Η κατά Λατίνων διδασκαλία του Νικολάου εξ Υδρούντος: Η εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος – Σωτηρίου Ν. Κόλλια.

Α’. Η εισαγωγή του Filioque στη δυτική θεολογική παράδοση και η θέση του Νικολάου έναντι αυτού.
Το άγιο Πνεύμα, ομοούσιο και ομοφυές με τα άλλα δύο θεία πρόσωπα, έχει ως ιδιαίτερο υποστατικό ιδίωμα την εκπόρευση. Με τον όρο εκπόρευση, νοείται η αΐδια και άχρονη υποστατική προβολή του αγίου Πνεύματος εκ μόνου του Πατρός, που σημαίνει ότι το Πνεύμα ανάγει την ύπαρξή του στον Πατέρα, όπως ακριβώς και ο Υιός1 . Αυτή η αλήθεια αποτελεί για τους Ορθοδόξους δόγμα αναλλοίωτο και αμετάβλητο. Κατά την Ορθόδοξη διδασκαλία των θεοφόρων Πατέρων και Διδασκάλων και την παράδοση της εκκλησίας μας η υπόσταση του Πατρός είναι η αρχή, η αιτία και η ενότητα στην Τριάδα.2
Αντιθέτως η λατινική εκκλησία διαφοροποιήθηκε στη διδασκαλία περί Αγίου Πνεύματος κηρύττοντας ότι το Πνεύμα έχει την αρχή του εκτός από τον Πατέρα και στον Υιό (Filioque).
Κάνοντας μια μικρή ιστορική αναδρομή διαπιστώνουμε ότι το Filioque εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην Ισπανία τον 6ο αιώνα και εισήχθη στο σύμβολο της Πίστες στη σύνοδο του Τολέδου το 589 από τους Βησιγότθους3 . Στην εκκλησία της Ισπανίας είχε προκύψει η ανάγκη να αποκρουστούν λείψανα της αιρέσεως του αρειανισμού,4 οπότε η θεωρία του Filioque, για πρώτη φορά διαμορφώθηκε με συγκεκριμένη μορφή, εφ’ όσον αναδείκνυε τον Υιό και αποδείκνυε στους Αρειανούς το αβάσιμο της κακοδοξίας τους.5
Με τον ίδιο τρόπο χρησιμοποιούσε το Filioque και ο ιερός Αυγουστίνος (354 – 430). Για να αποκρούσει την αρειανική διδασκαλία, που όριζε τον Υιό ως κτίσμα του Πατρός, υπερέβαλλε ισχυριζόμενος, πως ο Υιός όχι μόνο είναι ομοούσιος του Πατρός αλλά έχει και όλες τις ιδιότητες του Πατρός, συνεπώς και την εκπόρευση του αγίου Πνεύματος. Βέβαια, ο Αυγουστίνος επηρεασμένος από την νεοπλατωνιή φιλοσοφία δεχόταν συστήματα τριάδων, που εικονίζουν αμυδρώς την αγία Τριάδας. Συγκεκριμένα, κατ’ αντιστοιχία του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος δεχόταν τις τριάδες (νους – γνώση – αγάπη», «μνήμη – νόηση – βούληση». «ο αγαπών – το αγαπώμενον – η αγάπη», «το είναι – το γιγνώσειν – το θέλειν».6 Επειδή στις τριάδες αυτές το τρίτο τους στοιχείο οφείλει την ύπαρξή του όχι μόνο στο πρώτο αλλά και στο δεύτερο στοιχείο, ο Αυγουστίνος οδηγήθηκε στην αντίστοιχη εκπόρευση του αγίου Πνεύματος όχι μόνο από τον Πατέρα αλλά και από τον Υιό.7
Από την Ισπανία, η αιρετική διδασκαλία του Filioque μεταφέρθηκε στη Γαλλία και στη Γερμανία. Μόλις τον 9ο αιώνα βρήκε θερμή υποστήριξη από τον βασιλιά των Φράγκων Καρλομάγνο (768 -814)8 , ο οποίος λόγω πολιτικής σκοπιμότητος στήριξε τη δογματική αυτή αυθαιρεσία. Η στέψη του Καρλομάγνου ως αυτοκράτορα από τον πάπα Λέοντα Γ’ (795 – 816) θεωρήθηκε ως προδοτική πράξη από τους Βυζαντινούς, δεδομένου ότι υπήρχε αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη.9 Ο Καρλομάγνος χρησιμοποίησε τις θρησκευτικές διαφορές προκειμένου να διαχωρίσει την αγία ρωμαϊκή αυτοκρατορία του γερμανικού έθνους από την ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία.10 Ο Καρλομάγνος επηρεάστηκε από τον λόγιο Αγγλοσάξονα κληρικό Αλκουίνο (732 – 804), ο οποίος ήταν φίλος και σύμβουλος του βασιλιά.11 Ο τελευταίος εκτιμούσε ιδιαίτερα τον Αλκουίνο. Ο Αλκουίνος επηρεασμένος και αυτός από την περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος διδασκαλία του Αυγουστίνου υπερασπίστηκε με σθένος το Filioque και το εισηγήθηκε στον βασιλιά. Ο Καρλομάγνος πίεζε τους πάπες Αδριανό Α’ (771-795) και Λέοντα Γ’ (795-816) να το δεχθούν.12. Ο ίδιος ο Καρλομάγνος συγκάλεσε σύνοδο στη Φραγκφούρτη (794), στην οποία παρευρέθηκαν τριακόσιοι επίσκοποι από τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ισπανία και τη Βρεταννία, όπου έγινε δεκτή η διπλή εκπόρευση του αγίου Πνεύματος και αργότερα, το 809, σύνοδο στο Ακυϊσγράνο (Aachen Γερμανίας),13 στην οποία επικυρώθηκε η ορθότητα της διδασκαλίας του Filioque.14
