Όλα επιτρέπονται; – Πορφυρίας Μοναχής.

Κατηφορίζοντας την οδό Αιγάλεω, πηγαίνοντας προς Πειραιά, βλέπω δυο μαυροφορεμένες κυρίες. Αυτές σίγουρα θέλουν ταξί, σκέφτηκα και αμέσως έκοψα ταχύτητα. Και όντως σήκωσαν το χέρι να με σταματήσουν.
-Κοπέλα μου, μπορείς να μας πας στο χωριό… και να περιμένεις να μας γυρίσεις πάλι πίσω; Και πόσα χρήματα θέλεις;
Αφού τα βρήκαμε, ξεκίνησα.

Και όπως πάντα, ξεκίνησα και την κουβέντα:
-Γιατί πάτε εκεί;
-Κοπέλα μου, χάσαμε τον αδελφό μας και πάμε στην κηδεία. Είμαστε μεγάλες γυναίκες και δεν μπορούμε να πάμε με άλλο μέσο.
Σεβάστηκα τον πόνο τους και σ’ όλο το δρόμο ανταλλάξαμε ελάχιστες κουβέντες. Σε μιάμιση ώρα ή¬μασταν στον προορισμό μας.

Αναγκάστηκα να παρευρεθώ και εγώ στην κηδεία. Δεν μπορώ να πω πως διέκρινα και πολύ πόνο- άλλωστε ο κύριος ήταν ηλικιωμένος. Άλλο όμως ήταν το γεγονός που με συγκλόνισε. Στο νεκροταφείο του χωριού σε κάποιο μνήμα στεκόταν μια κυρία που έκλαιγε και μονολογούσε βάζοντας τα με το Θεό. Δεν φορούσε μαύρα. Πλησίασα κοντά και είδα την φωτογραφία ενός παλληκαριού.
-Παιδί σας ήταν; τη ρώτησα διστακτικά.
-Ναι… παιδί μου…», μου απάντησε.
-Να ζείτε να τον θυμάστε και ο Θεός να τον έχει κο¬ντά Του.
-Μη μου μιλάς για Θεό! μου απάντησε άγρια.
-Δεν μίλησα, απλώς έφυγα από κοντά της και μπήκα στην Εκκλησία.

Όπως παρατηρούσα τον κόσμο, η ματιά μου σταμά¬τησε σε ένα παλληκάρι αυτιστικό. Θεέ μου, λυπήσου το, μονολόγησα.
Τελείωσε η ακολουθία, πήγαμε για καφέ, συλλυπηθήκαμε τους συγγενείς κι έφτασε η ώρα της επιστροφής.
Ξεκίνησα πάλι την κουβέντα, σχολιάζοντας τα λόγια της μάννας του παλληκαριού.

-Κοπέλα μου, αυτή έπαθε ό,τι της άξιζε, άκουσα έκ¬πληκτη την κυρία που καθόταν δίπλα μου. Αλίμονο από το παλληκάρι που έφυγε νωρίς.
-Τι εννοείτε, της άξιζε;
-Ένα παιδί τής έδωσε ο Θεός, κι αυτή μέρα-νύκτα το έβριζε. Στα είκοσι πέντε του αποφάσισε να αγοράσει αυτο¬κίνητο με δικά του λεφτά. Και η μάννα του… το καταριό¬ταν. Τα απογεύματα που έφευγε για τη βόλτα του, του φώ¬ναζε: στο κουτί να σε φέρουνε, να σε νεκροφιλήσω!
Κάθε μέρα τα ίδια… Μέχρι που με τη γρουσουζιά της της το φέρανε το παιδί στο κουτί! Τώρα τα βάζει με τον Θεό και μυξοκλαίει για να τη λυπηθούμε. Κανείς όμως δεν της δίνει σημασία.

Τις ρώτησα και για το αυτιστικό παιδάκι, που είδα στην εκκλησία.
-Α, ναι! Ξέρουμε ποιο εννοείτε.
-Κρίμα, το καημένο!
-Κρίμα, δεν λέτε τίποτε! Και τα άλλα τρία παιδιά της είναι σε μαύρα χάλια. Αυτή η γυναίκα, κορίτσι μου, ερω¬τεύτηκε και παντρεύτηκε τον πρώτο της ξάδελφο!!
-Καλά, δεν βρέθηκε κάποιος να τους σταματήσει;
-Κλέφτηκαν, παντρεύτηκαν κρυφά, κορόιδεψαν α¬κόμα και τον παπά… Έκαναν τέσσερα παιδιά: το πρώτο αυτιστικό, το δεύτερο πέθανε στα δώδεκα του από καρκίνο, το τρίτο είναι ναρκομανής και το τέταρτο τρελό. Εμ! οι πατεράδες τους ήταν αδέλφια… Ίδιο αίμα. Τι περίμενες, προ¬κοπή;
Αλλά μην νομίζεις ότι είναι οι μόνοι. Έχουμε και άλ¬λη τέτοια περίπτωση στο χωριό, στην ίδια μοίρα κι αυτοί!

Τα συμπεράσματα δικά σας• γιατί αυτά συμβαίνουν ΚΙ εδώ, στην Πρωτεύουσα. Αλίμονο μας, φύγαμε μακριά από τον Θεό και τα ισοπεδώσαμε όλα. Φραγμούς δεν έχουμε πουθενά και για τίποτε.
Πόσο δίκιο είχε ο Ντοστογιέφσκη:
«Δίχως Θεό όλα επιτρέπονται».

Από το βιβλίο: «Ταξιδεύοντας στα τείχη της πόλης», της μοναχής Πορφυρίας.
ΑΘΗΝΑ 2010
Κεντρική διάθεση Νεκτάριος Δ. Παναγόπουλος.

Κατηγορίες: Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.