Η αβίωτη συμβίωση ελευθερίας και μεταχριστιανικότητας – Γιώργου Καστρινάκη.

Ο βασιλιάς είναι γυμνός. Και «βασιλιάς» είναι ασφαλώς ο κυρίαρχος λόγος. Η κυριαρχία του προϋποθέτει, πλέον, παντελή την απουσία αντιλόγου. Η λογοκρισία, οπότε, ανακύπτει ως (όχι πια «τελευταία») «πρώτη» του μέθοδος.
Πώς αλλοιώς; Μια φιλοσοφία η οποία εκκινεί ορίζοντας το σκοτάδι ως φως, μαζί και ως φως το σκοτάδι, γίνεται αναπόφευκτο να κηρύσσει εν τέλει την Κατάφαση στη Ζωή ως οπισθοδρόμηση, ως πρόοδο την Πρόκριση του Θανάτου.
Από θέσεως ενός τέτοιου αδιεξόδου, μόνη προοπτική αποβαίνει η επιζήτηση συγχύσεως απαξαπασών των κρίσιμων εννοιών. Μα, επειδή η σύγχυση τούτη είναι πάντοτε εύκολο να καταδειχθεί/αντιλεχθεί, έσχατη επιλογή αποβαίνει η επιβολή της σιωπής. Κι επειδή η επιβολή της σιωπής εκτίθεται διάτρητη στο πεδίο της θεωρητικής διαπάλης, ακολουθεί ως μονόδρομος η απόπειρα ιδεολογικής τρομοκράτησης.
Είναι τότε που τα ρήματα γίνονται παραληρήματα. Ενώ οι ταυτολογίες αποκτούν συνείδηση… αποστομώσεων. Η λέξη δικαίωμα κλίνεται βέβαια σε όλες τις πτώσεις. Ένα «δικαίωμα», ωστόσο, τεταγμένο αυστηρά στην υπηρεσία της εξουσίας. (Στον ενεστώτα μάλιστα αιώνα, μιας… αυτοδικαίως αντιδημοκρατικής εξουσίας!)
Τα πραγματολογικά δεδομένα, μέσα σε τέτοια συνθήκη, αποτελούν εξ αντικειμένου… εχθρούς. Ως τέτοια, λοιπόν, αντιμετωπίζεται αιφνιδίως ακόμα και η επιστήμη που τα προσκομίζει…
Λένε, π.χ. οι κομιστές της… επαναστατημένης καταστολής, όσον αφορά την απαγόρευση ανάρτησης, στους σταθμούς του υπόγειου αθηναϊκού σιδηροδρόμου, μιας ενημερωτικής αφίσας για τις αμβλώσεις: «Τα σώματά μας μας ανήκουν.» Ολόσωστα! Η ετερότητα, ωστόσο, ενός σώματος από όλα τα άλλα καθορίζεται (με εκπληκτικό μάλιστα τρόπο) από τα χρωμοσώματά του. Όταν λοιπόν ακούσουν ότι τα χρωμοσώματα ενός εμβρύου διαφέρουν από τα χρωμοσώματα της κυούσης – κατά ορθολογικώτατη λοιπόν αναγωγή: το σώμα του εμβρύου ανήκει όχι σ’ αυτήν μα στο έμβρυο – αυθορμήτως τότε εκείνοι… μισούν αυτόν που μας γνωστοποίησε το… μυστικό. Ενώ τρέπουν αμέσως τον λόγο τους σε παραλήρημα περί «σκοταδισμού» (ποιοι;: οι λογοκριτές) προκειμένου να ματαιωθεί κάθε περαιτέρω συζήτηση.
Στον πυρήνα του θέματος, τι απομένει τάχα; Να ισχυριστούν πως το έμβρυο δεν ισοδυναμεί με τη ζωή; Θα το έλεγαν, ίσως. Δεν θα το πίστευε όμως απολύτως κανείς. Αποφαίνονται λοιπόν με… παγερό ενθουσιασμό ότι το έμβρυο ως «είδος αμοιβάδος» δεν… δικαιούται δικαιώματα.
