Η Μεταστροφή του Μεγάλου Κωνσταντίνου στο χριστιανισμό – Κωνσταντίνου Καραστάθη.

Το θέμα της μεταστροφής του Κων/νου από την ειδωλολατρία στο χριστιανισμό εξακολουθεί ν’ απασχολεί τους ιστορικούς από τους καιρούς της βασιλείας του και είναι διττό: α) πότε πραγματοποιήθηκε αυτή η μεταστροφή και β) ποια τα κίνητρά της.
Ορισμένοι ιστορικοί στη Δύση, κυρίως των νεότερων χρόνων, επιμένουν ότι ο Κων/νος ασπάστηκε το Χριστιανισμό από πολιτική σκοπιμότητα για να πάρει με το μέρος του τους χριστιανούς. Άλλ’ αυτοί λησμονούν ότι οι χριστιανοί στην Αυτοκρατορία κατά την εποχή της μάχης στη Μουλβία δεν ξεπερνούσαν το ποσοστό δέκα έως δεκαπέντε τοις εκατό του πληθυσμού και ο ευφυέστατος Κων/νος, όπως είπαμε και παραπάνω, δε θα μπορούσε να προβεί στην ασύνετη πολιτική πράξη, να προσεταιρισθεί δηλαδή τους ολίγους, για να κάνει αντιπάλους τους πολλούς…
Άλλοι επιμένουν ότι η υιοθέτηση του χριστιανισμού από τον Κών/νο ήταν ένας πολιτικός ελιγμός, με τον οποίο απέβλεπε στην ενότητα και την ειρήνη των λαών της Αυτοκρατορίας. Και άλλοι άλλα.
Πρώτος ο Ιουλιανός ο Παραβάτης στα κείμενά του κάνει νύξη για τη μεταστροφή του Κων/νου και για τα αίτιά της.*
*Ο Ιουλιανός ο Παραβάτης ήταν γυιός του ανισόρροπου Κωνστάντιου, ετεροθαλούς αδελφού του Μ. Κωνσταντίνου. Βιογράφοι του του καταλογίζουν παράνοια και παράταση παιδισμού. Από το σοφιστή Λιβάνιο και τον νεοπλατωνικό Αιδέσιο μυήθηκε στα μσυτήρια του νεοπλατωνισμού και έγινε ειδωλολάτρης, πράγμα το οποίο γνωστοποίησε, όταν έγινε αυτοκράτορας το 361, μετά το θάνατο του Κωνστάντιου.
Ως αυτοκράτορας δεν έκανε κανένα διωγμό εναντίον της Εκκλησίας. Ξαπόλυσε όμως ύπουλο πόλεμο εναντίον της υποδαυλίζοντας τις διαμάχες μεταξύ ορθοδόξων και αιρετικών και επιδιώκοντας, μέσα από τα κείμενά του, με τις ειρωνείες και τις κατηγορίες του, την απαξίωση και αποσύνθεσή της, ενώ παράλληλα σχεδίαζε με το επιτελείο του μια νέα ειδωλολατρική θρησκεία.
Αναίτια επιτίθεται και εναντίον του θείου του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Λησμόνησε πως ήταν κληρονόμος της αυτοκρατορίας που ίδρυσε εκείνος και προσπάθησε μέσα από τα βιβλία του να τον ταπεινώσει, να τον απαξιώσει, να τον εξευτελίσει κατά τρόπο επαίσχυντο, αφήνοντας όμως έτσι στον κόσμο μία κλασσική εικόνα αχάριστου!