Συνεχίζοντας την πολιτική του Καρλομάγνου σχετικά με το Filioque, λίγους αιώνες αργότερα, το 1014, επέβαλε την αιρετική προσθήκη ο αυτοκράτορας της Γερμανίας Ερρίκος ο Β’ (1014- 1024) στον πάπα Ρώμης Βενέδικτο Η’ (1012- 1024).15 Ο παπικός θρόνος υιοθέτησε εν τέλει το Filioque λόγω της επιδράσεως της Γερμανικής αυτοκρατορίας στην Ιταλία και για τη διατήρηση ομαλών σχέσεων μαζί της. Τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ο παπισμός ήταν πολύ αδύναμος και χρειαζόταν τη στρατιωτική υποστήριξη των Γερμανών.16 Σημειώνουμε επίσης ότι ο πάπας Βενέδικτος ήταν ανηψιός του Ερρίκου και επειδή απολάμβανε της αυτοκρατορικής ευνοίας και προστασίας του θείου του, λόγω προσωπικού οφέλους, παραχάραξε το χριστιανικό δόγμα. Μάλιστα ο πάπας συναίνεσε να ψάλει το Σύμβολο της Πίστεως με το Filioque κατά την τέλεση στέψεως του Γερμανού αυτοκράτορα στη Ρώμη το 1014.17 Αυτή ήταν η πρώτη φορά που χρησιμοποιήθηκε το Filioque ως αλήθεια της πίστεως η Δ’ σύνοδος του Λατερανού υπό την προεδρία του πάπα Ιννοκεντίου Γ’ το 1215.18 Στο ίδιο πνεύμα συνέχισαν και οι σύνοδοι της Λυώνος το 1274 υπό τον πάπα Γρηγόριο Ι’ (1271 – 1276)19 και της Φερράρας – Φλωρεντίας το 1438 – 39 υπό τον πάπα Ευγένιο Δ’ (1431- 1447).20
Τέλος, η κακοδοξία του Filioque θεμελιώθηκε και έλαβε συστηματική μορφή με τη διδασκαλία του λογίου Λατίνου θεολόγου Θωμά Ακινάτου (1224 – 1274), ο οποίος στο γνωστό του έργο Summa contra Gentiles εξέθεσε την επιχειρηματολογία του προς απόδειξη και της εκ του Υιού εκπορεύσεως του αγίου Πνεύματος και κατέστη το σημείο αναφοράς της λατινικής περί εκπορεύσεως διδασκαλίας.21
Εξάλλου κατά την αντίληψη αυτή, δια του Filioque εξαίρεται ο Υιός ο Οποίος ανέδειξε τον απόστολο Πέτρο τοποτηρητή Του επί της γης. Κατ’ επέκταση εξαίρεται ο πάπας, που καθίσταται ο μοναδικός κληρονόμος των προνομίων του Πέτρου.22 Δεν είναι τυχαίο, επίσης, το γεγονός, ότι η επίσημη προσθήκη του Filioque έγινε την περίοδο, όπου η θεωρία του παπικού πρωτείου είχε λάβει οριστική μορφή και είχε ανάγκη θεολογικής θεμελιώσεως.23
Τέλος, σημειώνουμε ότι η προσθήκη του Filioque χρησιμοποιήθηκε ως μέσο προς δικαίωση θεολογικών, εκκλησιαστικών, κοινωνικών και πολιτικών αναγκών της δυτικής θεολογίας, καθώς η εμμονή της στην αιρετική διδασκαλία ικανοποιούσε μόνο ιδιοτελείς σκοπούς.24
Την εποχή της δράσεως του Νικολάου (αρχές του 13ου αιώνα) υπήρχε έντονη η διάθεση για διεξαγωγή θεολογικών συζητήσεων μεταξύ ανατολής και δύσεως με απώτερο σκοπό την άρση των αναθεμάτων και την επανένωση των εκκλησιών.25 Προς αυτήν την κατεύθυνση κινούμενοι οι εκκλησιαστικοί ιθύνοντες επιχειρούσαν με όλα τα μέσα που διέθεταν να πείσουν την αντίπαλη πλευρά να αποδειχθεί την ορθότητα των θέσεών τους.
Μέγιστο δογματικό πρόβλημα θεωρείτο η αίρεση του Filioque.26 Η δογματική αυτή διαφορά απέβη μία από τις κύριες αιτίες του σχίσματος των εκκλησιών ανατολής και δύσεως.27 Γι’ αυτό και κατά τη διάρκεια του 13ου αιώνα αυτή η προβληματική είχε έντονα ανακύψει και έφτασε στην κορύφωσή της τον επόμενο αιώνα από τους αγίους Γρηγόριο Παλαμά28 και Νείλο Καβάσιλα.29
Ο Υδρουντινός συγγραφέας Νικόλαος συμμετείχε ενεργά σε πλήθος συζητήσεων σχετικά με το θέμα του Filioque, οπότε ήταν αναμενόμενο το ζήτημα αυτό να λάβει κεντρική θέση στη θεολογία του. Ο ηγούμενος της μονής Κασούλων θεωρώντας τον εαυτό του συνεχιστή της θεολογίας των μεγάλων ανατολικών Πατέρων θεολογεί επιχειρηματολογώντας με πειστικό τρόπο κατά της κακοδοξίας του Filioque και αποδεικνύει το θεολογικό σφάλμα της αιρέσεως αυτής και την παράλληλη αλλοίωση της ορθής χριστιανικής διδασκαλίας. Η σπουδαιότητα του ζητήματος έγκειται κατ’ αυτόν όχι μόνο στη νόθευση της θείας αλήθειας και στις συνακόλουθες θεολογικές ατοπίες, αλλά και στη διασάλευση της εκκλησιαστικής τάξεως. Η ακοινωνησία μεταξύ ορθοδόξων και Λατίνων και η προβολή πρωτείων εξουσίας εκ μέρους της δύσεως ήταν για τον Νικόλαο επίσης σημαντικές παράμετροι του θέματος. Εξαιτίας του πλήθους και του μεγέθους των αρνητικών συνεπειών του Filioque30 ο Νικόλαος αφιερώνει σημαντικό μέρος του συγγραφικού του έργου στην καταδίκη αυτής της προσθήκης.
