Ομιλία Γ’ – περί της αληθούς και της ψευδωνύμου ελευθερίας – Αγίου Νεκταρίου, Μητροπ. Πενταπόλεως του θαυματουργού.

«Ου γαρ ο θέλω ποιώ αγαθόν, άλλ’ ο
ου θέλω κακόν τούτο πράσσω»
(Ρωμ. ζ’. 19).
Εν τω ανθρώπω, ως υλοπνευματικώ όντι, εμφανίζονται δύο θελήσεις υπό την αυτήν μορφήν, ως έκφρασις ενδόμυχος του ενιαίου προσώπου του θέλοντος την απόλαυσιν πράγματός τινός, αλλά καίτοι εκ της μορφής αδιάκριτοι, διαφέρουσιν όμως πολύ απ’ αλλήλων δια την ουσιώδη διαφοράν των υποστάσεων, υφ’ ων την αρχήν λαμβάνουσι˙ διότι το μεν πνεύμα επιθυμεί τα του πνεύματος, η δε σαρξ τα της σαρκός˙ δια τούτο η μεν μία εκφράζει το φρόνημα του πνεύματος, η δε ετέρα το φρόνημα της σαρκός˙ η αντίθεσις των φρονημάτων γεννά αμοιβαίαν αντίστασιν και σφοδράν διαπάλην, καθ’ ην εκατέρα ζητεί να υπερισχύση και επιβάλη το εαυτής κράτος˙ εν τω αγώνι τούτω ο μεν έσω άνθρωπος επιθυμεί την νίκην του πνεύματος, διότι φύσει συμπαθεί προς το φρόνημα του πνεύματος και διότι το φρόνημα του πνεύματος είνε ζωή και ειρήνη˙ ο δε έξω άνθρωπος επιθυμεί την νίκην του φρονήματος της σαρκός, όπερ έστι θάνατος˙ διο και ο Απόστολος Παύλος λέγει˙ «το γαρ φρόνημα της σαρκός θάνατος˙ το δε φρόνημα του πνεύματος ζωή και ειρήνη» (Ρωμ. η’ 6). Όθεν σαρξ και πνεύμα πολεμούσιν άλληλα˙ διο και ο Παύλος λέγει˙ «η γαρ σαρξ επιθυμεί κατά του πνεύματος το δε πνεύμα κατά της σαρκός» (Γαλ. ε’. 17)˙ είνε δε το μεν «φρόνημα της σαρκός έχθρα προς τον Θεόν, τω γαρ νόμω του Θεού ουχ υποτάσσεται, ουδέ γαρ δύναται, το δε φρόνημα του πνεύματος κατά Θεόν εντυγχάνει υπέρ αγίων» (Ρωμ. η’ 27).
Δια την συνύπαρξιν ταύτην των δύο φρονημάτων και την φυσικήν του ανθρώπου συμπάθειαν προς το φρόνημα του πνεύματος, ιδού τι λέγει ο Απόστολος Παύλος˙ «συνήδομαι γαρ τω νόμω του Θεού κατά τον έσω άνθρωπον˙ βλέπω δε έτερον νόμον εν τοις μέλεσί μου, αντιστρατευόμενον τω νόμω του νοός μου και αιχμαλωτίζοντά με τω νόμω της αμαρτίας τω όντι εν τοις μέλεσί μου» (Ρωμ. ζ’ 22-23). Φύσει άρα ο άνθρωπος δέχεται τον νόμον του Θεού, διότι συνήδεται τω νόμω του νοός αυτού˙ η δε θέλησις, η εκφράζουσα το φρόνημα του πνεύματος, είνε η αληθής του ανθρώπου θέλησις, ως ούσα σύμφωνος προς τον νόμον του νοός αυτού, τον σύμμορφον προς τον νόμον του Θεού, εν ω συνήδεται ο έσω άνθρωπος˙ διο και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει˙ «Φύσει εστίν εραστόν και εφετόν το αγαθόν, ου φισικώς πάντοτε εφίεται˙ κακόν δε εστί η παρά φύσιν έφεσις, όταν έτερόν τι παρά το φύσει εφετόν εφιέμεθα».
