Το πάθημα ας μας γίνη τουλάχιστον μάθημα – Θεοδώρου Γιαννοπούλου.

Επί τέλους! Μετ’ απουσίαν δεκαετίας ολοκλήρου επεσκεπτόμην τον παρελθόντα Ιούλιον το χωρίον μου, το οποίον ευρίσκεται επί τινός λοφοσειράς του Μαινάλου εις την Κεντρικήν Πελοπόννησον.
Με πόσην χαράν μετέβαινον εκεί, δια να παραμείνω ολίγας ημέρας πλησίον των συγγενών μου, οι οποίοι τόσον με ηγάπων, και δια ν’ αναπνεύσω αμόλυντον και καθαρόν τον αέρα της φύσεως! Είχον νοσταλγήσει και τα δύο από πολλών ετών.
Όσοι έζησαν και εμεγάλωσαν εις τοιούτον περιβάλλον, αυτοί είναι εις θέσιν να εκτιμήσουν περισσότερον τον πόθον εκείνων, οι οποίοι ηναγκάσθησαν να στερηθούν τους πολυτίμους συγγενείς των και τας φυσικάς καλλονάς της ιδιαιτέρας πατρίδος των. Διότι η αγάπη των απλοϊκών χωρικών είναι τόσον αγνή και ανεπιτήδευτος, όσον αγνή και ανεπιτήδευτος είναι η φύσις, εν μέσω της οποίας ούτοι ζουν.
Μαζί με άλλους χωρικούς, τους οποίους συνήντησα εις το τέρμα του αυτοκινητοδρόμου, μίαν ώραν προ του χωρίου μας, εβαδίζομεν πεζή και επλησιάζομεν να φθάσωμεν εις αυτό, ότε την ακοήν μου έπληξαν κρωγμοί ορνέων.
Εξεπλάγην! Ουδέποτε ενεθυμήθην να υπήρχον όρνεα εις την περιφέρειάν μας˙ εγνώριζον μάλιστα ότι αυτά διαμένουν μόνον εις πολύ υψηλά μέρη της πατρίδος μας.
Ηρώτησα λοιπόν με απορίαν, πώς συμβαίνει τούτο, και έλαβον την απάντησιν:
-Δεν γνωρίζεις, κύριε διδάσκαλε, ότι «τ’ όρνιο στο ψοφίμι πηγαίνει;».
-Ακριβώς διότι το γνωρίζω, μου φαίνεται παράξενον. Έχομεν εδώ τόσον πολλά ψοφίμια, ώστε να μαζευθούν τα όρνεα;
-Άχ! Κύριε διδάσκαλε, απήντησαν ομοφώνως ήδη όλοι οι συγχωριανοί μου. Η συμφορά, η οποία μαστίζει το χωρίον μας, δεν λέγεται. Προ τριών εβδομάδων περίπου έχει πέσει φοβερόν θανατικόν εις τα ζώα μας, προ παντός εις τα πρόβατα και τας αίγας. Εγέμισαν αι χαράδραι πτώματα. Και εν πράγμα περίεργον! Καθώς το ζώον βόσκει ησύχως, καταλαμβάνεται αιφνιδίως από αδιαθεσίαν. Δεν τρώγει, δεν μηρυκάζει, αναπνέει με δυσκολίαν, η κοιλία του εξογκώνεται, πίπτει εις το έδαφος και εντός 10 λεπτών, μέχρι το πολύ τεσσάρων ωρών, αποθνήσκει.
Συνεργία του σατανά, κύριε διδάσκαλε. Τίποτε άλλο!
Πού είναι το ποίμνιον του γέρο –Κώστα, του οποίου τα κουδούνια εγέμιζαν φαράγγια και λόγγους; Πού είναι του θείου σου του Αντωνίου, πού είναι των άλλων; Ερήμαξεν ο τόπος! Μας εγκατέλειψεν ο Θεός και έμεινε μόνο του ο σατανάς, να γλεντοκοπά εις βάρος μας.
