Επιλογικά – Νικολάου, Μητροπολίτου Μεσογαίας και Λαυρεωτικής.

Είχε προχωρήσει η νύχτα. Απολαμβάναμε το φεγγάρι. Όσο γεμίζει, δίνει ελπίδα. Μετά την πανσέληνο έχει κάτι το μελαγχολικό επάνω του. Εμείς ήμασταν λίγες μέρες πριν. Μπορούσαμε ακόμη να ελπίζουμε. Ήμασταν εξάλλου στην Σκήτη της ελπίδας, στη
Σκήτη του Ευγνώμονος Ληστού.
Ήταν όλα τόσο όμορφα! Κυρίως όμως η όλη ατμόσφαιρα. Θες το ότι είχαμε γνωριστεί τόσο διαφορετικοί μεταξύ μας άνθρωποι, Θες η αληθινότητα της επικοινωνίας, το όμορφο περιβάλλον; Πάντως το διάχυτο αίσθημα ήταν πολύ ωραίο. Γι’ αυτό και κανένας δεν ήθελε να φύγει.
Ήρθε όμως η ώρα που χωρίσαμε. Ο καθένας πήρε τον δρόμο του μαζί με τις εντυπώσεις του. Εγώ έμεινα μόνος μου. Είχα χαρεί που γνώρισα αυτά τα παιδιά. Δεν λυπήθηκα καθόλου τον χρόνο μου. Το αντίθετο μάλιστα. Το φάσμα της συζήτησης ήταν ασφαλώς πολύ ευρύτερο. Εδώ την παρουσίασα αρκετά συντομευμένη. Θέλησα να περιοριστώ στον μαγικό αριθμό των εκατό βασικών σημείων. Δεν ξέρω αν κάποτε θα άξιζε τον κόπο να επεκτεινόμουν και σε άλλα σχετικά θέματα που αφορούν τον συγκεκριμένο προβληματισμό. Ο σκοπός όμως δεν είναι να απαντηθούν ερωτήματα, αλλά να περιγραφεί ένα φρόνημα, να δοθεί το στίγμα μιας προσέγγισης της αλήθειας αυτού του κόσμου, της αλήθειας του Θεού. Κάτι που τόσο το έχουμε ανάγκη και τόσο δυστυχώς σπανίζει στις μέρες μας.
Πάρα ταύτα, μου έμεινε και ένας απόηχος εσωτερικής λεπτής λύπης. Γιατί το αυτονόητο να θέλει τόση συζήτηση; Πως έχουν θεριέψει μέσα μας τόσες και τέτοιες δυσμενείς προκαταλήψεις απέναντι σε κάτι που ιστορικά απέδειξε το μεγαλείο του τουλάχιστον στον τόπο μας; Γιατί ο Θεός κάποτε ήταν τόσο ζωντανός, τόσο μέσα στη ζωή των ανθρώπων, και τώρα η ιδέα Του και μόνο, στην καλύτερη περίπτωση να φαντάζει απόμακρη, αταίριαστη και ξένη με τη ζωή μας, και στη χειρότερη εντελώς αποκρουστικής; Γιατί αυτά τα παιδιά να έχουν σκέψεις, ερωτήσεις, αμφιβολίες, επιφυλάξεις, προκαταλήψεις, ίσως και θυμό με τον Θεό- την στιγμή που δεν Τον πιστεύουν-και όχι εμπειρίες;
Το καλοκαίρι που μας πέρασε ήταν καθοριστικό για μένα. Διάφορες υποχρεώσεις μου επέβαλαν απουσίες και ταξίδια συνεχή. Βρέθηκα σε διάφορα όμορφα μέρη του κόσμου, και στα ενδιάμεσα πέρασα από τα Κύθηρα, την Σάμο, την Πάρο, την Πάτμο, το Αγαθονήσι, την Σαντορίνη και φυσικά την Αττική. Σε πόσο καταπληκτική αλήθεια χώρα ζούμε! Απίθανες εναλλαγές του τοπίου, καταγάλανα νερά, πεντακάθαρος ουρανός, ηλιόλουστες μέρες, σπάνιες γεύσεις και μυρωδιές, απερίγραπτη λαογραφία, καρδιακές συνήθειες, μοναδική ιστορία, εικόνες πραγματικοί πίνακες, και πολιτισμός γεμάτος ουσία, ένα αληθινό θαύμα. Γιατί αυτός ο τόπος να μην είναι ο καλύτερος του κόσμου για να ζήσει κανείς; Γιατί ο διάλογός μας να τελειώσει με το ερώτημα αν υπάρχει ζωή; Είναι δυνατόν στην Ελλάδα να διερωτάται κανείς αν υπάρχει ζωή;
Πως μπορεί αυτός ο τόπος να περνάει κρίση; Πως είναι δυνατόν αυτή η κρίση να είναι τόσο βαθιά και μάλιστα κρίση πολιτισμού και πνεύματος; Πως γίνεται σε αυτόν τον τόπο που διαχρονικά διεκδικήθηκε ο Θεός και πληθωρικά εκφράστηκε η παρουσία Του, σήμερα να ρωτάμε που είναι και γιατί επιτρέπει το ένα ή κάνει το άλλο ή σιωπά και απουσιάζει; Πως
Είναι δυνατόν να Τον αμφισβητούμε ή και να Τον αρνούμαστε ή και να πολεμούμε τη σκιά και το όνομά Του ακόμα; Η Ελλάδα δεν είναι μόνο χώρα φυσικού κάλλους και ομορφιάς. Είναι κυρίως χώρα που φιλοξένησε και εξέφρασε την αλήθεια. Τον έδειξε τον Θεό και Τον έζησε.