Στο σατιρικό έργο του «Συμπόσιον», όπου παρουσιάζει μια φανταστική μεταθανάτια σύναξη των Ρωμαίων αυτοκρατόρων ενώπιον των θεών, ο Ερμής ανακοινώνει την απόφαση του Δία να ζει ο καθένας κοντά στο θεό που προτιμά και όλοι οι αυτοκράτορες, πλην του Κων/νου, προτίμησαν κάποιο θεό. Ο Κων/νος, γράφει, μη βρίσκοντας για τον εαυτό του πρότυπο ζωής ανάμεσα στους θεούς, μόλις είδε κοντά του την Τρυφή (την προσωποποιημένη τρυφηλή ζωή), έτρεξε προς το μέρος της. Εκείνη τον δέχτηκε τρυφερά, τον αγκάλιασε, στη συνέχεια τον έντυσε με πολύχρωμα πέπλα και τον καλλώπισε και τον έστειλε στην Ασωτία, η οποία με τη σειρά της του έδειξε τον Ιησού, τον οποίο και τελικά ακολούθησε, ακούγοντάς τον να ομιλεί για μετάνοια και συγχώρηση.1
Μέσα από τη φανταστική αυτή διήγηση ο Ιουλιανός λοιπόν κατηγορεί τον Κων/νο ότι ακολούθησε το Χριστό, επειδή οι θεοί όχι μονάχα δε θα το συγχωρούσαν τους φόνους συγγενών του («επειδή είχε χύσει αίμα συγγενών του»), αλλά και θα τον τυραννούσαν, ενώ ο Χριστός θα τον συγχωρούσε. Και προσδιορίζει ως χρόνο μεταστροφής το 326, επειδή θεωρείται ότι τότε βρήκαν το θάνατο τα οικογενειακά πρόσωπα του Κων/νου, καθώς θα εξηγήσουμε παρακάτω.
Ο Σωζομενός Ερμείας (368 – 433 μ. Χ.) καταγράφει ένα μύθο που κυκλοφορούσε μεταξύ των παγανιστών, και τον οποίο ο ίδιος, βεβαίως, δεν πιστεύει: ότι δηλαδή ο αυτοκράτορας, μετά από τους φόνους κάποιων συγγενών του και του γυιού του Κρίσπου, μετανόησε δήθεν και κατέφυγε στο φιλόσοφο Σώπατρο να το ζητήσει τρόπους καθαρμού από τους φόνους ότι εκείνος βρήκε ασυγχώρητα τέτοια εγκλήματα˙ ότι στη συνέχεια κάποιοι επίσκοποι του υποσχέθηκαν τον καθαρμό με τη μετάνοια και το βάπτισμα, πράγμα που είχε δήθεν ως αποτέλεσμα να γίνει ο ίδιος χριστιανός και να κάνει και τους υπηκόους του χριστιανούς.
Ο Σωζομενός δηλώνει ότι όλ’ αυτά τα θεωρεί πλαστά από τους παγανιστές με σκοπό να συκοφαντήσουν τη χριστιανική θρησκεία: «Εμοί δε δοκεί, ταύτα πεπλάσθαι τοις σπουδάζουσι την χριστιανών θρησκείαν κατηγορεν».2 Στη συνέχεια εξηγεί ότι ο Κων/νος είχε αγκαλιάσει το χριστιανισμό προτού εκστρατεύσει εναντίον του Μαξέντιου και κυριεύσει τη Ρώμη. Ως μάρτυρες τούτου του γεγονότος επικαλείται τους νόμους, τους οποίους είχε θέσει ως τότε υπέρ της θρησκείας. Και διαψεύδει τον ισχυρισμό των παγανιστών Ιουλιανού, Σώπατρου, Πλωτίνου κ.ά. ότι ο Κων/νος έγινε χριστιανός μετά το θάνατο του γυιού του Κρίσπου, μετανοημένος για τις κακές πράξεις του.