Πρέπει, βέβαια, να σημειωθεί ότι ο ευσεβής μοναχός είχε βαθιά συνείδηση πως η εξερεύνηση της θείας αλήθειας είναι εγχείρημα παράτολμο και δύσκολο. Συναισθάνεται την ανθρώπινη αδυναμία σχετικά με την ερμηνεία των του Θεού πραγμάτων. Λέγει: «Ουδείς γαρ οίδε τα του αληθούς Θεού και Πατρός ει μη ο αληθής Υιός και Θεός, και ο αληθής Θεός ο Παράκλητος ως ήδη και είρηται».31 Είναι, λοιπόν, παρακινδυνευμένος για τους «πλάσμα πεφυκότες»32 δηλαδή για τους ανθρώπους, που υπολείπονται της θείας σοφίας και δυνάμεως να εξηγούν εξ ιδίων τα λόγια του Θεού Λόγου αυτό καλεί τους αντιφρονούντες «μηδείς τω την αλήθειαν ειπόντι αντιστήναι τολμήσει».34 Τονίζει την άγνοια περί της ουσίας του Θεού και αποδέχεται την αποφατική θεολογία: «ότι μεν εστίν ο Θεός οίδαμεν αλλά τι έστιν οιδέναι ου δυνάμεθα. Τι δε ουκ έστι γινώσκεται, αλλά τι εστίν, ουχ ευρίσκεται».35 Γιατί – ερωτά – ποιος από τους ανθρώπους μπορεί να ξέρει ή να γνωρίζει τη φύση του Θεού; προφανώς κανένας! Για αυτό, νουθετεί, ότι δεν πρέπει να εξετάζουμε τα παραδεδομένα, παρά μόνο να δεχόμαστε ό,τι φανέρωσε σε εμάς ο Χριστός.36 Και σημειώνει χαρακτηριστικά ότι, εάν κάποιος ζητά κάτι παραπάνω από αυτά που δίδαξε ο ίδιος ο Χριστός, μόνο ως άφρων μπορεί να θεωρηθεί: «Το γαρ περαιτέρω ζητείν και λίαν ανόητον, αφρόνων το δε εστίν».37 Άλλωστε οι θείες αλήθειες βιώνονται όχι νοητικά μέσω λόγων, αλλά κυρίως καρδιακά, μέσω της πίστεως και της προσευχής, ώστε ο Νικόλαος στο σημείο αυτό ταυτίζεται με το πνεύμα του Μ. Βασιλείου και συμβουλεύει: «σιωπή τα τοιαύτα μυστήρια τιμάσθαι».38
Διακηρύττει ότι το μυστήριο σχετικά με την αΐδια γέννηση του Υιού και την αΐδια εκπόρευση του αγίου Πνεύματος ούτε οι αγγελικές και αγίες δυνάμεις δεν γνωρίζουν, με αποτέλεσμα εκείνοι που τα πολυεξετάζουν να απομακρύνονται από το Θεό.39 Κατ’ αυτόν τον τρόπο θέτει τα όρια της ανθρώπινης λογικής στην αναζήτηση του Θεού40 καθώς «του τρόπου της γεννήσεως και της εκπορεύσεως ακαταλήπτου υπάρχοντος»41 και εμμένει στην αποδοχή και τήρηση των λόγων του Ιησού Χριστού.
