Κωνσταντίνος Κανάρης : Ενας εθνικός ήρωας με ακλόνητη Πίστη στον Χριστό και ευλάβεια προς τη Θεοτόκο και τους Αγίους – Βασιλείου Γ. Βοξάκη, Θεολόγου.

Εκατόν ενενήντα επτά χρόνια πέρασαν από τη νύχτα της 6ης προς 7η Ιουνίου 1822, όταν ο δαυλός του πυρπολητή Κωνσταντίνου Κανάρη ανατίναζε στον αέρα την τουρκική ναυαρχίδα έξω από το λιμάνι της Χίου και φώτιζε «τ’ αστροπελέκι σου Ανατολή και Δύση» κατά τον ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη.

Ποιος δεν έχει ακούσει το όνομα του Κανάρη, και ποιος δεν τον έχει στη μνήμη του ως τον θρυλικό μπουρλοτιέρη της Εθνικής παλιγγενεσίας! Παράλληλα όμως πόσοι έχουν αναρωτηθεί τι ήταν αυτό που μετέτρεψε έναν απλό ναυτικό σε ήρωα; Ο ίδιος είχε απαντήσει σε σχετικό ερώτημα: «Όλα, παιδί μου, όλα τα κατορθώνει η προς την Πατρίδα αγάπη».1 Όμως και αυτή την αγάπη προς την Πατρίδα ποια ήταν η πηγή η διαθέτουσα «ύδωρ ζων» (Ιω. 4, 10), που την πότισε και την έκανε να θεριέψει και να δώσει καρπούς; Ποια πνευματική «μήτρα» γέννησε αυτή τη μορφή με τις τόσες αρετές; Γιατί σ’ αυτόν δεν υπήρχε μόνο η φιλοπατρία, αλλά στο χαρακτήρα του συναντούσες πλήθος χριστιανικών αρετών, όπως: την ταπείνωση, την ανεξικακία, την ανιδιοτέλεια, την αγάπη προς την οικογένεια, την τιμιότητα, τη φιλανθρωπία και πλήθος άλλων αρετών. Όλα αυτά οφείλονταν στη φλογερή κι ακράδαντη πίστη και αγάπη του Κανάρη προς τον Χριστό.

Για τον θρυλικό Ψαριανό μπουρλοτιέρη, αλλά και για όλους τους αγωνιστές του ’21 η ευλάβεια και η προσήλωση στην Ορθοδοξία δεν ήταν κάτι το επίπλαστο και το εθιμικό. Ήταν κύμα που πλημμύριζε την ύπαρξή τους και δροσερός άνεμος, που αφύπνιζε την ψυχή τους. Το πνευματικό «γάλα» της Εκκλησίας τους μεγάλωσε και τους έδωσε δυνάμεις να πετύχουν σαν άλλος Δαβίδ να κατανικήσουν τον πάνοπλο Γολιάθ.

Αλλά ας αναφερθούμε στην πιο γνωστή από τις αρετές του Κανάρη, αυτή της φιλοπατρίας. Ίσως κάποιος θα αντέτεινε: »είναι η αγάπη για την Πατρίδα χριστιανική αρετή; Μήπως αυτό αναιρεί την αγάπη που πρέπει να διακατέχει όλους τους ανθρώπους κάθε φυλής και έθνους, αφού έχουμε κοινό πατέρα μας και δημιουργό μας τον Θεό; Μήπως ο Κανάρης είναι αξιοκατάκριτος και όχι αξιέπαινος;» Απαντάμε λοιπόν ότι η Ορθοδοξία έχει υπερεθνικό και υπερφυλετικό χαρακτήρα και ευαγγελίζεται την ένωση όλων των ανθρώπων στο Ζωηφόρο σώμα της Εκκλησίας, που έχει κεφαλή τον Χριστό. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι απορρίπτει και αποδοκιμάζει την ύπαρξη εθνών. Το αντίθετο μάλιστα. Ευλογεί και αποδέχεται την ύπαρξη των εθνών ως θέλημα Θεού. Η Εκκλησία συμπαραστέκεται, αγκαλιάζει και εύχεται υπέρ των εθνικών αγώνων, που γίνονται για την υπεράσπιση των «ιερών και των οσίων», όπως αυτός της Ελληνικής Επαναστάσεως.

Πολλά αποσπάσματα από τη διδασκαλία των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας θα μπορούσαμε να αναφέρουμε γι’ αυτό το θέμα, αλλά θα αρκεστούμε σε τέσσερα εξ αυτών. Ο Μέγας Αθανάσιος διευκρινίζει ότι : «Φονεύειν ουκ έξεστιν, αλλ’ εν πολέμοις αναιρείν τους αντιπάλους και έννομον και επαίνου άξιον…»2 Ο Μέγας Βασίλειος μας συμβουλεύει μέσα από τις επιστολές του ν’ αγαπάμε την πατρίδα μας όσο και τους γονείς μας : «ος την ενεγκούσαν καὶ θρεψαμένην πατρίδα ίσα γονεύσι τιμών».3 Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος επισημαίνει ότι είναι γνώρισμα των ανθρώπων, που είναι ευσεβείς, να τιμούν τη μητέρα τους. Αλλά κάθε άνθρωπος έχει διαφορετική μητέρα. Όμως κοινή μητέρα όλων είναι η Πατρίδα. «Μήτηρ δὲ ἄλλη μὲν ἄλλου· κοινὴ δὲ πάντων, πατρίς».4 Και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος τονίζει ότι: «Ουδέν πατρίδος γλυκύτερον».5

Ο Κωνσταντίνος Κανάρης ως ιδιαίτερη πατρίδα του είχε τα Ψαρά, όπου και γεννήθηκε το 1793, το ίδιο έτος που ανεγειρόταν από τους ευσεβείς Ψαριανούς ο μεγαλόπρεπος και ευρύχωρος ναός του Αγίου Νικολάου. Το πατρικό σπίτι του βρισκόταν σε μικρή απόσταση από το ναό αυτό. Ο ίδιος έλεγε συχνά: «Από μικρός ήμουνα θεοφοβούμενος και στο όνομα του Θεού ακουμπούσα πάντα την απόφασή μου». Τηρούσε ευλαβικά τις νηστείες, σεβόταν τις γιορτές και εκκλησιαζόταν τακτικά. Έτρεφε ιδιαίτερη αγάπη προς τον Άγιο Νικόλαο, τον οποίο θεωρούσε προστάτη Άγιό του και το όνομα του Αγίου αυτού έδωσε στον πρωτότοκο γιο του. Έτσι σιωπηλά και αθόρυβα προετοιμαζόταν και ενισχυόταν πνευματικά ώστε, όταν έφθασε «το πλήρωμα του χρόνου», με τη βοήθεια του Θεού να εργασθεί με όλες του τις δυνάμεις για την απελευθέρωση της Ελλάδος.

Το χαρμόσυνο νέο της Επαναστάσεως τον βρήκε καπετάνιο σ’ ένα εμπορικό πλοίο αγκυροβολημένο στην Οδησσό της Ρωσίας. Ήταν τόσος ο ενθουσιασμός του που αναχωρεί αμέσως χωρίς να παραλάβει το εμπόρευμα για το οποίο ταξίδεψε εκεί, έτσι ώστε να μην καθυστερήσει ούτε ώρα την προσφορά των υπηρεσιών του προς το Έθνος. Ο ακαταπόνητος ερευνητής της ιστορίας και της λαογραφίας των Ψαρών, Δημήτριος Γ. Ανδριάνας, αναφέρει δύο λησμονημένα περιστατικά από τον βίο του Κανάρη, που αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα του ηρωισμού και της χριστιανικής αυταπαρνήσεώς του.

Στις 4 Απριλίου 1822 η Βουλή των Ψαρών ανέθεσε στον Κ. Κανάρη και τον Κωνσταντίνο Νικόδημο την αποστολή να ταξιδέψουν μέχρι τη Χίο, στην οποία είχαν ήδη αποβιβασθεί οι Τουρκικές ορδές, και «να σώσουν με κάθε τρόπο τον Αλεξανδρή Βλαστό και τον γέροντα μαστρο – Σταμάτη, τον τεχνίτη της ναυπηγικής, που οι Ψαριανοί τους λογάριαζαν και τους δύο για ευεργέτες τους ».6 – 7 Ταυτόχρονα, είχαν ως στόχο τη διάσωση της μητέρας του Ψαριανού Εθνικού Ευεργέτη Ιωάννη Βαρβάκη. Κανάρης και Νικόδημος με μια ομάδα άλλων θαρραλέων Ψαριανών – επιβαίνοντας στο ψαριανό πλοίο του Αναγνώστη Ανδρέα Παπά – έφθασαν στον κόλπο της Σιδηρούντας, που βρίσκεται στα δυτικά της Χίου. Εκεί βρέθηκαν μπροστά σε μεγάλο πλήθος απελπισμένων Χίων, που είχαν συγκεντρωθεί δίπλα στη θάλασσα, για να ξεφύγουν απ’ τις χατζάρες των αιμοδιψών πιστών του Ισλάμ. Κανάρης και Νικόδημος με αυτοθυσία έφθασαν μέχρι το χωριό Άγιος Γεώργιος Συκούσης, αλλά όταν πλησίασαν το είδαν καιόμενο και μην έχοντας κάτι να προσφέρουν γύρισαν στο πλοίο τους,8 το οποίο
ξέχειλο από Χιώτες πρόσφυγες αναχώρησε για τα Ψαρά.

