Με προσευχή και αγάπη – Μακαριστής Πορφυρίας Μοναχής.

Στο ταξί έχουν μπει αμέτρητες χιλιάδων ανθρώπων στα δέκα χρόνια που εργάζομαι. Αμέτρητα παντρε¬μένα ζευγάρια. Έχω κάνει την ίδια διαπίστωση- ο σύζυγος συνήθως κάθεται μπροστά και η σύζυγος πίσω. Όταν μπουν στο ταξί, η πρώτη μου ερώτηση- πού πάμε; η δεύτερη- είστε παντρεμένοι; Όταν μου λένε ναι, ρωτώ τον σύζυγο: «Γιατί δεν καθίσατε πίσω, μαζί με την γυναίκα σας;» Λίγοι το αναγνωρίζουν ως σωστό. Μόλις όμως μου πουν πως έχω δίκιο, σταματώ να πάει ο κύριος πίσω. Έτσι η συζήτηση μας γίνεται γλυκιά και τρυφερή. Άλλοι μου λένε: «Ωχ, την έχω τόσα χρόνια στο κεφάλι μου, δεν έγινε και τίποτα, για λίγη ώρα». Πόσο λάθος κάνουν αυτοί οι άνθρωποι!
Παρακολουθήστε καυγά ζευγαριού: Ο κύριος κάθισε μπροστά, η κυρία πίσω. Ηλικίας γύ¬ρω στα σαράντα ο κύριος και περίπου στα τριάντα- τρια¬νταπέντε η κυρία, που ήταν πολύ πιο όμορφη από εκείνον. Αρχίζει η κυρία:
-Εγώ δεν μπορώ να το ανεχτώ άλλο, πρέπει να τε¬λειώνει. Δεν γίνεται εγώ να έχω όλα τα έξοδα των παιδιών και του σπιτιού, κι εσύ τον μισθό σου να τον δίνεις στη φιλαινάδα σου. Αν θέλεις να συνεχίσεις αυτή την κατάστα¬ση, μάζεψε τα ρούχα σου και φύγε από το σπίτι!
Κι εκείνος:
-Βούλλωσέ το, γιατί πολλά είπες. Τα λεφτά μου θα τα χαλάω όπου γουστάρω εγώ, κουμάντο στην τσέπη σου. Αυτή είναι πιο έξυπνη από σένα. Αν μπορείς, γίνε κι εσύ σαν και εκείνη, για να μου τα τρως.
Η συμπεριφορά του κυρίου ήταν τόσο άσχημη, που είδα πως δεν υπήρχε γέφυρα συμβιβασμού. Η κοπέλα πί¬σω έκλαιγε.
-Σε παρακαλώ, του είπε, έχουμε δυο παιδιά και αυτά τα χρήματα τα στερείς από τα παιδιά μας!
-Σου είπα- βούλλωστο, μη σου χώσω κανα χαστούκι!
Ακούγοντας αυτά τα λόγια, ανάβω αλάρμ και στα¬ματώ δεξιά.
-Σας παρακαλώ, κατεβείτε, δεν μπορώ να ανεχτώ τέτοια συμπεριφορά.
-Όχι, δεν κατεβαίνουμε, θα μας πας εκεί που σου εί¬πα, μου λέει με μαγκιά ο άντρας ο πολλά βαρύς.
-Κύριε, για να σας πάω στον προορισμό σας, θέλω πρώτα θα ζητήσετε συγγνώμη από τη σύζυγο σας. Γιατί η συμπεριφορά σας, αν μη τι άλλο, είναι άνανδρη. Οι άν¬δρες, κύριε, που σέβονται τα παντελόνια που φορούν, ξέ¬ρουν να σέβονται και την οικογένεια τους και δεν την προ¬δίδουν για την ευχαρίστηση μιας στιγμής. Καταλάβατε;
Ο κύριος συνεχίζει με την ίδια μαγκιά- μου λέει:
– Άντε, ξεκίνα!
-Κύριε, δεν θα ξεκινήσω, αν δεν ζητήσετε συγγνώμη ι υιό τη σύζυγο σας.
-Τι με πέρασες, φλούφλη, να ζητάω συγγνώμη;
-Πολύ ωραία, κύριε, κατεβείτε.
Τότε γυρίζει πίσω και λέει στη γυναίκα του:
-Βλέπεις τι κάνεις με τις βλακείες σου;
-Εγώ κάνω βλακείες ή εσύ;