Η αντιπαράθεση για το θέμα της εκπορεύσεως του αγίου Πνεύματος κατέστη η σημαντικότερη δογματική διαφορά ανάμεσα στη λατινική και ορθόδοξη εκκλησία και γι’ αυτό το λόγο η εποχή που διαπραγματευόμαστε χαρακτηρίζεται από έξαρση θεολογικών συγγραμμάτων κατά του λατινικού δόγματος.42 Η θεολογία περί του αγίου Πνεύματος από τους ορθοδόξους διδασκάλους του 13ου αιώνα αποτελεί σύνθεση και συνέχεια της πατερικής θεολογίας των διδασκάλων των πρώτων χριστιανικών αιώνων.43
Η θεολογική προβληματική του Νικολάου βασίζεται στα σταθερά θεμέλια της διδασκαλίας της ορθοδόξου καθολικής εκκλησίας. Εμμένει ιδιαίτερα στις αλήθειες που προκύπτουν από τη μελέτη της καινής Διαθήκης, καθώς θεωρεί, πως οι αλήθειες του Ιησού Χριστού, που καταγράφονται σε αυτή, δεν επιδέχονται αμφισβήτηση.44 Δεν αψηφά, όμως, και τη διδασκαλία της Παλαιάς Διαθήκης, από την οποία επικαλείται τους Ψαλμούς του Δαυΐδ και τους προφήτες. Άλλη πηγή θεολογικών επιχειρημάτων του συγγραφέως μας είναι οι όροι και οι κανόνες των οικουμενικών και τοπικών συνόδων,45 η Ιερά παράδοση και οι άγιοι και θεοφόροι πατέρες και διδάσκαλοι. Μέσα από το έργο του μπορούμε εύκολα να διαγνώσουμε την άριστη γνώση του περί των ορθοδόξων δογμάτων και την τεκμηρίωσή του στις βασικές αρχές των συνόδων και των πατέρων. Στην επιχειρηματολογία του για τον έλεγχο και την ανατροπή των πνευματολογικών αντιλήψεων των Λατίνων χρησιμοποιεί τις θεόπνευστες διδαχές των μεγίστων εκκλησιαστικών συγγραφέων του παρελθόντος. Σχετικώς αναφέρει: «Αρξόμεθα δε πρώτον, και ουκ εξ ημών ταύτα λέγοντες, άλλ’ α παρά των θεοφόρων ανδρών εδιδάχθημεν, και συγγράψομεν».46 Σέβεται ιδιαίτερα τη θεοφόρα εμπειρία τους, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Αλλά και οι μεγάλοι της εκκλησίας φωστήρες διαρρήδην βοώντες μάλα διασαφούσιν ότι εκ του Πατρός μόνου το Πνεύμα εκπορεύεται. Οίτινες ούτοι εισίν. Ει γαρ και εκ του Υιού πάντως αν είχον και τούτο αποκαλύψαι».47 Αναιρεί σταδιακά κάθε λογισμό σχετικό με την κακοδοξία του Filioque χρησιμοποιώντας κυρίως τη θεολογική σκέψη του Μ. Φωτίου και του Νικολάου Μεθώνης, στους οποίους παραπέμπει συχνά για να θεμελιώσει και να προσδώσει κύρος στη διδασκαλία του. Σημειώνουμε ότι η διδασκαλία περί της εκπορεύσεως του αγίου πνεύματος του ιερού Φωτίου αποτέλεσε τη βάση στην οποία στηρίχθηκε η όλη προβληματική περί του ζητήματος του Filioque κατά τους μεταγενέστερους αιώνες.48 Πάνω σε αυτή τη διδασκαλία βασίστηκαν όλοι οι νεώτεροι συγγραφείς και φυσικά και ο Νικόλαος εξ Υδρούντος. Η επίδρασή του στη θεολογική σκέψη και τη γραφίδα του Νικολάου υπήρξε άμεση ή έμμεση. Στη συνέχεια του κεφαλαίου, όπου γίνεται ανάλυση της διδασκαλίας του Νικολάου καταφαίνεται η επίδραση αυτή.
Ο μοναχός μας ορίζει εξ αρχής τις συντεταγμένες της θεολογίας του περί Αγίου Πνεύματος και βάσει αυτών κινείται στην αντιπαράθεσή του με τους Λατίνους.
Υποσημειώσεις.
1. Περισσότερα για το όρο «εκπόρευση» βλ. ΞΕΞΑΚΗΣ, ορθόδοξος Δογματική ,σελ. 186.
2. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά τη διδασκαλία του ιερού Δαμασκηνού σχετικά με τα ιδιώματα των τριών θείων Προσώπων: «Ο Πατήρ πηγή και αιτία Υιού και Πνεύματος, Πατήρ δε μόνου Υιού και προβολεύς Πνεύματος˙ ο Υιός Υιός, Λόγος, σοφία και δύναμις, εικών, απαύγασμα, χαρακτήρ του Πατρός και εκ του Πατρός, ουχ Υιός δε του Πνεύματος. Το Πνεύμα το Άγιον Πνεύμα του Πατρός ως εκ Πατρός εκπορευόμενον (ουδεμία γαρ ορμή άνευ Πνεύματος) και Υιού δε Πνεύμα ουχ ως εξ αυτού, άλλ’ ως δι’ αυτού εκ του Πατρός εκπορευόμενον˙ μόνος γαρ αίτιος ο Πατήρ» ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως έκδ. ΚOTTER, Die Schriften des Johannes yon Damaskos, vol. 2, κεφ. 12 στ. 52- 57.
3. Για την ιστορία της εισαγωγής του Filioque στο σύμβολο της πίστεως βλ. PALMMIERI, Filioque, DTC V, (1913), 2309- 2343, TIXERONT, Histoire des dognas, τόμ. 3,σελ. 519 -524 DESEILLE, Η πορεία, σελ. 87-98.
4. Ο βασιλιάς των Βησιγότθων της Ισπανίας Ρεκαρέδος Α’ (586- 601) εγκατέλειψε τον αρειανισμό και χρησιμοποίησε το Filioque ως όπλο κατά της αιρέσεως, βλ. περισσότερα ΜΠΙΛΑΛΗΣ, Η αίρεσις του Filioque, σελ. 78 και το άρθρο Ρεκαρέδος Α’ στην ΕΠΛΜ 51, 329. Πρβλ. Καρμίρης, τα δογματικά Α’ σελ. 91 και Deseille, η πορεία, σελ. 95.
5. Γλ. HEATH The Western Schism, JEH 23, (1972), 97- 113 ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ, Ενότης, σελ. 355 και ΚΕΦΑΛΑΣ, μελέτη ιστορική, σελ. 13-14 Πρβλ. RUNCIMAN, Δύση και ανατολή, σελ. 51, STAATS Das Glaubensbekenntnis, ΦΟΥΓΙΑΣ, Έλληνες και Λατίνοι, σελ. 165.
