβα καλά, αλλά ο π. Γαβριήλ επανέλαβε:
-Όχι! Εκεί, εκεί! Να θυμάσαι καλά ό,τι θα σου πω: Τώρα στη Μπόντμπε βρίσκεται η αγία Νίνα άφθαρτη και από εκεί αναβλύζει μύρο. Όμως εγώ θα είμαι εδώ. Έσκυψε το κεφάλι του και συνέχισε:
-Όταν πεθάνω, η μισή Γεωργία θα μαζευτεί εδώ».

Ο Γέροντας μας μιλούσε σαν να υπήρχε ήδη ο τάφος του, και μας άφησε διαθήκη:
-Πρώτα πρέπει ν’ ανοίξουν τον τάφο του πνευματικού μου. Θα τον βρουν όπως εγώ τον ενταφίασα, με το Ευαγγέλιο στην καρδιά. Ύστερα ν’ ανοίξουν τον δικό μου τάφο. Εγώ θα παραμείνω άφθαρτος, και έδειχνε τη φωτογραφία του αγίου Νεκταρίου που έμοιαζε πολύ στο πρόσωπο με τον π. Γαβριήλ.
Αυτή η φωτογραφία ήταν κρεμασμένη στο κρεβάτι του και πολλοί, βλέποντάς την, νομίζαμε πως ήταν ο ίδιος ο π. Γαβριήλ στο φέρετρο.

Από το βιβλίο: «ΜΑΛΧΑΖΙ ΤΖΙΝΟΡΙΑ, «Ο Αγιος Γαβριήλ ο δια Χριστόν σαλός και ομολογητής (1929 – 1995).
Μετάφραση ΝΑΝΑ ΜΕΡΚΒΙΛΑΤΖΕ
Γλωσσική επιμέλεια ΦΑΝΗ ΡΟΠΟΚΗ
ΑΘΗΝΑ 2013.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.