Κυριακή Ε΄ Λουκά: Οι Λάζαροι – Μακαριστού Μητροπ. Πρ. Φλωρίνης, Αυγουστίνου Καντιώτου.

Λουκ. 16, 19-31

«Πτωχός δε τις ήν ονόματι Λάζαρος…»
(Λουκ. 16,20)

Γνωστή, αγαπητοί μου, είνε η παραβολή, που ακούσαμε στο Ευαγγέλιο της σημερινής Κυριακής. Είνε η παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου. Στην παραβολή αυτή δυό κυρίως πρόσωπα ζωγραφίζονται. Το ένα είνε ο πλούσιος, το άλλο είνε ο φτωχός. Πως ζούσε ο ένας και πως ζούσε ό άλλος σ’ αυτόν εδώ τόν κόσμο μας περιγράφει η παραβολή. Επειδή όμως η ζωή των ανθρώπων δεν τελειώνει σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο, αλλά συνεχίζεται σ’ έναν άλλο κόσμο, γι’ αυτό η παραβολή μας περιγράφει και πως ζή στον άλλο εκείνο κόσμο ο πλούσιος και πως ζή ο Λάζαρος.

Όλα όσα λέει η παραβολή είνε πολύ διδακτικά. Και το συμπέρασμα είνε τούτο· Άνθρωποι, προσέχετε πως ζήτε σ’ αυτόν εδώ τoν κόσμο! Ό,τι κάνετε, στον άλλο κόσμο θα έχη πληρωμή ή τιμωρία. Ποτέ μη λησμονείτε τον άλλον εκείνο κόσμο. Εκεί οπωσδήποτε θα πάτε. Καμμιά αμφιβολία μήν έχετε. Υπάρχει η άλλη ζωή. Υπάρχει η δικαιοσύνη του Θεού. Υπάρχει παράδεισος και κόλασις. Αυτά διδάσκει το Ευαγγέλιο. Αυτά βεβαιώνει ο Χριστός. Και αν στο Χριστό δεν πιστέψουμε, σε ποιό θα πιστέψουμε;

Να εξηγήσουμε όλο το σημερινό Ευαγγέλιο; Θα χρειαστεί πολύς χρόνος. Γι’ αυτό, απ’ όλες τις εικόνες που παρουσιάζει η παραβολή, θα εξηγήσουμε μιά μόνο εικόνα. Θα δούμε, πως ζούσε ο φτωχός Λάζαρος σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο.
***

Ο Λάζαρος ήταν ένας άνθρωπος πολύ δυστυχισμένος. Πάνω του έπεσαν πολλές συμφορές. Κοιτάξτε τον. Ο Λάζαρος ήταν πρώτα-πρώτα φτωχός. Δεν είχε ούτε κτήματα ούτε χρήματα ούτε σπίτι.

Κι άλλοι είνε φτωχοί. Αλλ’ αυτοί έχουν υγεία. Πηγαίνουν όπου θέλουν, δουλεύουν, παίρνουν το μισθό ή το μεροκάματό τους και ζουν. Βέβαια δεν ζουν πλούσια. Ζουν πάντως υποφερτά. Γιατί όχι και ευχαριστημένοι; Όταν κανείς έχη την υγεία του, τότε ένα κομμάτι ψωμί, λίγες ελιές κ’ ένα κεραμμύδι τρώγονται με όρεξι. Όταν όμως είνε άρρωστος, τότε και τα ωραιότερα φαγητά τού φαίνονται άνοστα. Ο Λάζαρος λοιπόν κοντά στην φτώχεια είχε και την αρρώστια.

Καί άλλοι βέβαια είνε φτωχοί και άρρωστοι. Αλλ’ έχουν συγγενείς και φίλους, ανθρώπους που ενδιαφέρονται γι’ αυτούς και δεν τους αφήνουν χωρίς περιποίησι, τροφή και φάρμακα. Μα ο Λάζαρος δεν ήταν μόνο φτωχός και άρρωστος. Ήταν και έρημος. Δεν είχε κανέναν να τον προσέξη.