Ο Ζώσιμος (450 – 510), φανατικός παγανιστής, που ονειρεύτηκε την επαναφορά του Δωδεκάθεου, ο κυριότερος κατήγορος του Κων/νου εξηγεί ως εξής τη μεταστροφή του στο χριστιανισμό: Ο Κων/νος, γράφει, μετά την παιδοκτονία και τη συζυγοκτονία του (κατηγορίες για τις οποίες γίνεται εκτενέστατος λόγος παρακάτω), ελεγχόμενος από τη συνείδησή του, κατέφυγε στους ιερείς της ειδωλολατρικής θρησκείας, για να ζητήσει καθαρμούς των παραπτωμάτων του, άλλ’ εκείνοι του είπαν ότι δεν έχει παραδοθεί κανένας τρόπος καθαρμού, που να έχει τη δύναμη να καθαρίσει τόσο σοβαρές ασέβειες. Ένας όμως Αιγύπτιος, που είχε έρθει από την Ισπανία στη Ρώμη και είχε συνδεθεί με την αυτοκρατορική αυλή, συνάντησε τον Κων/νο και τον διαβεβαίωσε ότι η δοξασία των χριστιανών υπόσχεται να ξεπλύνει κάθε αμαρτία σε όποιον την ασπάζεται. Ο Κων/νος την αποδέχτηκε με πολλή ευκολία και αποσκίρτησε από τα πάτρια.3
Η πραγματικότητα όμως είναι τελείως διαφορετική, απ’ ό,τι την παρουσιάζουν οι τρεις μύθοι, που προαναφέρθηκαν. Κατά την παιδική ηλικία του Κων/νου πρώτη μίλησε σ’ αυτόν για το Χριστό και τον γαλούχησε με τα νάματα της χριστιανικής πίστεως η ευσεβέστατη μητέρα του Ελένη, «αυτή του βασιλέως η μήτηρ, η καλλίπαις εκείνη και παρά πάντων αδομένη των ευσεβών, η τον μέγαν τούτον φωστήρα τεκούσα και την της ευσεβείας αυτώ προσενεγκούσα τροφήν», καθώς γράφει ο Θεοδώρητος.4
Ο Ευσέβιος με τη φράση του, «ζηλωτήν εαυτόν της πατρικής ευσεβείας κατεστήσατο»,5 στρέφει την προσοχή μας στις πατρικές θρησκευτικές επιρροές του Κων/νου. Πράγματι, ο πατέρας του Αύγουστος Κωνστάντιος υπήρξε προστάτης των χριστιανών κατά τη διάρκεια των σκληρότερων διωγμών και άσκησε στη νεανική ψυχή του Κων/νου θετικές επιδράσεις. Και όσον καιρό τον είχε κοντά του, δεν του δίδαξε μονάχα την τέχνη του πολέμου, αλλά και τη σοφή διακυβέρνηση των υπηκόων του και τη συμπάθεια και την επιείκεια προς τους χριστιανούς. Σημειωτέον ότι στο πρόσωπο του παλατιού του, όπως γράφηκε και παραπάνω, είχε μονάχα χριστιανούς. Ο ίδιος ο Κων/νος αργότερα, όντας μοναδικός αυτοκράτορας, σε μία εγκύκλιο επιστολή του προς τους κατοίκους των ανατολικών επαρχιών, αναφέρεται και στον πατέρα του με τα εξής λόγια: «Μόνος δε (από τους αυτοκράτορες) ο πατέρας μου συμπεριφερόταν με ημερότητα, επικαλούμενος με θαυμαστή ευλάβεια σ’ όλες τις πράξεις του τον Σωτήρα Θεό. Οι δε λοιποί, όντας φρενοβλαβείς, επεδίωκαν μάλλον την αγριότητα, παρά την πραότητα, και αυτή την αγριότητα είχαν πλούσια, διαστρέφοντας το λόγο της αλήθειας εκείνη την ίδια εποχή, και της πονηριάς η δεινότητα φούντωνε τόσο πολύ, ώστε ενώ όλα μαζί και τα θεία και τα ανθρώπινα πράγματα ειρήνευαν, από εκείνους αναρριπίζονταν εμφύλιοι πόλεμοι».6
Ψυχικά λοιπόν ο Κων/νος βρισκόταν πάντοτε κοντά στους χριστιανούς χάρη στη μητρική διαπαιδαγώγηση και στις συμβουλές του πατέρα του, που συμπαθούσε, θαύμαζε και εμπιστευόταν τους χριστιανούς, παρότι στα νεανικά του χρόνια για μια μικρή περίοδο της ζωής του υπήρξε ένας ειδωλολατρικός ηλιακός προσκυνητής.