6. Βλ. Αυστουστίνος , De Trintiate, IE, 21, 41 μτφ. Μαξίμου Πλανούδη, έκδ. Παπαθωμόπουλος – Ι. Τσάβαρη G. Rigotti , Αυγουστίνου «Περί Τριάδος» τόμ. Β’ Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα 1995. Βλ. περισσότερα Ρωμανίδης, δογματική και συμβολική θεολογία, σελ. 348- 353, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Πατρολογία Γ’ ,σελ. 314- 321, και του ιδίου, Αυγουστίνος Ιππώνος, θεολογία 79 (2008), 461- 515.
7. Βλ. Αυγουστίνος, De Trinitate, IE, 17, 29. Περισσότερα για τη διδασκαλία του Αυγουστίνου βλ. ενδεικτικά: Σκούτερης, ιστορία δογμάτων Β, σελ. 699- 718. Μπιλάλης, η αίρεσις του Filioque, σελ. 37-62, ΜΠΟΝΗΣ, ο άγιος Αυγουστίνος, Θεοδώρου, ο άγιος Αυγουστίνος, ΜaARROU Augustinus Παπαδόπουλος, Αυγουστίνος Ιππώνος, θεολογία 79, (2008), 461- 515, ΠΗΛΙΔΗΣ, Ο ιερός Αυστουστίνος, ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ, δογματική και συμβολική θεολογία DESEILLE η πορεία, σελ. 71, 106, HENDRIKX Augustin SCHOPF Augustinus. Ο ιερός Φώτιος λέγει τον Αυγουστίνο και τον Ιερώνυμο (για τον τελευταίο βλ. ΣΚΟΥΤΕΡΗΣ, Ιστορία δογμάτων Β’ σελ. 692- 698 και ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Πατρολογία Γ’ σελ. 237- 242) αιτιολογώντας τις θεολογικές τους αποκλίσεις: «Είπεν Αυγουστίνος και Ιερώνυμος το πνεύμα εκ του Υιού εκπορεύεσθαι. Και πόθεν έστι λαβείν ή δούναι πίστιν, τοσούτου ρεύσαντος χρόνου, ότι μη αυτών κεκακούργηται τα συντάγματα; Μη γαρ νομίσεις μόνον σαυτόν είναι θερμόν προς ασέβειαν και τολμηρόν τα ατόλμητα, άλλ’ εκ της σης αναλογίζου μάλλον γνώμης, ότι και τηνικαύτα ουδέν το κωλύον ην τοιούτων σκευών ευπορήσαι τον πολυμήχανον του γένους εχθρόν», Φώτιος Κωνσταντινουπόλεως, Περί της του αγίου πνεύματος μυσταγωγίας σελ. 102, 352Β. Πρβλ. ορφανός, η εκπόρευσις, θεολογία 50, ((1979), 54- 58, Κοντοστεργίου, η περί αγίου πνεύματος διδασκαλία του Μ. Φωτίου σελ. 265.
8. Περί αυτού βλ. ενδεικτικά: EINHARD, Vita Karoli Magni Folz, Coronation of Charlenagne, TURNER, The of Charlenagne.
9. Είχε προηγηθεί το 787 το ναυάγιο των σχεδίων του γάμου μεταξύ του Κων/νου, διαδόχου του βυζαντινού θρόνου και της Rotrude, κόρης του Καρλομάγνου, οπότε είχε ήδη οξυνθεί η αντιπάθεια μεταξύ φραγκικής και βυζαντινής αυτοκρατορίας.
10. Ο Καρλομάγνος χρησιμοποιούσε το Filioque ως «παιγνιόχαρτον» εναντίον των αυτοκρατόρων του βυζαντίου, τους οποίους επεδίωκε να εμφανίσει ως αιρετικούς, για να παρουσιάζεται ο ίδιος ως ο μόνος αυτοκράτορας που είναι άξιος να εκπροσωπεί το χριστιανικό κόσμο, (βλ. ΜΠΙΛΑΛΗΣ, η αίρεσις του Filioque, σελ. 79), πρβλ. ΦΟΥΓΙΑΣ, Έλληνες και λατίνοι, σελ. 171 και ΚΑΡΜΙΡΗΣ, τα δογματικά Α’ σελ. 92.
11. Περί του Αλκουίνου βλ. ΦΕΙΔΑΣ, Αλκουίνος, ΕΠΑΛΜ 7, 13 και C. J. B. GASKOIN Alcuin, his life and work. 1904.Πρβλ. ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ, δογματική και συμβολική θεολογία, σελ. 67 και DESEILLE , η πορεία, σελ. 96.
12. Ο Ιω. Ρωμανίδης αναφέρει ότι οι Φραγκολατίνοι θεωρούσαν τον Αυγουστίνο τον μεγαλύτερο θεολόγο και πατέρα της χριστιανοσύνης, ο οποίος έλυσε το δήθεν άλυτο για τους Έλληνες πρόβλημα περί προσωπικής ιδιότητος του αγίου Πνεύματος. Συνεπώς, υπήρξε μία χρυσή ευκαιρία για τον Καρλομάγνο να αποδείξει ότι είναι δική του πλέον η κληρονομία της βασιλείας των Ρωμαίων βασιλέων και ότι στους Φράγκους έπεσε ο εκ Θεού κλήρος να αναδημιουργήσουν την αυτοκρατορία των Ρωμαίων και να προωθήσουν τα γράμματα και τη θεολογία αυτής. Οι Φράγκοι ανώρυξαν τον ουράνιο αυτό θησαυρό και έθεσαν τα θεμέλια για να ξεπεράσει δήθεν η φραγκική σχολαστική θεολογία την πατερική, (βλ. Ρωμανίδης, δογματική και συμβολική θεολογία, σελ. 339 – 340).