Αλλά πάλι θα πη κανείς· Κι άλλοι φτωχοί, άρρωστοι και έρημοι υπάρχουν στον κόσμο. Ναι. Αλλ’ αυτοί ζουν σε φτωχικές συνοικίες, ανάμεσα σ’ ένα πλήθος από δυστυχισμένους ανθρώπους, και βλέποντας ότι η δυστυχία αγκαλιάζει όλους αυτούς τους ανθρώπους, αισθάνονται κάποια παρηγοριά στην κοινή δυστυχία. Οι φτωχοί έχουν μιά συμπόνια μεταξύ τους και μιά αλληλεγγύη. Ο Λάζαρος όμως δεν βρισκόταν ανάμεσα σε φτωχούς. Ήταν κοντά σ’ ένα μέγαρο. Εκεί μέσα ζούσε ένας πλούσιος. Ζούσε και απολάμβανε όλα τα αγαθά της ζωής. Τα πιό εκλεκτά φαγητά, τα πιό εκλεκτά ποτά, τα πιό ακριβά ρούχα, τα πιό πολυτελή έπιπλα, τις πιό καλλίφωνες τραγουδίστριες και χορεύτριες…. Τίποτε δεν τού έλειπε. Ό,τι επιθυμούσε το απολάμβανε. Για να κάνη τα κέφια του, ξώδευε αλύπητα. Μ’ αυτά που ξώδευε θα μπορούσε να κάνη συσσίτιο και να τρέφη κάθε μέρα μιά ολόκληρη συνοικία από φτωχούς. Θα μπορούσε να κτίση νοσοκομείο, να μαζέψη τους φτωχούς αρρώστους και να τους θεραπεύη. Θα μπορούσε να κάνη πολλά πράγματα. Ήταν άσπλαχνος, σκληρός, απάνθρωπος. Ο Λάζαρος ήταν παραπεταμένος στην πόρτα του μεγάρου του πλουσίου, ο πλούσιος μπαινόβγαινε στο μέγαρο, έβλεπε το Λάζαρο σε αθλία κατάστασι, τα σκυλιά να του γλείφουν τις πληγές, να λειώνη κάθε μέρα σαν κερί από τον πόνο και τη δυστυχία, και ο πλούσιος ούτε ένα βλέμμα συμπόνιας δεν τού έρριξε ποτέ. Καρφί δεν του καιγόταν για τη δυστυχία του Λαζάρου. Θα χάρηκε ασφαλώς όταν πέθανε ο Λάζαρος. Γιατί καθάρισε η αυλή του από το δυσάρεστο φαινόμενο…

Ξέρετε με τι έμοιαζε ο Λάζαρος μπροστά στο μέγαρο του άσπλαχνου πλουσίου; Η θέσι τού Λαζάρου ήταν σαν τη θέσι ενός πεινασμένου μπροστά σ’ ένα τραπέζι γεμάτο απ’ όλα τα φαγητά. Ο πεινασμένος βλέπει τα φαγητά, αλλ’ απαγορεύεται να τ’ αγγίξη. Άλλο είνε να πεθάνη κανείς από την πείνα σ’ έναν έρημο τόπο όπου δεν υπάρχει τίποτε, και άλλο να πεθάνη σ’ ένα τόπο γεμάτο αγαθά. Άλλο είνε να πεθάνη κανείς από τη δίψα μέσα σ’ έναν έρημο και άνυδρο τόπο, όπου δέν υπάρχει σταλαγματιά νερό, και άλλο να πεθάνη κανείς κοντά σε μιά πηγή με άφθονο νερό, γιατί κάποιος άνθρωπος σκληρός κάθεται πάνω στην πηγή και τη φυλάει και δεν επιτρέπει στον διψασμένο άνθρωπο να πιή λίγο νεράκι και να σβήση τη φλόγα της δίψας που καίει τα σωθηκά του. Σε τέτοια θέσι βρισκόταν ο Λάζαρος.

Φτωχός, άρρωστος, έρημος, παραπεταμένος ο Λάζαρος μπροστά στο μέγαρο ενός πλουσίου, που ούτε ένα κομματάκι ψωμί ούτε ένα ποτήρι νερό δεν τού έδινε. Να γιατί ρίχτηκε ο πλούσιος στην κόλασι. Και αν δεν υπήρχε κόλασι, για τέτοιους πλουσίους έπρεπε να γίνη κόλασις, λέει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, που κάθε Κυριακή ακούμε τη λειτουργία του.