Σύντομα όμως επέστρεψαν και διέσχισαν σχεδόν όλο το νησί, με κατεύθυνση προς το νότο, στα Μαστιχοχώρια και συγκεκριμένα το χωριό της Καλλιμασιάς, όπου βρίσκεται η Μονή της Παναγίας της Πλακιδιωτίσσης.9 Εκεί εγκαταβίωνε ως μοναχή η Μαρία (Μαρού) Βαρβάκη, μητέρα του συντοπίτη τους Ι. Βαρβάκη, μεγάλου ευεργέτη των Ψαρών και γενικότερα όλης της Ελλάδος, ο οποίος συνέβαλε με μεγάλα χρηματικά ποσά στον Αγώνα του Έθνους. Παρά τους μύριους κινδύνους κατάφεραν να την εντοπίσουν και να την μεταφέρουν σώα στα Ψαρά, σώζοντάς την από βέβαιο θάνατο, αφού σε λίγες ημέρες οι Τούρκοι έσφαξαν όσες από τις μοναχές κατάφεραν να βρουν στη Μονή.10 Με ευγνωμοσύνη ο Ι. Βαρβάκης διηγιόταν το περιστατικό, λέγοντας: «τους αγαπητούς μου συμπατριώτες… πάντοτε θα ευγνωμονώ δια τον άθλον των να απαγάγουν κυριολεκτικώς μέσα από τα χέρια των Τούρκων την μητέρα μου… ».11

Η έμπρακτη αγάπη προς τον πλησίον, που επεδείκνυε δια βίου ο Κ. Κανάρης, δεν περιορίσθηκε στην σωτηρία μόνο των προαναφερθέντων προσώπων, αλλά έλαμψε κυριολεκτικά κατά τις σφαγές της Χίου. Εκείνο τον φοβερό Απρίλιο του 1822 οι λυσσασμένες και φανατισμένες ορδές των πιστών του Ισλάμ ξεχύθηκαν σαν μανιασμένη θάλασσα πάνω στο νησί της Χίου. Οι γκιαούρηδες (= άπιστοι) Ρωμιοί έπρεπε να τιμωρηθούν παραδειγματικά, επειδή τόλμησαν να επαναστατήσουν. Ανελέητες σφαγές, εξανδραποδισμοί, πυρπολήσεις και κάθε είδους φρικαλεότητες, που θα έκαναν ακόμα και τους μεγαλύτερους εγκληματίες να χάσκουν σαστισμένοι, έλαβαν χώρα. Μέσα σ’ αυτόν τον ορυμαγδό ο Κ. Κανάρης με κίνδυνο της ζωής του ανέλαβε να επιβιβάσει στο πλοίο του και να μεταφέρει, διασώζοντάς τους, στα ελεύθερα Ψαρά, όσο περισσότερους Χίους μπόρεσε. Ας δούμε μια ιστορική μαρτυρία:

Η Μαριγώ Σώτροπα, από το χωριό Λιθί στα Νοτιοδυτικά παράλια του νησιού, είχε αφηγηθεί στις αρχές του 20ου αιώνα: «λεν’ οι γεροντότεροι χωριανοί, πως ένας απ’ εκείνους που ήρκουνταν με πιο μεγάλη προθυμία για να παίρνουν τους ανθρώπους ήταν, λέει, κι εκείνος που ήκαψεν ύστερα των τούρκων φεργάδα μέσα στο λιμάνι της Χώρας, ο Κανάρης μαθές…».12

Μέχρι τον Ιούνιο του 1822 ο Κανάρης είχε πάρει μέρος σε αρκετές ναυτικές επιχειρήσεις με Ψαριανά πλοία εναντίον του Τουρκικού στόλου (Μικρασιατικά παράλια, Σέριφος, Ψαρά, Πάτρα). Όταν λοιπόν ζήτησε ν’ αναλάβει τη ριψοκίνδυνη αποστολή στη Χίο, το αίτημά του αντιμετωπίστηκε με δυσπιστία και από κάποιους άλλους φθονερούς με περιφρόνηση. Ο ίδιος χωρίς χαιρεκακία, αλλά με συγκατάβαση και συγχωρητικότητα δικαιολογούσε τη στάση των συμπατριωτών του, λέγοντας τα εξής : «Δεν είχανε εμπιστοσύνη στο κουράγιο μου, καθόμουνα ήσυχος στο σπίτι μου, δεν ανακατευόμουνα στα μαλώματα, στους θορύβους. Οι πατριώτες μου δεν με θαρρούσαν άξιο να κουμαντάρω μπουρλότο. Στα Εικοσιδυό έλαβαν ανάγκη από μπουρλοτιέρη καπετάνιο. Τότε παρουσιάστηκα κι εγώ και τους φάνηκε παράξενο».

Με τη βοήθεια του Θεού επελέγη τελικά ο Κωνσταντίνος Κανάρης. Πήρε λοιπόν τους άνδρες, που θ’ αποτελούσαν το πλήρωμα του πυρπολικού του, και ξεκίνησαν για το ναό του Αγίου Νικολάου, για να λειτουργηθούν την 1η Ιουνίου. Εκεί, αφού άναψε κερί μπροστά στα εικονίσματα της Παναγίας και του Αγίου Νικολάου, πήρε την απόφαση που τον ανύψωσε στο επίπεδο του Μάρτυρα. Με πνεύμα αποφασιστικότητας και αυτοθυσίας είπε «Κωσταντή, θα πεθάνεις».13 Μια φράση που λες και ήταν βγαλμένη από κάποιο αρχαίο χριστιανικό Μαρτυρολόγιο. Αλλά ας μην ξεχνάμε ότι η Τουρκοκρατία υπήρξε και εκείνη περίοδος διωγμών και κόσμησε την Εκκλησία του Χριστού με στρατιά νεοφανών Αγίων, τους Νεομάρτυρες. Δεν είχαν περάσει πολλά χρόνια, όπου αντηχούσε το κήρυγμα του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού: «Ψυχή και Χριστός σας χρειάζεται, αυτά τα δύο. Κι όλος ο κόσμος να πέσει απάνω σας, δεν μπορεί να σας τα πάρει, εκτός κι αν τα δώσετε με το θέλημά σας».

Ο Χριστός άκουσε την απόφαση αυτή της αυτοθυσίας του Κωνσταντή, που ταυτόχρονα ήταν και παράκληση, και με τις μεσιτείες της Θεομήτορος και πάντων των Αγίων τού χάρισε μία δοξασμένη και υπέρλαμπρη νίκη, που μένει ακατάλυτη από τον χρόνο. «Τριάκοντα δυο εθελονταί μετέσχον της εκστρατείας ταύτης, πάντες μεταλαβόντες την πρωίαν των αχράντων μυστηρίων».14 – 15 Όλοι τους, με πρώτο τον Κανάρη, έφυγαν από το ναό κατά τον λόγο του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου: «ως λέοντες, πυρ πνέοντες».16

Μέσα στο νυκτερινό σκοτάδι της 6ης προς 7ης Ιουνίου τα πυρπολικά του Κ. Κανάρη και Α. Πιπίνου γλίστρησαν αθόρυβα μεταξύ των πλοίων του τουρκικού στόλου, που ήταν αγκυροβολημένα ανοικτά του λιμένα της Χίου. Ανάμεσά τους ήταν και «η ναυαρχίς φέρουσα το χαρακτηριστικόν όνομα Μπουρλότα – σαϊμάζι (η καταφρονούσα τα πυρπολικά)».17 Η ναυαρχίδα ήταν ένα θηριώδες τρικάταρτο πολεμικό, με 84 πυροβόλα, διαταγμένα σε τρεις επάλληλες σειρές και από τις δυο πλευρές της. Για τους μουσουλμάνους εκείνο το βράδυ ήταν η 29η του ιερού τους μήνα Ραμαντάν και γιόρταζαν το Μπαϊράμ.18 Η »καπιτάνα» ήταν κατάφωτη και ανυποψίαστη, ενώ το πλήρωμά της, από τον ναύαρχο Καρά Αλή19 έως τον τελευταίο ναύτη, ήταν παραδομένο σε κάθε είδους κραιπάλη, μηδέ της απαγορευμένης από το Κοράνιο οινοποσίας. Μόλις πλεύρισε το πυρπολικό την τουρκική ναυαρχίδα, φώναξε ο ανδρείος Κανάρης στους ναύτες του: «Τον σταυρόν σας και ρίξτε τους γάντζους»20 Αλλά ας αφήσουμε και το ημερολόγιο του Ψαριανού πλοίου «Φιλοκτήτης» να μας αφηγηθεί συνοπτικά
τι συνέβη:

«και εκλεχθέντες δύο καπετάνοι μπουρλοτιέριδες, ο Κωνσταντίνος Κανάρης Ψαριανός και ο Ανδρέας Πιπίνος Υδραίος και δύο πολεμικά πλοία να συνοδεύσουν αυτούς και φθάνοντας η νύκτα εκίνησαν με την βοήθειαν του σταυρού και πλησιάσας εις τον εχθρόν ο μεν Κωνσταντίνος Κανάρης το εκόλλησεν ευστόχως εις το τρίκροτον του στολάρχου Αλή Ζαδέ πασά και επυρπολήθη όπου και έγινεν ολοκαύτωμα ο ωμότατος στόλαρχος με πολλού αριθμού Βαρβάρων 7 του Ιουνίου».21

Ο Άγγλος Τόμας Γκόρντον γράφει στο ιστορικό του έργο, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, ότι η ανατίναξη της Τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη υπήρξε «ένα από τα πιο καταπληκτικά στρατιωτικά κατορθώματα που αναφέρει η ιστορία».22 Όμως ο γενναίος αυτός πατριώτης δεν άφησε λεπτό να τον θαμπώσει η λάμψη του θριάμβου του. Ούτε επέτρεψε στον εαυτό του να γεμίσει από αλαζονεία κι εγωισμό. Οι ζητωκραυγές και η θριαμβευτική υποδοχή, που του επεφύλαξαν οι Ψαριανοί συμπατριώτες του και οι πρόσφυγες Χίοι, που είχαν διασωθεί στα Ψαρά, δεν στάθηκαν ικανές να ρίξουν τον σπόρο της ματαιοδοξίας στην αγνή ψυχή του Κωνσταντή. Ταπεινός έφυγε, για να πετύχει τον άθλο αυτό, που φάνταζε ακατόρθωτος, και ταπεινός επέστρεψε. Η τόσο περιφρονημένη – ιδίως στις ημέρες μας – χριστιανική αρετή της ταπεινοφροσύνης ήταν για τον Κανάρη πολύτιμος πνευματικός θησαυρός, που δεν θα αντάλλασε για καμιά πρόσκαιρη δόξα και τιμή του μάταιου τούτου κόσμου.

