Η διάβαση του Σαγγαρίου (06 Αυγούστου + 1921) από τον Ελληνικό στρατό – Σαράντου Καργάκου.

… Αφού όλα ήσαν πλέον έτοιμα για την τελική αναμέτρηση, δόθηκε το σύνθημα της προελάσεως. Στην επιχείρηση μετείχαν και τα τρία Σώματα Στρατού με 9 μεραρχίες πεζικού και μια ταξιαρχία ιππικού. Βάση εξορμήσεως ήταν το Εσκή Σεχίρ. Σύμφωνα με το σχέδιο, το Γ’ Σώμα θα διενεργούσε επίθεση κατά μέτωπο, ενώ τα Α’ και Β’ Σώματα θα δρούσαν πλαγιομετωπικά για να θέσουν σε κλοιό τον υποχωρούνταν εχθρό.

Η προέλαση άρχισε την 1η Αυγούστου. Την 2α αναφάνηκαν οι εδαφικές δυσκολίες. Ο στρατός εισήλθε στην Αλμυρά έρημο που έγινε ο Γολγοθάς του Έλληνα μαχητή. Ο στρατηγός Γ. Παναγάκος στο βιβλίο του γράφει ότι η πορεία άρχισε να γίνεται μαρτυρική από τη δεύτερη μέρα. «Η θερμοκρασία ήτο αφόρητος κατά την ημέραν˙ ο ανυψούμενος κονιορτός καθίστα αποπνικτικήν την ατμόσφαιραν και εβασάνιζε τους άνδρας (…) Επίσης ουδαμού υπήρχεν ύδωρ δια τους άνδρας και τα κτήνη (…) Ουδαμού εξευρίσκετο ξυλεία, δια την παρασκευήν μαγειρευτού σισσιτίου και πρωινού φαγητού και ροφημάτων των ανδρών».

Και ο στρατηγός, χρόνια μετά την εκστρατεία, καταλήγει στο συμπέρασμα: «Η απόφασις της Διοικήσεως της Στρατιάς να κατευθύνη τον στρατόν προς τον Σαγγάριον και δια της Αλμυράς Ερήμου ήτο τολμηροτάτη και λίαν παρακεκινδυνευμένη, ίσως δε και ανεπαρκώς μελετημένη».

Τη διάβαση της Αλμυράς Ερήμου προτίμησε το Γενικό Στρατηγείο, διότι ήταν απόλυτα πεπεισμένο ότι σε αυτή δεν θα εύρισκε αντίσταση εχθρική. Βρήκε όμως την αντίσταση του εδάφους που μετέτρεψε την πορεία του στρατού σε πορεία θανάτου. Ωσάν ο στρατός αυτός που τόσα είχε υποστεί να έφερνε πάνω του την κατάρα του Διαβόλου και όλα να είχαν στραφεί εναντίον του. Τις δυσκολίες της διαβάσεως επισημαίνει και ο πρίγκιπας Ανδρέας:

«Είναι αληθές ότι η δια της ερήμου επιχείρησις παρουσιάζει πλεονεκτήματα σοβαρά, παρά τούτο όμως εγκλείει και τρομακτικάς δυσχερείας, αίτινες συνίστανται εις την υπερβολικήν επιμήκυνσιν των γραμμών συγκοινωνίας και εις την υποβολήν του στρατεύματος εις πορείας κοπιώδεις δια μέσου χώρας ερήμου και ανύδρου. Δεν δύναμαι να είπω ότι το Γ.Σ. έλαβεν αρκούντως υπ’ όψιν τας ανωτέρω δυσχερείας, ούτω δε επανειλημμένως το στράτευμα έμεινε άνευ πυρομαχικών και τροφών».11

Δύσκολα, όμως, ένας καλοπροαίρετος μελετητής μπορεί να αμφισβητήσει ότι η διάβαση αυτή ήταν στρατιωτικό επίτευγμα πρώτης γραμμής όπου ο ελληνικός στρατός έδειξε τα τεράστια μεγέθη αντοχής του, τα οποία πιθανώς να ήσαν χρησιμώτερα σε άλλη περίπτωση, αν δεν είχαν διατεθεί με τόση σπατάλη για την επιδίωξη του ανέφικτου. Δικαιολογημένα πάντως χαρακτηρίζεται η διάβαση αυτή – χωρίς καμμία δόση υπερβολής – ως κατόρθωμα Ναπολεοντείου επιπέδου. Κράτησε περίπου τρεις έως έξι ημέρες ανάλογα από το σημείο εκκινήσεως. «Οι μαχηταί εδοκιμάσθησαν σκληρότατα από τον καυστικώτατον ήλιον του Αυγούστου και την δίψαν. Τα σύννεφα κονιορτού, τα οποία ηγείροντο εκ της συνεχούς κινήσεως των πεζών, των κτηνών και των οχημάτων προεκάλουν ερεθισμόν εις τα μάτια και κνισμόν (= φαγούρα) εις το δέρμα. Ανακούφισιν ησθάνοντο μετά την δύσιν του ηλίου, ότε τον καύσωνα της ημέρας διεδέχετο παγερά νυξ, φαινόμενον των Μικρασιατικών Υψιπέδων, ότε απαραίτητος ήτο η χλαίνη» (Χαρ. Τριανταφυλλίδης, όπ. π. τ. Α’. σσ’. 292-293).