Ο Λακτάντιος, ο πλέον έγκυρος ιστορικός εκείνων των χρόνων και σύγχρονος του Κων/νου, αναφερόμενος στις πρώτες ώρες διακυβέρνησης του δυτικού τμήματος της Αυτοκρατορίας από τον Κων/νο (306 μ. Χ.) γράφει: «Ο αύγουστος Κων/νος, που είχε αναλάβει την κυβέρνηση, έθεσε θέμα πρώτης προτεραιότητας ν’ αποκαταστήσει τους χριστιανούς στην άσκηση της λατρείας προς το Θεό τους και έτσι άρχισε τη διοίκησή του με την επανεγκατάσταση της ιερής θρησκείας.7
Αλλά δεν αρκέστηκε ν’ ασκήσει προστασία μονάχα στους χριστιανούς της διοικητικής περιφέρειάς του (δυτικές επαρχίες). Το 311 μ. Χ. ήταν αυτός που πρότεινε στον τύραννο των νεανικών του χρόνων και βαρύτατα ασθενούντα Γαλέριο, αύγουστο στην Ανατολή, να εκδώσουν από κοινού διάταγμα, με το οποίο θα παραχωρούσαν ανεξιθρησκία στους λαούς της Αυτοκρατορίας και εκείνος συμφώνησε υποκύπτοντας είτε στο δυναμισμό του Κων/νου, είτε στις τρομερές τύψεις του για τα αμέτρητα εγκλήματά του εναντίον των χριστιανών, είτε στην ύστατη ελπίδα θεραπείας του από τον Θεό των χριστιανών.8 Πράγματι το διάταγμα εκδόθηκε και υπογράφηκε από τον Γαλέριο, τον Κων/νο και το Λικίνιο, που ήταν βοηθός καίσαρας του πρώτου. Το διάταγμα αυτό είναι γνωστό ως διάταγμα του Γαλέριου, επειδή εκείνος ήταν αύγουστος, ενώ οι άλλοι δύο ήταν καίσαρες, αλλά η διπλωματική σύνταξή του μαρτυρεί ότι συντάκτης του ήταν ο Κων/νος.*
*Ενδεικτικό της διπλωματικότητας του Κων/νου είναι το παρακάτω απόσπασμα εκείνου του διατάγματος.
«(7) Και όταν παρά πολλοί παρέμειναν επίμονα στη γνώμη τους, και βλέπαμε ότι δεν προσέφεραν την οφειλόμενη λατρεία και προσκύνηση στους θεούς, ούτε στο Θεό των χριστιανών έδιναν σημασία, κάνοντας χρήση της πραότητας και της επιείκειάς μας, κρίναμε ότι την παντοτινή μας συνήθεια να χαρίζουμε συγχώρηση σε όλους τους ανθρώπους πρέπει μ’ όλη μας την καρδιά να την επεκτείνουμε και σ’ αυτούς (τους χριστιανούς), για να ξαναγίνουν τουλάχιστον χριστιανοί και να ρυθμίσουν τα συνακτήριά τους (τόπους συνάθροισής τους), έτσι ώστε να μη κάνουν τίποτε εχθρικό προς την πατροπαράδοτη παιδεία (δηλαδή την παλαιά θρησκεία). Με άλλη επιστολή θα εξηγήσουμε στους δικαστές ποια τακτική πρέπει να τηρούν. (8). Έτσι, σύμφωνα με τη συγχώρησή μας και παραχώρηση θα οφείλουν να προσεύχονται στο Θεό τους να φυλάει εμάς και το κράτος και αυτούς, έτσι ώστε με κάθε τρόπο και η πολιτεία να διατηρηθεί ακέραιη και αυτοί να μπορούν να ζουν αμέριμνοι στα σπίτια τους».
Όμως ο στόχος αυτός του Κων/νου για την προστασία των χριστιανών της ανατολικής αυτοκρατορίας από τους διωγμούς δεν ευοδώθηκε, διότι λίγες ημέρες μετά την υπογραφή του διατάγματος ο Γαλέριος πέθανε και στο θρόνο του αναρρήθηκε ο Λικίνιος, που δεν σεβάστηκε την υπογραφή του.
Όλα λοιπόν φανερώνουν ότι ο Κων/νος δεν ήταν ξένος προς το χριστιανικό πνεύμα ως την 28η Οκτωβρίου του 312 μ. Χ. που βρέθηκε κοντά στη Μουλβία Γέφυρα, για ν’ αντιμετωπίσει τα στρατεύματα του Μαξέντιου. Όμως μετά το Όραμα και την περιφανή νίκη του η θρησκευτική μεταστροφή του γίνεται πλέον εμφανής στο κάθε βήμα του. Η χριστιανική πίστη του εδραιώθηκε στην ψυχή του και γιγαντώθηκε. Μπαίνοντας θριαμβευτής στη Ρώμη δεν εξετέλεσε θυσίες στους θεούς.9 «Κατά τον επισημανθέντα χρόνο, εντυπωσιασμένος αο το παράδοξο θέαμα (του οράματος) και αποφασισμένος να μη λατρεύσει άλλον από τον οφθέντα Θεόν, αναζήτησε τους μύστες της διδασκαλίας του και ερώτησε ποιος ήταν αυτός ο Θεός», γράφει ο Ευσέβιος Καισαρείας, ο οποίος ήταν ένας από τους κατηχητές του.10
Από την ώρα εκείνη άρχισε να ρωτάει και να μαθαίνει τα πάντα για τη ζωή, τη διδασκαλία, τη Σταύρωση και την Ανάσταση του Κυρίου.11 Βρίσκεται σε στενή επαφή με τους επισκόπους και προβάλλει σαν άμεσο στόχο του την ενότητα και την ειρήνη στην Εκκλησία. Εφεξής βλέπουμε εντονότερη τη συνέπεια λόγων και έργων του, λόγων χριστιανικών, έργων χριστιανικών. Πλέον για όλη του την υπόλοιπη ζωή ζει, ομιλεί και πράττει χριστιανικά. Όλα πια άρχισαν ν’ αλλάζουν, όχι μονάχα στην ψυχή του και στη Ρώμη, αλλά και στην αυτοκρατορία ολόκληρη.
