Λίγο πριν τη τραγωδία …. – Μάρως Σιδέρη (video).

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

“Kάθε τραγωδία είναι μίξη σφαλμάτων και ατυχημάτων… Ουδέποτε το φαινόμενο αυτό απεικονίστηκε εναργέστερα απ’ ό,τι στην ιστορία της ελληνικής αποτυχίας στον μικρασιατικό πόλεμο».
(Lloyd George)

«Οι δρόμοι της Σμύρνης ήταν μαύροι» γράφει ο Χ.Ε Αγγελομάτης (χρονικό μεγάλης τραγωδίας, εκδ. Εστία), μαύροι από την κοσμοσυρροή. Ένα μαύρο, πένθιμο ποτάμι που κυλούσε προς τη θάλασσα, γιατί εκεί ήταν πια συγκεντρωμένες οι ελπίδες. Πόσοι άνθρωποι είχαν φτάσει πρόσφυγες στην πόλη, δεν μπορεί να υπολογιστεί. Είναι όμως βέβαιο ότι είχαν ενωθεί με 200.000 Έλληνες της Σμύρνης. Δυο επίτακτα πλοία, ο «Αδριατικός» και ο Ατρόμητος» υποδέχονταν τους κατώτατους υπαλλήλους της Ελληνικής διοίκησης, ενώ οι ανώτεροι επιβιβάζονταν στο «Νάξος». Κανένας δεν ανέβαινε στα πλοία χωρίς την ειδική άδεια από τον ίδιο τον Ύπατο Αρμοστή της Σμύρνης. Ήταν αυτός ο νόμος που είχε ψηφίσει η Ελληνική Βουλή ένα μήνα πριν «Περί της παρανόμου μεταφοράς προσώπων ομαδόν ερχομένων εις Ελληνικούς λιμένας εκ της αλλοδαπής». Εκ της αλλοδαπής!!! Μα η Σμύρνη ήταν στα χαρτιά τουλάχιστον διεκδικούμενη από την Ελλάδα, ήδη από το 1919! Γιατί οι κάτοικοί της ήθελαν ειδική άδεια ωσάν να έφταναν εκ της αλλοδαπής;

Η εξήγηση δεν τιμά κανένα Έλληνα από τότε μέχρι τώρα και μέχρι το τέλος του κόσμου: η αποβίβαση του Ελληνικού στρατού στην Σμύρνη στις 19 Μαΐου 1919 ήταν έργο του πολιτικού αντιπάλου της φιλομοναρχικής κυβέρνησης Γούναρη, Ελευθέριου Βενιζέλου, ο οποίος μάλιστα ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στους Έλληνες της Σμύρνης. Γι’ αυτό, η θέση της κυβέρνησης ήταν ότι «θα άξιζε πράγματι να παραδώσωμεν την Σμύρνην εις τον Κεμάλ, δια να πετσοκόψη όλους αυτούς τους αχρείους».

Ο ίδιος ο Αριστείδης Στεργιάδης θεωρούσε ορθότερη λύση την «εκκαθάριση» από την προσφυγιά, όπως είχε ομολογήσει ο ίδιος στον τότε νομάρχη Λέσβου Γεώργιο Παπανδρέου: «καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξει ο Κεμάλ γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα».

Το τελευταίο ελληνικό πλοίο που απέπλευσε από το λιμάνι της Σμύρνης ήταν το «Έλλη». Στην προκυμαία το συγκεντρωμένο πλήθος έβλεπε με απόγνωση τη «Μητέρα» Ελλάδα να το εγκαταλείπει… όχι… κάτι χειρότερο: να το παραδίδει η ίδια στο θάνατο: η Ελλάδα που οι κάτοικοι της Σμύρνης είχαν υποδεχτεί με ενθουσιασμό το Μάιο του ’19, απομακρυνόταν τώρα επιδεικτικά, βιαστικά, σα συνένοχος, σαν εχθρός : αφού πρώτα έχει φανατίσει τον αντίπαλο εναντίον κάθε Έλληνα και κάθε χριστιανού, έκανε χώρο για να ξεσπάσει η οργή των Νεότουρκων του Κεμάλ… Όπως έγραφε ο Ηλίας Βενέζης 50 χρόνια μετά την τραγωδία: «Η γενεά μας είναι υπόλογη για πολλά. Και γι΄ αυτό έχασε την ελληνική Μικρασία. Για την καταστροφή αυτή, τη μεγαλύτερη των τελευταίων αιώνων της ιστορίας μας, δεν θα βρούμε ποτέ άφεση»…

