Στην Αναστάσιμη χαρά – Πορφυρίας Μοναχής.

Κλήση από το Ράδιο Ταξί. Αμπελόκηποι για Κολω¬νάκι. Μπαίνει στο ταξί μια κυρία με στυλ αριστοκρατικό. Μου άρεσε πολύ, γιατί συνδύαζε αυτό το στυλ με την απλότητα.
Ως συνήθως, ανοίγω τη συζήτηση: -Εργάζεστε στο Κολωνάκι;
-Μμ! μου κάνει γελαστά. Αν εργάζομαι; ατέλειωτες ώρες. Έχω ατελιέ στο Κολωνάκι.
-Α, μάλιστα. Ράβετε τις κυρίες του Κολωνακίου, δη¬λαδή.
-Και όχι μόνο… Ράβω και τις βεντέτες, τις τραγουδί¬στριες. Τους ράβω τα ρούχα της πίστας.
-Θα βγάζετε πολλά χρήματα.
-Τώρα μάλιστα! Πέσατε διάνα! Αχ, κοπέλα μου, έχω συνέταιρο, που μόνο εισπράττει κι από δουλειά μηδέν. Δεν κάνει απολύτως τίποτε… Τα νεύρα μου έχουν γίνει τσατάλια μ’ αυτήν την κατάσταση.
-Παιδιά έχετε;
-Τέσσερα, ζωή να ‘χουν.
-Ο σύζυγος με τί ασχολείται;
-Τεμπέλης! Γι’ αυτό χωρίσαμε.
Φτάσαμε στο Κολωνάκι, η απόσταση ήταν μικρή. Όμως η διαίσθηση μου μου έλεγε πως αυτή η κυρία είχε πολλά ακόμη προβλήματα, γιατί στα μάτια της διέκρινα βαθιά θλίψη. Της είπα:
-Πολύ θα ήθελα να τα ξαναπούμε, είστε ενδιαφέρον άτομο.
-Αν έχεις χρόνο, ανέβα στο ατελιέ, να σε κεράσω κα¬φέ και να τα πούμε. Ίσως να έχω την ανάγκη να μιλήσω με κάποιον και εγώ η δυνατή, μου λέει χαμογελώντας.
Δεν ήθελα να χάσω την ευκαιρία. Οι εμπειρίες μου από το ταξί είναι τόσες, που πίστευα πως μπορούσα να τη βοηθήσω. Και δεν έπεσα έξω.
Η ιστορία της κυρίας που θα σας διηγηθώ προβλη¬ματίζει και διδάσκει πολύ.
Η σχέση με τον σύζυγο της άσχημη… Τεμπέλης εκείνος, εργατική εκείνη. Εκείνος ένιωθε πολύ μειονεκτικά μπροστά της και οι καβγάδες τους… ομηρικοί. Ώσπου δεν άντεξε και, παρ’ ότι είχαν τέσσερα παιδιά, τον χώρισε.
Η κυρία και τα παιδιά της ήταν, όπως μου είπε, μάρτυρες του Ιεχωβά. Εκεί εισέπραξε την δυσαρέσκεια μου.
-Γιατί δυσανασχέτησες; Όλοι μας πιστεύουμε στον ίδιο Θεό.
-Όχι, δεν είναι τόσο απλό, όσο νομίζεις… Είστε πλανεμένοι εσείς οι μάρτυρες του Ιεχωβά.
-Γιατί; Εξήγησε μου.
Της εξήγησα, με τις λίγες γνώσεις που έχω, για τους μάρτυρες. Της είπα όμως πολλά για τον Θεό, για την Παναγία, για τους Αγίους μας, για τα θαύματα που επιτελούν.