Εξάλλου ο ίδιος ποτέ δεν θεώρησε το ηρωικό αυτό κατόρθωμα μονάχα δικό του έργο. Αλλά έργο που πέτυχε με τη βοήθεια του Θεού. Έργο της θείας δίκης για τις φοβερές φρικαλεότητες που διέπραξαν τα φανατισμένα με μουσουλμανική μισαλλοδοξία Τουρκικά στίφη στη Χίο. «Φωτοχυσίαν θέλεις, θηρίο, να φωτοχυσία», κραύγασε ο Κανάρης προς τον διασκεδάζοντα με φωτοχυσίες θηριόμορφο και αιματοβαμμένο Καρά Αλή, για να τονίσει ότι ο πυρπολητικός δαυλός του γίνεται όργανο της θείας δικαιοσύνης.23 Με αφοπλιστική ειλικρίνεια, που αποκάλυπτε μια άδολη και απονήρευτη ψυχή, μέχρι το τέλος της ζωής του ομολογούσε: «Μία δύναμις με άρπαξε από την λιτανεία πριν φύγουμε από τα Ψαρά για την Χίο. Μία δύναμις θεϊκή με γιγάντωσε…Αυτή η θεία δύναμις μου έδωσε θάρρος δια να φθάσω με το πυρπολικό μου στην Τουρκική Ναυαρχίδα…Οι Τούρκοι ήσαν τόσοι, ώστε, εάν έπτυον επάνω μας, θα μας έπνιγαν αναμφιβόλως. Αλλά ο Μεγαλοδύναμος Θεός δεν το επέτρεψε και μας έσωσε, διότι εγνώρισε την ψυχήν των δούλων του… Εις το όνομα του Κυρίου φώναξα
εκείνη τη στιγμή. Έκανα τον Σταυρό μου και πήδηξα στη βάρκα. Οι φλόγες του πυρπολικού μεταδόθηκαν στην Ναυαρχίδα που τινάχθηκε στον αέρα και παρέσυρε στον θάνατο χιλιάδες Τούρκους…».24

Πρώτο μέλημα του Κανάρη μόλις επέστρεψε στα Ψαρά δεν ήταν να απολαύσει τους καρπούς του θριάμβου του ούτε να ξεκουραστεί, αλλά να ανηφορήσει ασκεπής προς την εκκλησία του Αγίου Νικολάου25, ακολουθούμενος απ’ όλο τον πληθυσμό του νησιού, για να ευχαριστήσουν τον Θεό για το ανέλπιστο μέγεθος της επιτυχίας. Ο αυτόπτης μάρτυρας και συναγωνιστής του, ο Κωνσταντίνος Νικόδημος, αφηγείται : «τους υπεδέχθη εις τον αιγιαλόν ο λαός, ο κλήρος και οι ιερείς ενδεδυμένοι τας ιερατικάς των στολάς και τους συνόδευσαν εν παρατάξει εις τον ναόν του αγίου Νικολάου ένθα έψαλαν δοξολογίαν».26 Με την είσοδό του στο ναό ο λιονταρόκαρδος ήρωας ασπάσθηκε με ευλάβεια την εικόνα του προστάτη του Αγίου Νικολάου. Στη δοξολογία, που ξεκίνησε, προέστη ο επίσκοπος Μυρρίνης, Σωφρόνιος.27 Η Μύρρινα ήταν μία από τις επισκοπές της Μητροπόλεως Εφέσου της Μικράς Ασίας. Ο Σωφρόνιος είχε εκδιωχθεί απ’ αυτήν από τους Τούρκους λόγω της Επαναστάσεως και υπήρξε ένας από τους δεκάδες αρχιερείς που έλαβαν ενεργό μέρος στον Αγώνα του
Γένους για την απελευθέρωσή του.

Θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε ότι ο επίσκοπος Σωφρόνιος διατηρούσε στενή φιλία με τον Κανάρη και «μεγάλως επέδρα επί της ψυχής αυτού».28 Πολλές φορές με τις ομιλίες του αναπτέρωνε το ηθικό και τόνωνε τον εθνικό ζήλο των ακροατών του στα Ψαρά, μεταξύ των οποίων δεν έλειπε και ο Κωνσταντής. Την ημέρα αυτή του πρώτου θριάμβου του φίλου του και πνευματικού παιδιού του, ο Σωφρόνιος με τρεμάμενα χέρια θα σκύψει και θα μεταλάβει «τον δούλο του Θεού Κωνσταντίνο εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν την αιώνιον»29, ο οποίος γονατιστός μπροστά στην Ωραία Πύλη δέχεται τον ίδιο τον Χριστό, τη Θεία Κοινωνία, βρέχοντας το ηλιοψημένο πρόσωπό του με άφθονα δάκρυα ευγνωμοσύνης: «εν πολλή κατανύξει μετέδωκεν (ο Σωφρόνιος) αυτώ γονυπετώς και κλαίοντι των αχράντων μυστηρίων».30

Και, όπως προείπαμε, ο Κανάρης ως προς την πίστη δεν ήταν η εξαίρεση, αλλά ο κανόνας μεταξύ των αγωνιστών του ’21. Το ίδιο θεοσεβές φρόνημα με τον Κανάρη είχαν και οι άλλοι κατά θάλασσαν αγωνιζόμενοι Έλληνες. Κάθε νίκη τους την απέδιδαν στον Θεό και ποτέ στον εαυτό τους και στις ικανότητές τους. Σε κοινή επιστολή τους οι Ψαριανοί πλοίαρχοι Κωνσταντίνος Κανάρης, Κωνσταντίνος Νικόδημος, Ανδρέας Κεφάλας και Νικόλαος Γιαννίτζης, γραμμένη ανοιχτά του Μεσολογγίου στις 17 Ιανουαρίου 1826 προς την Επιτροπή των Ψαρών στην Αίγινα, αναφέρουν μεταξύ άλλων τα εξής: «δοξάζοντες τον ύψιστον δια αυτήν την νίκην και παρακαλούντες οπού και τα όμοιά του να λάβουν την ιδίαν τύχην».31 Αλλά ας αφήσουμε αυτό να το τεκμηριώσει ακόμα μία από τις ιστορικές πηγές της εποχής εκείνης. Πρόκειται για το ημερολόγιο του Άγγλου φιλέλληνα James Emersov, όπου αναγράφει τα εξής:

«Πίσω από το δωμάτιο του καπετάνιου υπάρχει ένα εκκλησάκι με πολλές εικόνες της Παναγίας και του Αγίου Νικολάου, μπροστά τους κρέμονται καντήλια. Αυτό δεν αποτελεί κάτι το ιδιαίτερο του πλοίου του Μιαούλη, που ονομάζεται «Άρης». Όλα τα πλοία του στόλου έχουν την Παναγία και το καντήλι τους, μπροστά στα οποία ο καπετάνιος και οι αξιωματικοί προσεύχονται από το βράδυ ως το πρωί. Επίσης στο ηλιοβασίλεμα κάνουν το γύρο της γέφυρας μ’ ένα θυμιατό, του οποίου κάθε άνδρας του πληρώματος αναπνέει τον αέρα κάνοντας ευλαβικά το σταυρό του και λέγοντας μια προσευχή στην Παναγία».32

Η χριστιανική ψυχή του Κανάρη ήταν διαποτισμένη με τις αρετές της συγχωρήσεως και της ανιδιοτέλειας, όπως αυτό αποκαλύπτεται στα ακόλουθα ιστορικά γεγονότα: Το «Μινιστέριον των Ναυτικών» αμέσως μετά την ανατίναξη της ναυαρχίδας των 84 πυροβόλων του Ναυάρχου Καρά Αλή στη Χίο έκανε πρόταση στο Εκτελεστικό να δοθούν ως αναγνώριση του άθλου τους στον Κανάρη, στον Ανδρέα Πιπίνο και στα πληρώματά τους τιμητικό δίπλωμα και αργυρό παράσημο και παράλληλα να τους χορηγηθούν, ως υλική αμοιβή, γη από τα εθνικά κτήματα. Το Βουλευτικό όχι μόνο ενέκρινε την πρόταση, αλλά αύξησε και τις αμοιβές. Όμως ο φθόνος, η μικροπρέπεια, και η βραχεία μνήμη, που συνήθως έχουμε για τους ευεργέτες μας, τελικά πρυτάνευσαν – όπως συχνά συμβαίνει στον τόπο μας – και δεν τους δόθηκε απολύτως τίποτα, ούτε καν το χαρτί του τιμητικού διπλώματος.33 Όμως ο Κανάρης ούτε μνησικάκησε, ούτε καταπτοήθηκε, αλλά συνέχισε τον αγώνα του με ακόμα μεγαλύτερη ορμή και θάρρος.