Με εντολή του αναρτήθηκε το Μονόγραμμα του Χριστού στα μνημεία της πόλης. Οι εικόνες του Άρη, του Απόλλωνος και των άλλων θεών άρχισαν να εξαφανίζονται από τις επιγραφές του δημοσίου, από τα νομίσματα, αλλά και από τους πανηγυρικούς λόγους. Και ο ίδιος ζήτησε να εικονίζεται στα κέρματα σε στάση προσευχής με το βλέμμα στραμμένο κατά τους ουρανούς. Σε πλατεία της Ρώμης στήθηκε άγαλμά του, που κρατούσε στο χέρι το Σταυρό.
Παραχώρησε, όπως αναφέραμε παραπάνω, στον επίσκοπο της Ρώμης Μιλτιάδη, το παλάτι του Λατερανού για επίσημη κατοικία του.
Η έκφραση divinitatis instinctu (τη προτροπή / παρορμήσει του θείου) στην επιγραφή της θριαμβευτικής Αψίδας έχει πολύ σχολιασθεί, επειδή ακόμα και για τους πλέον δύσπιστους αποτελεί έμμεση, αλλά σαφή ομολογία της θρησκευτικής μεταστροφής του Κων/νου στο Χριστιανισμό.
Την πλήρη μεταστροφή του στο Χριστιανισμό βλέπομε στο περιεχόμενο του διατάγματος του Μεδιολάνου (313 μ. Χ.), που αναμφισβήτητα υπαγορεύτηκε στους γραμματείς από τον ίδιο, μιας και ο Λικίνιος ποτέ δεν πίστεψε στη χριστιανική θρησκεία.*
*Παραθέτουμε μεταφρασμένα λίγα χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το θρυλικό αυτό διάταγμα:
«3.Όταν από καλή τύχη τόσο εγώ ο αύγουστος Κων/νος όσο και εγώ ο αύγουστος Λικίνιος συζητήσαμε όλα όσα αφορούσαν στην ωφέλεια και την ηρεμία του κράτους, ανάμεσα στ’ άλλα, που βλέπαμε ότι θα ωφελήσουν το λαό πάρα πολύ, σ’ εκείνα που αφορούσαν στο σέβας προς το θείο κρίναμε ότι πρέπει να δώσουμε την άκρα προτεραιότητα˙ για να δώσουμε έτσι και στους χριστιανούς και σ’ όλους την ελευθερία και την εξουσία ν’ ακολουθούν όποια θρησκεία θα ήθελε ο καθένας».
«4… και στο εξής όσοι έχουν την επιθυμία να πρεσβεύουν τη θρησκεία των χριστιανών, να μπορούν απλώς και ειλικρινώς να καυχώνται ότι κάνουν αυτό ακριβώς χωρίς καμία ενόχληση και καμιά ταραχή…»
«6… η ελευθερία αυτή παραχωρήθηκε να έχει ο καθένας την ελευθερία και την εξουσία να λατρεύει ό,τι επιλέγει. Διότι δε θέλουμε να μειώσουμε ούτε σε κάτι την αξιοπρέπεια καμιάς θρησκείας.»