Προς έκπληξή μου, την άκουσα να μου λέει, πως ίσως έχω κάποιο δίκιο. Το γεγονός ότι την έβαλα σε σκέψεις και μου απάντησε κατ’ αυτό τον τρόπο μου αρκούσε. Ενώ πίναμε καφέ στο σαλόνι του ατελιέ της, έμεινε για λίγο σκεφτική. Ξαφνικά μου λέει:
-Ο Θεός όμως είπε να αγαπιόμαστε όλοι σαν αδέλ¬φια, ενώ εσείς παίρνετε όπλα. Έτσι είπε ο Θεός, να σκοτώνουμε τον συνάνθρωπο μας;
-Ο Θεός δεν είπε να σκοτώνουμε τους συνανθρώ¬πους μας. Όμως, όταν υπάρχουν εχθροί, που θέλουν να βεβηλώσουν τη θρησκεία μας, την πατρίδα μας, δεν θα αμυνθούμε; Θα τους πούμε ελάτε, πάρτε τα όλα, γκρεμίστε τις εκκλησίες μας, πάρτε τα σπίτια μας, σκοτώστε μας, άνευ όρων θα τους παραδώσουμε πατρίδα και θρησκεία; Γι’ αυτό, λοιπόν, όταν και όπου χρειάζεται, παίρνουμε τα όπλα.
Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο της. Απ’ ότι κατάλαβα ήταν κάποια του σιναφιού. Μόλις έκλεισε, τη ρώτησα:
-Ήταν κάποια αδελφή ψυχή;
Γέλασε.
-Ναι! Θα περάσει νωρίς να της κάνω πρόβα σε ένα ταγιέρ που της ετοιμάζω και μετά θα πάμε στη συνάθροιση. Θέλεις να έρθεις μαζί μας, να δεις τί ωραία που είμα¬στε, τί αγαπημένοι; Είμαστε ο ένας για όλους και όλοι για τον ένα!
Την κοιτάω μεσ’ στα μάτια και παρακαλώ τον Θεό καρδιακά: Θεέ μου, φώτισε με τί να κάνω, θέλω να τη βοηθήσω. Της απαντώ:
-Θα έρθω υπό έναν όρο.
-Τον ακούω.
-Την Κυριακή θα έρθεις και σύ στη δική μου Εκκλησία.
Μου απάντησε εντάξει τελείως αυθόρμητα, ομολογώ.
-Ωραία, πες μου πού θα συναντηθούμε και την ώρα.
Μου είπε και σηκώθηκα να φύγω.
-Καλή αντάμωση το απόγευμα, μου φώναξε με χαρά.
Κατεβαίνοντας τη σκάλα του ορόφου, σκεφτόμουν πως η κυρία χάρηκε πολύ, γιατί πίστεψε πως θα με κάνει μάρτυρα του Ιεχωβά. Πόσο νυχτωμένη είναι! Δεν ήξερε, φαίνεται, πως η δύναμη του Θεού δεν συγκρίνεται με την πλάνη που βρίσκονται εκείνοι και ότι αυτή θα γινόταν Χριστιανή Ορθόδοξη.
Μόλις βγήκα στον δρόμο, πήρα τηλέφωνο τον Πνευματικό μου και του είπα τί ακριβώς συνέβη. Με συμβούλε¬ψε να πάω.
Το απόγευμα ήμουν στην ώρα μου, έξω από το κτήριο, εκεί που είχαμε δώσει το ραντεβού. Σε δύο λεπτά η κυρία Ευαγγελία, αυτό ήταν το όνομα της, ήρθε μαζί με τα παιδιά της.
-Καλησπέρα!
-Καλησπέρα!
Δώσαμε τα χέρια και μου σύστησε τα παιδιά της. Τρία κορίτσια και ένα αγόρι. Ευγενέστατα και γλυκύτατα και τα τέσσερα. Οι ηλικίες τους ήταν οκτώ, έντεκα, δεκα εννιά και είκοσι.
-Τί είναι εδώ μέσα; τη ρωτάω, σπίτι;
-Ναι, είναι του δεσπότη μας.
Το σπίτι του δεσπότη ήταν μια τριώροφη μεζονέτα. Ανεβήκαμε με το ασανσέρ στον τρίτο όροφο και μπήκαμε σε μια μεγάλη αίθουσα. Ο κόσμος ήταν αρκετός. Με σύστησε στον δεσπότη τους:
-Κύριε Δημήτρη, από εδώ μια γνωστή μου, που πι¬στεύω να γίνει αδελφή μας.
Κοιταχτήκαμε με τον κύριο στα μάτια. Δεν μου έκανε καλή εντύπωση. Καθίσαμε στις καρέκλες.