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Ο Αμερικανός πρόξενος στη Σμύρνη, George Horton περιέγραφε την θλιβερή εικόνα: «Οι Έλληνες στρατιώτες που έφταναν στην πόλη έμοιαζαν με φαντάσματα: με το βλέμμα καρφωμένο ίσια μπροστά τους, χωρίς να κοιτάζουν ούτε δεξιά ούτε αριστερά, σαν άνθρωποι που περπατούν στον ύπνο τους. Από κάθε δρόμο, από κάθε στενό προέβαλλον στρατιώται συντεταγμένοι και μη. Έφταναν από το εσωτερικόν,σέρνοντας τα ματωμένα των πόδια εις το πλακόστρωτον, πολλοί ένοπλοι, άλλοι όχι» ( Χ.Ε Αγγελομάτης, χρονικό μεγάλης τραγωδίας, εκδ. Εστία). Οι πάλαι ποτέ σύμμαχοι της Ελλάδας διατηρούσαν αποστάσεις. Πλέον τα συμφέροντά τους ήταν με τη Νέα Τουρκία του Κεμάλ Ατατούρκ, οπότε δεν είχαν λόγο να προσφέρουν υπηρεσίες στους εχθρούς του νέου τους συμμάχου. Στους εχθρούς; Μα οι άνθρωποι που είχαν συγκεντρωθεί στη Σμύρνη δεν ήταν εχθροί της Τουρκίας: δεν ήθελαν ούτε τα πετρέλαια της Μοσούλης, ούτε τον έλεγχο των Στενών, ούτε την επιρροή στη Μεσοποταμία, ούτε τους δρόμους που οδηγούσαν στην Ασία.

Κι όμως, για τους Νεότουρκους οι Έλληνες ήταν απείρως πιο επικίνδυνος εχθρός. Οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν έρθει για να κερδίσουν και να φύγουν. Οι ‘Ελληνες όμως είχαν ρίζες σ’ αυτά τα εδάφη, επομένως δύναμη και δικαιώματα. Η παρουσία των Μ. Δυνάμεων στη θάλασσα της Σμύρνης, για να προστατέψουν τους ομοεθνείς τους, έκανε εντονότερο τον εγκλωβισμό των Ελλήνων στην προκυμαία και πιο βασανιστική την αναμονή: 11 Αγγλικά πλοία, 5 γαλλικά, 3 Ιταλικά και 3 Αμερικάνικα, μα ούτε μια ελπίδα για τους Έλληνες. Μόνο ο Αμερικανός πρόξενος George Horton οργάνωσε μια προσωρινή επιτροπή για την περίθαλψη των προσφύγων, μια ανθρωπιστική κίνηση σε ένα απάνθρωπο σκηνικό.

Στις 7 το απόγευμα της 26ης Αυγούστου η πόρτα του Μεγάρου της Ύπατης Αρμοστείας ανοίγει. Από το κτίριο βγαίνει ένας μεσόκοπος άνδρας με μια βαλίτσα στο ένα χέρι και ένα μπαστούνι με ασημένια λαβή στο άλλο. Φορά μαύρο κοστούμι και χρυσά γυαλιά, μια γνώριμη, μισητή φιγούρα στον Ελληνισμό της Σμύρνης: Ο Στεργιάδης έχει ολοκληρώσει το χρέος του στη Μ. Ασία: κανένας δεν μπορεί να τον κατηγορήσει για κατασπατάληση δημόσιου χρήματος. Όλα επεστράφησαν στην Αθήνα, χρήματα, έγγραφα, όπλα, πυρομαχικά. Καμιά εκκρεμότητα με το Ελληνικό Κράτος, γι’ αυτόν τον Δημόσιο Υπάλληλο!