«11. Σε όλα αυτά οφείλεις να προσφέρεις στο προειρημένο Σώμα των χριστιανών δραστικότατη τη μεσολάβησή σου, για να εφαρμοσθεί η διαταγή μας το ταχύτερο, ώστε και στο θέμα αυτό χάρη στην επιείκειά μας να ληφθεί πρόνοια για τη δημόσια ηρεμία, τόσο ώστε να συμβεί, όπως ειπώθηκε και παραπάνω, η θεία εύνοια που μας περιβάλλει και που τη γευτήκαμε σε τόσο σοβαρές καταστάσεις, να συνεχίσει να περιβάλλει για πάντα και τα μελλοντικά μας έργα μαζί και με τη δική μας δημοσίως εκπεφρασμένη καλοσύνη.»12
Στο διάταγμα του Μεδιολάνου ο Κων/νος κάνει λόγο και για την εύνοια του Θεού προς το πρόσωπό του. Μια εύνοια που την είχε βιώσει και ο ίδιος σε πολύ σοβαρές καταστάσεις και για την οποία αναφέρεται και σε άλλα κείμενά του.
Στο νικηφόρο πόλεμό του εναντίον των Σαρματιανών και των Γότθων, γράφει ο Σωζομενός, αντιλήφθηκε σαφώς, με τη βοήθεια σημείων και ονείρων, ότι η πρόσθετη προστασία της Θείας Πρόνοιας είχε επεκταθεί σ’ αυτόν. (Ουχ ήκιστα δε λέγεται και τούτον τον πόλεμον επιδείξαι Κωνσταντίνω δια σημείων και ονειράτων, όσης θειόθεν ηξίωτο προνοίας.)13
Στη ζωή του Κων/νου όλα δείχνουν ότι είχε τη θεία κλήση, όπως ο Παύλος.
Το μεγάλο προορισμό του διέγνωσαν και οι διορατικοί του Μαντείου των Δελφών, όταν ανήσυχοι πιστοί της παλαιάς θρησκείας έφτασαν εκεί να ρωτήσουν για το τι πρόκειται να επιτύχει ο Κων/νος με την υποστήριξή του στη νέα θρησκεία. Ο χρησμός ήταν αποκαρδιωτικός γι’ αυτούς: «Αυτός μέλλει να κυριεύσει τον κόσμο και να κηρύξει το Χριστό ως Θεό και επ’ αυτού θα καταρρεύσει η (ειδωλολατρική) θρησκεία», ήταν ο χρησμός τους.
Ο Κων/νος αναγνώρισε το χριστιανισμός ως προστατευόμενη θρησκεία του Κράτους και ευνόησε παντοιοτρόπως την Εκκλησία, όπως θα εξηγήσουμε παρακάτω. Δεν καταδίωξε όσους είχαν υποβάλει σε μαρτύρια τους χριστιανούς. Τους έλεγξε όμως.
Η Α’ Οικουμενική Σύνοδος (325 μ. Χ.), για την οποία θα γίνει λόγος παρακάτω, και κυρίως η αναστροφή του Κων/νου με τους αγίους Πατέρες, μεταξύ των οποίων μερικοί υπήρξαν θαυματουργοί και εν ζωή (οι άγιοι Σπυρίδων, Νικόλαος, Παφνούτιος, Ιάκωβος κ.ά.), υπήρξαν καθοριστικοί παράγοντες για την εμπέδωση της χριστιανικής πίστεώς του.
Τρανή απόδειξη ότι ο Κων/νος ήταν ένας συνειδητός και πολύ πιστός χριστιανός, αποτελεί το γεγονός ότι, αν και γνώριζε από πριν πως θα προκαλούσε σκληρές αντιδράσεις, αρνήθηκε να συμμετάσχει στις ειδωλολατρικές γιορτές στον Καπιτωλίνο λόφο, όταν το 326 βρέθηκε στη Ρώμη για να γιορτάσει τα Βικενάλια.
Το ότι ο Κων/νος ήταν πολύ προ του 326 συνειδητός και πιστός χριστιανός μαρτυρούν και οι πολλοί χριστιανικοί ναοί που είχαν χτιστεί από τον ίδιο, η μέριμνά του για τους φτωχούς, ο τακτικός εκκλησιασμός του, η προεδρία του στην Α’ Οικουμενική σύνοδο και οι τόσες άλλες χριστιανικές εκδηλώσεις και ενέργειές του.
Η σύγχρονη έρευνα, της οποίας τα πορίσματα βασίζονται στις μαρτυρίες του ίδιου του Κων/νου, δεν παραδέχεται ότι ο αυτοκράτορας υπήρξε ένας ψυχρός υπολογιστής, που ευνόησε το χριστιανισμό ούτε από κανένα προσωπικό όφελος ούτε από πολιτικό και μόνο ένστικτο.14 Ο Κων/νος πίστεψε στο Χριστό με όλη τη δύναμη της ψυχής του, όπως αποδεικνύουν τα έργα του, η συμπεριφορά του, οι λόγοι του και οι επιστολές του. Άλλ’ ούτε και μεταχειρίστηκε βία για ν’ αυξήσει τον αριθμό των χριστιανών.
