«Βάστα ψυχή!) Για την κορυφή της Μόγλιστας – Χρ. Ζαλοκώστα (κείμενο και αρχείο ήχου, mp3).

Ακούστε το επόμενο κείμενο, όπως αυτό «δημοσιεύθηκε» στο ηχητικό Περιοδικό μας ορθόδοξη Πορεία, τεύχος 137-ο, Σεπτέμβριος – Οκτώβριος του 2012.

«Βάστα ψυχή!) Για την κορυφή της Μόγλιστας – Χρ. Ζαλοκώστα.mp3

Θυμίζει αρχαία Ελλάδα!
Δεκέμβριος του 1940, στα άγρια Βορειοηπειρωτικά βουνά.

«Η διαταγή ξεκάθαρη: Να κυριευτεί η κορυφή της Μόγλιστας*. Ν’ ανεβάσουν εκεί ορειβατικό πυροβολικό, που να καθαρίσει όλη την κορυφή από τους Ιταλούς.
Κι είναι η επιχείρηση αυτή από τις πιο δύσκολες. Η κορυφή της Μόγλιστας, ψηλότερη από 2.000 μέτρα, είναι αγριότοπος απάτητος. Ούτε και το καλοκαίρι δεν την πλησιάζουν οι τσοπαναραίοι της περιοχής. Και με τέτοια βαρυχειμωνιά – 28 βαθμοί υπό το μηδέν, στην κορυφή έχει πάνω από 2 μέτρα χιόνι – πως να την ανεβούν;

Ο ταγματάρχης διστάζει. Γνωρίζει ότι οι στρατιώτες του δεν έχουν μάλλινα• κι αν αποκλειστούν – ο Θεός ξέρει για πόσες μέρες – δεν θα έχουν ούτε φαγητό ούτε πυρομαχικά. Γι’ αυτό τους συγκεντρώνει, τους λέει όλη την αλήθεια, και τους ρωτάει:
–Τι λέτε να κάνουμε, παιδιά;
–Ν’ ανεβούμε! απαντούν οι φαντάροι με μια καρδιά.
Η σκηνή αυτή, ενός αρχηγού που πριν διατάξει επικίνδυνη αποστολή ζητά τη γνώμη των στρατιωτών του, θυμίζει περιστατικά σαν εκείνα που ιστορεί ο Ξενοφώντας στην Κάθοδο των Μυρίων.

Έλληνες μες στη χιονοθύελλα
δείχνουν το δρόμο: Θυσία

Πρωί, και μέσα σε ομίχλη το τάγμα ξεκινά. Τα άρβυλα τριζοβολούν και γλιστρούν πάνω στα παγωμένα μονοπάτια. Τσίχλες, κοτσύφια, πέρδικες τινάζονται από τους θάμνους ξαφνιασμένα.
Κι ανεβαίνουν, όλο ανεβαίνουν οι φαντάροι.
Όλη η Ελλάδα είναι μια ανάσα που ανεβαίνει
με απόφαση και με έξαρση
με θυσία και με αίμα
με ενθουσιασμό και περηφάνεια.

Σούρουπο, μα η κορυφή της Μόγλιστας δεν έχει φανεί.
Κι η θεομηνία ξεσπά. Νιφάδες χιονιού αρχίζουν τον τρελό χορό τους. Πυκνό τούλι σχηματίζουν• ορατότης μηδέν. Οι στρατιώτες, διπλωμένοι στα δύο, τυλιγμένοι στα άσπρα σεντόνια – καμουφλάζ για τον εχθρό – ανεβαίνουν ολισθηρούς κρεμνούς, γιδόστρατα, ξερολιθιές, χαράδρες.
Η χιονοθύελλα μανιάζει. Ο ουρανός σκοτείνιασε. Ο βοριάς σφυρίζει και σπάει τη σιωπή του χιονιού. Τα μουλάρια τρέμουν σαν σκυλιά. Τεντώνουν το λαιμό και τα’ αυτιά, χώνουν με προσοχή τα πόδια τους μέσα στο χιόνι, προχωρούν αργά, βουλιάζουν, ξεμένουν πίσω.
Η αυγή της δεύτερης μέρας τους βρίσκει άυπνους. Ο βοριάς λύσσαγε ολάκερη τη νύχτα και δεν τους άφησε να στήσουν ούτε ένα αντίσκηνο. Τινάζουν το χιόνι μην τυχόν και τους θάψει. Μετρημένα τα λόγια τους. Η φωνή τους γίνεται πάγος. Μια γουλιά κονιάκ για να ζεσταθούν και… η ζωή τραβάει την ανηφόρα.

Τώρα το χιόνι ξεπερνά το μέτρο. Τα ζώα καθηλώνονται στις θέσεις τους. Τα ξεφορτώνουν, αλλά δεν προχωρούν. Οι πιο γεροί φορτώνονται στη ράχη τους τα κασόνια των μουλαριών με τις οβίδες του πυροβολικού.
Το ανέβασμα γίνεται σκαρφάλωμα όλο και πιο γλιστερό, όλο και πιο επικίνδυνο. Κι αδιάκοπη η πάλη της ψυχής με το σώμα. Της ύλης με το πνεύμα.
«Κουράστηκα», δεν ακούστηκε από κανένα.