Αφού μας χαιρέτησε ο δεσπότης από το έδρανο, σηκώθηκε μια κυρία να διαβάσει την Καινή Διαθήκη. Εγώ δεν άκουγα τί διάβαζε. Παρακολουθούσα τους ανθρώπους. Έβλεπα τέλεια πειθαρχία. Ούτε ανάσα δεν ακουγόταν ούτε γύρισμα κεφαλιών, ακίνητα στρατιωτάκια! Μόνο το δικό μου κεφάλι στριφογύριζε. Στο τέλος βλέπω τον δεσπότη να βγαίνει από μια πόρτα. Ήθελα να τον ακολουθήσω. Λέω, λοιπόν, στην Ευαγγελία:
-Μπορούμε να πάμε στην τουαλέτα;
-Βεβαίως, μου απαντάει.
Μπαίνουμε στην πόρτα που μπήκε κι εκείνος.
Εδώ μίλησε ο Θεός στην Ευαγγελία.
Μπαίνοντας μέσα ακούμε τον «κύριο» δεσπότη να βρίζει τη γυναίκα του με πολύ άσχημα λόγια και να βλασφημεί τα Θεία! Η Ευαγγελία κιτρίνισε, κοκκίνισε, πρασί¬νισε, στολίστηκε με όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου… Κοιταχτήκαμε στα μάτια και βγήκαμε έξω. Στην αίθουσα δεν ανταλλάξαμε κουβέντα. Όταν φύγαμε, τους πρότεινα να τους πάω εγώ στο σπίτι με το αυτοκίνητό μου. Δέχθηκε. Στο δρόμο τής είπα ειρωνικά:
-Πολύ καλός ο δεσπότης σας!
-Ναι, πολύ καλός! απαντάει το μικρότερο κοριτσάκι.
Η Ευαγγελία είχε καταπιεί τη γλώσσα της… Δε μιλούσε καθόλου. Το μόνο που έλεγε ήταν: στρίψε από εδώ, πήγαινε από εκεί.
Όμως στον λόγο της συνεπέστατη, στην Εκκλησία μας ήρθε. Βέβαια μόνη της, χωρίς τα παιδιά της. Από τότε γίναμε φίλες.
Η Ευαγγελία είναι ένας άνθρωπος πειθαρχημένος• έτσι είναι και τα παιδιά της. Μου αρέσουν πολύ. Έχουν πολλή αγάπη μεταξύ τους, είναι μια οικογένεια δεμένη σαν γροθιά. Βλέποντας μια τόσο ωραία οικογένεια, θέλησα να τη βοηθήσω να βγει από την πλάνη και να δει πού βρίσκεται η αλήθεια. Έτσι, με τη βοήθεια του Θεού, άρχι¬σε ο αγώνας μου για την σωτηρία αυτών των ψυχών, αγώνας δύσκολος αλλά και ευχάριστος.
Πέντε μήνες μετά τη γνωριμία μας ο υιός της θα έφευ¬γε φαντάρος. Από εδώ αρχίζει ο μεγάλος της Γολγοθάς.
Επειδή ο υιός της αρνήθηκε να κρατήσει όπλο, πέ¬ρασε στρατοδικείο. Δικάστηκε τρία χρόνια χωρίς ανα¬στολή και μπήκε φυλακή. Η Ευαγγελία, αν και το περίμε¬νε, κατέρρευσε. Μετά από τηλεφώνημα της, συναντηθήκαμε. Και, πιστέψτε με, την είδα τόσο καταβεβλημένη, που τρόμαξα.
-Γιατί σου στοίχισε τόσο πολύ; ήταν κάτι που το πε¬ρίμενες.
-Άλλο να το περιμένεις και άλλο να το ζεις. Και ο Γιώργος το περίμενε• όμως, όταν άκουσε την απόφαση, τρία χρόνια, κοιταχτήκαμε στα μάτια και είδα πως του έφυγε ένα δάκρυ. Οι κόρες μου, δεν το συζητώ, είναι στα μαύρα τους χάλια.