Εκίνησαν τας κεφαλάς των από απελπισίαν, εκίνησα και εγώ την ιδικήν μου από οίκτον και θλίψιν δια την εξακολούθησιν της επιμόνου ισχυρογνωμοσύνης των.
Επανάληψις τρομερά, διελογίσθην, της καταστροφής την οποίαν προ πολλών ετών υπέστησαν οι ίδιοι εκ του μικροβίου του άνθρακος. Ενεθυμήθην ότι, ότε και τότε απέθνησκον σωρηδόν κατά τον ίδιον τρόπον τα ζώά των, ούτοι απέδιδον μετά πείσματος τον θάνατόν των εις κάποιαν επέμβασιν του σατανά και επ’ ουδενί λόγω ηθέλησαν να συμμορφωθούν προς τας συμβουλάς και υποδείξεις των ανεπτυγμένων κατοίκων του χωρίου μας.
Και άφιναν τα πτώματα εις τους αγρούς και ετριγύριζον, χωρίς κουδούνια, τα ποίμνια, ακριβώς το μεσονύκτιον, πέριξ του χωρίου τρεις φοράς, δια να διώξουν τον διάβολον, αλλά τίποτε. Το μικρόβιον, άτρωτον και ασυγκίνητον από τους διαφόρους εξορκισμούς, τους οποίους του έκαμνον, εξηκολούθησε το τρομερόν έργον του, μέχρις ότου εθανάτωσε τα 70% περίπου όλων των ζώων της περιφερείας.
Παρ’ όλην την κούρασιν την οποίαν ησθανόμην εκ του ταξιδίου, αντί να υπάγω εις την οικίαν μου, κατηυθύνθην εις τη πλατείαν του χωρίου, όπου εύρον συγκεντρωμένους τους κατοίκους να συζητούν περίλυποι δια τας απωλείας της ημέρας. Τόσα του Μελετίου, τόσα του Ανδρέου, τόσα των άλλων…. Πραγματική πανωλεθρία.
Αντηλλάξαμεν τους καθιερωμένους χαιρετισμούς και ηρωτήθην δια τα νέα της εβδομάδος. Ασφαλώς κάτι θα είχον να είπω εις το απόκεντρον χωρίον, εφ’ όσον προηρχόμην από την πρωτεύουσαν.
-Τα νέα της εβδομάδος δια σας, είπον, είναι η συμφορά, η οποία σας εύρε. Και το χειρότερον ο τρόπος, με τον οποίον προσπαθείτε ν’ απαλλαγήτε από αυτήν. Ο καιρός «δεν μας παίρνει», δια ν’ αρχίσωμεν συζήτησιν. Αύριον – μεθαύριον θ’ ακούσετε πολλά. Τώρα είναι ανάγκη να τηλεφωνήσωμεν αμέσως εις την Νομαρχίαν, δια να έλθη το ταχύτερον εδώ ο κτηνίατρος να εμβολιάση τα υπόλοιπα ζώα σας. Ελπίζω, τα περισσότερα θα σωθούν.
-Αφήσατέ τα αυτά, κύριε διδάσκαλε, αντέτειναν μερικοί. Πράγματα, τα οποία γνωρίζομεν από πάππου – προσπάππου, δεν χρειάζονται άλλην εξήγησιν.
-Τί να του κάμη του «έξ’ από δω» ο κτηνίατρος; Φεύγει αυτός με τα εμβόλια; Εδώ μας κατηράσθη ο Θεός… τί να κάμωμεν ημείς;
-Ο Θεός δεν καταράται κανένα. Ενδιαφέρεται και πονεί δια τα πλάσματά του περισσότερον και από τους ανθρώπους. Αλλά πρέπει και ημείς να μη μένωμεν με εσταυρωμένας τας χείρας. Επάθαμεν κάτι˙ να εργασθώμεν αμέσως με όλας μας τας δυνάμεις, δια να το αποφύγωμεν, παρακαλούντες συγχρόνως και τον Θεόν, όπως μας βοηθήση.