Αλλά καίτοι η αληθής θέλησις είνε θέλησις του πνεύματος, ήτοι η επιθυμία του αγαθού, του φύσει εφετού, αδυνατεί όμως πολλάκις να υπερισχύση της αντιστάσεως της θελήσεως της σαρκός δια τον υπό του Αποστόλου Παύλου αναφερόμενον λόγον˙ «τον νόμον της σαρκός, τον εν τοις μέλεσιν ημών, τον αιχμαλωτίζοντα τω νόμω της αμαρτίας» (Ρωμ. ζ’ 23). Δια την επίδρασιν ταύτην του νόμου της σαρκός λέγει ο Απόστολος «το θέλειν παράκειταί μοι, το δε κατκεργάζεσθαι το καλόν ουχ ευρίσκω˙ ου γαρ ο θέλω ποιώ αγαθόν, άλλ’ ο ου θέλω κακόν τούτο πράσσω» (Ρωμ. ζ’ 20). Διότι ο έσω άνθρωπος θέλει μεν και επιθυμεί το αγαθόν ως οικείον εφετόν, ως συμφυές αγαθόν, ως ίδιον νόμον, άλλ’ ο νόμος της σαρκός, ο νόμος της αμαρτίας αντιστρατεύεται προς τας ενεργείας της αληθούς ημών ελευθερίας και παρεμποδίζει την εμφάνισιν του αγαθού, και υπαγορεύει εις ημάς την εργασίαν του κακού˙ δια τούτο πάλιν λέγει ο Απόστολος˙ «ει δε ο ου θέλω εγώ τούτο ποιώ, ουκ έτι εγώ κατεργάζομαι αυτό, άλλ’ η οικούσα εν εμοί αμαρτία» (αυτόθι). Ώστε όντως το μεν αγαθόν είνε νόμος συμφυής και αληθής του ανθρώπου θέλησις, το δε κακόν είνε νόμος ετεροφυής, είνέ τι μη δημιουργηθέν και εναντίον προς την αληθή του ανθρώπου θέλησιν. Όθεν όταν ο άνθρωπος εργάζηται το αγαθόν, εργάζεται ελευθέρως και συμφώνως προς την θέλησιν του έσω ανθρώπου και είνε αληθώς ελεύθερος˙ όταν δε εργάζηται το κακόν εργάζεται ανελευθέρως, διότι υπετάγη τω νόμω της αμαρτίας και είνε ανελεύθερος και δούλος της αμαρτίας. Κατά ταύτα ελεύθερος είνε ο πράττων το αγαθόν, δούλος δε ο πράττων το κακόν˙ και αληθής μεν ελευθερία είνε η κυριαρχία του φρονήματος του πνεύματος η εργαζομένη το αγαθόν, ψευδής δε ελευθερία είνε η επικράτησις του φρονήματος της σαρκός, της κατεργαζομένης τα πονηρά.
Η διάκρισις των χαρακτήρων της αληθούς και ψευδωνύμου ελευθερίας είνε τοσούτω αναγκαία όσω σπουδαία και η απ’ αλλήλων διαφορά˙ διότι η διαφορά του χαρακτήρος συνεπάγεται και την διαφοράν της ηθικής καταστάσεως και την διαφοράν του ήθους και των τρόπων και της πολιτείας και των πράξεων και των ενεργειών, και εν γένει τα πάντα κατά τον χαρακτήρα εκάστης συσχηματίζονται˙ έτι δε και αυταί αι σκέψεις, τα διανοήματα, τα ενθυμήματα, τα βουλεύματα και τα αισθήματα˙ γίνονται δε κατά μεν τον χαρακτήρα της αληθούς ελευθερίας αι πράξεις του αληθώς ελευθέρου ανθρώπου ελεύθεραι, ανεξάρτητοι και αγαθαί˙ κατά δε τον χαρακτήρα της ψευδούς ελευθερίας γίνονται αι πράξεις ανελεύθεραι, εξηρτημέναι και κακαί. Επειδή δε αι μεν αγαθαί