Γυρίζεις στο παρελθόν και διαπιστώνεις ότι η αναζήτηση του Θεού φτιάχνει έναν Παρθενώνα και πλήθος μαγευτικούς βωμούς και ιερά. Το κυνήγι της ζωής μαζί Του δημιουργεί σε μεταγενέστερους χρόνους ένα Άγιον Όρος ή χιλιάδες βυζαντινά και άλλα αριστουργηματικά μνημεία. Η ανάγκη να χαρούν οι άνθρωποι την παρουσία Του γεμίζει τον τόπο μας με ξωκκλήσια, με εκκλησιαστικά πανηγύρια και γιορτές. Η εμπειρία της κοινωνίας Του γεννά θεολογικές αναβάσεις, όπου η καρδιά ξεπερνά τη διεισδυτικότητα του νου και εισέρχεται στη θέα των μη ορωμένων. Η επιθυμία της δοξολογίας Του εκφράζεται σε μια γλώσσα πραγματικά θεϊκή, που η ακρίβεια, η πλαστικότητα και η ποιητικότητά της είναι ό, τι καλύτερο ανθρωπίνως για να περιγραφεί το απρόσιτο μυστήριο του Θεού και να αποκαλυφθούν οι μυστικές ενέργειές Του. Μια χώρα γεμάτη από αγίους, από θαύματα, από εμπειρίες αυθεντικές και όχι φτιαχτές. Ένας τόπος με υπερχείλιση πίστεως. Ακόμη και σήμερα. Αλλά ταυτόχρονα με αδικαιολόγητη κάμψη, με πτωτική δυναμική και φτωχική κατανόηση του θησαυρού του, τώρα τελευταία.
Όλο αυτό είναι η ιστορία μας, ο πολιτισμός μας, η ταυτότητά μας, τα γονίδιά μας, η ανάσα μας, η ζωή μας. Με μια λέξη η πίστη μας. Σήμερα χάσαμε τη γλώσσα μας, μιμηθήκαμε το λίγο, μόνο και μόνο επειδή είναι ξένο, προσβάλαμε το πολύ για τον απλό λόγο ότι το κληρονομήσαμε, στερηθήκαμε τη δική μας γνώση, κάναμε συνήθεια το παράξενο, φτώχυνε η λογική μας. Γεράσαμε πρόωρα και κουραστήκαμε στον τόπο αυτόν της ανάπαυσης. Και μας έμεινε ως ερώτημα το αν υπάρχει ζωή, το αν υπάρχει Θεός.
Πήγα σε κάτι νησιώτικα ασκητάρια, όπου παλαιότερα η φτώχεια τους παρέπεμπε σε άλλη λογική και τα βρήκα ανακαινισμένα μεν από τις κοσμικές υπηρεσίες, αλλά με σύγχρονες συμμετρίες και τεχνολογικές αλλοιώσεις που έφτιαξαν το κτίριο και διέλυσαν την εικόνα του μυστικού του μεγαλείου. Από τόποι με αναστεναγμό ασκητικής ζωής κατάντησαν οπτικά ερεθίσματα που ικανοποιούν την περιέργεια. Η ζωή δεν αποτελεί πλέον μητρική γλώσσα στον τόπο μας, Όλα χρειάζονται μετάφραση στη στενή διάλεκτο της χωρίς πνεύμα και ζωή εποχής μας. Εποχή με πολυπραγμοσύνη αλλά χωρίς σοφία. Ανίκανη να γεννά πνεύμα και πολιτισμό, ανίκανη και να μιμείται το καλό. Εξειδικευμένη στο ασύνετο γκρέμισμα της πίστης, της παράδοσης, της ιστορίας, του πολιτισμού, του μεγαλείου της, της ζωής της.