Δυστυχώς όμως η ανθρώπινη κακία έπληξε και δεύτερη φορά την ψυχή του άδολου αυτού αγωνιστή. Είχε ήδη παρέλθει ο Ιούνιος του 1824 και στα ερειπωμένα από την τουρκική θηριωδία Ψαρά η μόνη που βάδιζε ήταν η Δόξα. Ο αγνός αυτός πατριώτης εκλιπαρούσε να δοθεί στην κατατρεγμένη και ξεσπιτωμένη οικογένειά του ένα άδειο σπίτι στο Ναύπλιο, για να στεγασθούν προσωρινά. Όμως η κυβέρνηση Κουντουριώτη αρνήθηκε, διότι η μικροψυχία και ο φθόνος τους τύφλωναν και νέκρωναν τη συνείδησή τους. Θα μπορούσε τότε ο Κανάρης να προτάξει τη μέριμνα για την επιβίωση της οικογένειάς του πριν από την αγάπη για την Πατρίδα. Θα μπορούσε να είχε εγκαταλείψει τον Αγώνα πικραμένος από την τόση αχαριστία και μια τέτοια προσβολή. Όμως ο Κανάρης είπε κατά το παράδειγμα του Ιησού Χριστού: «Πάτερ, άφες αυτοίς» (Λκ. 23, 34) και συγχώρησε αυτούς που »σταύρωναν» εκείνον και την οικογένειά του. Το αίτημα της Κυριακής Προσευχής «ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών» (Μτθ. 6, 12) ήταν για τον Κωνσταντή όχι κάποια τυπικά λόγια μιας
προσευχής, αλλά καθημερινός τρόπος ζωής. Έτσι ο Ψαριανός ήρωας δεν μνησικάκησε, αλλά πήρε πάλι το πυρπολικό, που ύστερα από μύρια προσκόμματα του έδωσε η κυβέρνηση, και ξαναχύθηκε στη θάλασσα να συνδράμει τον Εθνικό Αγώνα.

Σύμφωνα με τον Γάλλο αξιωματικό και φιλέλληνα Olivier Voutier34, όταν στο Ναύπλιο το 1824 μια ομάδα Άγγλων αξιωματικών συναντήθηκαν με τον Κανάρη του εξέφρασαν την απορία τους πώς δεν είχε λάβει καμιά αμοιβή για τα κατορθώματά του, που είχαν ήδη προκαλέσει τον θαυμασμό σε Ευρώπη και Αμερική. Το ερώτημα του έδινε μια λαμπρή ευκαιρία να ακουστούν στο εξωτερικό τα παράπονά του για τις αδικίες που του έκανε η κυβέρνηση Κουντουριώτη. Όμως ο Κανάρης, που αγόγγυστα υπέμενε τον παραγκωνισμό του, δεν θέλησε να διασυρθεί το όνομα της Ελλάδος στους ξένους, για να βρει εκείνος το δίκιο του. Απάντησε λοιπόν: «Η Διοίκηση δεν μου έδωκε τίποτε γιατί τίποτε δεν θέλω. Έκαμα το χρέος μου και είμαι ευτυχισμένος γι’ αυτό». Η μεγαλοψυχία του κι ο πατριωτισμός του ήταν τόσος, ώστε να παραβλέπει το προσωπικό του δίκαιο μπροστά στο κοινό καλό. Τα κείμενα των Ευαγγελίων που άκουγε στην Εκκλησία και τα Συναξάρια των Αγίων και ιδίως αυτά των Νεομαρτύρων τον είχαν διδάξει να είναι μακρόθυμος και ανεξίκακος, να έχει υπομονή
και ανιδιοτέλεια.

Η Ευαγγελική αρετή της αγάπης προς τον πλησίον, αγάπης που να φθάνει μέχρι αυτοθυσίας, όπως αυτή αποκαλύπτεται μεταξύ άλλων κειμένων της Αγίας Γραφής και στην Παραβολή του Κυρίου για τον Καλό Σαμαρείτη (Λκ.10,30 – 35), αυτή λοιπόν η αρετή χαρακτήριζε τον Κανάρη. Αποκαλυπτικό είναι το εξής γεγονός που διασώζεται στο ποίημα του Σπετσιώτη ποιητή Γεωργίου Στρατήγη, «Ματρόζος». Όταν στις 29 Οκτωβρίου 1822 ο ατρόμητος αυτός θαλασσομάχος κατόρθωσε ανοιχτά της Τενέδου να ανατινάξει μια Τουρκική φρεγάτα, την αντιναυαρχίδα «Ριάλα Γεμισί», κυνηγημένος από την Τουρκική αρμάδα λίγο έλειψε να σκοτωθεί. Με ηρωική αυτοθυσία ο Υδραίος Αλέξανδρος Ματρόζος (1795 – 1855) πλησιάζει με το πλοίο του τη βάρκα του Κανάρη, για να τον σώσει. Ενώ ο Ματρόζος τον παρακινεί ν’ ανέβει πρώτος στο πλοίο από την ανεμόσκαλα, η χριστιανική αγάπη, που πλημμυρίζει τα στήθη του ηρωικού τέκνου των Ψαρών, τον κάνει να σκεφθεί πρώτα την ασφάλεια του πληρώματός του και μετά τον εαυτό του. Η ποιητική πένα του Γεωργίου Στρατήγη βάζει το
Ματρόζο να θυμίζει χρόνια μετά στον Κανάρη:

«Κάνω τιμόνι δεξιά … το φλογερό το χνώτο

του Τούρκου θα σε βούλιαζε, θυμάσαι; σου φωνάζω,

«Πρώτος απ’ όλους ν’ ανεβείς», μα δεν μ’ ακούς κι αφήνεις

άλλους ν’ ανέβουν… έσκυψα κι απ’ τα μαλλιά σ’ αδράζω

και σ’ έσωσα και φύγαμε … μα δάκρυα βλέπω χύνεις ! …»

Πώς είναι δυνατόν το παράδειγμα του Κανάρη και του Ματρόζου να μην μας φέρει στο νου την εκλεκτή φράση του βιβλίου των Παροιμιών της Παλαιάς Διαθήκης35 «Αδελφός υπ’ αδελφού βοηθούμενος ως πόλις οχυρά και υψηλή και ισχύει δε ώσπερ τεθεμελιωμένον βασίλειον»;

Αξιοσημείωτη όμως είναι και η διαφορά ως προς την αντιμετώπιση των αλλοθρήσκων ανάμεσα στον χριστιανό Κανάρη και στους μουσουλμάνους αντιπάλους του. Ο Κανάρης διαθέτοντας χριστιανικές ηθικές αρχές, ποτέ δεν έδειξε θρησκευτική μισαλλοδοξία και δεν έβλαψε αιχμάλωτο και άοπλο, σε όποιο φύλο ή ηλικία κι αν ανήκε αυτός. Για τον χαρακτήρα του θα αναφέρουμε δύο μόνο μαρτυρίες, και αυτές Ευρωπαίων και αλλοδόξων, για να είναι όσο το δυνατόν αμερόληπτες: Ο Γάλλος αξιωματικός του ναυτικού Le Ray τον αποκαλεί «η ειλικρινεστάτη και χρηστοτάτη των ψυχών»36, ενώ ο Γάλλος ναύαρχος Jurien de la Graviere γράφει ότι σε ολόκληρη τη νεότερη ιστορία «δεν θέλομεν ανεύρη φυσιογνωμίαν ευγενεστέραν της του Κανάρη».37

Σε αντιδιαστολή η ωμότητα και η κυνικότητα των Οθωμανών, η οποία υπαγορεύεται από το ίδιο το Κοράνιο, αντικατοπτρίζεται με τον εναργέστερο τρόπο στο ακόλουθο απόσπασμα των Απομνημονευμάτων του σφαγέα της Χίου Βαχίτ Πασά: «Το Πεν Νασαρά εδάφιον του κορανίου, όπου διατάττεται… εις τους πιστούς ίνα καταστρέψουσιν τους γκιαούρους … και η ανταμοιβή άνωθι είναι ο Παράδεισος… όπου θέλουσιν οι γκιαουροτόμοι πιστοί χαίρει αιωνίως…. αυτά πάντα και άλλα σωτήρια παρόμοια εδάφια .. εφύλαττον εν τη μνήμη μου καρπόν μακράς μελέτης».38 (συνεπώς διαπίστωσα εξ αυτών) «ότι η αποτομή ξύλου και λάρυγγος ανθρωπίνου διαφέρουσιν, αλλ’ όχι εν περιπτώσει λάρυγγος γκιαουρικού, κατωτέρω δε ο σοφός νομολόγος (ο Ιμάμης Σερχουσνή) σχολιάζει τον ιερόν τούτον κανόνα, ότι η εξόντωσις ενός απίστου γκιαούρου αποστάτου είναι παρά τω ισλάμη ίση ως και η εξόντωσις δένδρου ή βοτάνης».39

Ο Θεός όμως επιτρέπει και τις δοκιμασίες, έτσι ώστε ν’ αποκαλύπτονται τόσο η αληθινή και σταθερή πίστη, όσο και η επιφανειακή και προσποιητή πίστη. Ο Κανάρης ευλογούσε το Άγιο όνομα του Θεού και στις επιτυχίες και στις αποτυχίες. Η αγάπη του για τον Χριστό δεν είχε ίχνος ιδιοτέλειας. Αν και ολιγογράμματος, κατανοούσε βιωματικά αυτό που διδάσκουν οι Πατέρες της Εκκλησίας, ότι τον Θεό πρέπει να τον αγαπούμε όπως το παιδί τον πατέρα του. Ούτε να τον υπακούμε από φόβο για να μην μας τιμωρήσει, ούτε να κάνουμε το θέλημα του Θεού για να μας επιβραβεύει με ανταλλάγματα. Ο Κανάρης στις 8 Αυγούστου του 1825 απέτυχε στο παράτολμο σχέδιό του να κάψει τον Αιγυπτιακό στόλο του Μωχάμετ Άλη μέσα στο λιμάνι της Αλέξάνδρειας, επίσης στις 3 Δεκεμβρίου του 1827 «εξ αντιπνοίας του ανέμου» δεν κατορθώνει να πυρπολήσει τα Τουρκικά μεταγωγικά στην Κρήνη της Μικράς Ασίας. Όμως ούτε η πίστη του κλονιζόταν ούτε παραπονιόταν όποτε δεν είχε τη Θεία συνδρομή.

