Οι τρόποι συμπεριφοράς αποκαλύπτουν τον αληθινό χαρακτήρα του ανθρώπου; – Σαράντου Ι. Καργάκου.

Μήπως ο άνθρω¬πος κρίνεται από αυτό που υποκρίνεται;

Η επιφάνεια πιο συχνά καλύπτει παρά αποκαλύπτει. Όσο περισσότερο στίλβουσα είναι, τόσο πιθανότερο εί¬ναι να κρύβει βούρκο παρά πλούτο.
Στην εποχή της διαφήμισης μάλιστα, που η ζωή έγινε πρωτάθλημα υποκρισίας, το πρόσωπο του ανθρώπου διαμορφώνεται από το διαφημιστικό «λίφτιγκ». Δεν εν¬διαφέρει το πρόσωπο αλλά το προσωπείο. Έτσι πολλοί μιλάνε για μια ζωή που μοιάζει με θέατρο. Όντως υπάρ¬χουν άνθρωποι του θεάτρου και άνθρωποι που είναι θέατρο ανθρώπου. Στην περίπτωση τους δεν ενδιαφέρει το έργο αλλά το φανταχτερό σκηνικό.
Ο σημερινός άνθρωπος —όχι βέβαια σε απόλυτους αριθμούς—, προκειμένου ν’ αποκτήσει το ποθητό προσω¬πείο —που στην κοσμική γλώσσα λέγεται image— χάνει το αυθεντικό του πρόσωπο- γίνεται μια απρόσωπη έκ¬φραση προσωπικότητας• μια άοσμη, άχρωμη, άγευστη οντότητα. Υποχρεώνεται σε μια διατεταγμένη προσαρμο¬γή. Ρευστοποιείται και προσποιείται πως είναι κάτι δια¬φορετικό απ’ ό,τι είναι. Η υποκρισία γίνεται ανάγκη. Πολλές φορές ο άνθρωπος λέει πράγματα που δεν πι¬στεύει και πιστεύει σε πράγματα χωρίς να το λέει. Δεν είναι ζήτημα φόβου αλλά συμφέροντος. Ένας χρυσός κανόνας -χρυσός με κάθε έννοια- συμπεριφοράς διδά¬σκει- να σκέπτεσαι όχι τί θα προσφέρεις για ν’ αποκομί¬σεις αλλά τί θ’ αποκομίσεις για να προσφέρεις.
Υπάρχει ακόμη κι ο φόβος. Οι περισσότεροι άνθρω¬ποι δεν κρίνουν, ούτε συγκρίνουν, κατακρίνουν. Αυτό υποχρεώνει τον άλλον άνθρωπο —που δε θέλει να εκτε¬θεί στα βέλη μιας κακόβουλης κριτικής— να υιοθετεί έναν τρόπο ζωής, που δεν τον εκφράζει, που παραποιεί την πραγματική του υπόσταση. Ίσως, λοιπόν οι άνθρωποι να υποκρίνονται, επειδή κρίνονται και μάλιστα όχι με τρόπο καλοπροαίρετο.
«Η υποκρισία είναι ο σεβασμός που προσφέρει η κα¬κία στην αρετή», είχε πει ο Λούθηρος. Όποιος υποκρί¬νεται, στο βάθος αισθάνεται ότι προδίδει τον εαυτό του ή κάποιες αξίες. Αφού δεν μπορεί να είναι καλός, του¬λάχιστον προσπαθεί να φαίνεται. Είναι κι αυτό ένας ελάχιστος φόρος τιμής στην αρετή. Αλλά δεν αρκεί. Η γνησιότητα είναι η δύναμη των γενναίων, η υποκρισία είναι η «δύναμη» των αδυνάτων ή των συμφεροντολόγων. Κι είναι θλιβερό η εντός εισαγωγικών δύναμη ν’ αποδεικνύεται δυνατότερη από την ειλικρινή και ανυ¬πόκριτη συμπεριφορά.
Αλλ’ ο κόσμος δυστυχώς έχει μάθει να κρίνει περισ¬σότερο με τ’ αυτιά και λιγότερο με το μυαλό. Σύμφωνα με το γνωστό μύθο του Κρυλώφ, κάποτε δυο βαρέλια κύλησαν σ’ έναν κατηφορικό δρόμο. Το γεμάτο κυλούσε αθόρυβα, ενώ το άδειο παταγούσε εκκωφαντικά. Στην εποχή μας – μια εποχή πάταγου και ιλίγγου – βρίσκει τε¬ράστια ανταπόκριση η άποψη ότι όσο πιο ελαφρός είσαι τόσο ψηλότερα ανεβαίνεις και ότι όσο πιο εντυπωσιακό είναι το περιτύλιγμα τόσο πιο έντονο και κυρίως αποτε¬λεσματικό είναι το θάμβος που προκαλείς. Έτσι, η συ¬μπεριφορά συχνά καταντά επίπλαστη, συχνά καλύπτεται από μια επίφαση ευγένειας και λεπτότητας, που ρίχνει στις διαπροσωπικές σχέσεις ένα εσπέριο φως, ένα μισό¬φωτο που παραπλανά και δεν αφήνει τον άνθρωπο να δει τα πράγματα στην πραγματική τους διάσταση.