Όπως έχει προλεχθεί, το Β’ και το Α’ Σώματα Στρατού θα κινούνταν προς Β’ του Σαγγαρίου, ενώ το Γ’ Σώμα θα προχωρούσε νοτιώτερα, υποχρεωμένο να περάσει, αυτό κυρίως, την αμμώδη και άνυδρη περιοχή των παρυφών της Αλμυράς Ερήμου. Από τις μεραρχίες του, η ΙΙΙ θα εκινείτο προς Β’ του Πουρσάκ (παραπόταμος του Σαγγαρίου) και θα προστάτευε το αριστερό της όλης παρατάξεως, ενώ η ΙΧ, θα εκινείτο προς το Ιντζί Καραχισάρ, και θα εκάλυπτε τη δεξιά πλευρά. Στις 3 Αυγούστου η Στρατιά, μετά από φοβερή δοκιμασία τριών ημερών πεζοπορίας, όπου φαγώθηκαν τα άρβυλα των στρατιωτών και το συσσίτιο ήταν πενιχρό, έφθασε στην τελευταία γραμμή μετωπικής παρατάξεως. Από εκεί, ο κύριος όγκος της θα κατευθυνόταν προς Ν’, για να περάσει από τις γέφυρες Φεντί Ογλού, Μπαλιντκαμί Τσιφλίκ και Τσακμάκ. Τις γέφυρες αυτές είχε ήδη έτοιμες το Μηχανικό, που ανταποκρίθηκε επιτυχώς σε όλες τις αποστολές που του ανατέθηκαν κατά τη διάρκεια της εκστρατείας.

Προτού αρχίσει το πέρασμα όλων των μονάδων στην ανατολική κοιλάδα του Σαγγαρίου, όπου υπήρχε η πρώτη αμυντική ζώνη των Τούρκων (το ολικό πέρασμα είχε συντελεσθεί έως την 11η Αυγούστου) καθορίσθηκαν ειδικές αποστολές σε στρατιωτικές μονάδες. Συγκεκριμένα, στην ΙΙΙ μεραρχία ανατέθηκε η κάλυψη των νώτων των προωθούμενων σωμάτων και η προστασία των συγκοινωνιακών οδών (σιδηροδρομικών και αμαξιτών). Η VΙΙ μεραρχία θα παρέμενε στον Γόρδιο, την πρωτεύουσα της αρχαίας Φρυγίας, που βρίσκεται στην ανατολική όχθη του Σαγγάριου, στη συμβολή του σχεδόν με τον παραπόταμο Πουρσάκ. Στις 8 Αυγούστου δόθηκε διαταγή στον κύριο όγκο του στρατού που κατείχε τη δεξιά πλευρά στο νότιο μέρος του Σαγγάριου, να επιτεθεί κατά της εκεί καλά οχυρωμένης τουρκικής τοποθεσίας. Η επίθεση δεν ήταν δυνατόν να λάβει αιφνιδιαστικό χαρακτήρα. Διότι οι Τούρκοι διέθεταν εξαιρετικό ιππικό, επί πλέον είχαν ενισχυθεί με ανιχνευτικά αεροπλάνα και γνώριζαν από τα πριν τις κινήσεις των Ελλήνων.

Βλέποντας, λοιπόν, την κατεύθυνση του ελληνικού στρατού, σχημάτισαν όπως λέμε στη στρατιωτική γλώσσα, «αμυντική επικαμπή» στο αριστερό τους μέτωπο, το οποίο ενίσχυαν διαρκώς με μονάδες που μετέφεραν από το δεξιό τους πλευρό. Παρ’ όλα αυτά η τουρκική αντίσταση κάμφθηκε. Στις 11 Αυγούστου όλος ο ελληνικός στρατός πέρασε τον ποταμό και άρχισαν οι φοβερές μάχες σε τοποθεσίες που έμειναν θρυλικές. Αν το επακόλουθο της εκστρατείας αυτής δεν ήταν η αναστροφή που ισοδυναμούσε με φυγή, κι αν τελικά δεν είχε επέλθει η καταστροφή, οι μάχες αυτές θα κατατάσσονταν στην πρώτη γραμμή των στρατιωτικών επιτυχιών που έδωσε ο ελληνικός στρατός από την αρχαιότητα ως τα νεώτερα χρόνια.