Αλλά ούτε και σε μεγαλύτερα δεινά όταν βρέθηκε, όπως η καταστροφή από τους Τούρκους της ιδιαίτερης πατρίδας του το 1824, αλλά ούτε και ο βίαιος θάνατος τριών αγοριών του στάθηκαν ικανά να επηρεάσουν έστω και στο ελάχιστο την αφοσίωσή του στον Παντοκράτορα Κύριο. Ο Κανάρης σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις εφάρμοσε τον ασκητικό λόγο του Αββά Ισαάκ του Σύρου: «Οι θλίψεις και οι στεναχώριες αντιμετωπίζονται με υπομονή και ελπίδα στο Θεό».40

Αλλά και υπόδειγμα τιμιότητας υπήρξε ο θρυλικός αυτός θαλασσομάχος. Μετά την αποτυχημένη επιχείρηση στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας, στο μακρύ ταξίδι της επιστροφής προς την Πατρίδα τελείωσαν στο πλοίο του τα τρόφιμα και το νερό. Τυχαία διασταυρώθηκαν μ’ ένα εμπορικό πλοίο με αυστριακή σημαία, το οποίο ακινητοποιούν. Ο Κανάρης λέει στον καπετάνιο για τα τρόφιμα που θέλοντας και μη τους έδωσε: «Δεν έχω χρήματα να σε πληρώσω τώρα, γράψε σ’ ένα χαρτί πόσο αξίζουν και φέρε το να το υπογράψω». «Όμως εσείς δεν έχετε Έθνος» του λέει ειρωνικά ο ξένος καπετάνιος. Με ακράδαντη βεβαιότητα στη συνδρομή του Χριστού και της Παναγίας ο Κανάρης του απάντησε με βροντερή φωνή: «Αν δεν έχουμε Έθνος θα κάνουμε».41 Μετά την απελευθέρωση, όταν έγινε Πρωθυπουργός, εξόφλησε όλο το χρέος χωρίς καμία πρόφαση, κρατώντας την παλιά του υπόσχεση και εφαρμόζοντας ως γνήσιος Χριστιανός την προτροπή του Κυρίου: «Έστω δε ο λόγος υμών ναι ναι, ου ου». (Μτθ. 5, 37) Το ναι σας πρέπει να είναι ναι και το όχι, όχι. Το τόνισε δε αυτό,
λέγοντας στον έκθαμβο Αυστριακό καπετάνιο : «Βλέπεις , πλοίαρχε μου, πως εμείς οι Έλληνες ότι λέμε το κάνομε !».42

Το ταπεινό του φρόνημα, η απλότητά του και η έλλειψη ίχνους εγωισμού και επάρσεως υπήρξαν παροιμιώδη χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του Κανάρη, που προσιδιάζουν μόνο σε χαρακτήρες, που έχουν ζυμωθεί με χριστιανικά βιώματα, τα οποία απορρέουν από τα ευαγγελικά και συναξαριστικά κείμενα. Το να είσαι ένας καθημερινός άνθρωπος και να ζεις μια ζωή, που δεν ξεφεύγει από τον συνηθισμένο μέσο όρο και να παλεύεις με τον εγωισμό και να τον νικάς είναι κάτι το αξιέπαινο και μία από τις βασικές αρετές. Αλλά το να έχεις επιτύχει ηρωισμούς, να κατέχεις ύπατα αξιώματα, να επαινείσαι και να σου πλέκουν διθυράμβους, όσο ακόμα είσαι εν ζωή, κι εσύ να έχεις την απλότητα ενός μικρού παιδιού κατά την προτροπή του Κυρίου μας (Μκ. 10,15), αυτό σίγουρα αποτελεί απόδειξη αγνής ψυχής, που ανεβαίνει με επιτυχία στην κλίμακα των αρετών. Και δεν ήταν ότι έλειψαν από τον Κανάρη οι αφορμές για να παρασυρθεί σε αλαζονική συμπεριφορά. Αντιθέτως αυτές ήταν πάμπολλες. Ας σταχυολογήσουμε ενδεικτικά μερικές μόνο από αυτές:

Για πόσους άραγε αγωνιστές του ’21 κατά τη διάρκεια του Αγώνα γράφθηκαν στην Ευρώπη βιογραφίες, όπως του Κανάρη στη Γερμανική γλώσσα43 από τον Zinkeisen; Το Εκτελεστικό από το Ναύπλιο στις 10 Αυγούστου 1824 σε έγγραφό του «Προς τους ανδρείους Πυρπολιστάς του Ελληνικού Στόλου» απευθυνόμενο σε εκείνον και τους «συναδέλφους» του διακηρύττει: «Δίκαιον έχει η Πατρίς να σας ονομάζει Σωτήρας της …».44 Τον Ιούνιο του 1825 ο Euqene Villeneuve, Γάλλος φιλέλληνας, καταγράφει στο ημερολόγιό του, που δημοσίευσε το επόμενο έτος, τα εξής για τον Κανάρη: «Είχα την τιμή να δειπνίσω με τον Κανάρη, τον καταστροφέα του τουρκικού ναυτικού … ατρόμητος ναυτικός… Η φυσιογνωμία του επιβλητική. Το βάδισμά του αγέρωχο και στα μάτια του λάμπει το θάρρος που του δίνει πνοή για την ελευθερία της αγαπημένης του πατρίδας».45 Ο Γάλλος ναύαρχος Jurien de la Graviere επαινώντας τον, μας διασώζει την αίσθηση του φόβου, που δημιουργούσε και μόνο το άκουσμα του ονόματος του Κανάρη στους εχθρούς:

«Ο Κανάρης μόνος ήτο αλάνθαστος εν τω είδει τούτω της επιθέσεως. ήρως άξιος των παλμών της καρδίας των ποιητών, ναύτης ον ουδείς θαλασσινός θέλει αποκάμη θαυμάζων. Ο Κανάρης εντός έξ μόλις μηνών κατέστρεψε δύο πλοία της γραμμής και κατεπόντισεν υπέρ τους τρισχιλίους άνδρας. Ήρκει μόνον να ακουσθή το όνομά του, όπως ολόκληροι στόλοι τραπώσιν εις φυγήν».46

Ο ακάματος Κανάρης συνέχισε τον αγώνα στη θάλασσα και μετά την επίτευξη της Εθνικής Ανεξαρτησίας, αυτή τη φορά κατά των πειρατών του Αιγαίου, ιδίως στην περιοχή των Σποράδων και του Αγίου Όρους.47 Ο Κωνσταντίνος Κανάρης ανέλαβε αρκετές φορές υπουργός και Πρωθυπουργός και επί βασιλείας Όθωνα και Γεωργίου Α΄ , ασκώντας τα καθήκοντά του με συνέπεια, ήθος και βλέποντας το αξίωμά του όχι ως εξουσία, αλλά ως διακόνημα με την έννοια που έχει ο όρος στο Χριστιανισμό, δηλαδή της ανιδιοτελούς προσφοράς προς τον πλησίον. Προσηνής και καταδεκτικός στάθηκε προς όλους και ιδίως τους παλαιούς συναγωνιστές του, πρόθυμος να τους συνδράμει σε ό,τι μπορούσε χωρίς να επιτρέψει στη θέση που κατείχε να θολώσει τη μνήμη του και να αμβλύνει την ανθρωπιά του. Μεταξύ των πολλών ιστορικών αποδείξεων ας αναφέρουμε το εξής: Το 1865 χορήγησε πιστοποιητικά συμμετοχής στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας στις οικογένειες των Κυπρίων αγωνιστών Κωνσταντίνου Κυπριώτη και του γιου του Γεωργίου Κυπριώτη, που πνίγηκαν εκτελώντας το καθήκον τους προς την
Πατρίδα. Το ίδιο πιστοποιητικό χορήγησε και στον συμπολεμιστή του Π. Καλαφάτη, καθώς και σε άλλους αγωνιστές.