-Βαγγελίτσα, εσείς μιλάτε για θυσίες και για μεγάλη και δυνατή πίστη στον Θεό. Τόσο σπουδαίο είναι να μπει φυλακή ο Γιώργος για τον Θεό; Πού είναι, λοιπόν, η δυνατή πίστη, για ποιες θυσίες μου μιλούσατε, όταν στην πρώτη τη δοκιμασία κλονιστήκατε; Βαγγελίτσα, θα σου το πω για πολλοστή φορά. Εκεί που βρίσκεσαι εσύ και έχεις πωρώσει και τα παιδιά σου, είναι πλάνη και όχι η αλήθεια του Χριστού. Είστε όλοι πλανεμένοι. Εύχομαι να ανοίξεις γρήγορα τα μάτια σου και να δεις την πλάνη σου και να γυρίσεις στον Τριαδικό Θεό μας, στην Παναγία μας και στους Αγίους μας.
Η Βαγγελιώ άλλαξε κουβέντα:
-Ξέρεις, πρέπει να ετοιμαζόμαστε για τον γάμο.
-Το ξέρω, ο γάμος πρέπει να γίνει, δεν νομίζω πως πρέπει να τον αναβάλετε για τρία χρόνια.
-Όχι, βέβαια!
Σημειωτέον ο γαμπρός είναι χριστιανός ορθόδοξος. Το σινάφι του έκανε σεμινάρια για να γίνη Ιεχωβάς. Τότε άρχισε ένας σκληρός αγώνας• από τη μια εγώ να προσπαθώ να μην γίνει μάρτυρας του Ιεχωβά και ο γάμος να γίνει στην Εκκλησία και από την άλλη το σινάφι τους να δίνουν τον δικό τους αγώνα.
-Λοιπόν, φιλενάδα, οπλίσου με δύναμη, ο Θεός θα σε βοηθήσει!
-Έχεις δίκιο! Πρέπει να το παλέψω.
Κι’ έτσι άρχισε ο αγώνας για την ετοιμασία του γάμου και για τη συντήρηση του υιού της στη φυλακή. Δούλευε από νύχτα σε νύχτα. Το σπίτι της ελάχιστα την έβλεπε. Ο γάμος τελικά έγινε στην Εκκλησία. Είχε νικήσει ο Θεός!
Περιττό να σας πω ότι από το σινάφι δεν ήταν κανείς. Αφού τελείωσε ο γάμος και η δεξίωση, φύγαμε για το σπίτι. Στο δρόμο μού είπε:
-Φιλενάδα, έχω ανάγκη να μιλήσουμε.
-Βεβαίως και να μιλήσουμε, της είπα.
Αφήσαμε τα παιδιά στο σπίτι, και εμείς πήγαμε στα βράχια της Πειραϊκής.
-Φιλενάδα, κουράστηκα, στερώ από τα κορίτσια μου και το φαγητό, μου είπε δακρυσμένη.
-Γιατί; Η δουλειά σου δεν πάει καλά;
-Η δουλειά καλά πάει, μα με εγκαταλείπει η δύναμη μου. Όσα χρήματα βγάζω πάνε στις υποχρεώσεις, ενοίκιο, λογαριασμοί, ενώ πολλά χρήματα μου στοιχίζει και ο Γιώργος.
-Ο Γιώργος; γιατί;
-Γιατί δεν του αρέσουν τα φαγητά της φυλακής και κάθε δεκαπέντε μέρες στέλνω κιβώτια με τρόφιμα. Είναι δυο μέτρα παλληκάρι, πρέπει να τρώει καλά. Δεν έχω όμως παράπονο από τα κοριτσάκια μου. Μου στέκονται πάρα πολύ. Να είσαι από μια μεριά να ακούς, όταν με παίρνουν τηλέφωνο το μεσημέρι, που γυρνάνε από το σχολείο και μου λένε παραπονιάρικα: «Μαμά δεν υπάρχει φαγητό!» «Καρδούλες μου», τους λέω, «κάντε λίγο υπομονή, τώρα πρέπει να στηρίξουμε το Γιώργο μας. Όταν με το καλό βγει από τη φυλακή, τότε θα δείτε τι θα κάνει η μαμά για εσάς. Εντάξει, καρδούλες μου;» Και τότε με ρωτάνε: «Πότε θα βγει ο Γιώργος μας;»
Εδώ λυγίζει• τα δάκρυα, γίνονται γοερό κλάμα. Κλαίω κι εγώ μαζί της.