***

Από τότε, αγαπητοί μου, που είπε ο Χριστός την παραβολή αυτή, πέρασαν 20 αιώνες. Αλλά οι Λάζαροι εξακολουθούν να υπάρχουν και σήμερα σ’ αυτό τόν κόσμο της αδικίας και ασπλαχνίας. Πόσοι πεθαίνουν καθημερινώς σ’ όλη τη γη από τη πείνα! Πόσοι άρρωστοι μένουν έξω από νοσοκομεία, χωρίς γιατρούς και φάρμακα! Πόσοι έχουν πεταχθή έξω από τα σπίτια τους και πόσοι έχουν εγκαταλειφθή από άσπλαχνα παιδιά! Θα σας αναφέρω ένα μόνο παράδειγμα. Σ’ ένα χωριό, όχι πολύ μακριά από τη Φλώρινα, ήταν ένας δυστυχισμένος γέρος. Τα παιδιά του τον εγκατέλειψαν, πήγαν στα ξένα, κι ούτε ένα γράμμα δεν του έστελναν. Ο γέρος δεν μπορούσε πια να εργασθή. Έπεσε στο κρεββάτι. Κανείς δεν τον κοίταζε. Κανείς δεν γύριζε να δη αν ζή ή αν πέθανε. Κάποιος πονετικός άνθρωπος, που έβλεπε ότι είχε μέρες να βγή έξω από το σπίτι, πήγε, μπήκε μέσα, μα δεν μπορούσε να προχωρήση. Όλο το σπίτι βρωμούσε. Ο γέρος ήταν πεσμένος στο κρεβάτι, σκεπασμένος. Μόλις και μετά βίας ανέπνεε. Ο πονετικός άνθρωπος άνοιξε τα παράθυρα, για να φύγη η δυσοσμία, τον σήκωσε, τον καθάρισε και τον πήρε και τον μετέφερε στο γηροκομείο Φλωρίνης. Κι να ήταν μόνο αυτός ο γέρος…. να ένας Λάζαρος! Να πολλοί, αναρίθμητοι Λάζαροι.

Αχ! Εσείς που έχετε τα λεφτά και τα πετάτε εδώ κ’ εκεί και ζήτε σαν τον άσπλαχνο πλούσιο του Ευαγγελίου, σταματήστε για λίγο τα γλέντια σας και σκεφθήτε τους Λαζάρους. Σπλαχνισθήτε τους και βοηθήστε τους. Φοβηθήτε την αιώνια κόλασι. Μην ξεχνάτε, ότι «τον άσπλαχνον με τους αθέους θα κατακρίνη ο Χριστός».

Από το βιβλίο: Επισκόπου Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου, Μητροπολίτου Πρ. Φλωρίνης: Κυριακή. Σύντομα κηρύγματα επί των Ευαγγελικών περικοπών.
Έκδοσις Ορθοδόξου Ιεραποστολικής Αδελφότητος «Ο Σταυρός»

Η/Υ επιμέλεια Αικατερίνας Κατσούρη.

Παράβαλε και:
Κυριακή Ε. Λουκά: η Ευαγγελική Περικοπή της Θ. Λ., ομιλία Αστερίου Επισκ. Αμασείας, εις τον πλούσιον και τον Λάζαρον.
Αγίου Ρωμανού του μελωδού – κοντάκιον Εις τον πλούσιον και τον Λάζαρον.
Κυριακή Ε. Λουκά: Ο πλούσιος και ο φτωχός Λάζαρος – Ιερομ. Κοσμά του Δοχειαρίτου.
Κυριακή Ε’ Λουκά: Πλούτος και πτωχεία – π. Θεοδώρου Ζήση.
Κυριακή Ε’ Λουκά: Του Πλουσίου και του Λαζάρου.
Τους πονείς τους φτωχούς; – Άγιος Γρηγορίου του Θεολόγου.

Κατηγορίες: Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.