Η ανιδιοτέλειά του και η αφιλοχρηματία του, που αποτελούν βασικές χριστιανικές αρετές, αποκαλύφθηκαν για μια ακόμα φορά, όταν το 1861του προτάθηκε να λάβει τιμητική σύνταξη δώδεκα χιλιάδων δραχμών, την οποία όμως αρνήθηκε να δεχθεί. Αν και κανείς δεν θα μπορούσε να τον κατηγορήσει γι’ αυτήν, ύστερα από την ηρωική συμμετοχή του στον αγώνα της εθνικής ανεξαρτησίας, ο ίδιος εθελούσια την αποποιήθηκε. Όχι γιατί δεν είχε την ανάγκη αυτών των χρημάτων, αλλά γιατί είχε χριστιανικό ήθος, που δεν του επέτρεπε να φερθεί εγωιστικά και να επιβαρύνει οικονομικά το φτωχό νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Η δε ανυπόκριτη αρετή της ταπεινώσεως που τον διέκρινε, όπως ήδη αναφέραμε, δεν τον άφηνε ούτε στιγμή να αποδεχθεί ότι ο Κωνσταντής προσέφερε κάτι περισσότερο από τους άλλους αγωνιστές της παλιγγενεσίας. Αφού λοιπόν τα πληρώματα των πυρπολικών και οι άλλοι πολεμήσαντες σε θάλασσα και στεριά δεν είχαν λάβει τέτοια σύνταξη, πώς ήταν δυνατό εκείνος να την αποδεχθεί;

Πώς να μην τον συγκρίνουμε με τον Μέγα Αλέξανδρο που, όταν του προσφέρθηκε στην έρημο της Γεδρωσίας ένα κράνος γεμάτο με νερό, το αρνήθηκε για να συμμερισθεί τη δίψα των στρατιωτών του. Και πράγματι μαρτυρείται ιστορικά ότι ο Κανάρης τον είχε ως πρότυπό του. Νεαρός ακόμα με τα λίγα γράμματα που είχε μάθει, την ώρα της ανάπαυσης στα προεπαναστατικά ταξίδια που έκανε, βάλθηκε να διαβάσει και εκείνος, όπως οι περισσότεροι Έλληνες της Τουρκοκρατίας τη «φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου, πούχε μισολειώσει από το πολύ ξεφύλισμα και το σάλιο…»48 Τόσο πολύ συγκινούνταν και θαύμαζε το μεγαλείο και την ανδρεία των αρχαίων Ελλήνων που «εις την ανάγνωσιν έτρεχαν δάκρυα, βρύση οι οφθαλμοί του»49 Ευτυχώς γι’ αυτόν και δυστυχώς για μας που δεν ζει στις ημέρες μας ν’ ακούσει από κάποιους από τους νεοέλληνες, για την ελευθερία των οποίων αγωνίσθηκε, να υποστηρίζουν με ύφος χιλίων σοφών ότι ο Μέγας Αλέξανδρος και η Μακεδονία δεν ανήκουν στον Ελληνισμό.

Ο θρυλικός Ψαριανός ναυμάχος ποτέ δε χρησιμοποίησε τα αξιώματα του Υποναυάρχου, του Γερουσιαστή, του Υπουργού και του Πρωθυπουργού με τα οποία τον τίμησε το ελευθερωμένο Ελληνικό κράτος, ούτε για την προσωπική του προβολή, ούτε για να ωφεληθεί οικονομικά. Ο ίδιος ήταν απογοητευμένος από την φιλοχρηματία και την φιλαρχία, που άρχισε να μαστίζει ολοένα και περισσότερο τους νεοαπελευθερωθέντες Έλληνες, γι’ αυτό κάποτε είπε, ότι τα χρόνια του Αγώνα «μιλούσαν οι καρδιές, τώρα μιλούν τα χρήματα».50 Τα προς το ζην του εαυτού του και της πολύτεκνης οικογένειάς του τα εξασφάλιζε με τιμιότητα ζώντας λιτά σ’ ένα απλό σπίτι στη νέα πρωτεύουσα του Ελληνικού κράτους, την Αθήνα, στην περιοχή της Κυψέλης, οδός Κυψέλης 56. Γαλούχησαν εκείνος και η άξια σύζυγός του, Δέσποινα, τα επτά παιδιά τους με τις ελληνοχριστιανικές αξίες και παραδόσεις.

Αλλά και υπόδειγμα φιλανθρωπίας υπήρξε. Οι εντολές του Ευαγγελίου για ανιδιοτελή και απλόχερη αγάπη προς τον συνάνθρωπο δεν ήταν για τον Κανάρη ωραία λόγια, που ακούμε, αλλά δεν εφαρμόζουμε. Αν και πολύτεκνος ο ίδιος, μιμήθηκε τη χήρα γυναίκα, που από το υστέρημά της έριξε το δίλεπτο στο ταμείο του Ναού και γι’ αυτό επαινέθηκε από τον Χριστό (Μκ. 12,41 – 44). Μεταξύ λοιπόν των γνωστών αγαθοεργιών του αξίζει ν’ αναφέρουμε την ακόλουθη: Υποστήριξε και ενίσχυσε οικονομικά στις θεολογικές σπουδές του ένα φτωχό παιδί, τον Γεώργιο Λαμπάκη (1854 – 1914), ο οποίος αναδείχθηκε λαμπρός μελετητής της Χριστιανικής Αρχαιολογίας, ιδρύοντας την πρώτη συλλογή Βυζαντινών κειμηλίων, απόγονος της οποίας είναι σήμερα το Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών.

Στο σπίτι του ο Κανάρης αποτραβηγμένος στα γεράματά του «ωσεί ελαία κατάκαρπος»51 κατά τον Ψαλμικό στίχο, δεχόταν πάμπολλες επισκέψεις γνωστών και αγνώστων, που έρχονταν να υποβάλουν τον σεβασμό τους στον ζωντανό αυτόν θρύλο της Παλιγγενεσίας και παράλληλα τον καθ’ όλα άξιο του τιμημένου ονόματος Χριστιανός. Παρότι οι επισκέπτες του με επιμονή του ζητούσαν να αφηγηθεί τα κατορθώματά του, ο ίδιος το απέφευγε. Ήταν τόσο σεμνός και ταπεινός όσο και σώφρονας και ανεπιτήδευτος. Με συστολή μικρού παιδιού άκουγε τους επαίνους των άλλων και απέφευγε να περιαυτολογεί και να προβάλει το εθνικό του έργο. Πολύτιμη σ΄ αυτό το σημείο είναι η μαρτυρία της Σουηδής Fredrika Bremer, η οποία επισκέφθηκε τον Κανάρη και τη σύζυγό του στο σπίτι τους στην Κυψέλη στις 15 Δεκεμβρίου 1859. Στα κολακευτικά λόγια της ο Κανάρης απάντησε, λέγοντας ότι: «ευχαριστούσε το Θεό, ο οποίος επέτρεψε ένας ασήμαντος ναύτης από ένα από τα μικρότερα ελληνικά νησιά, να κάνει κάτι για την πατρίδα του, το οποίο ξύπνησε τη συμπάθεια για τον
αγώνα τους για ελευθερία σε χώρες τόσο μακρινές». Η γεμάτη μετριοφροσύνη απάντηση του Κανάρη εξέπληξε ευχάριστα τη Σουηδή επισκέπτριά του.52

Ιδιαίτερη ευλάβεια και αγάπη επεδείκνυε σε όλη του τη ζωή ο μεγάλος πυρπολητής, εκτός από τον Άγιο Νικόλαο, που προαναφέραμε, και προς τους Αγίους Αποστόλους, τους οποίους θεωρούσε τους κατ’ εξοχήν προστάτες Αγίους του. Σε σχετική ομιλία του το 1922 ο Πρόεδρος της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας, Κωνσταντίνος Ν. Ράδος53, «ανέλκυσε» απ’ τα βάθη της ιστορικής λήθης την πληροφορία ότι ο Κανάρης κατά την πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας του Καρά Αλή, ανοιχτά της Χίου το 1822, έφερε μαζί του λάβαρο, στο οποίο απεικονίζονταν οι Άγιοι Απόστολοι.54 Προκειμένου να ευοδωθεί ο σκοπός του και να διαφυλαχθεί σώο το πλήρωμα του πυρπολικού, έκανε τάμα εκείνο το βράδυ ο πυρπολητής προς την Παναγία ότι θα κτίσει ναό στο όνομα των Αγίων Αποστόλων, όταν ο Υιός της ευδοκήσει την απελευθέρωση της Ελλάδος. Το λάβαρο αυτό το είχε πάντοτε μαζί του σε όλες τις καταδρομικές επιθέσεις με πυρπολικά, που έκανε μέχρι και το τέλος του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα.

Και παρότι είχε καεί το μισό και το υπόλοιπο ήταν διάτρητο από τις εχθρικές σφαίρες, εκείνος όμως το διατηρούσε με σεβασμό στην οικία του. Τον Αύγουστο του 1873 αξιώθηκε να εκπληρώσει το τάμα του προς τους Αγίους Αποστόλους οικοδομώντας μέσα στο κτήμα του στην Κυψέλη μικρό ορθογώνιο καμαροσκέπαστο ναό προς τιμήν τους. Τότε το ιερό αυτό λάβαρο το εναπόθεσε με σεβασμό πάνω στην Αγία Τράπεζα του ναού, όπου παρέμεινε μέχρι το 1912. Τότε φυλάχθηκε στο σπίτι της εγγονής του Κανάρη Αθ. Γεωργιάδου. Η τελευταία πληροφορία που υπάρχει για την ύπαρξή του είναι στις 12 Ιουνίου 1922, οπότε ο Κωνσταντίνος Ν. Ράδος στα πλαίσια της προαναφερθείσας ομιλίας του το επέδειξε στο ακροατήριό του. Από τότε αγνοείται το που βρίσκεται.55 Το γιατί ο Κανάρης μεταξύ τόσων Αγίων, τιμούσε περισσότερο τους μαθητές του Κυρίου, την απάντηση μας την έδωσε επίσης ο Κωνσταντίνος Ράδος επισημαίνοντας ότι η οικογένειά του διατηρούσε ως κτητορικό μικρό ναό των Αγίων Αποστόλων στο Φτελιό των Ψαρών.56

Συνεπώς ο Κωνσταντής από μικρό παιδί είχε συνδεθεί και αγαπήσει τους «αλιείς της οικουμένης». Αλλά, ας μη ξεχνάμε ότι το βαπτιστικό του ήταν Κωνσταντίνος και πιθανότατα θα είχε ακούσει ότι ο Άγιος Κωνσταντίνος είχε κατασκευάσει λάβαρο με τον Σταυρό και το Χριστόγραμμα προτού ριχθεί στη μάχη εναντίον του ειδωλολάτρη Μαξέντιου το 312. Ίσως λοιπόν να θέλησε να τον μιμηθεί, έχοντας μαζί του χριστιανικό λάβαρο, για να έχει την ευλογία κι αυτού του Αγίου. Αν και δικός μας αυτός ο συλλογισμός, χωρίς να μαρτυρείται από κάποια ιστορική πηγή, δεν αποκλείεται όμως να ευσταθεί .