πράξεις εισί σύμφωνοι προς τον θείον νόμον, προς το θέλημα του Θεού, αι δε κακαί αντιστρατεύονται προς αυτόν, έπεται, ότι οι μεν αληθώς ελεύθεροι, οι εργαζόμενοι τον αγαθόν, προσεγγίζουσι τω Θεώ, τω άκρω αγαθώ, τω άκρω εφετώ, τη μακαριότητι και τη ευδαιμονία˙ οι δε ψευδελεύθεροι, οι πράττοντες τα πονηρά, αφίστανται του Θεού, του άκρου αγαθού, του αληθούς εφετού, της μακαριότητος και της ευδαιμονίας, και αποβαίνουσι δυστυχείς, ελεεινοί και κακοδαίμονες. Επειδή δε φως και ζωή και αλήθεια είνε ο Θεός, έπεται, ότι οι μακράν του Θεού όντες, ευρίσκονται εν τω σκότει, εν τω θανάτω και τω ψεύδει, ήτοι εν τω κράτει του διαβόλου, του πατρός του σκότους, του θανάτου και του ψεύδους. Όθεν οι μεν αληθώς ελεύθεροι ευρίσκονται εν τη βασιλεία του Θεού, οι δε ψευδελεύθεροι εν τη βασιλεία του διαβόλου. Φέρουσι λοιπόν αι μεν ελεύθεραι πράξεις προς την θεοποίησιν, αι δε ανελεύθεραι προς την αποκτήνωσιν˙ και τούτο ζητούσιν οι δαίμονες, μη ανεχόμενοι την δόξαν του ανθρώπου, η μεν άρα ανάγει εις την υψίστην περιωπήν της δόξης και τιμής, η δε κατάγει εις την εσχάτην αδοξίαν και ατιμίαν. Η μεν φέρει εις την αιώνιον ζωήν, η δε άγει εις τον αιώνιον θάνατον˙ η μεν εις το αΐδιον φως της αληθείας, η δε εις το αιώνιον σκότος του ψεύδους. Αναγκαία λοιπόν η διάκρισις και η διαστολή απ’ αλλήλων˙ διότι η συνταύτισις και η σύγχυσις των τοσούτω ανομοίων θελήσεων είνε λίαν επικίνδυνος˙ τοσούτω δε μάλλον καθ’ όσον η ψευδής ελευθέρα θέλησις δύναται να εξαπατήση και αποπλανήση πολλούς επιπολαίους ερευνητάς και να φέρη εις απώλειαν, πείθουσα αυτούς να δέχωνται πολλάκις τας εαυτής παρακελεύσεις και επιθυμίας, τας απορρεούσας εκ των ποικίλων αυτής παθών και επιθυμιών, ως υπαγορεύσεις της αληθούς ελευθέρας αυτών θελήσεως και ως εκφράσεις του έσω ανθρώπου, ήτοι της πνευματικής φύσεως.
Αι τοιαύται αποπλανήσεις των ανθρώπων δια το φιλόϋλον αυτών και την εξασθένησιν των ψυχικών των δυνάμεων εκ της αμαρτίας εισί λίαν πυκναί˙ διότι το μεν φιλόϋλον καθιστά τους ανθρώπους ευπειθεστέρους προς τας παρακελεύσεις της ψευδούς θελήσεως αυτών, και ευαλώτους, η δε εξασθένησις των ψυχικών δυνάμεων ανικάνους, ίνα γνωρίσωσιν επακριβώς, τον αληθή χαρακτήρα των πραγμάτων και την σημασίαν αυτών ίνα αγαπήσωσι μετά συναισθήσεως το αγαθόν και υπέρ της κατεργασίας αυτού να θυσιάσωσι τα πάντα και ίνα βουληθώσι να γίνωσιν ακόλουθοι της φωνής της αληθούς θελήσεως, ανθιστάμενοι κατά παντός μη υπ’ αυτής υπαγορευομένου και ζήσωσιν ως όντα αληθώς ελεύθερα και αυτεξούσια.