Ο Ευσέβιος θεωρεί την επιλογή του Κων/νου θεόθεν.15 Και ο Θεοδώρητος γράφει «ουκ απ’ ανθρώπων, ουδέ δι’ ανθρώπου, αλλά ουρανόθεν, κατά τον θείον Απόστολον της κλήσεως ταύτης έτυχε, ταύτην επ’ αυτή επρυτάνευσεν».16 Και ο Ρουφίνος επίσης κάνει λόγο για κλήση του Θεού στον Κων/νο.17
Ορισμένοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι ο Κων/νος μέχρι το 321 μ. Χ. ήταν πιστός στο Δωδεκάθεο, επειδή μέχρι τότε κυκλοφορούσαν νομίσματα, που είχαν ως έμβλημα την εικόνα του Άρη, του Ηρακλή, του Απόλλωνα και του Μίθρα και μετά το 321 μ. Χ. άρχισαν να τυπώνονται στα ρωμαϊκά νομίσματα χριστιανικά σύμβολα όπως ο σταυρός και το μονόγραμμα του Χριστού, το Λάβαρο κ.λ.π. Μεταξύ των συγγραφέων αυτών συγκαταλέγεται και ο ημέτερος Σπυρίδων Λάμπρος.18 Άλλ’ η πληροφορία αυτή είναι ανακριβής, διότι σήμερα έχουν βρεθεί νομίσματα του 317 και 318 με την εικόνα του Μ. Κων/νου στην μια όψη και στο σύμπλεγμα εικόνων της άλλης πλευράς να εμφανίζεται ο σταυρός και μάλιστα ισόπλευρος (ελληνικός). Επίσης έχει βρεθεί και ασημένιο μενταγιόν του 315 μ. Χ.
Το αν ο Κων/νος καθυστέρησε πέντε χρόνια να εμφανίσει στα νομίσματα τα χριστιανικά σύμβολα, δεν έχει καμιά σχέση με τη θεμελιωμένη χριστιανική πίστη του. Απλά η σύνεση και η οξυδέρκειά του του υπαγόρευαν την τακτική της αποφυγής προκλήσεων προς τους παγανιστές στρατιώτες του, που ήσαν αναμφισβήτητα περισσότεροι από τους χριστιανούς. Το αποτέλεσμα της συνετής αυτής τακτικής του τον δικαίωσε.
Άλλοι, τέλος, υποστηρίζουν πως ο Κων/νος μεταστράφηκε στη Χριστιανική Θρησκεία στο τέλος της ζωής του, που βαπτίστηκε.
Αλλά το θέμα της μεταστροφής του Κων/νου έχει προκαλέσει ατέλειωτες διενέξεις μεταξύ των ιστορικών των νεοτέρων χρόνων, κυρίως της Δύσης. «Οι ιστορικοί έχουν βρει μια εξαιρετική ευκαιρία για να δώσουν απαντήσεις σύμφωνα με τις προσωπικές απόψεις στο περίπλοκο αυτό πρόβλημα»,19 γράφει ο μεγάλος Ρώσος ιστορικός Βασίλιεφ, και παραθέτει στην ιστορία του πλήθος αντιφατικών απόψεων γνωστών ιστορικών επί του θέματος της μεταστροφής του Κων/νου στο χριστιανισμό.*
*Ο Boissier (La Fin du Paganisme I, 28) υποστηρίζει ότι ο Κων/νος μετεστράφη από πεποίθηση, ο Lot τείνει να δεχτεί την ειλικρίνεια της μεταστροφής και ο Piganiol λέει ότι ο Κων/νος υπήρξε χριστιανός δίχως να το γνωρίζει.20 Ο Thomas G. Elliott διευκρινίζει ότι ο Κων/νος διατήρησε με δεξιοτεχνία την ουδέτερη ή διφορούμενη γλώσσα στη δημόσια παρουσία του, αλλά δεν είχε καμιά ανάγκη μεταστροφής, γιατί ήταν ήδη δεσμευμένος Χριστιανός, όπως οι γονείς του, από την αρχή.21 Ο Barnes πιστεύει ότι ο Κων/νος ήταν υποστηρικτής των χριστιανών από την αρχή και αμετακίνητος του χριστιανισμού από το 312 και μπρος.