Είναι γεγονός ότι πολλές φορές ισχύει αυτό που έλεγε ο Μπυφόν: «Le styl c’ est l’homme»(=το ύφος είναι ο άν¬θρωπος). Ο λόγος και οι πράξεις απηχούν όλο το πνευ¬ματικό και ηθικό εποικοδόμημα του ατόμου, όταν βέ¬βαια το ύφος εξισούται με το ήθος. Όταν όμως σήμερα τα πάντα γίνονται «προς το θεαθήναι», έχουμε χρέος ν’ αναρωτηθούμε, μήπως τελικά ο άνθρωπος κρίνεται από αυτό που υποκρίνεται. Μήπως τελικά οι τρόποι της συ¬μπεριφοράς μοιάζουν κάποιες φορές με τα κουδούνια του παζαριού, που τα χτυπάς για να προσκαλείς τους εύπιστους —που είναι και πιο επιρρεπείς στην πλάνη — και ν’ αποσπάς ένα θαυμασμό, στο βάθος κούφιο.
Το πρότυπο του ανθρώπου της «πρώτης εντύπωσης», που τόσο έντονα «πλασάρεται» από τα συστήματα προ¬βολής, δημιουργεί ανθρώπους, που κατασκευάζουν επι¬φάνειες. Ωστόσο, όπως ο σαλίγκαρος είναι αιχμάλωτος του καβουκιού του, έτσι κι αυτοί είναι αιχμάλωτοι του σκοπιμοθηρικού κομφορμισμού τους. Η φορτική ευγέ¬νεια, η μειλιχιότητα, οι περιττές φιλοφρονήσεις κρύβουν ευτελείς κόλακες, που θυμίζουν νάνους γελωτοποιούς μεσαιωνικού άρχοντα. Χρειάζεται, χωρίς αμφιβολία, με¬γάλη πείρα και διεισδυτικότητα, για να δει κανείς τί κρύβεται πίσω από τα φαινόμενα.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως σήμερα, που θέλει μεγάλη τέχνη να ζήσεις και πιο μεγάλη να επιζήσεις, η προσ¬ποίηση έγινε στάση ζωής. Είναι το προϊόν μιας κοινω¬νίας που βασίστηκε στο φόβο της αλήθειας και αγκι¬στρώθηκε στο ψέμα. Τα συστήματα προβολής θέλουν και θέτουν το ιδεώδες του «επιτυχημένου» ανθρώπου να θε¬μελιώνεται στο αξίωμα: «Πουλάω το μέσα για ν’ αγο¬ράσω το έξω». Με την υποκρισία κερδίζει ο εξωτερικός άνθρωπος και χάνει ο εσωτερικός.
Παρασυρμένος, λοιπόν, από αυτά τα σαθρά πρότυπα, ο άνθρωπος του καιρού μας, δεν έχει καιρό να «κτίσει» πρόσωπο. Φτιάχνει έναν πλαστικό χαρακτήρα, που τον βοηθά να κρύβει τον πραγματικό εαυτό του, να φορά προσωπεία —τις περισσότερες φορές άτεχνα— και να κα¬ταντά απρόσωπος. Πάνω σ’ αυτή τη βάση θεωρεί φυ¬σικό το αφύσικο. Βιάζει τις έμφυτες, εσώτερες τάσεις του για αυθορμητισμό, ελεύθερη έκφραση και φορά την «αόρατη στολή του βασιλιά», που δεν μπορεί να κρύψει τη γυμνότητα του. Ο χρόνος είναι ο εχθρός της προσ¬ποίησης. Κάποτε κάποιο παιδικό βλέμμα -η καθαρή μα¬τιά— θα δει και θα φωνάξει πως «ο βασιλιάς είναι γυ¬μνός». Και τότε ο άνθρωπος θα κριθεί από αυτό που εί¬ναι και όχι από αυτό που παριστάνει ότι είναι.