Χαρακτήρ της αληθούς ελευθερίας, ήτοι της αληθούς ελευθέρας ημών θελήσεως είνε η αγάπη του αγαθού, του καλού, της αληθούς και η εν τη αγάπη αυτών εμμονή. Ο έρως προς το αγαθόν είνε η έκφρασις του έσω ανθρώπου, του πνευματικού ανθρώπου και η εξωτερίκευσις του πληρούντος αυτόν αισθήματος. Ο έρως ούτος γεννάται εκ της ταυτότητος των υπαγορεύσεων της καρδίας και του θείου νόμου, του εγγραφέντος εν τη καρδία αυτού˙ τούτο δε αινίσσεται και η Αγία Γραφή, λέγουσα, ότι ο θείος νόμος εδόθη γραπτός εν τη καρδία του ανθρώπου˙ διότι ο Θεός διέπλασε την καρδίαν αυτού ως έδραν της αγάπης του αγαθού˙ διο και φύσει αγαπά, επιποθεί και ζητεί το αγαθόν˙ και πώς ήτο δυνατόν να γίνη άλλως, αφού η πρώτη εντύπωσις, ην έλαβεν, ήτο η όψις του αγαθού, του άκρου αγαθού; Ναι˙ ήτο αδύνατον να γίνη άλλως, διότι το αγαθόν εναπέλιπεν εν τη καρδία τας πρώτας εντυπώσεις, ας βαθύτατα ενεχάραξε και δια τούτο έσονται αιώνιοι˙ δια την αγάπην, την επιπόθησιν και την επιζήτησιν του θείου νόμου ο Απόστολος Παύλος καλεί τον εν τη καρδία γραπτόν νόμον, νόμον του νοός αυτού και ταυτίζει τούτον προς τον νόμον του Θεού.
Η γνώσις αύτη του χαρακτήρος της αληθούς ημών θελήσεως καθιστά ημάς ικανούς να διαφυλάξωμεν ανεπηρέαστον την ηθικήν ημών ελευθερίαν και να ζήσωμεν αληθώς ελεύθεροι˙ διότι ο ηθικώς ελεύθερος είνε αληθώς ελεύθερος˙ είνε δε ηθικώς ελεύθερος εκείνος, όστις δρα κατά τας υπαγορεύσεις της αληθώς ελευθέρας αυτού θελήσεως.
Κατά ταύτα ηθική ελευθερία είνε το πράττειν αεί και επιζητείν το αγαθόν, διότι τούτο είνε το άκρον εφετόν, το επιποθούμενον και επιζητούμενον υπό του έσω ανθρώπου, η αληθής του ανθρώπου θέλησις, ήτις είνε η έκφρασις του ηθικού νόμου, του γραπτού εν ταις καρδίαις ημών.
Η ηθική ελευθερία είνε η αληθής ελευθερία, διότι είνε ανεπηρέαστος και ανεξάρτητος˙ διότι ο ηθικώς ελεύθερος διανοείται, βούλεται και πράττει ελευθέρως.
Χαρακτήρ της ηθικής ελευθερίας είνε η ηθική ανεξαρτησία, η αγαθότης, η αγνία, η σεμνοπρέπεια, η ανδρία, η ισχύς, το αήττητον, το ανένδοτον, το αυτοκρατορικόν και το αυτεξούσιον. Ο ηθικώς ελεύθερος περικοσμείται δι’ όλων των αρετών˙ η ευσέβεια, η δικαιοσύνη, η αλήθεια και η σύνεσις καταστέφουσι την κορυφήν αυτού με στεφάνους, πεπλεγμένους με άνθη αμάραντα˙ ζων εν τη γη εικονίζει την εικόνα του θείου δημιουργού του, ης το κάλλος εν εαυτώ φέρει˙ αι τρίβοι αυτού ευθείαι, το δε πολίτευμά του εν Ουρανώ, μεταρσιούμενος γίνεται αιθέριος και ουρανοβάμων και, συνενούμενος με τον χορόν των αγγέλων υμνεί τον Θεόν, τον ποιητήν και πλάστην του.
Ο χαρακτήρ της ψευδωνύμου ελευθερίας είνε η αγάπη του νόμου της αμαρτίας, η ηθική εξάρτησις, η ηθική αιχμαλωσία, η κακία, το άγος, ο τύφος, η αλαζονεία, η αναίδεια, η δειλία, το θράσος, η ανανδρία, η ήττα, η ταπείνωσις, η ασέβεια, η αδικία, το ψεύδος, η ασυνεσία και αι λοιπαί κακίαι, αι κατασπιλούσαι τον άνθρωπον και εξευτελίζουσαι.
Ο ηθικώς ανελεύθερος καταχραίνει την εικόνα του Θεού και, άνθρωπος ων εν τιμή, εξομοιούται τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις, ατιμάζεται, ταπεινούται και διαφθείρεται.