Ξεχνάτε το ρητόν των προγόνων μας «Συν Αθηνά και χείρα κίνει»;
Μετά δύο ημέρας, παρά την θέλησιν των περισσοτέρων ποιμένων, ο κτηνίατρος ήλθε.
-Σπεύσατε, ήτο η πρώτη λέξις, την οποίαν απηύθυνε προς τους χωρικούς. Σπεύσατε να καύσετε αμέσως τα πτώματα των αποθανόντων ζώων. Και προσέξατε να μη ακουμβούν επάνω σας, διότι θα προσβληθήτε και σεις από την μόλυνσιν. Είναι ανάγκη να εξολοθρευθή τελείως το μικρόβιον, διότι άλλως δεν πρόκειται να ζήση ζώον εις αυτήν την περιφέρειαν.
-Δεν είναι ευκολώτερον να θάψωμεν τα πτώματα αντί να τα καίωμεν; Επρότειναν μερικοί.
-Ευκολώτερον ημπορεί να είναι, όχι όμως και ορθόν. Το μικρόβιον του άνθρακος ζη υπό την γην ολόκληρα έτη. Οι σκώληκες, οι οποίοι τρώγουν αυτό, εξέρχονται εις την επιφάνειαν της γης και δια των χόρτων το μεταδίδουν εις τα ζώα. Επομένως με την ταφήν των ζώων το μικρόβιον του άνθρακος δεν εξαλείφεται.
Επί πολλάς ημέρας συνεχίσθη ο εμβολιασμός των ζώων. Οι χωρικοί παρηκολούθουν μετά πολλής δυσπιστίας την σχετικήν εργασίαν και δεν παρέλειπον ευκαιρίαν, δια να εκφράσουν την αμφιβολίαν των, ότε έβλεπον και μετά τον εμβολιασμόν πολλά ν’ αποθνήσκουν. Έπρεπεν, ως έλεγον, αν είναι ζήτημα της επιστήμης, «να κοπή το κακό με το μαχαίρι», ευθύς ως επάτησε τον πόδαν του εις το χωρίον ο κτηνίατρος.
Άλλ’ ήτο δυνατόν το εμβόλιον να προλαμβάνη τα ζώα, τα οποία είχον ήδη προσβληθή από το μικρόβιον;
Εχρειάσθη πολλών ημερών συζήτησις, δια να το εννοήσουν. Και το ενόησαν και επείσθησαν, ότι έζων εις πυκνότατον σκότος αμαθείας και προλήψεων, ότε μετά δέκα περίπου ημέρας, αφού έκαμον όλα όσα παρήγγειλεν εις αυτούς ο ιατρός, το κακόν εκόπη πράγματι «με το μαχαίρι».
-Κοιτάξετε, συνεζήτουν αργότερον μεταξύ των. Τί επάθαμεν, δια να εξακολουθώμεν να επιμένωμεν εις τας περιέργους προλήψεις μας, ενώ η επιστήμη ευρίσκεται τόσον κοντά μας. Και ήτο ανάγκη να έλθη από τας Αθήνας άνθρωπος εδώ να μας επιβάλη, δια της βίας σχεδόν, να σώσωμεν τα ζώα μας και τον εαυτόν μας.
Ας είναι όμως! Το πάθημα ας μας γίνη τουλάχιστον μάθημα δια το μέλλον.
Θεόδωρος Γιαννόπουλος.

Από το βιβλίο: Αναγνωστικόν της πέμπτης τάξεως του δημοτικού σχολείου. Ν. Κοντοπούλου – Δ. Κοντογιάννη, Γ. Καλαματιανού Θ. Γιαννοπούλου. Αθήναι 1952
Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.