Το Καλέ Γκρότο, για παράδειγμα, παρέμενε στη μνήμη των παλαιοτέρων ως τα τελευταία χρόνια. Το όνομά του σημαίνει «Μνημείο των Βράχων» και απέχει 60 χλμ. από την Άγκυρα. Βρίσκεται στο ΒΑ άκρο που σχηματίζουν δύο κορυφογραμμές (Τσαλ και Αρντίζ) και σαν πύργος φράσσει την πρόσβαση προς την Άγκυρα. Είναι ένα επίμηκες τείχος βράχων που εκτείνεται σε μήκος περί τα 7 χλμ. Αποτελείται από τέσσερεις κορυφές˙ η βορειότερη και υψηλότερη είχε ερείπια ενός παλαιού φρουρίου. Από εκεί και η ονομασία της όλης περιοχής. Όλο αυτό το βραχώδες τοπίο είναι γυμνό, τραχύ, απότομο. Είχε γίνει σχεδόν απόρθητο, διότι είχε οχυρωθεί με πολυβολεία και με διαδοχικές σειρές χαρακωμάτων. Στην ψηλότερη κορυφή είχε στηθεί ένα τεράστιο πυροβόλο. Σε γενικές γραμμές όλο το Καλέ Γκρότο είχε μεταβληθεί σε μια τεράστια πολεμική μηχανή. Και για το λόγο αυτό όλη η αριστερή αμυντική διάταξη των Τούρκων στηριζόταν στο βραχώδες αυτό έρεισμα.

Την ευθύνη για την κατάληψη του Καλέ Γκρότο ανέλαβε το Β’ Σώμα Στρατού. Για την «υλοποίηση» του αντικειμενικού σκοπού χρησιμοποιήθηκε η V μεραρχία. Την 14 Αυγούστου επιτέθηκε το 43ο Σύνταγμα Πεζικού υπό τον αντ/χη Νικολοδήμο και καταλαμβάνει την πρώτη κορυφή. Στις 15 Αυγούστου, εορτή της Παναγίας, μπαίνουν στη μάχη διαδοχικά πρώτα το 44ο Σύνταγμα υπό τον συν/χη Φαληρέα και ακολούθως δύο τάγματα του 3ου Συντάγματος, υπό τον συν/χη Αβράμπο. Κι όταν η μάχη έφθασε στο ζενίθ, εισήλθε σ’ αυτή το 25ο Σύνταγμα υπό τον συν/χη Αντωνόπουλο. Οι Τούρκοι αντέστησαν μανιωδώς αλλά προ της εσπέρας έχασαν άλλα δύο υψώματα.

Απέμενε τώρα το τέταρτο και υψηλότερο και καλύτερα οχυρωμένο ύψωμα. Αυτό βρισκόταν βορειότερα. Εναντίον του επιτίθενται τα προαναφερθέντα συντάγματα, αλλά επειδή αυτά είχαν επαρκώς καταπονηθεί και είχε μειωθεί η μαχητική δυνατότητά τους, εισήλθε προς ενίσχυση το 3/40 Σύνταγμα Ευζώνων υπό τον συν/χη Εδιπίδη (από τον οποίο έχουμε την περιγραφή στο λεξ. «Ηλίου» τ. 10, σ. 93) και το 33ο Σύνταγμα υπό τον συν/χη Ρόκκα. Η εντολή είναι σαφής και κατηγορηματική: κατάληψη του υψώματος. Η εξόρμηση έγινε στις 3 μ.μ. της 16ης Αυγούστου. Τόσον οι εύζωνοι του 3/40 όσο και οι οπλίτες του 33ου Συντάγματος ανταγωνίσθηκαν σε ορμή, ανδρεία και αυτοθυσία. Μετά από 50 λεπτά (στις 15.50’) ρίχτηκε μια λευκή φωτοβολίδα. Ήταν το σύνθημα της καταλήψεως. Τη φωτοβολίδα έρριξε ο έφεδρος ανθυπολοχαγός Μακράκης του 2ου τάγματος του 3/40 Ευζώνων. Κατά τη λοιπή ημέρα, ως αργά τη νύκτα, τα ελληνικά τμήματα απέκρουαν τουρκικές αντεπιθέσεις και έκαναν εκκαθάριση του χώρου από «φωλιές» Τούρκων μαχητών.