Είναι τότε ειδικά αποδεικνύεται πως οι βεβαιότητες μεσουρανούν ακόμα και στην (αυτοσυστηνόμενη ως) εποχή της αβεβαιότητας. Κι είναι τότε ακριβώς που τα μυθ-ιστορημένα αυτά «δικαιώματα» πιστοποιούνται ως μέσο οριστικής, πια, κατισχύσεως της ισχυρής πλευράς επί της ανίσχυρης: Η τελευταία, ιδού, λέξη της απανθρωπίας!
Ένα βήμα μετά την κατοχύρωση της… «εξουσίας στη ζωή – ναι – του άλλου», λοιπόν, προκύπτει η ανάγκη απερίφραστης λογοκρισίας αυτής καθαυτήν, της προτροπής για ζωή! Διότι το απλό μήνυμα που καθαιρέθηκε από τον δημόσιο χώρο τούτες τις μέρες, δεν υπέβαλλε αίτημα νομικής καταργήσεως των αμβλώσεων. Παρακινούσε απλώς προς συναίνεση στην επιβίωση μιας ετερότητας.
Επιφόρτιζε ενοχές τις γυναίκες εκείνες που θέλουν την έκτρωση, απαντούν οι αυτουργοί της καταστολής. Με ιλιγγιώδη την άγνοια του τι ακριβώς έχουν ομολογήσει μέσα απ’ αυτόν τον ισχυρισμό. Έχουν ομολογήσει την «αποενοχοποίηση» ως αυτοσκοπό του κρατούντος πολιτιστικού στερεώματος. Ήδη πριν από κάθε ηθική διερώτηση! Έχουν παραδεχθεί δηλαδή την αποενοχοποίηση ως ανηθικοποίηση.
Έχουν ακόμα επιμαρτυρήσει την κρατικώς διατεταγμένη ταύτιση του Ηθικού με το Νόμιμο: Άπαξ και η πολιτική εξουσία νομιμοποίησε μια ορισμένη πρακτική, οι εξουσιαζόμενοι δεν έχουν έστω δικαίωμα να προβληματίζονται, επί δημοσίου πεδίου, για το θεμιτό ή αθέμιτο της υιοθέτησής της εκ μέρους τους. Έχουν, παραδεχθεί κυρίως, ότι μας θέλουν να πειθαρχούμε στο δικό τους αρχέτυπο ζωής όχι διόλου στα πλαίσια ενός «ελεύθερου πνεύματος» (όπως διακήρυσσαν κάποτε): Απλώς… μη αναστοχαζόμενοι εξ υπαρχής για το κάθε τι, μα ακολουθώντας ίσα ίσα –άβουλοι και άκριτοι εμείς- ότι μονάχοι εκείνοι έχουν προεπιλέξει εκ μέρους μας. Προσάγουν μάλιστα το ίδιο το κράτος ως σύμμαχό τους και υπέρμαχο σε αυτή την σκανδαλώδη (επί δημοκρατικής θεωρητικής βάσεως) μη-ουδετερότητα!
Η περαιτέρω εμπέδωση και απρόσκοπτη αναπαραγωγή ενός ορισμένου τρόπου ζωής, ασφαλώς, το όλο «στοίχημα» – ο οποίος, τρόπος, θα πρέπει να τηρηθεί, λοιπόν, εν είδει μεσουρανούντος κοσμικού δόγματος. Ιδού ωστόσο η επίγνωση ότι το δόγμα αυτό – παρά την επιδεσποτεία του- δεν έχει ριζώσει παρά μόνο πάνω στο έδαφος μιας Αποσυνειδητοποίησης του τι πραγματικά εκπροσωπεί. Εξ ου η καταφυγή στην Απόκρυψη – ως μόνη του δυνατή προστασία. Απόκρυψη επί δημοσίου ειδικά πεδίου: Με ελευθερία εκφράσεως, οπότε, επί ιδιωτικού – θα ισχυριστούν ίσως κάποιοι. Θα πρόκειται ωστόσο για αστειότητες: Αποκλεισμός από το δημόσιο πεδίο διαλόγου, σημαίνει σαφέστατα πως οι περισσότεροι άνθρωποι θα διεξέλθουν τον βίο τους χωρίς ουδέποτε να έχει φτάσει στ’ αυτί τους μια διαφορετική εκδοχή για το περιεχόμενο της σχέσης με τον εαυτό τους και με τους άλλους ανθρώπους. Ένας αποκλεισμός που ισοδυναμεί, πρακτικά, με κατάργηση σκέψης.