13. Αφορμή για την σύγκληση της συνόδου του Aachen υπήρξε το γεγονός του έτους 808, όπου Έλληνες ορθόδοξοι μοναχοί των Ιεροσολύμων, πρωτοστατούντος του αγιοσαββίτου μοναχού Ιωάννου, χαρακτήρισαν ως αιρετικούς τους Φράγκους μοναχούς, οι οποίοι απήγγειλαν το σύμβολο της πίστεως μετά της προσθήκης του Filioque στο φράγκικο μοναστήρι τους στο Όρος των Ελαιών. Αντιδρώντας οι φράγκοι μοναχοί, απευθύνθηκαν στον πάπα Λέοντα Γ’ και στον αυτοκράτορα Καρλομάγνο για να διευθετήσουν το ζήτημα που προέκυψε. Ο Καρλομάγνος συγκάλεσε τη σύνοδο και θέσπισε ως δόγμα την αιρετική προσθήκη (βλ. ΚΑΡΜΙΡΗΣ, τα δογματικά Α’ σελ. 92-93. ΜΠΙΛΑΛΗΣ, η αίρεσις του Filioque, σελ. 68-72 ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ, δογματική και συμβολική θεολογία, σελ. 316- 317, ΚΟΝΤΟΣΤΕΡΓΙΟΥ, Η περί αγίου πνεύματος διδασκαλία του Μ. Φωτίου, σελ. 254 και DESEILLE Η πορεία, σελ. 96 και 99.
14. Βλ. ANDERSEN Geschichte des Christentums I, σελ. 132-133. ΘΕΟΔΩΡΟΥΔΗΣ, η εκπόρευσις του αγίου πνεύματος, σελ. 43- 44. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, Μεθόδιος σελ. 99 Ρωμανίδης, δογματική και συμβολική θεολογία, σελ. 317, Στεφανίδης εκκλησιαστική σελ. 267, 344 ΦΕΙΔΑΣ εκκλησιαστική Β, σελ. 97 και Φούγιας, Έλληνες και Λατίνοι, σελ. 167.
15. «Ο καισαροπαπισμός των αυτοκρατόρων της δύσεως επέβαλε τελικώς την δεινήν αίρεσιν του Filioque, την οποίαν απέρριπτεν η βυζαντινή εκκλησία και ηρνείτο επί μακρόν και αυτή η εκκλησία της Ρώμης. Η εκκλησία της Ρώμης δεν απεδείχθη αδέκαστος φρουρός της ορθοδόξου πίστεως, διότι υπέκυψεν ενώπιον της αυτοκρατορικής βίας και εδέχθη την αίρεσιν του Filioque» ΜΠΙΛΑΛΗΣ, η αίρεσις του Filioque , σελ. 79, πρβλ. Φούγιας Έλληνες και Λατίνοι σελ. 167 και DESEILLE, η πορεία, σελ. 98.
16. Βλ. Σωτηρόπουλος, θέματα θεολογίας, σελ. 144. Ο Σπ. Μπιλάλης αναφέρει περί της αιρέσεως του Filioque: «Το Filioque δύναται να χαρακτηρίζεται και ως παπική αίρεση, διότι ναι μεν δεν επενοήθη υπό των παπών, τελικώς όμως υιοθετήθη υπό του Βατικανού, προσετέθη εις το λατινικόν credo και επεβλήθη ως πιστευτέα αλήθεια υπό το Ουρβανού Β’ δια της εν Bari λατινικής συνόδου (1098)», ΜΠΙΛΑΛΗΣ, η αίρεσις του Filioque σελ. 77, πρβλ. OBERDORFER Filioque σελ. 205.
17. Βλ. ΜΠΙΛΑΛΗΣ, η αίρεσις του Filioque, σελ. 143 πρβλ. ΚΕΦΑΛΑΣ, μελέτη ιστορική , σελ. 14 και ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ, εκκλησιαστική, σελ. 374.
18. Βλ. mansi 22, 981-982.
19. Βλ. Mansi 24, 81.
20. Βλ. Mansi 31, 1030-1031.
21. Περί του Θωμά Ακινάτη βλ. ενδεικτικά: Gilson, Saint Thomas d’ Aquin CHENU Saint Thomas d’ Aquin et la theologie, Παπαδόπουλος, ορθόδοξη και σχολαστική θεολογία.
22. Ο Απ. Νικολαΐδης σημειώνει: «Αφετηρία και σκοπός του Filioque ήταν η ενδυνάμωση του κοσμικού χαρακτήρα της δυτικής εκκλησίας. Με το Filioque επιτυγχάνεται ή εξαγιάζεται η υποβάθμιση του πνευματικού χαρακτήρα της εκκλησίας και η αναβάθμιση του οργανωτικού. Η αναβάθμιση του Υιού σημαίνει αναβάθμιση του Θεανθρώπου Χριστού, αναβάθμιση του Πέτρου και τελικά αναβάθμιση του επισκόπου Ρώμης. Άρα λοιπόν το Filioque χρησιμοποιήθηκε για τη θεολογική επιβεβαίωση και επιβολή του παπικού πρωτείου. Είναι δε σημαντικό ότι η παρασιώπηση ή αποδυνάμωση της διδασκαλίας για το Filioque συμπίπτει με την καθιέρωση της διδασκαλίας με το παπικό πρωτείο». Νικολαΐδης Παίγνια, σελ. 45.
23. Περισσότερα βλ. ΜΠΙΛΑΛΗΣ ορθοδοξία και Παπισμός Α’ σελ. 248-252.
24. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι οι Λατίνοι από ετών υπήρξαν υπέρμαχοι του ορθοδόξου τριαδικού δόγματος και δεν αντιτάχθηκαν εξ αρχής στη διδασκαλία του Κυρίου. Αυτό μας κάνει να πιστεύουμε ότι παρεισέφρησαν έτεροι λόγοι, οι οποίοι οδήγησαν στην τροποποίηση και αλλοίωση της χριστιανικής αλήθειας από τους Λατίνους, που σχετίζονται βεβαίως με τις φιλόδοξες βλέψεις της παντοκρατορίας του παπισμού. Η διαφοροποίηση αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι ο παπισμός αρέσκεται να ασκεί και κοσμική εξουσία αλλά και στην πεποίθηση ότι ο πάπας είναι ο αρχηγός της εκκλησίας και αντιπρόσωπος του Χριστού επί της γης. Εφ’ όσον όμως, αυτή η εξουσία αμφισβητήθηκε έντονα από τους ανατολικούς, οι Λατίνοι επέλεξαν έτερη μέθοδο επιβολής της υποτιθέμενης εξουσίας τους με το να αποσχιστούν δογματικά και λειτουργικά από την ανατολική εκκλησία. Η θρησκευτική φιλαρχία του παπισμού αποτέλεσε τον πυρήνα για τις επεκτατικές βλέψεις του. Το οικοδόμημά του, συνεπώς, στηριζόταν σε συγκεκριμένες προϋποθέσεις και ικανοποιούσε συγκεκριμένους ιδιοτελείς σκοπούς. Η λατινική εκκλησία ποτέ δεν συμφιλιώθηκε με την ιδέα ότι είναι ίση μεταξύ ίσων και γι’ αυτό πάντοτε προσπαθούσε να επιβάλλει την επικυριαρχία της στις χριστιανικές εκκλησίες της ανατολής (βλ. π.χ. το περίφημο Dictatus papae, κείμενο που συνέταξε ο πάπας Γρηγόριος Ζ’ Ιλδεμβράνδης το 1075, το οποίο περιλαμβάνει την πεμπτουσία της παπικής ματαιοδοξίας, περί αυτού βλ. ΦΕΙΔΑΣ, Εκκλησιαστική Β’ σελ. 336-337). Υπήρξε δηλαδή, ένα τρόπον τινά θέμα επικρατήσεως και υπερισχύσεως εκκλησιαστικών φρονημάτων με αντάλλαγμα κοσμική εξουσία, κύρος και οικονομική ευμάρεια. Αυτό εξάλλου φανερώθηκε ξεκάθαρα κατά τη διάρκεια της Δ’ σταυροφορίας κατά την οποία οι Λατίνοι κυρίευσαν την πρωτεύουσα της Ανατολής Κωνσταντινούπολη, θεωρώντας ότι η βία και ο εξαναγκασμός ήταν πλέον τα μόνα μέσα για να επιβληθεί ο παπισμός στους ορθόδοξους. Η δυτική εκκλησία με το πέρασμα των αιώνων μετασχηματίζεται σε εκκλησία με πολιτικές βλέψεις και κοσμικές ανησυχίες, όπου ταυτόχρονα στους κόλπους της αναπτύσσεται ένας θεοκρατικός παποκαισαρισμός. Ως αποτέλεσμα αυτών των ενεργειών στην ιστορία του παπισμού ήταν η ίδρυση του παπικού κράτους και ο περί «περιβολής» αγώνας, με φυσικό επακόλουθο τη διάσπαση της ρωμαϊκής εκκλησίας, καθώς, πολλοί Λατίνοι αντιτάχθηκαν στα μεγαλεπίβολα σχέδια του πάπα. Χαρακτηριστικό είναι το παπικό σχίσμα που ταλάνισε τη δύση με την ταυτόχρονη ύπαρξη δύο διαφορετικών παπικών αυλών στη Ρώμη και την Αβινιόν της Γαλλίας (1378 – 1415) (βλ. DENZLER, Das Papsttun, σελ. 58- 64 και FRANZEN, Kirchengeschichte, σελ. 220- 226). Θυμίζουμε επίσης τις μεταρρυθμίσεις συνόδους της δύσεως οι οποίες στράφηκαν κατά των παπικών αυθαιρεσιών: Η σύνοδος της Πίζας (1409), η σύνοδος της Κωνσταντίας (1414 – 1418) και η σύνοδος της Βασιλείας (1431 – 1449). Μάλιστα η τελευταία καθαίρεσε τον πάπα Ευγένιο Δ’ ως αιρετικό και στασιαστή. Έκτοτε άρχισε μια ατέρμονη σειρά από σχισματικές ομολογίες (προτεσταντισμός) οι οποίες αντιτάσσονταν στον Ρωμαιοκαθολικισμό, διεκδικώντας την αυθεντία και την αλήθεια. Εν ολίγοις, η παπική εκκλησία ανά τους αιώνες διέσπασε την ενότητα της Μίας Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας και της αφαίρεσε τον πνευματικό της χαρακτήρα.
25. Βλ. ΦΕΙΔΑΣ, θεολογικός διάλογος, σελ. 15-24.
26. Ο Lossky λέει αναφορικά με την αίρεση του Filioque: «Το Filioque είναι η μόνη υπολογίσιμος αιτία εις την αλληλουχίαν των γεγονότων, τα οποία κατέληξαν εις την διαίρεσιν» LOSSKY Η μυστική θεολογία, σελ. 9-10.
27. Για το Filioque ως κύρια αιτία του σχίσματος βλ. ΜΠΙΛΑΛΗΣ, ορθοδοξία και παπισμός Α’ σελ. 242 – 253. Βέβαια, οι Ρωμαιοκαθολικοί δεν παραδέχονται ότι αιτία του σχίσματος υπήρξε η ανωτέρω προσθήκη και περιορίζουν τα αίτια του στην αδιαλλαξία των ορθοδόξων να αποδεχθούν το παπικό πρωτείο. Ο ιερός Φώτιος θεωρεί ότι οι Λατίνοι μόνο για την κακοδοξία του Filioque είναι άξιοι «μυρίοις αναθέμασιν», Φώτιος Κωνσταντινουπόλεως, επιστολή 13, 102, 736.