Στην παγωνιά και το χιονιά πέρασαν και τη δεύτερη νύχτα. Η ανάβαση εξουθενωτική, υπεράνθρωπη και πάλι. 40 ώρες βάστηξε. Και την Τρίτη μέρα, με την κραυγή-ρομφαία αέρααα, καταλαμβάνουν από τους Αλπινιστές τη χιονοσκέπαστη κορφή της Μόγλιστας.
«Τώρα χτυπάει πιο γλήγορα τα’ όνειρο μες στο αίμα».
Η διαταγή έχει εκτελεστεί.

Αποκλεισμένοι στην κορυφή της Μόγλιστας

Τετάρτη μέρα. Το πολικό κρύο και η χιονοθύελλα πηρουνίζουν τους φαντάρους. Και μηδενίζουν κάθε προσπάθεια για αντίσκηνο. Ο φάρυγγας και το στήθος τους καίει, ενώ καταπίνουν παγωμένο αέρα. Τυλίγονται με κουβέρτες και αντίσκηνα για να ζεσταθούν. Επειδή η κορυφή είναι σπανή, ο ταγματάρχης τους αφήνει να ξυλώσουν τα κασόνια των φυσεκιών και να τα κάψουν. Στριμώχνονται όλοι πάνω από τις φωτιές, ώσπου καψαλίζουν τα τσίνορα, τα ρούχα τους…
Τη νύχτα το χιόνι γίνεται κρεβάτι τους. Κι όταν δυσκολεύεται η αναπνοή τους, καταλαβαίνουν ότι τους έγινε και κουβέρτα. Μες’ στο σκοτάδι θαρρείς πως οι νεκροί ζωντάνεψαν και με τα σάβανά τους χοροπηδούν, για να κυκλοφορήσει το αίμα στα νεκρωμένα πόδια τους.
Κι η χιονοθύελλα βαστούσε ακόμα…

Την Πέμπτη «ένας βαθύς λάκκος οβίδας του βαρέου έχει γίνει πολυκατοικία με πολλά πατώματα. Οι φαντάροι έχουν πέσει ο ένας πάνω στον άλλο όπως τα πρόβατα, για να ζεσταθούν». Το χιόνι τρυπά τα’ ατρόμητα στήθη. Χώνεται στα μανίκια, μπαίνει από το λαιμό, νωτίζει τη χλαίνη, ξυλιάζει το κορμί.
Τα σανίδια έχουν σωθεί. Ανάβουν φωτιά – το πιο ποθητό αγαθό εδώ που οι νιφάδες σε δέρνουνε σα σκάγια – ρίχνοντας εφημερίδες, ημερολόγια και τα γράμματα των αγαπημένων τους προσώπων.
Παρασκευή. Λιγόστεψαν οι μερίδες φαγητού. Οι στρατιώτες κάτασπρα αγάλματα. Φρύδια, μουστάκια τα παραμορφώνει η μάσκα από το παγωμένο χιόνι.
Η λευκή νύμφη τύλιγε ήδη στην αγκαλιά της τα πρώτα θύματα. Κάποιοι βρέθηκαν πετρωμένοι από το κρύο και την κακουχία.
Χιόνι… χιόνι… χιόνι… Ουρανός και γη το χιόνι!
Πρώτος και θανάσιμος εχθρός το χιόνι!
Σάββατο. Πεινούν. Ένα κρεμμύδι το σπάνε σε 14 κομμάτια. Το βράδυ τρώνε χιόνι. Μα τους θερίζει η δυσεντερία. Και οι αποθήκες του ουρανού δεν σταματούν να ανεμοστροβιλίζουνε το παγωμένο μπαμπάκι.
Κυριακή. Τα πόδια τους είναι πρησμένα και μελανιασμένα. Δεν τα νιώθουν. Είναι σαν ξένα. Αβάσταχτο το μαρτύριο. Σχίζουν τις αρβύλες και τα δένουν από πάνω. Σε λίγο θα ξυπνήσουν στα ορεινά χειρουργεία με κομμένα τα πόδια…
Τα μεγάλα μάτια τους ξεχειλίζουν τον πόνο, μα δεν ξεσπούν!»

Η χιονοθύελλα βάσταξε 7 μέρες με τον ίδιο θυμό.
Όταν κόπασε, ο ταγματάρχης διέταξε να φύγουν από τη νεκροχώρα του χιονιού.
Τον Έλληνα φαντάρο δεν τον είχε γονατίσει μήτε η πείνα, μήτε το κρύο, μήτε ο πόνος, μήτε το χιόνι. Γιατί η όρθια ψυχή του Έλληνα δεν συμβιβάζεται. Δεν ακρωτηριάζεται. Πολεμά και νικά.
Και στην κορυφογραμμή της Μόγλιστας η αποστολή είχε σημάνει την πιο σωστή στιγμή του κόσμου: Ελευθερία.

*Χρ. Ζαλοκώστα, Πίνδος.

Κατηγορίες: Αρχεία ήχου και εικόνος (video), Ιστορικά, Λογοτεχνικά, Το ηχητικό περιοδικό μας - Ορθόδοξη Πορεία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.