Ο ηθικώς ελεύθερος είνε αληθώς ελεύθερος˙ διότι εάν η ηθική ελευθερία είνε η αληθής ελευθέρα ημών θέλησις, η δε ελευθέρα θέλησις είνε η ελευθερία, άρα η ηθική ελευθερία, ως ελευθέρα θέλησις, είνε αληθής ελευθερία, ο δε ηθικώς ελεύθερος είνε αληθώς ελεύθερος.
Ο ηθικώς ανελεύθερος είνε πράγματι ανελεύθερος διότι εάν η ηθική εξάρτησις είνε ηθική δουλεία, η δε ηθική δουλεία είνε ανελευθερία, έπεται, ότι ο ηθικώς ανελεύθερος είνε πράγματι ανελεύθερος και δούλος του νόμου της αμαρτίας, αδύνατος να δράση προς αγαθόν τι, υπαγορευόμενον υπό της αληθούς αυτού θελήσεως.
Δια την δουλείαν ταύτην λέγει ο Απόστολος Παύλος˙ «Ουκ οίδατε, ότι ω παριστάνετε εαυτούς δούλους εις υπακοήν, δούλοί εστέ ω υπακούετε;» (Ρωμ. ς’ 16)˙ ο δε άγιος Ιωάν. ο Χρυσόστομος λέγει˙ «Το υποπεσείν και παραχωρήσαι τοις πάθεσιν εσχάτη δουλεία, ώσπερ αμέλει το κρατείν τούτων ελευθερία μόνη».
Ώ, οποία η προς αλλήλας διαφορά; Πόσον το κάλλος της αληθούς ελευθερίας; Πόση δε η αισχρότης της ψευδωνύμου; Εις οίον ύψος φέρει η μεν, εις οίον δε βάθος κατάγει η δε; Οπόσα αγαθά προσκομίζει η μεν, όσα δ’ αύθις κακά συμπαρασύρει η δε; Οία η δόξα της μεν, οία δε αδοξία και ατιμία της δε; Πόσον η μεν εξομοιοί προς το θείον; Πόσον δε η ετέρα διαφθείρει το αρχέτυπον κάλλος της θεοειδούς εικόνος; Πόσον η μία προσεγγίζει προς τον Θεόν; Πόσον δε η άλλη απομακρύνεται του Θεού;
Δια ταύτα λοιπόν πας ο βουλόμενος να τηρήση εαυτόν ελεύθερον, ας εξετάζη καλώς τας υπαγορευούσας τας πράξεις του θελήσεως, ας ανερευνά τα ορμητήρια, ας ανευρίσκη τα κινούντα ελατήρια, ας ατενίζη προς τον χαρακτήρα αυτών, ας επερωτά τον έσω άνθρωπον και εάν μεν ο έσω άνθρωπος συναινή, η θέλησις είνε ελευθέρα, εάν δε ανανεύη, η θέλησις είνε δούλη των παθών˙ εν ημίν δε κείται ή τε ελευθερία και η υποδούλωσις, το πυρ και το ύδωρ, η ζωή και ο θάνατος˙ δια την εκ του αυτεξουσίου ημών εξάρτησιν της τε ελευθερίας και δουλείας λέγει και ο θείος Γρηγόριος ο Θεολόγος˙ «Ειδότες ότι και το θέλειν και το τρέχειν εν ημίν εστί, και δια του θέλειν και δια του τρέχειν τον Θεόν επισπασόμεθα προς την ημετέραν βοήθειαν˙ επισπασάμενοι δε αυτόν, προς το τέλος ήξομεν των πραγμάτων. Διανιστώμεν ουν αδελφοί, και πάσαν σπουδήν επιδειξώμεθα εν τη της ψυχής σωτηρία της ημετέρας, ίνα μικρόν ενταύθα πονήσαντες χρόνον, κατά τον αγήρω και αθάνατον αιώνα των αθανάτων απολαύσωμεν αγαθών».

Από το σύγγραμμα: Του εν αγίοις πατρός ημών Νεκταρίου Επισκόπου Πενταπόλεως του θαυματουργού, «Περί επιμελείας Ψυχής». Αθήναι 1894.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.