Στην Πάτμο, μετά τη λειτουργία σε ένα μοναστήρι, με πλησιάζει μια Ελβετίδα που εδώ και μήνες έχει εγκατασταθεί μόνιμα στο νησί. Δηλώνει αόριστα χριστιανή. Ρωτώ πως κι έτσι ήρθε και έμεινε εδώ. Μου απαντά: This is a holy island. Δείχνω ενθουσιασμό, και συμπληρώνει : but the people are not holy. Ένας τόπος γεμάτος ζωή, με ανθρώπους όμως που δεν έχουν ζωή. Αυτό νομίζω πως στην ουσία έλεγε. Απογοήτευση για τη φραστική διατύπωση προφανούς διαπίστωσης. Ένα νησί που οι πέτρες του μιλούν για το Θεό και οι κάτοικοί του είτε Τον αγαπούν είτε δεν τρέφονται από την πίστη. Τουλάχιστον δεν το καταλαβαίνει ένας τρίτος, ένας ξένος. Όχι γιατί αυτοί το κρύβουν, αλλά γιατί κάτι τους λείπει. Είναι άραγε αλήθεια; Αν ναι, δεν έχω σχόλιο σε αυτή τη διαπίστωση. Μόνον αναστεναγμό.
Και η Εκκλησία όμως κάπως έτσι είναι ένα ασύλληπτο μυστήριο στη θεολογία, παράδοση και διδασκαλία της, με δύναμη μαρτυρίας, με λόγο ζωής. Με αποδείξεις ζωής τους αγίους της, με ιστορία ζωής και σημερινούς πιστούς χωρίς… ζωή και πίστη, «έχοντας την γνώσιν της ευσεβείας, τη δε δύναμιν αυτής αρνουμένους» (Πρβλ. Β’ Τιμ. Γ’ 5). Δεν εμπνέουμε. Μάλλον σκανδαλίζουμε. Προκαλούμε συζητήσεις σαν την παρούσα. Μιλάει ο τόπος και διαψεύδουν οι άνθρωποι. Διατηρούμε τους τύπους που συντηρούν το μυστήριο, τις μεγάλες λέξεις που το περιγράφουν, τις θεολογικές έννοιες που το αναλύουν, αλλά εμείς δεν έχουμε άλλη σχέση μαζί του.
Στον νου έρχεται η Σαμαρείτιδα του Ευαγγελίου. Πηγαίνει στο φρέαρ του Ιακώβ να αντλήσει νερό. Εκεί συναντά τον Χριστό και τελικά Αυτός της δίνει «το ύδωρ το ζων», το νερό της ζωής. Τι υπέροχη συνάντηση!
Τρεις γυναίκες. Τρεις εκφράσεις καρδιάς.
Πρώτη η άγνωστη Ελβετίδα. Αυτή μετακομίζει από μακριά για να ζήσει δίπλα στην πηγή. Υποψιάζεται τη ζωή, την αισθάνεται, αλλά δεν την βλέπει στη ζωή των ανθρώπων. This is a holy island, but the people are not holy. Οι άνθρωποι είναι δίπλα στην πηγή ,αλλά πάσχουν από αφυδάτωση. Είναι δίπλα στη Ζωή και πεθαίνουν. Τι τραγικό!
Δεύτερη η Μαρίτα :Αν υπάρχει ζωή, θέλω να ζήσω. Αυτή ψάχνει για την πίστη της. Είναι μέσα στην ζωή, μάλλον έχει μεγαλώσει δίπλα στην πηγή της Ζωής, στην Εκκλησία. Και διερωτάται αν υπάρχει ζωή. Όμως θέλει να ζήσει. Τι ελπιδοφόρο!
Τρίτη η Σαμαρείτιδα, η αγία Φωτεινή. Αυτή στρέφεται στον Χριστό: «Κύριε, δος μοι τούτο το ύδωρ» (Ιω. δ’ 15). Ζητά, βρίσκει, πίνει και ζει. Συναντά τον Χριστό, τη Ζωή, γεύεται από τη Ζωή Του και στο τέλος δίνει και τη ζωή της. Πόσο αληθινό!
Ο Θεός είναι υπαρκτός, είναι αληθινός, είναι παρών και κυρίως είναι μεθεκτός, κοινωνών και κοινωνούμενος, «κλώμενος» και «εκχυνόμενος». Και στη συνέχεια αιωνίως και σε όλους «προσφερόμενος και διαδισόμενος», «πάντοτε εσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος». Είναι αριστούργημα αυτή η ελληνική γλώσσα, ικανή να εκφράσει το ανέκφραστο και να περιγράψει το απερίγραπτο μυστήριο.
Η Ζωή υπάρχει, είναι ο Χριστός. Η πηγή της είναι δίπλα. Είναι η Εκκλησία. Και πρέπει να ζήσουμε. Όλοι μας. Κι εμείς την έχουμε τόσο ανάγκη.

Από το βιβλίο: Αν υπάρχει ζωή, θέλω να ζήσω. 100 ερωτήσεις και απαντήσεις περί πίστεως. Νικολάου, Μητροπολίτου Μεσογαίας και Λαυρεωτικής. Νοέμβριος 2013.

Κατηγορίες: Γενικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.