-Ράνια, να σου πω κάτι; -Πες μου!
-Εχθές το απόγευμα στη δουλειά έφτυσα αίμα.
-Τι εννοείς έφτυσα αίμα; Είχες πολλή δουλειά;
-Όχι βρε, έβγαλα αίμα από το στόμα.
-Γιατί;
-Ρωτάς γιατί;
-Τέλος πάντων, αύριο θα πάμε παρέα στο γιατρό.
-Δεν έχω χρόνο για γιατρό, απλά σε παρακαλώ, προσευχήσου για μένα, να αντέξω.
-Θα αντέξεις, ο Θεός είναι κοντά σου! της είπα με σταθερή φωνή. Όμως γιατί δεν ζητάς βοήθεια από το σινάφι σου; Γι’ αυτούς ο υιός σου είναι στη φυλακή.
-Ζήτησα!
-Και, τι έγινε;
-Μου αρνήθηκαν.
-Γιατί;
-Μας διέγραψαν από τότε που η κόρη μου τους είπε πως ο γάμος θα γίνει θρησκευτικός. Τελικά έχεις δίκιο. Μια αίρεση είναι, όχι η αληθινή θρησκεία.
Αυτό που άκουσα μου άρεσε πάρα πολύ. Ο Θεός είχε μιλήσει στην καρδιά της!
Μεγάλη Πέμπτη με πήρε τηλέφωνο:
-Ράνια, σε παρακαλώ, μπορείς να πας τα τρόφιμα του Γιώργου, γιατί δεν έχω χρήματα να του τα στείλω;
-Και το συζητάς; Έρχομαι. Σε μια ώρα θα είμαι εκεί.
Φτάνοντας στο ατελιέ, βλέπω πέντε κιβώτια.
-Όλα αυτά για τον Γιώργο είναι; ρώτησα παραξενεμένη.
-Όλα, μου απάντησε σκεφτική. Ας ευχηθούμε να πά¬ρω αύριο χρήματα, για να ψωνίσω και για τα κορίτσια.
Φόρτωσα το ταξί και, αφού με κατατόπισε, ξεκίνησα για τη φυλακή. Ήταν μακριά και εγώ έπρεπε να προλάβω, πριν κλείσουν οι πόρτες. Σε όλο το δρόμο προσευχόμουν να μη βρεθεί μπροστά μου κανένας τροχονόμος, γιατί έτρεχα πολύ. Ευτυχώς οι προσευχές μου ακούστηκαν. Έφτασα και παρέδωσα τα κιβώτια. Ζήτησα να δω το Γιώργο, αλλά δεν μου το επέτρεψαν.
Μεγάλο Σάββατο, δέκα και μισή το βράδυ, διασχίζω την οδό Σκουφά. Έχω σβήσει το ελεύθερο και κατευθύνομαι προς Πειραιά, για να πάω στην Εκκλησία. Στο ύψος Σκουφά και Δημοκρίτου βλέπω τη φίλη μου να κουνάει απεγνωσμένα το χέρι της, για να σταματήσω.
Σταμάτησα. Η φίλη μου έρχεται στο παράθυρο και λέει:
-Σας παρακαλώ!
Δεν πρόλαβε να πει άλλη λέξη. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε.
-Α, ρε φιλενάδα, πόση ώρα ψάχνω για ταξί, ο Θεός σ’ έστειλε!
-Πού πας, παιδί μου, τέτοια ώρα;
-Πάω αυτό το φόρεμα στην (τάδε) τραγουδίστρια στο (τάδε) Κέντρο… έπρεπε ήδη να είμαι εκεί.
-Καλά, σπίτι σου πότε θα πάς;
-Μακάρι να ‘ξερα. Ας ευχηθούμε να είμαι τουλάχι¬στον στις δώδεκα παρά πέντε, να κάνω Ανάσταση με τα κορίτσια μου.