Θα παραβλέψουμε τις λοιπές συγκρούσεις στο Γιλντίζ Νταγ και Ταμπούρ Ογλού, στο Αρντίζ Ντάγ και στην Σαπάντζα,12 που χωρίς να είναι ήσσονος σημασίας, θα έκαναν υπέρβαση σε στρατιωτικά θέματα την παρούσα εργασία. Άλλωστε, αναλυτική περιγραφή υπάρχει στους ογκώδεις τόμους της «Ιστορίας Στρατού». Θα σταθούμε ειδικά στο Πολατλή, ένα τουρκικό χωριό που βρίσκεται 20 χλμ. ανατολικά του Σαγγαρίου και εναντίον του οποίου εβάδισε η VΙΙ μεραρχία.

Οι μάχες στο Πολατλή

Την 15η Αυγούστου, όπου ολοκληρώθηκαν οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στο Καλέ Γκρότο, το βραχώδες σύμπλεγμα ύψους 1.483 μέτρων, η VII μεραρχία πλησίαζε προς το Πολατλή, που βρίσκεται στα πρόθυρα της Άγκυρας, ελέγχοντας τη ΝΔ πρόσβαση προς αυτή. Η VII Μεραρχία ανήκε στο Γ’ Σώμα Στρατού και είχε αποστολή να αντιμετωπίσει ισχυρή δύναμη τουρκικού στρατού, που ήταν οχυρωμένη σ’ ένα λεκανοειδές οροπέδιο που είχε υψόμετρο 828 μέτρων.13 Παράλληλα, η ΙΧ Μεραρχία είχε καταλάβει το Μπαϊμπούρτ, που βρίσκεται νοτιώτερα από το Πολατλή.

Ο κίνδυνος άμεσης προσβολής της Αγκύρας έκανε τους Τούρκους να συγκεντρώσουν σε διάστημα λίγων ημερών μεγάλες δυνάμεις και κατά το χρονικό διάστημα 28-30 Αυγούστου να αντεπιτεθούν κατά του Γ’ Σώματος με αντικειμενικό σκοπό να παρακάμψουν την αριστερή του πτέρυγα που ερειδόταν στο Πολατλή, να έλθουν στα νώτα του και να καταλάβουν τις γέφυρες του Σαγγαρίου και ακολούθως να απωθήσουν όλη την προ της Αγκύρας ελληνική δύναμη προς την Αλμυρά Έρημο και να την αφανίσουν. Αρχικά, οι Τούρκοι κατέλαβαν τους «Δίδυμους Λόφους», όπως τους είχαν ονομάσει οι Έλληνες και οι οποίοι βρίσκονται νοτίως των ερειπίων του θρυλικού Γορδίου, όπου ο Αλέξανδρος με το ξίφος έκοψε τον περίφημο δεσμό. Έγιναν μάλιστα κύριοι και πολλών λαφύρων. Αλλά μόνον σ’ αυτό περιορίσθηκε η επιτυχία τους. Σε όλα τα άλλα σημεία το Γ’ Σώμα κράτησε τις θέσεις του και επί πλέον το 3/40 Σύνταγμα Ευζώνων που κρατούσε το ύψωμα 913 (βρίσκεται στα ΝΔ του Πολατλή), ενισχυμένο και με άλλες δυνάμεις, έκανε στις 29 Αυγούστου αντεπίθεση, υποχρέωσε τους Τούρκους να
εγκαταλείψουν τα καταληφθέντα, να υποχωρήσουν προς Ανατολάς και έτσι καταδιωκόμενοι, να επιτρέψουν στα ελληνικά τμήματα να καταλάβουν τον σιδηροδρομικό σταθμό του Πολατλή (το Πολατλή βρίσκεται στη σιδηροδρομική γραμμή που συνδέει την Άγκυρα με το Εσκή Σεχίρ) και να συλλάβουν 140 αιχμαλώτους. Οι τρεις ήσαν αξιωματικοί.

Και πέρα από αυτό, η ΙΙΙ Μεραρχία που βρισκόταν εν εφεδρεία, κατόπιν εντολής του Σωματάρχη, τοποθέτησε το πεδινό πυροβολικό της σε μια προκεχωρημένη θέση, στο οροπέδιο Ινετζελάρ προς Δ. του Πολατλή και χάρη στις εύστοχες βολές των πυροβολητών, οι Τούρκοι δεν μπόρεσαν να συγκεντρώσουν, όπως σχεδίαζαν, δυνάμεις για να αντεπιτεθούν, να καταλάβουν την απολεσθείσα τοποθεσία και να αποκόψουν τις προς Δ. συγκοινωνίες του ελληνικού στρατού.

*11. Βασιλόπουλος Ανδρέας: «Δορύλαιον – Σαγγάριος», σ. 99.

Από το βιβλίο του Σαράντου Ι. Καργάκου: «Η Μικρασιατική εκστρατεία, 1919 -1922». Από το Επος στην τραγωδία. Αθήνα 2013. Μέρος B.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.