Την προηγούμενη ημέρα ο πολιτικός Διοικητής της Προύσας Αλέξανδρος Σβώλος είχε δει τον αινιγματικό αυτόν άνθρωπο στην Αγορά: «[…] ξυριζόμουν σε ένα κουρείο της Σμύρνης. Όπως τελείωνα βλέπω στον καθρέφτη να σταματά αντίκρυ μια άμαξα και να κατεβαίνει ο Στεργιάδης. Μπήκε σε μια στοά και βγήκε σε δύο λεπτά. Περίεργος πλησίασα και ένας μικρός που κατάλαβε την περιέργεια μου λέει ότι ο Στεργιάδης ήταν εκεί και ψώνισε. Το εκεί ήταν γαλλικό ανθοπωλείο και ο καταστηματάρχης μου εξήγησε ότι ο Ύπατος παράγγειλε μια ανθοδέσμη για τη «μαντάμ τάδε», για την οποία ο αντιπρόσωπος της Ελλάδος – τέτοιες φρικτές ώρες – έκρινε επιβεβλημένο να μεταβεί προσωπικώς σε ανθοπωλείο για επιλογή και παραγγελία αποχαιρετιστηρίου ανθοδέσμης». Στις 7 το απόγευμα, την Παρασκευή, 26 Αυγούστου η πόρτα του Μεγάρου της Ύπατης Αρμοστείας ανοίγει και από το κτίριο βγαίνει ο Στεργιάδης, αφού έχει ολοκληρώσει όσες εκκρεμότητες είχε στη Σμύρνη ως Διοικητής και ως άντρας.

Κοιτάζει ανήσυχος προς τη θάλασσα και με βιαστικό βηματισμό κατευθύνεται προς την προκυμαία. Τα μάτια των συγκεντρωμένων είναι καρφωμένα πάνω του με τρόμο, με μίσος μα μόνο μια λέξη βγαίνει από τα χείλη των πιο θαρραλέων: «Κατάρα!» Στην προκυμαία τον περιμένει μια ατμάκατος του βρετανικού θωρηκτού Iron Duke. O Ύπατος Αρμοστής βρίσκεται επί Βρετανικού εδάφους. Ελλάδα δεν υπάρχει πλέον στη Σμύρνη! Ο Στεργιάδης δε θα ξαναπατήσει ποτέ το πόδι του σε Ελληνικό ή Τουρκικό έδαφος. Θα περάσει τη νύχτα του στο Iron Duke, έχοντας αποχαιρετήσει για πάντα την Ελλάδα και την Τουρκία με μια φράση: «Ας έλθη επι τέλους και αυτή η κατοχή των Τούρκων, δια να αντιληφθούν οι Ευρωπαίοι την διαφοράν της διοικήσεώς μου». Έπειτα, την ώρα που οι τσέτες θα μπαίνουν στην πόλη και θα ακουστούν οι πρώτες κραυγές θυμάτων, εκείνος θα ταξιδεύει μέσω Κωνσταντινούπολης για τη Ρουμανία, όπου θα παραμείνει ως το τέλος της ζωής του.

Το ίδιο βράδυ της 26ης Αυγούστου, στην Κωνσταντινούπολη η Ιταλική πρεσβεία παραθέτει δείπνο προς τιμήν της επιτυχίας των τουρκικών δυνάμεων. Η νύχτα όμως στη Σμύρνη πέφτει βαριά. Λίγες ώρες χωρίζουν την πόλη από τον όλεθρο… οι φωτιές στους γύρω λόφους τις πρώτες πρωινές ώρες, θα δώσουν το σύνθημα: η τραγωδία ξεκινά…

Το τέλος…

Ανθρώπινος νους δε μπορεί να διαχειριστεί αυτό που συνέβη στη Σμύρνη εκείνο τον Αύγουστο. Όλη η διαστροφή του πολέμου συγκεντρώνεται στη κοσμοπολίτισσα της Μεσογείου κι εκεί ξεσπά.

Άνδρες βασανίζονται, γυναίκες κακοποιούνται, παιδιά σφαγιάζονται, περιουσίες καταστρέφονται, χαλασμός. «Μια κοπέλα δίπλα μου επροσπαθούσε να βγάλει τα σκουλαρίκια της. Ο Τούρκος τραβάει το μαχαίρι και της κόβει το αυτί και το ρίχνει στο μαντίλι του που είχε. Εγώ δίπλα, «Παναγία μου είπα, «αχ, βοήθησέ με Βαγγελίστρα μου να το βγάλω το σκουλαρίκι μου» και προσπαθούσα να βγάλω και τα δικά μου να του τα δώσω. «Βοήθησέ με να το βγάλω και δε θα ξαναφορέσω ποτέ στη ζωή μου σκουλαρίκι»! Και ούτε φόρεσα μέχρι τώρα…» θυμάται η Φιλιώ Χαιδεμένου.