28. Για τη διδασκαλία περί αγίου πνεύματος του αγίου Γρηγορίου Παλαμά, βλ. ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ, θέματα θεολογίας, σελ. 135- 208 Παπαδόπουλος, Γρηγόριος Παλαμάς, σελ. 70- 84. PANTOBITS, Γρηγόριος Παλαμάς, Ζήσης, Γρηγόριος Παλαμάς, και LISON, La Pneunatologie de Gregoire Palamas.
29. Περί ατού βλ. Κόλλιας, Νείλος Καβάσιλας, ΜΟΧΕ 11, 452.
30. Ο Νικ. Ματσούκας αναφερόμενος στην ένταση που επιφέρει η αίρεση του Filioque λέγει: «Η εκκλησία ως κοινωνικό σώμα λαού ζει την ποικιλομορφία των χαρισμάτων, δημιουργώντας, μονάχα έτσι την αγαπητική κοινωνία των προσώπων κατά το πρότυπο της κοινωνίας των προσώπων της αγίας Τριάδος. Η κυριαρχία ενός Filioque που διασαλεύει μια τέτοια κοινωνία των αγιοπνευματικών προϋποθέσεων και ενεργειών, εξάπαντος δεν έχει θέση μέσα στο σώμα του λαού, στην κοινότητα των αδελφών» ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ, δογματική Β’ σελ. 144.
31. Τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 90v.
32. Τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 90v
33. «Τις γαρ οίδε τα του Θεού ει μη ο μονογενής Υιός ο ων εις τον κόλπον του Πατρός, όστις και εξηγήσατο και το Πνεύμα, ρητώς είπεν όθεν εκπορεύεται. Εκ του Πατρός δηλονότι», τρία συντάγματα, cod. Vat. Pal. Gr. 232, f. 90r
34. Τρία συντάγματα Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 90v.
35. Τρία συντάγματα Cod. Vat. Pal. Gr. 232, f. 90v
36. Λέγει ο Νικόλαος: «Δια τούτο ου χρη παρά το δεδομένον ημίν εξετάζειν, και πώς ο Πατήρ μεν αγέννητος, πως δι’ ο Υιός γεννητός ή το Πνεύμα το άγιον εκπορευτόν, ή και πόθεν άλλοθεν εκπορεύεται, ή μόνον ως ο Χριστός ημάς φρονείν εξεπαίδευσεν», Τρία συντάγματα Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 72r
37. Τρία συντάγματα cod. Vat. Pal. Gr. 232 ff. 72r – 72v
38. Τρία συντάγματα cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 72v. λέγει ο Μ. Βασίλειος: «Ή γαρ σιωπή τιμάσθω τα άρρητα ή ευσεβώς αριθμείσθω τα άγια» Βασίλειος Καισαρείας, περί του αγίου πνεύματος, SC 17 κεφ. ΙΗ’ 44. Πρβλ. KRANICH, Der helige Basilius NAGER, Die Trinitatslehre Basilius des Grossen.
39. «Μηδείς πολυπραγμονείτω πως ο Πατήρ εγέννησε τον Υιόν, ή πως το πανάγιον Πνεύμα εκ του Πατρός εκπορεύεται. Τούτο γαρ, ουδ’ αυταί αι αγγελικαί και άγιαι δυνάμεις γινώσκουσιν. Ώστε ουν ο πολυπραγμονών εκπίπτει του Θεού», τρία συντάγματα Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 82r
40. «Και μέχρι τούτου τον ημέτερον νουν επιστήσαντες» Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 90v
41. Τρία συντάγματα Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 83r
42. Ο Σάββας Αγουρίδης τονίζει σχετικώς: «Οσάκις εγένοντο σοβαραί ενωτικαί προσπάθειαι μεταξύ της ανατολικής εκκλησίας και των εκκλησιών της δύσεως, το Filioque κατείχε πρωτεύουσαν θέσιν εις την σκέψιν των θεολόγων», ΑΓΟΥΡΙΔΗΣ, Τινά περί τουFilioque σελ. 3 πρβλ. του ιδίου Filioque σελ. 33-50.
43. Βλ. ΘΕΟΔΩΡΟΥΔΗΣ, η εκπόρευσις του αγίου Πνεύματος σελ 17.
44. Πρβλ. ΣΤΟΓΙΑΝΝΟΣ, η περί του αγίου πνεύματος διδασκαλία της Καινής Διαθήκης, σελ. 7- 20.
45. Στα φύλλα 7-18 του Cod. Vat. Pal. Gr. 232 o Νικόλαος κάνει μια σύνοψη των διδασκαλιών των επτά οικουμενικών συνόδων, για να έχει πρόσφορο έδαφος προκειμένου να στηρίξει την επιχειρηματολογία του. Ενώ στη σελίδα 16 αναφέρεται και στις τοπικές συνόδους.
46. Τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 4v
47. Τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 ff. 73v – 74r
48. Πρβλ. ΟΡΦΑΝΟΣ, η εκπόρευσις, θεολογία 50, (1979), 64-68.

Από το βιβλίο: Για το δόγμα και τη λατρεία…, του Σωτήρη Ν. Κόλλια.
Μία πρωτότυπη προσέγγιση στα αντιμαχόμενα σημεία μεταξύ Ορθοδόξων και Λατίνων μέσα από ανέκδοτα χειρόγραφα

Εκδόσεις Γρηγόρη, Φεβρουάριος του 2019

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.