Πραγματικό ξεχείλισμα της αγάπης του Κανάρη για την Ορθοδοξία υπήρξε η ανέγερση του ναού των Αγίων Αποστόλων στην οδό Ζακύνθου, όπως ήδη προαναφέραμε. Ο ναός αυτός σώζεται έως και σήμερα – έστω και ανακατασκευασμένος – καθώς και αντίγραφο του στασιδίου, στο οποίο ταχτικά καθόταν ο ίδιος, ως φιλακόλουθος που ήταν. Κατά τον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη σ΄ αυτόν τον ναΐσκο « παρηκολούθει τακτικότατα τας ιεράς ακολουθίας της Εκκλησίας … Πιστός εις την Πατρίδα. Πιστός και εις την Εκκλησίαν της Πατρίδος …. Γενόμενος παράδειγμα αξιομίμητον εις τον Ελληνικόν Λαόν…»57 Αποτελούσε δε ο ναός αυτός ένα «αντίδωρο», ένα ευχαριστώ προς τον Κύριο, του Κωνσταντίνου Κανάρη και για τους θριάμβους και για τις ήττες, και για τα ευχάριστα και για τα δυσάρεστα. Όπως τα τελευταία λόγια του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου υπήρξαν «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν», μ’ αυτόν τον τρόπο θέλησε και ο Κωνσταντής να αφήσει τη δική του πνευματική παρακαταθήκη. Όλη η ζωή του είχε ως κέντρο το Θεό και στήριγμα την Εκκλησία. Αυτήν λοιπόν μας άφησε ως
φάρο, για να φωτίζει τις επερχόμενες γενιές των Ελλήνων.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Βαλαωρίτου Αριστοτέλου, επιστολή στην «Εστία», 1877, τεύχος 93.

2. Μεγάλου Αθανασίου ,Επιστολή προς Αμούν, PG 26,1173B.

3. Μεγάλου Βασιλείου, Επιστολή προς Σωφρονίω μαγίστρω, PG 32,492Α.

4. Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Επιστολή προς Σωφρόνιον, PG 37,77B.

5. Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Β΄ ομιλία εις ανδριάντας, PG 49,35 και ΕΠΕ 31,632 .

6. Ανδριάνα Γ. Δημητρίου, Ο Ψαριανός Εθνικός Ευεργέτης Ιωάννης Βαρβάκης, Πειραιάς 2013, σελ. 58.

7. Ο Αλέξανδρος Βλαστός ήταν Χίος έμπορος, που διατηρούσε εμπορικές σχέσεις με τους Ψαριανούς. Βλπ. Νικοδήμου Κωνσταντίνου, Υπόμνημα της νήσου Ψαρών, τ. Α΄, Αθήνησι 1862, σελ 158, υποσ. α΄. Ο Χίος μαστρο-Σταμάτης ήταν αγράμματος μεν, αλλά ικανότατος, πρακτικός ναυτικός μεγάλων πλοίων που μπορούσαν αν χρησιμοποιηθούν και ως πολεμικά όπως και έγινε το 1821. Βλπ. Νικοδήμου Κωνσταντίνου, Υπόμνημα της νήσου Ψαρών, τ. Α΄, Αθήνησι 1862, σελ. 72-73, τ. Α΄, σελ 158, υποσ. α΄.

8. Νικοδήμου Κωνσταντίνου, Υπόμνημα της νήσου Ψαρών, τ. Α΄, Αθήνησι 1862,σελ. 157.

9. Η Μονή ιδρύθηκε το 1405 ως μετόχιο της Νέας Μονής Χίου και αρχικά ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο. Προ του 1625 καθιερώθηκε να τιμάται στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Το 1662 μετατράπηκε σε γυναικεία Μονή. Το 1822, ύστερα από ηρωική άμυνα των μοναζουσών και άλλων Χίων, που είχαν καταφύγει εκεί, πυρπολήθηκε από τους Τούρκους και οι μοναχές της εσφάγησαν ή πουλήθηκαν σκλάβες.

10. Η Μαρία (Μαρού) Βαρβάκη ήταν τότε 96 ετών και τυφλή, συνεπώς είναι βέβαιο ότι θα είχε σφαγεί από τους Τούρκους, αφού δεν θα είχε τις δυνάμεις να διαφύγει. Μετά τη σωτηρία της από τον Κανάρη και τον Νικόδημο μόνασε στη μονή της Κοιμήσεως Θεοτόκου Ψαρών έως τις 22/6/1824, οπότε κοιμήθηκε. Για τη Μονή βλπ. Περισσότερα στον Ανδριάνα Γ. Δημητρίου, Το Μοναστήρι Ψαρών, Πειραιάς 2013.

11. Ανδριάνα Γ. Δημητρίου, Ο Ψαριανός Εθνικός Ευεργέτης Ιωάννης Βαρβάκης, Πειραιάς2013, σελ. 54.

12. Βίου Στυλιανού, Η σφαγή της Χίου εις το στόμα του Χιακού λαού, Χίος 1921, σελ. 75.

13. Φωτιάδη Δημητρίου, Η επανάσταση του ’21, Αθήναι 1977, τ. ΙΙ, σελ. 226.

14. Jurien de la Graviere, Ιστορία του υπέρ ανεξαρτησίας των Ελλήνων αγώνος κυρίως του
ναυτικού, μτφρ. Κ. Ράδου, Αθήναι 1894, σελ.105.

15. Κατά τον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη ο Κανάρης «προ πάσης ναυμαχίας, συνήθιζε να διατάσση γενικόν εξιλασμόν εις το πλήρωμά του. Την παραμονήν της ναυμαχίας εξομολογούμενοι όλοι οι ναύται του μετελάμβανον των αχράντων Μυστηρίων, ηγουμένου του ενδόξου Πυρπολητού». Μωραϊτίδου Αλεξάνδρου, Με του βορηά τα κύματα, Ε΄, Αθήναι 1926.

16. Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, PG 59,60.

17. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ2 , σελ.572.

18. Η εορτή ήταν το Kucuk Bairam (=μικρή εορτή), γνωστό και ως Sheker Bairam (=εορτή των γλυκισμάτων). Με το Κιουτσούκ Μπαϊράμ τελειώνει η νηστεία του μήνα Ραμαντάν (Ραμαζάν). Η νηστεία αυτή αποτελεί έκφραση της υποταγής των Μουσλήμ (=αφοσιωμένων-πιστών) προς τον Αλλάχ και της ευγνωμοσύνης προς αυτόν για την παράδοση του Κορανίου στον Μωάμεθ κατά τον μήνα Ραμαντάν.

19. Ο Νουαΐχ Ζαάδε Αλή Πασάς, ήταν γνωστός για τη σκληρότητά του ως Καρά Αλή (= μαύρος Αλή) . Υπήρξε ναύαρχος του Οθωμανικού στόλου (= Καπουδάν Πασάς) από το 1821 έως τις 7 Ιουνίου 1822, οπότε και σκοτώθηκε κατά την ανατίναξη της ναυαρχίδας του.

20. Βασιλειάδου Π. Νικολάου, Τον Σταυρόν! , άρθρο στο περιοδικό «Η Δράσις μας», Μάρτιος 2010, τεύχος 477.

21. Ράδου Κωνσταντίνου, Το ημερολόγιον της Ψαριανής μοιραρχίδος «Φιλοκτήτης» (13 Απριλίου 1821 – 28 Ιουνίου 1822), Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, 9, Αθήναι 1926, σελ.337 – 338.

22. Tomas Gordon, History of the Greek Revolution, σελ.366 και Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΒ΄, σελ. 249. Δεν είναι υπερβολή αυτή η αναφορά του Tomas Gordon.

Αυτό το αντιλαμβανόμαστε, αν αναλογισθούμε τις συνέπειες, που είχε το ανδραγάθημα του Κανάρη. Ο φόβος, που κυρίευσε τον τουρκικό στόλο,ήταν τόσος, που τον οδήγησε να κρυφθεί στον Ελλήσποντο, ματαιώνοντας τα σχέδια του για απόβαση στα Ψαρά και στη Σάμο. Επίσης μην μπορώντας να αποσταλεί δια θαλάσσης βοήθεια στον Μαχμούτ πασά Δράμαλη, υπήρξε ένας από τους λόγους της καταστροφής της στρατιάς του, που σήμανε τη διάσωση της Πελοποννήσου.

23. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ2 , σελ.583, υποσ. 1.

24. Βαλαωρίτου Αριστοτέλου, επιστολή στην «Εστία», 1877, τεύχος 93.

25. Δοξολογία στο ναό του Αγίου Νικολάου έγινε ξανά και όταν ο Κανάρης επέστρεψε από την πυρπόληση στην Τένεδο ενός τουρκικού δικρότου στις 28 – 10- 1822. Βλπ.Νικοδήμου Κωνσταντίνου, Υπόμνημα της νήσου Ψαρών, τ. Α΄, Αθήνησι 1862, σελ. 213.

26. Νικοδήμου Κωνσταντίνου, Υπόμνημα της νήσου Ψαρών, τ. Α΄, Αθήνησι 1862, σελ. 185 – 186.