Μετά την παρουσία του Λουΐτζι Πιραντέλο ακόμη και τα θεατρικά πρόσωπα διεκδικούν το δικαίωμα να έχουν το δικό τους πρόσωπο κι όχι το πρόσωπο που τους βάζει ο συγγραφέας. Μόνο στο θέατρο της ζωής τα πρόσωπα αποδέχονται παθητικά το προσωπείο, και παύουν να εί¬ναι πρόσωπα. Γίνονται «προσωπικότητες». Συνήθως αυτή η μάσκα κρύβει σαθρότητα. Είναι καλό να δυσπι¬στούμε προς τους εντυπωσιακούς ανθρώπους. Αλλά και η δυσπιστία χρειάζεται μέτρο. Γιατί όπως η ευπιστία ανοίγει τη θύρα της πλάνης, έτσι και η δυσπιστία μπορεί να μας οδηγήσει σ’ εσφαλμένες εκτιμήσεις. Συγκεκριμέ¬να, υπάρχουν άνθρωποι ευαίσθητοι, που εμφανίζονται κυνικοί, για να μη δώσουν την ευχέρεια σε άλλους να τους πληγώσουν.
Υπάρχουν ακόμη και οι άνθρωποι που η θέση ή το αξίωμα, τους υποχρεώνει να θωρακίσουν ή να καταπνί¬ξουν τους εσωτερικούς κραδασμούς, για να εκπληρώσουν ένα σκληρό καθήκον. Πολύ συχνά πίσω από την αυστηρότητα κρύβεται η πιο γνήσια τρυφερότητα. Το σκληρό κέλυφος κρύβει μαργαριτάρι. Υπάρχει ακόμη και η περίπτωση των νέων, που από πνεύμα μοντερνι¬σμού, θεωρούν την ευγένεια δείγμα αστικού εκφυλισμού. Σε λίγο η χειραψία και το «ευχαριστώ» θ’ ανακηρυχθούν διατηρητέα είδη. Η εκκεντρική τους εμφάνιση και η άκομψη συμπεριφορά τους, αναγκάζουν τους παλαιότε¬ρους να τους κρίνουν συχνά αυστηρά, χωρίς να ψάχνουν να βρουν τί κρύβεται από κάτω. Μήπως, λοιπόν, οι κρί¬σεις των παλαιών είναι όχι αυστηρές αλλ’ άδικες; Από την άλλη όμως, μήπως αυτή η ωμή ειλικρίνεια των νέων είναι σκέτη ωμότητα, που προβάλλεται ως ειλικρίνεια; Δύσκολο να δώσει απάντηση κανείς, γιατί η γενίκευση πάντα κάποιους αδικεί.
Ένα πάντως φαίνεται αδιαμφισβήτητο: το «είναι» και το «φαίνεσθαι» έχουν συναιρεθεί επικίνδυνα, προς όφε¬λος του «φαίνεσθαι». Το «είναι» δεν έχει πια τόση σημα¬σία. Ισχύει το τσαρουχικό: «Στην Ελλάδα είσαι ό,τι δη¬λώσεις». Ο άνθρωπος δε στέκεται πάντα ερευνητικός κι επιφυλακτικός σ’ ό,τι του παρουσιάζεται εκθαμβωτικό. Έτσι, ναρκισσικοί δοκησίσοφοι, μεγαλόσχημοι απατεώ¬νες, ματαιόδοξοι κενολόγοι και απόστολοι της ουτοπίας, συχνά κερδίζουν την αναγνώριση και την επιτυχία, κά¬νοντας να μοιάζει με χίμαιρα ο στίχος του Παλαμά: «γεί¬ρε, αν θέλεις να υψωθείς». Ωστόσο, είναι ανάγκη να φα¬νούμε επιφυλακτικοί, ξέροντας από πείρα πως «ό,τι λά¬μπει, δεν είναι χρυσός» και πως «τα κενά δοχεία ηχούν περισσότερο» (vasa inania plurimum sonant).
Είναι χρέος να ξεπεράσουμε το προσωπικό και ν’ ανε¬βούμε στο υπερπροσωπικό• όχι να κατεβούμε στο απρό¬σωπο. Ο χαμαιλεοντισμός δε δείχνει ούτε ύφος, ούτε ήθος. Η ιανόμορφη συμπεριφορά θα μας οδηγήσει κά¬ποτε στην πικρή διαπίστωση του Μπρεχτ: «Αυτό που ο ασβέστης μας αφάνισε, δεν ήταν πια πρόσωπο». Στις μέ¬ρες μας -που το κυνήγι του προσώπου μας μοιάζει με το κυνήγι της χαμένης Κιβωτού— προβάλλει ως ζωτικής ση¬μασίας αίτημα να αισθανθούμε πως η ειλικρίνεια είναι η πιο ρεαλιστική στάση ζωής και πως τελικά το να ζούμε σαν θίασος σκιών δεν είναι «μια κάποια λύση». (27 Νοεμβρίου 1987)

Από το βιβλίο του Σαράντου Ι. Καργάκου: «Προβληματισμοί – ένας διάλογος με τους νέους.» Τόμος Ε΄
GUTENBERG – ΑΘΗΝΑ 1997

Κατηγορίες: Άρθρα. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.