-Εσύ, Ανάσταση Χριστού;
-Ναι, εγώ!
-Συγχαρητήρια! Θεέ μου, τι είναι αυτό που ακούω!
Δηλαδή, αύριο μπορώ να σου ευχηθώ «Χριστός Ανέστη !»; τη ρωτάω όλο χαρά.
-Και βέβαια μπορείς.
Σταμάτησα το ταξί, την αγκάλιασα, και τη φίλησα.
Σ’ευχαριστώ, Θεέ μου! φώναξα δυνατά.
-Καλά, πώς έτσι; Τί σε έκανε να αλλάξεις;
-Θα σου πω. Μου μιλούσες για την ευτυχία που σου χάρισε ο Θεός. Όλο αυτό τον καιρό που σε γνωρίζω, δεν σε είδα ποτέ στενοχωρημένη, δεν σε είδα ποτέ να θυμώνεις, ποτέ να βρίζεις. Ό,τι κι αν σου έλεγα, με αντιμετώπι¬ζες με ένα γλυκό χαμόγελο και είδα πως τελικά έχεις δίκιο. Εσύ δεν είσαι στρατιωτάκι όπως εγώ! Εσύ είσαι ελεύθερη στην ψυχή, ακολουθώντας τον Θεό σου.
-Μα ο Θεός, καλή μου, τα παιδιά του τα θέλει ελεύ¬θερα, τα θέλει να είναι άρχοντες. Όπως Άρχοντας είναι κι Εκείνος. Ο Πατέρας μας!
-Έχεις δίκιο! Άργησα να το καταλάβω, όμως ποτέ δεν είναι αργά για την σωτηρία της ψυχής μας. Κάνω λάθος;
-Όχι, δεν κάνεις λάθος, ο Θεός όλους μας αγαπάει και έχει την αγκαλιά του ανοιχτή και μας περιμένει, να μας δώσει τη συχώρεση. Αρκεί εμείς να ταπεινωθούμε και να Του τη ζητήσουμε.
Την επομένη μέρα, Κυριακή του Πάσχα, αγόρασα γλυκά και πήγα να τους ευχηθώ. Βρήκα όμως τη φίλη μου κλαμένη.
-Τι έχεις; Γιατί κλαις;
-Αχ, βρε Ράνια! Χθες το βράδυ έφτασα σπίτι δώδεκα και μισή, γιατί ήθελε λίγο διόρθωμα το φόρεμά της… και τα παιδάκια μου με περίμεναν νηστικά. Καταλαβαίνεις τι περνάνε και αυτά μαζί μου;
-Έχεις δίκιο. Λοιπόν, ξέρεις τι θα κάνουμε σήμερα; Θα πάμε όλοι μαζί να φάμε έξω σε μια ταβέρνα. Θα σας κάνω εγώ το τραπέζι!
Μόλις το ακούσανε αυτό τα παιδιά, πέταξαν από την χαρά τους.
-Παιδιά, ντυθείτε!
Η φίλη μου πήγε ν’αντιδράσει όμως σε αυστηρό τό¬νο της λέω:
-Τελείωνε, δεν θα περιμένουμε εσένα. Πεινάμε!
Τους πήγα στα Βλάχικα στη Βάρη. Η χαρά των παι¬διών και η όρεξη τους για φαγητό δεν περιγράφεται. Αλλά και η δική μου χαρά, που έγινε πολύ μεγαλύτερη, απερίγραπτη, όταν τα παιδιά, απ’ την καρδιά τους και με πρόσωπα που έλαμπαν, μου είπαν:
-Κυρία Ράνια, Χριστός Ανέστη!
Η Ανάσταση του Χριστού μας είχε αναστήσει τις ψυχές τους! Ας ευχηθούμε σύντομα να αναστήσει και την ψυχή του Γιώργου και να την ελευθερώσει από τα πλοκάμια της πλάνης του Χιλιασμού.

Από το βιβλίο: «Ταξιδεύοντας στα τείχη της πόλης», της μοναχής Πορφυρίας.
ΑΘΗΝΑ 2010
Κεντρική διάθεση Νεκτάριος Δ. Παναγόπουλος.

Κατηγορίες: Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.