Στο λιμάνι τρέχουν πανικόβλητοι οι κάτοικοι της πόλης και των γύρω περιοχών και ξωπίσω τους ορμούν έφιπποι Τούρκοι. Με τα άλογα περνούν πάνω από τα κορμιά με τη μανία να δουν κι άλλο αίμα να ρέει… σαν πέφτει το σκοτάδι τα πράγματα αγριεύουν. Οι τσέτες σπάνε πόρτες και παράθυρα, μπαίνουν στα σπίτια και αρπάζουν ανθρώπους και αγαθά. Πανικόβλητη λύση η μεταμφίεση: οι άνδρες φορούν γυναικεία ρούχα ή βάζουν ασβέστη στα γένια τους για να φαίνονται ηλικιωμένοι και οι κοπέλες κρύβουν την ομορφιά τους με κάθε τρόπο: «είχαμε κάψει τα ματοτσίνορα και τα φρύδια μας με το σπίρτο για να φαινόμαστε άσχημες. Καθώς τρέχαμε, όπως είμαστε ιδρωμένες παίρναμε το χώμα από χάμω και το βάναμε στα μούτρα μας για να μη φαινόμαστε…» λέει η κυρά Φιλιώ. Άλλοι καταφεύγουν στα νεκροταφεία και κρύβονται ανάμεσα στους τάφους. Τα μωρά στις κούνιες δε γλιτώνουν: «πάνε οι κερατάδες με τη λόγχη και τα καρφώνουν στην κοιλιά […] εμένα η μάνα μου για να με γλιτώσει μου βαλε φουστάνι», λέει ο κυρ- Μανώλης ο Κάζος.

Οι έλεγχοι είναι ασφυκτικοί. Ασφυκτική και η απόγνωση: στο λιμάνι στρατιώτες στριμώχνουν το πλήθος και κάνουν διαλογή: παιδιά κάτω από 12 και υπερήλικες περνούν από τα μπλόκα… οι υπόλοιποι… αλίμονο! Κάποιοι απελπισμένοι πέφτουν στη θάλασσα κι αρχίζουν να κολυμπούν μακριά από τη στεριά. Μα οι στρατιώτες του Κεμάλ δε θέλουν να σωθεί κανένας. Τα πυρά βάφουν κόκκινο το νερό…

Τριγύρω τα πλοία των παλαιών συμμάχων της Ελλάδας στέκουν αμέτοχα. Η εντολή είναι σαφής: απλοί παρατηρητές! Κι έτσι απλά παρατηρούν ανθρώπους να βιάζονται, να σφαγιάζονται, να πνίγονται, χωρίς να τους προσφέρουν έστω ένα χέρι βοήθειας. Οι Άγγλοι δείχνουν μεγαλύτερο ζήλο: τα χέρια όσων τολμήσουν να πιαστούν σε βρετανικές βάρκες, κόβονται… η θάλασσα έχει γεμίζει πτώματα που «εμποδίζουν την κυκλοφορία των συμμαχικών πλεούμενων». Έτσι τουλάχιστον δικαιολογείται για την καθυστέρησή της σε δείπνο, η σύζυγος βρετανού διπλωμάτη: «…πτώματα Ελληνίδων δεν άφηναν τη βάρκα μας να περάσει… ζητούμε συγγνώμη για την αργοπορία…» .

Οι Έλληνες έχουν παραδοθεί και αντιδρούν μόνο με ουρλιαχτά πόνου, αλλά οι Αρμένιοι αρνούνται να ξαναζήσουν άλλο ένα 1915. Η Αρμένικη συνοικία δεν έχει αφοπλιστεί, Ταμπουρώνεται και αντιστέκεται: τα σπίτια γίνονται οχυρά… έχοντας βιώσει στο πετσί τους τη γενοκτονία, ξέρουν ότι οι ικεσίες δε λυγίζουν τους φανατισμένους… κι έτσι αποφασίζουν να πέσουν μαχόμενοι. Ο πρώτος γκαζοτενεκές με πετρέλαιο πέφτει από Τούρκους στρατιώτες στον Άγιο Στέφανο, στον αρμένικο μαχαλά… η φωτιά ξεκίνησε για να κάμψει την αντίσταση των Αρμενίων, να τους βγάλει από τα σπίτια τους και να ολοκληρώσει τη γενοκτονία που είχε ξεκινήσει 7 χρόνια νωρίτερα.