Η παντοκρατορία του κρατούντος προτύπου μόνο μέσα σε τέτοια συνθήκη θα μπορούσε φυσικά να παραταθεί. Αυτή είναι όμως μια επισήμανση η οποία θα πρέπει να αρχίσει να εκφέρεται εκ μέρους μας, προκειμένου ίσως και να ακουστεί από τους ανθρώπους εκείνους που ενδιαφέρονται να την ακούσουν. Γόνιμη έκπληξη των προσφάτων ημερών, η ζωηρότητα με την οποία το διαδίκτυο αποφάσισε, προς στιγμήν, να συντονιστεί στη διεκδίκηση της φυσικής του ταυτότητας: Ενός χώρου ζύμωσης ακηδεμόνευτων ιδεών• και παραγωγής σκέψης πρωτογενούς από μέρους της κοινωνίας – όχι απλής αναπαραγωγής της, καθέκαστο ζήτημα, σκέψης πάσης «ιθυνούσης» ελίτ.
Είναι εξόχως χαρακτηριστικό το γεγονός ότι κεντρική αμέσως τότε στρατηγική, από μέρους των υπερασπιστών της απαγόρευσης, έγινε η επιδίωξη να… αλλάξει το θέμα συζήτησης. Ας μιλήσουμε (μόνο) για την ουσία, άρχισαν να λένε, εννοώντας αναπάντεχα αυτές καθεαυτές τις εκτρώσεις. Πόσο κουτή η πονηρία!: Τι να αποδώσει ένας ιδιωτικός διάλογος επί της ουσίας οποιουδήποτε θέματος. Όταν η μία από τις δύο πλευρές δεν θα έχει δικαίωμα να διαδώσει δημόσια την άποψή της; Όχι λοιπόν: Προηγείται η συζήτηση επί της διαδικασίας. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι οι «επί της διαδικασίας» επαγγελίες ήταν εκείνες που έκαναν τον κρατούντα σήμερα πολιτισμό να κυριαρχήσει απ’ άκρου σ’ άκρο της χριστιανικής οικουμένης: Είμαστε ο πρώτος πολιτισμός της ελευθερίας, έλεγαν οι θιασώτες του – κι οι γόνοι των ευσεβών οικογενειών ευπιστούσαν ακρίτως, τότε, σ’ αυτήν την ελκυστική διαβεβαίωση.
Η μαζική τούτες τις μέρες υποστήριξη της απαγόρευσης, εκ μέρους των υπερμάχων της γενέθλιας φιλοσοφίας αυτού του πολιτισμού, ωστόσο, πιστοποιεί καταλυτικά το εξ ολοκλήρου και απολύτως αντίθετο. Είναι μια φιλοσοφία που δεν αντέχει (όπως ιδίοις όμμασι διαπιστώνουμε) ούτε μία μέρα την πολυφωνία ή την ελευθερία της έκφρασης – «αντέχει» μόνο ενόσω κατέχει όλους τους δημόσιους πομπούς (αυτούς δηλαδή οι οποίοι επιδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό) κι ενόσω επιβάλλει δια μέσου της κρατικής ισχύος τη μονοφωνία ως αυστηρό όρο χρήσης τους. «Εκκινούσα από» όσο και «τελειούμενη (ιδού) σε» μια βούληση Συσκότισης, πολύ καθολικώτερα, παρά Διαφωτισμού.
Ώστε εκείνο που πραγματικά κρίνεται, από την παγίωση ή την αναίρεση τούτης της απαγόρευσης, είναι η διαφύλαξη των πιο αυτονόητων (πριν κι από κάθε τους επίσημη/τυπική «διακήρυξη») δικαιωμάτων της ύπαρξης. Αξίζει να έχουμε πάντως επίγνωση ότι διατρέχουμε τις μέρες κατά τις οποίες η ίδια η Ιστορία, πια μαρτυρεί α-μέσως ότι – όχι μόνο η πνευματική- ακόμα και η πολιτική ελευθερία της πλάσης είναι αδύνατον να αναπνεύσει κάτω απ’ τον ορίζοντα ενός διακηρυγμένου Αποχριστιανισμού του Νοήματος.

Πηγή: Περιοδικό Πειραϊκή Εκκλησία, Τεύχος 323, Μάρτιος 2020

Κατηγορίες: Άρθρα. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.