-Άντε, κυρά μου, ξεκίνα και έχω αργήσει…
-Δεν άκουσα τη συγγνώμη, για να ξεκινήσω.
-Άντε, μωρή τρελή, που θα ζητήσω συγγνώμη!
Ύστερα στρέφεται στη γυναίκα του:
-Κατέβα, μωρή, να φύγουμε- αυτή είναι τρελή!
Δεν ήθελα να μαλώσω μαζί του και τους άφησα να κατέβουν. Κατεβαίνοντας του είπα: «Να σε χαίρεται η μάννα που σε γέννησε, λεβέντη μου!» Όμως έδωσα κρυφά στη γυναίκα του την κάρτα μου με το τηλέφωνο μου.
Σε λίγες μέρες με πήρε να μου πει πως τα πράγματα χειροτέρεψαν. Πήγα σπίτι της και την βρήκα κλαμένη. Μου είπε πως ο άνδρας της της ζήτησε να χωρίσουν. Την ώρα που μιλούσαμε, να ‘σου έρχεται κι αυτός! Μόλις με είδε, με θυμήθηκε και με έδιωξε κακήν κακώς. Όμως δεν σταμάτησα να πηγαίνω σπίτι τους και προσπαθούσα να βοηθήσω την Ελένη, τή γυναίκα του, να κάνει υπομονή Και να μη χωρίσει. Την έπεισα η συμπεριφορά της να γίνει πιο γλυκιά και πιο τρυφερή απέναντι του. Και να παρακαλεί την Παναγία: «Παναγία μου κι εγώ δικό σου παιδί εί¬μαι, μη με εγκαταλείψεις- βοήθησε με να μη διαλυθεί η οι¬κογένεια μου!»
Η Ελένη με άκουσε και έκανε ό,τι ακριβώς της έλε¬γα. Σιγά-σιγά άρχισε ο σύζυγος της να γίνεται πιο ήρεμος απέναντι της και απέναντι στα παιδιά τους. Είχε έρθει η ώρα να γίνει μια δήθεν τυχαία συνάντηση, για να μιλήσω και σ’ εκείνον. Με την Ελένη κανονίσαμε, σε κάποια έξο¬δο τους, να περνάω έξω από το σπίτι τους με το ταξί. Έτσι κι έγινε. Όμως, μόλις με είδε ο σύζυγος της, έπαθε σοκ. Μου είπε: «μωρή τρελή, πάλι εσύ μπροστά μου!» Του λέω πολύ γλυκά: «Βουνό με βουνό δεν σμίγει. Λοιπόν, αν με κεράσεις καφέ τώρα, θα σε πάω όπου θέλεις, χωρίς χρήμα¬τα- θα κεράσεις;» Πετάγεται η γυναίκα του: «Ναι, ναι!» Αφού το σκέφθηκε καλά ο άντρας ο πολλά βαρύς, είπε: «Άντε, πάμε!»
Πήγαμε και πίνοντας καφέ μιλήσαμε, τα βρήκαμε και γίναμε φίλοι. Αφού πλέον γίναμε φίλοι, προσπάθησα σιγά-σιγά να πετύχω να σταματήσει την εξωσυζυγική σχέ¬ση. Και με τη χάρη του Χριστού τα κατάφερα. Τα κατάφε¬ρα με πολλή προσευχή και με πολλή αγάπη. Χωρίς αυτά τα δύο δεν μπορείς να έχεις το ποθητό αποτέλεσμα.
Κάποιο βράδυ που τρώγαμε σπίτι του μου είπε:
-Ταξιτζού, σε παραδέχομαι. Κανείς μέχρι σήμερα δεν είχε καταφέρει να μου αλλάξει τη ζωή μου. Πολλοί προ¬σπάθησαν, όμως μάταιος κόπος. Εσύ πώς τα κατάφερες;
-Δεν τα κατάφερα εγώ, μα Εκείνος που αγαπώ, ο Χριστός μου!

Από το βιβλίο: «Ταξιδεύοντας στα τείχη της πόλης», της Μακαριστής μοναχής Πορφυρίας.
ΑΘΗΝΑ 2010
Κεντρική διάθεση Νεκτάριος Δ. Παναγόπουλος.

Κατηγορίες: Γενικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.