27. Ο Σωφρόνιος Μπίστης Ρεματούσης γεννήθηκε στις Αποικίες της Άνδρου μεταξύ του 1780 – 1785. Εκάρη μοναχός και παρέμεινε στη Μονή Αγίου Νικολάου Άνδρου. Στις 24/1/1821 χειροτονήθηκε Επίσκοπος Μυρρίνης της Μικράς Ασίας. Λόγω της Επαναστάσεως κυνηγήθηκε από τους Τούρκους και δια μέσου της Σμύρνης έφθασε στα Ψαρά απ’ όπου το 1824 κατέφυγε στην Άνδρο. Υπήρξε τοποτηρητής της Νάξου και της Σύρου. Από τις 16/3/1836 έως την κοίμησή του στις 15/3/1837 υπήρξε Επίσκοπος Άνδρου.

28. Βοβολίνη Κωνσταντίνου, Η Εκκλησία εις τον αγώνα της ελευθερίας, Αθήναι 1952,σελ. 169.

29.
Βοβολίνη Κωνσταντίνου, Η Εκκλησία εις τον αγώνα της ελευθερίας, Αθήναι 1952,
σελ. 169.

30. Πασχάλη Δ., Αναγραφή χρονολογική των από Χριστού Αρχιερατευσάντων εν τη νήσω Άνδρω, Θεολογία 1927, τ. Ε΄, σελ. 215 και Ατέση Γ. Βασιλείου, Μητρ. πρ. Λήμνου, Ο Άνδρου Σωφρόνιος, Εκκλησία 1956, σελ. 317.

31. Η επιστολή αυτή γράφθηκε, για να ανακοινώσει στην Επιτροπή των Ψαρών, που έδρευε στην Αίγινα ύστερα από την καταστροφή των Ψαρών, την πυρπόληση μιας τουρκικής κορβέτας 24 κανονιών στην Φάλτζα Μπόκα του Ναυαρίνου.

32. Emersov James, Ημερολόγιο, Λονδίνο 1826, (1η έκδοση), στο «1812 οι αθέατες όψεις», μτφρ. Γιώργου Γεωργαμλή, σειρά Ε-Ιστορικά, Αθήνα χ.χ., σελ. 128.

33. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΒ΄, σελ. 249.

34. Olivier Voutier (1796 – 1877) Γάλλος αξιωματικός του ναυτικού. Πήρε μέρος στην Επανάσταση του 1821 ως φιλέλληνας και τιμήθηκε με τον βαθμό του στρατηγού. Τις αναμνήσεις του από την Ελλάδα εξέδωσε στο έργο Memoires du Colonel Voutier sur la guerre actuelle des Grecs, Paris 1823. Το αρνητικό σημείο του βίου του είναι ότι αναμίχθηκε στο περιστατικό της αρπαγής του γνωστού αγάλματος της Αφροδίτης της Μήλου το 1820 και τη μεταφορά του στη Γαλλία.

35. Παρ. 18, 19

36. Jurien de la Graviere, Ιστορία του υπέρ ανεξαρτησίας των Ελλήνων αγώνος κυρίως του ναυτικού, μτφρ. Κ. Ράδου, Αθήναι 1894, σελ.8.

37. Jurien de la Graviere, Ιστορία του υπέρ ανεξαρτησίας των Ελλήνων αγώνος κυρίως του ναυτικού, μτφρ. Κ. Ράδου, Αθήναι 1894, σελ.104.

38. Απομνημονεύματα πολιτικά του Βαχίτ Πασά, Ερμουπόλει 1861, σελ. 89 και Βλαχογιάννη Ιωάννη, Χιακόν Αρχείον, τ. Α΄, Αθήναι 1910, σελ. 255 – 294.

39. Βλαχογιάννη Ιωάννη, Χιακόν Αρχείον, τ. Α΄, Αθήναι 1910, σελ. 287 και Απομνημονεύματα πολιτικά του Βαχίτ Πασά, Ερμουπόλει 1861.

40. Αββά Ισαάκ του Σύρου, Λόγος ΜΗ .

41. Το περιστατικό αυτό έχει καταγράψει ο Γιάννης Βλαχογιάννης. Την πίστη του Κανάρη και την εμπιστοσύνη που είχε στον Θεό επαινούσε και ο Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης. Τον καιρό που βρισκόταν στη Μονή Στομίου στην Κόνιτσα και αγωνιζόταν να ανακαινίσει το ερειπωμένο αυτό μοναστήρι είχε πει: «Όταν είπαν στον Κανάρη, τότε που ζήτησε δάνειο: «Δεν έχεις πατρίδα», εκείνος είπε: «Θα αποκτήσομε πατρίδα». Αν κοσμικός άνθρωπος είχε τέτοια πίστη, εμείς να μην έχουμε εμπιστοσύνη στο Θεό; Αφού η Παναγία οικονόμησε να βρεθώ εδώ δε θα φροντίσει για το Μοναστήρι της;» Ο Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης, έκδοση Ι. Ησ. Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος, Βασιλικά Θεσσαλονίκης 2015, σελ. 169.

42. Αναγνωστικό ΣΤ΄ Δημοτικού, Αθήναι 1946, εκδ. ΟΕΣΒ, σελ.44-47, Κείμενο του Γιάννη Βλαχογιάννη σε διασκευή Νικολάου Κοντοπούλου.

43. Φωτιάδη Δημητρίου, Η επανάσταση του ’21, Αθήναι 1977, τ. ΙΙ, σελ. 177.

44. Ορλάνδου Κ. Αναστασίου, Ναυτικά, ήτοι ιστορία των κατά τον υπέρ της ανεξαρτησίας

της Ελλάδος αγώνα πεπραγμένων, υπό των ναυτικών νήσων, ιδίως δε των Σπετσών,Αθήναι 1869, τ. Β΄, σελ. 111.

45. Villeneuve Euqene, Ημερολόγιο 1825 – 1826, Βρυξέλες 1827, (1η έκδοση), στο «1812 οι αθέατες όψεις», μτφρ. Γιώργου Γεωργαμλή, σειρά Ε-Ιστορικά, Αθήνα χ.χ., σελ. 131.

46. Jurien de la Graviere, Ιστορία του υπέρ ανεξαρτησίας των Ελλήνων αγώνος κυρίως του ναυτικού, μτφρ. Κ. Ράδου, Αθήναι 1894, σελ.116.

47. Βλπ. σχετική αλληλογραφία του Κ. Κανάρη με την Ιερά Επιστασία του Αγίου Όρους το 1839 στο βιβλίο του Ι. Μ. Χατζηφώτη, Η καθημερινή ζωή στο Άγιον Όρος, Αθήνα 1995, σελ. 85 – 92.

48.Τερτσέτης Γεώργιος, Άπαντα, Αθήναι 1953, τόμος Β΄, σελ. 275.

49. Τερτσέτης Γεώργιος, Άπαντα, Αθήναι 1953, τόμος Β΄, σελ. 275.

50. Νατσιού Δημήτρη, Ο Καραϊσκάκης και οι αρνητές στράτευσης, άρθρο, αναρτημένο στις 7 Αυγούστου 2017 στο ιστολόγιο Ακτίνες.

51. Ψαλμός 51,10 καθώς και Ωσηέ 14, 7.

52. Bremer Fredrika, Greece and the Greeks, London 1863, page 153.

53. Ο Κωνσταντίνος Ν. Ράδος (1862 – 1931) διετέλεσε καθηγητής ναυτικής ιστορίας στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων και έκτακτος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Υπήρξε πρόεδρος της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, και παράλληλα διηγηματογράφος. Η ομιλία του αυτή είχε γίνει σε αίθουσα του Μουσείου της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας στην Αθήνα στις 12 Ιουνίου του 1922, προκειμένου να τιμηθεί ο εορτασμός της εκατονταετηρίδας από την πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας του Καρά Αλή στη Χίο.

54. Εφημερίς «Εμπρός», Αθήναι 14 Ιουνίου 1922, έτος 26ο, αρ. 9219 και Μιχαλακοπούλου Μ. Ιωάννη, Γιατί ονομάστηκε «Άγιοι Απόστολοι» η εκκλησία του Κανάρη στην Κυψέλη, Ναυτική Ελλάς, Ιούνιος 2017, σελ.42.

55. Ο αρχικός ναός των Αγίων Αποστόλων, που ανέγειρε ο Κ. Κανάρης, κάηκε εσωτερικά ολοσχερώς κατά τον Ιούνιο του 1978. Κατά μία εκδοχή, είχε μεταφερθεί ξανά το λάβαρο εκεί, και συνεπώς είναι βέβαιο ότι έχει απωλέσθη δια παντός. Όμως κατά την άποψή μας είναι αρκετά απίθανο να υπήρχε στο ναό σε δημόσια θέα ή έστω στο Ιερό Βήμα ένα τόσο σημαντικό εθνικό κειμήλιο επί 56 έτη και να μην υπάρχει ούτε μία μαρτυρία για την παρουσία του εκεί από κάποιον αυτόπτη μάρτυρα.

56. Εφημερίς «Εμπρός», Αθήναι 14 Ιουνίου 1922, έτος 26ο, αρ. 9219 και Μιχαλακοπούλου Μ. Ιωάννη, Γιατί ονομάστηκε «Άγιοι Απόστολοι» η εκκλησία του Κανάρη στην Κυψέλη, Ναυτική Ελλάς, Ιούνιος 2017, σελ.43.

57. Μωραϊτίδου Αλεξάνδρου, Με του βορηά τα κύματα, Ε΄, Αθήναι 1926.

Η/Υ ΠΗΓΗ:
Ακτίνες.blogspot.com: 25 Μαρτίου 2019

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.