Η φωτιά… αργότερα, όταν θα θελήσει να ντύσει τη Τουρκία με Ευρωπαϊκά κοστούμια, η κυβέρνηση του Κεμάλ θα διδάξει στα σχολεία ότι τη φωτιά την άναψαν οι Έλληνες κι οι Αρμένιοι.Μα οι επιστήμονες της δε θα θυσιάσουν για πολύ την ιστορική αλήθεια στο βωμό της πολιτικής. Άλλωστε την πρώτη μαρτυρία τη δίνει σε πρώτο χρόνο ο Αμερικανός πρόξενος George Horton, όπως τη ζει ο ίδιος: «το πυρ ετέθη υπό των Τούρκων εκ προθέσεως δια να εξαλείψει τα απτά ίχνη των σφαγών, των λεηλασιών των ατιμώσεων και των άλλων θηριωδιών”. Ο διεθνής τύπος επιβεβαιώνει τη μαρτυρία του Horton: »Μόνο η τουρκική συνοικία έμεινε όρθια, καθώς και μερικά σπίτια στην Πούντα… Ο τακτικός Τουρκικός Στρατός έβαλε σε πολλά σημεία φωτιά, που την τροφοδοτούσαν οι εμπρηστικές βόμβες που έριχνε ασταμάτητα μέσα στις φλόγες. Οι σκηνές της σφαγής που ακολούθησε, ήταν φρικτές». (Daily Telegraph – 05/09/1922) «Οι Τούρκοι στρατιώτες, που δρούσαν εσκεμμένα, ήταν οι κύριοι αίτιοι της τρομερής καταστροφής». (Daily news – 07/09/1922)

Μέσα στις φλόγες η Σμύρνη χάνεται… μέσα στις φλόγες εξαφανίζονται τα άψυχα κορμιά των θυμάτων, το αίμα των αθώων τα λεηλατημένα τους νοικοκυριά. Μέσα στις φλόγες χάνεται κι ένα σημαντικό κομμάτι της ιστορίας της, ο πολιτισμός και η μεγαλοπρέπειά της. Κι όσο η Σμύρνη καίγεται και ματώνει , σ’ ένα μπαλκόνι ο Κεμάλ δείχνει στη μνηστή του Λατιφέ , κόρη του Ουσακζαντέ Μουαμέρ Εφέντι, τον πυκνό καπνό που φαίνεται στον ορίζοντα: «ας καούν και ας καταρρεύσουν…» ψιθυρίζει. « όλα μπορούν να επουλωθούν».

Μερικά χρόνια αργότερα ο Βενιζέλος θα πρότεινε εκείνον για το Νόμπελ Ειρήνης: «Έχω λοιπόν τήν τιμή, μέ τήν ιδιότητα μου ώς αρχηγού τής ελληνικής κυβέρνησης τό 1930, νά θέσω πρό τών εξεχόντων μελών τής επιτροπής του βραβείου Νόμπελ για τήν ειρήνη τήν υποψηφιότητα του Μουσταφά Κεμάλ Πασά, ώς άξιου αυτής τής επιφανούς τιμής». … τελικά είχε δίκιο ο Κεμάλ: στην πολιτική, όλα μπορούν να επουλωθούν…

Σημείωση: είναι συγκλονιστική εμπειρία να ακούσει κανείς τη Φιλιώ Χαιδεμένου, τη γιαγιά-Φιλιώ, να περιγράφει τη ζωή στη Σμύρνη και τις τελευταίες τραγικές στιγμές… είναι απ’ αυτές τις εμπειρίες που λες πως ο πόνος που σου προκαλείται στ’ αλήθεια αξίζει…
Η γιγιά Φιλιώ Χαιδεμένου – YouTube.com

Η/Υ ΠΗΓΗ:
https://m.facebook.com/story.php?story_fbid=10156933463867216&id=737342215&refid=17&_ft_=top_level_post_id.10156933463867216%3Atl_objid.10156933463867216%3Athrowback_story_fbid.10156933463867216%3Aphoto_attachments_list.%5B10156933461087216%2C10156933461707216%2C10156933462492216%5D%3Athid.737342215%3A306061129499414%3A2%3A0%3A1535785199%3A-7130741113225691060&__tn__=%2As-R

Κατηγορίες: Αρχεία ήχου και εικόνος (video), Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.