Από τον Schaff έχουμε και τις πληροφορίες ότι ο Mosheim στην εργασία του για τους τρεις πρώτους αιώνες (Trans. Murdock II. Sqq 460) εργάζεται για ν’ αποδείξει ότι ο Κων/νος δεν ήταν κανένας υποκριτής, άλλ’ ότι πίστευε ότι η χριστιανική θρησκεία ήταν η μόνη αληθινή θρησκεία. Schaff Philip “History of the Christian Church, Chapter, I, p. 13 Footn. 5.
O C. Kreb στο βιβλίο ου εξέδωσε ο Dolger (Cesammelte Studien) γράφει ότι όλη η στροφή του Κων/νου προς το χριστιανισμό υπήρξε δευτερεύων παράγοντας για τη νίκη της εκκλησίας. Κύριος παράγοντας της νίκης αυτής παραμένει αυτή καθ’ αυτή η υπερφυσική δύναμη του χριστιανισμού. (Kreb C. Konstantin der Grosse und seine Zeit Gesammelte Studien, ed. F. Dolger, 2).
Εναντίον του Κων/νου στρέφουν ως επί το πλείστον βέλη οι ιστορικοί: Ο Seeck, πεπεισμένος τελικά από το Ζώσιμο, στηρίζει τη μεταστροφή του Κων/νου στο ότι «ο χριστιανισμός του πρόσφερε τη συγχώρεση και εκείνος έγινε χριστιανός μετά από τους θανάτους που προκάλεσε» (Zeitschrift F. Wiss. Theol. 1890, p. 73). O X. Gregoire (στη δεκαετία του 1930) βλέπει το όραμα και τη μεταστροφή του Κων/νου ως μεταθανάτιο ξαναγράψιμο των γεγονότων από τον Ευσέβιο.

Υποσημειώσεις.
1. Ιουλιανού, συμπόσιον, άπαντα Ιουλιανού, 1994, τόμος 3, σ’. 177.
2. Σωζομ. Εκκλ. ιστορ. Βιβ. 1. Κεφ. 5.
3. Ζώσιμ. 2, 29.
4. Θεοδώρ. Εκκλ. ιστ. Βιβ. 1. Ιζ, P. G. (K.Π. Ε.) τ. 82 σελ. 957.
5. Ευσ’. Εκκλ. ιστ. Βιβλ. 8 κεφ. 13.
6. Ευσ’. Β. Κ. Λόγ. κεφ. 49.
7. Λακτάντ. Περί των θαν. Των διωκ. Κεφ. 24
8. Κ. Σιαμάκη: εξωχριστιανικές μαρτυρίες για το Χριστό και τους χριστιανούς, Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 136.
9. Καμιά αναφορά για τέτοιες θυσίες δε γίνεται στοσν Πανηγυρικό λόγο 12, που χρονολογείται στα 313 μ. Χ.
10. Ευσ’. Β.Κ. 1, 32.
11. Ευσ’. Β.Κ. Λόγ. 1 κεφ. 32.
12. Λακτ. De mortibus 48.
13. Σωζ. Εκκλ. ιστ. Βιβλ. 1, κεφ. 8.
14. Εκδοτικής: ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Ζ, σελ. 34.
15. Β. Κ. 1 βιβλ. κεφ. 24.
16. Θεοδ. Ιστ. Εκκλ. βιβλ. 1 κεφ. 2.
17. Ρουφίνου 9,9;
18. Λάμπρου Σπύρου: η ιστορία της Ελλάδος, 1896, 3ος τόμος σελ. 251.
19. Βασίλιεφ Α. Α. «Η ιστορία της βυζαντινής αυτοκρατορίας 424- 1453, Μετάφρ. Δημοσθ. Σαβράμη, 1980, σελ. 65-68. (Η σημείωση αφορά και τους τρεις αναφερόμενους παραπάνω ιστορικούς).
20. Thomas G. Elliott “The Language of Constantines Propaganda, “ Transactions of the American Philological Association (1974), Vol. 120. (1990), pp. 349 – 353.

Συνεχίζεται. …

Από το βιβλίο: Μέγας Κωνσταντίνος : Κατηγορίες και αλήθεια, του Κωνσταντίνου Καραστάθη. Αθήναι, Απρίλιος του 2012 Εκδόσεις «ΑΘΩΣ».

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.